Η πρώτη
ελληνική ταινία που είδαν οι κάτοικοι
της πρωτεύουσας το 1930 ήταν το «Μακρυά
απ’ τον κόσμο»,
μήκους 2.800 μέτρων, παραγωγή της νεοσύστατης
«Ολύμπια Φιλμς» του Π. Δαδήρα, η οποία
διέθετε μονάχα ένα εργαστήριο, με
προοπτική ν’ αποκτήσει καινούρια
μηχανήματα και ιδιόκτητα στούντιο στην
περιοχή του Αγίου Ανδρέα, εφόσον η ταινία
σημείωνε εμπορική επιτυχία.
Καλλιτεχνικός διευθυντής της εταιρίας
ήταν ο Δημήτρης Τσακίρης, ο πρώτος ζεν
πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου,
που είχε αναδειχτεί την προηγούμενη
διετία από τις ταινίες της «Νταγκ» και
πλέον άνοιγε τα φτερά του περνώντας και
πίσω από τις κάμερες.
Μια
εξαιρετικά αναλυτική περιγραφή του
σεναρίου της ταινίας είχε ως εξής:
Η δράση
ξεκινούσε στο Άγιο Όρος, στη μυστηριώδη
πολιτεία των καλόγερων και μοναχών, που
απαρνήθηκαν τη μάταιη ζωή του κόσμου
αυτού, όπου η κορυφή της αγγίζει τ’
άστρα και τα παρθένα της δάση κλείνουν
τους θησαυρούς των ναών και την ασκητική
λιτότητα των κοινοβίων των ασκητών,
όπου η σιωπή ρυθμίζει το γύρο των ωρών
με το τοκ-τοκ του μαύρου κομπολογιού
και τη δεητική γονυκλισία.
Ο μοναχός
Χάρης θάβει με συντριβή και βαθύτατη
οδύνη το φίλο του, μοναχό Μάριο. Μπροστά
από τα μάτια του περνά σαν μια φευγαλέα
οπτασία όλο το παρελθόν, όλα τα περασμένα
που μουσκεύτηκαν στα δάκρυα του σπαραγμού
και της μετάνοιας, όλο το παρελθόν που
ήρθε να εξαγιαστεί στην πολιτεία των
μοναχών, για να παρουσιασθούν οι ήρωές
του λευκοί και άμωμοι μπροστά στον
υπέρτατο Κριτή των ουρανίων δωματίων.
Σ’ ένα νησί,
που το λούζουν και ξεσπάνε στ’ αμμουδερά
του ακρογιάλια τα γαλάζια κύματα του
Αιγαίου, φθάνει μια μέρα ένας βιολιστής,
ένας καλλιτέχνης με ονειροπόλα μάτια
και συγκινημένη καρδιά, ο Μάριος. Μια
νύχτα, γοητευμένος από την ησυχία και
τη γαλήνη της θάλασσας που ασήμωνε το
φεγγάρι, ο Μάριος σιμώνει σ’ ένα βράχο
κι αρχίζει να παίζει με το βιολί του ένα
γλυκό, περιπαθή σκοπό, ένα τραγούδι
γεμάτο έρωτα και λατρεία προς τη νύχτα,
τον έρωτα, το φεγγάρι!
Μια νησιωτοπούλα,
η Αυγή, που το πατρικό της σπίτι είναι
λίγο πιο μακριά, τον ακούει, πλησιάζει
σα μαγεμένη προς το μέρος του και πέφτει
στην αγκαλιά του βιολιστή. Ακολουθούν
μέρες ευτυχίας και αμοιβαίας αγάπης
στις ακρογιαλιές, στα λιβάδια του νησιού,
στα περιβόλια. Μα ο πατέρας της Αυγής,
ο καπετάν Λευτέρης, έχει σκοπό να την
παντρέψει με κάποιο νέο, γιο πλούσιου
καπετάνιου φίλου του, τον οποίο και
καλεί να τους επισκεφθεί στο νησί.
Εν τω μεταξύ,
κηρύσσεται ο πόλεμος. Ο Μάριος δεν μπορεί
να μην υπακούσει στη φωνή της πατρίδας.
Ετοιμάζει τα φτωχά πραγματάκια του και
με δάκρυα στα μάτια και την ψυχή ξεσκισμένη
από το σπαραγμό, που αφήνει την αγαπημένη
του, φεύγει. Στην αποβάθρα, εκεί που
πρόκειται να μπαρκάρει, προς μεγάλη
κατάπληξη και των δύο συναντάται με το
φίλο του Χάρη, που φθάνει στο νησί κατόπιν
πρόσκλησης του πατέρα της Αυγής. Το
βαπόρι σφυρίζει, έτοιμο να σαλπάρει κι
ο Μάριος επιβιβάζεται στο πλοίο τη
στιγμή ακριβώς που ο φίλος του θα του
έλεγε ότι έρχεται να παντρευτεί την
Αυγή.
Ο καπετάν
Λευτέρης γνωρίζει την κόρη του με τον
Χάρη. Μα η Αυγή δεν θέλει ν’ ακούσει
τίποτε. Η καρδιά της είναι δοσμένη στον
αγαπημένο της, που λείπει. Οι ερωτευμένοι
ανταλλάσσουν συχνά γράμματα, γεμάτα
αφοσίωση και ερωτική λατρεία. Σύντομα,
όμως, ο Μάριος συλλαμβάνεται αιχμάλωτος
και η σιωπή έρχεται σαν μια θανάσιμη
αγωνία, σαν μια εφιαλτική παρένθεση στο
ειδύλλιο τους.
Ο πατέρας
επιμένει στο γάμο κι επιτέλους η Αυγή
δίνει τη συγκατάθεσή της, αφού τα χρόνια
περνούν κι έλειψε η ελπίδα πως θα ξαναδεί
το βιολιστή της. Λίγες, όμως, μέρες πριν
την Κυριακή που θα γίνονταν οι γάμοι,
καταφθάνει στο νησί ο Μάριος, σωστό
ερείπιο, κουρελιάρης και χλωμός σαν
ζητιάνος από την αιχμαλωσία. Βλέπει την
Αυγή έτοιμη για γάμο, βλέπει την προδοσία
του έρωτά του και η καρδιά του γίνεται
κομμάτια. Μα η Αυγή δεν τον αρνήθηκε. Η
καρδιά της έμεινε πιστή σ’ αυτόν και
μια νύχτα που ακούει ξανά το γνώριμο
βιολί στην ακρογιαλιά, φεύγει κρυφά από
το πατρικό σπίτι και συναντάται με τον
αγαπημένο της.
Ο Χάρης
μαθαίνει το ειδύλλιο και με ικεσία και
πόνο εκλιπαρεί το Μάριο να του αφήσει
την ευτυχία, που θα μπορούσε ν’ απολαύσει
με την Αυγή. Τον ικετεύει στο όνομα της
φιλίας τους και η καλλιτεχνική ψυχή του
Μάριου λυγίζει. Γράφει ένα γράμμα γεμάτο
ειρωνεία και σαρκασμό στην Αυγή και
κλείνεται στον πόνο και την απελπισία
του.
Οι νεόνυμφοι
φεύγουν για γαμήλιο ταξίδι και μένει ο
Μάριος στο νησί. Μα η Αυγή τον αγαπά
περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αισθάνεται
ότι της είναι αδύνατη κάθε συμβίωση με
τον Χάρη και φεύγει μακριά από τον κόσμο.
Ο Χάρης, περίλυπος επιστρέφει στο νησί,
να βρει τον Μάριο και να κλάψουν μαζί
τη χαμένη ευτυχία τους. Η Αυγή, αποτραβηγμένη
σ’ ένα μακρινό μοναστήρι, θρηνεί
μερόνυχτα τα χαμένα της νιάτα, την
ευτυχία, τον έρωτά της.
Οι δυο φίλοι
βάζουν σκοπό της ζωής τους της ανεύρεσή
της και γυρνούν από μοναστήρι σε
μοναστήρι. Μάταια! Τα χρόνια περνούν
χωρίς να βρουν κανένα ίχνος βοηθητικό
ή να πάρουν μια πληροφορία. Η Αυγή από
μέρα σε μέρα καταβάλλεται. Μάταια
προσπαθεί να λησμονήσει, να βρει βάλσαμο
παρηγοριάς στην πληγωμένη της καρδιά.
Πουθενά φως, πουθενά προσδοκία. Η φθίση
αρχίζει να λιώνει τα σωθικά της και η
χλομάδα, η νεκρική χλομάδα του μαρασμού
στεφανώνει το πρόσωπό της. Μια αδελφή
καλόγρια της γλυκαίνει τις τελευταίες
στιγμές της ζωής της, την παρηγορεί και
την ετοιμάζει για το μεγάλο ταξίδι.
Οι δυο φίλοι
φθάνουν στο νησί. Κάτι μαντεύουν.
Πλησιάζουν στο κελί της ετοιμοθάνατης
Αυγής. Όμως η καλόγρια βλέποντας τον
Μάριο θυμάται τη φωτογραφία που ραίνει
με δάκρυα η Αυγή, θυμάται την ιστορία
που εκείνη της είχε διηγηθεί χίλιες
φορές και στέκεται αναποφάσιστη. Τι
πρέπει να κάνει; Με κατεβασμένα μάτια
και επίσημη ασκητική φωνή νεύει όχι. Η
Αυγή δεν είναι εκεί. Η Αυγή πέθανε πια
για τους περιπλανώμενους κι απέλπιδες.
Οι δυο φίλοι
φεύγουν και στην απελπισία του ο Μάριος
ξαναπαίζει στο βιολί του το τραγούδι
που άρεσε στην Αυγή του και που τώρα
αντηχεί σαν λυγμός και σαν ρόγχος, το
τραγούδι του πεθαμένου του έρωτα. Η
ετοιμοθάνατη Αυγή ακούει το γνώριμο
σκοπό και σηκώνεται. Τον φωνάζει κι ο
αντίλαλος του νησιού αναδίνει τη φωνή
της σαν φωνή από τον κόσμο του Υπερπέραν,
τη φωνή της Ορφικής Ικεσίας. Ο Μάριος
πέφτει στην αγκαλιά της, μα η μεγάλη
συγκίνηση της Αυγής την κατακεραυνώνει.
Πέφτει στην αγκαλιά του νεκρή με
βασιλεμένα τα ωραία της μάτια, με το
πρόσωπο σα νεκρικό σεντόνι.
Οι δυο φίλοι
θάβουν την αγαπημένη τους σε μια
ακρογιαλιά του νησιού και την ίδια
νύχτα, κάτω απ’ το ίδιο φεγγάρι που
φεγγοβόλησε τον έρωτα και τα φιλιά τους,
που είδε την τρυφερότητα και την αγάπη
τους, ο Μάριος κρεμάει το βιολί του στο
σταυρό της σαν ένα μακάβριο δώρο, σαν
μια προσφορά υπέρτατης θυσίας και
υπέρτατου έρωτα.
Η πολιτεία
των μοναχών στο Άγιο Όρος τους δέχεται
και τους δίνει φιλοξενία. Σ’ ένα μοναστήρι
δέονται για την ψυχή της Αυγής. Στη
γονυκλισία λιώνουν τα γόνατά τους, στην
προσευχή προσηλώνουν την ψυχή τους. Οι
καμπάνες χτυπούν τους Όρθρους και τους
Εσπερινούς, τα δάση θροούν λυπητερά, η
θάλασσα φεγγοβολάει κάτω από τον Άθω
σαν ένας απέραντος λειμώνας λουλουδιών
του αφρού και μενεξέδων του κύματος. Ο
Μάριος, όμως, σβήνει, λιώνει και πεθαίνει
μια μέρα στην αγκαλιά του Χάρη.
Τα βασικά
πρόσωπα της ταινίας υποδύθηκαν οι:
Δημήτρης
Τσακίρης .................
|
Μάριος
|
Μαίρη
Σαγιάννου ....................
|
Αυγή
|
Ορέστης
Λάσκος .....................
|
Χάρης
|
Ι.
Βονασέρας ............................
|
καπετάν
Λευτέρης
|
Σωσώ
Κανδύλη ........................
|
καλόγρια
|
Μίμης
Κοκκίνης ......................
|
Γαβρίλης,
ένα παιδί του νησιού που φεύγει για
το μέτωπο μαζί με τον Μάριο (ο κωμικός
ρόλος της ταινίας)
|
Χριστόφορος
Νέζερ
|
Τη διεύθυνση
φωτογραφίας ανέλαβε ο Έριχ Μπούμπαχ,
ενώ το σενάριο υπέγραφε ο Ορέστης Λάσκος,
που είχε επιδείξει μια εξαιρετική
δραστηριότητα στα πρώτα βήματα του
ελληνικού κινηματογράφου ως ηθοποιός,
σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Ήταν,
όμως, ένα αυθεντικό σενάριο;
Το «Μακρυά
απ' τον κόσμο»
ήταν η πρώτη ελληνική ταινία, που
κατηγορήθηκε ανοιχτά για λογοκλοπή και
μάλιστα η υπόθεση έφτασε μέχρι τα
δικαστήρια. Η Κική Δεκουλάκου, συγγραφέας
του μυθιστορήματος «Στο Μοναστήρι» (με
υπότιτλο «Μακρυά απ’ τον κόσμο»), που
είχε σημειώσει μεγάλη εμπορική επιτυχία,
προσέφυγε στη δικαιοσύνη ζητώντας την
εφαρμογή του νόμου περί προστασίας της
πνευματικής ιδιοκτησίας, πεπεισμένη
ότι το σενάριο είχε ληφθεί εξ ολοκλήρου
από το βιβλίο της.
Η υπόθεση
συζητήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1930, ημέρα
της κινηματογραφικής πρεμιέρας. Πέρα
από διάφορους λόγιους, κριτικούς και
δημοσιογράφους που υποστήριξαν τη
Δεκουλάκου, ένας υπάλληλος του
βιβλιοπωλείου «Ελευθερουδάκη» κατέθεσε
ότι ο ίδιος συνέστησε το συγκεκριμένο
βιβλίο στο Λάσκο, όταν εκείνος είχε
ζητήσει τη γνώμη του για ένα βιβλίο, που
θα μπορούσε να γυριστεί ως ταινία.
Μάλιστα, ο Λάσκος φερόταν να αγόρασε
στη συνέχεια το βιβλίο που του είχε
υποδείξει ο υπάλληλος.
Οι μάρτυρες
υπεράσπισης εξέφρασαν μια ελαστικότατη
άποψη για την προστασία της πνευματικής
ιδιοκτησίας φέρνοντας ως παραδείγματα
κλασικούς συγγραφείς, όπως ο Σαίξπηρ,
ο Μολιέρος κ.ά., οι οποίοι ποτέ δεν
κατηγορήθηκαν για λογοκλοπή, παρότι
στα έργα τους είχαν διαχειριστεί θέματα,
που μόνο πρωτότυπα δεν ήταν.
Τελικά, το
δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της
ενάγουσας κρίνοντας ότι η ταινία είχε
μεν πολλά κοινά σημεία με το βιβλίο,
όμως διέφερε στις γενικές γραμμές. Η Δεκουλάκου δεν έμεινε άπραγη, αλλά κατέφυγε στον Πρόεδρο
των Πρωτοδικών, ο οποίος δέχτηκε τους ισχυρισμούς της και επέτρεψε στην
ενάγουσα να ενεργήσει συντηρητική κατάσχεση επί της περιουσίας της κινηματογραφικής
εταιρίας μέχρι του ποσού των 30.000 δραχμών. Το
1958, ο Λάσκος θα έγραφε και θα σκηνοθετούσε
ένα ριμέικ του «Μακρυά από τον κόσμο».
Αυτή τη φορά το βιβλίο της Δημουλάκου
θα αναφερόταν επίσημα ως πηγή του
σεναρίου.
ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Τα γυρίσματα
της ταινίας πραγματοποιήθηκαν σε Μύκονο,
Κέρκυρα (Παλιοκαστρίτσα, Ποντικονήσι,
Πέλεκας, Μπενίτσα, Αχίλλειο, Πέραμα,
Κανόνι), αλλά και στο Άγιο Όρος (μονή
Σίμωνος Πέτρας, Βατοπαίδι, Αγία Λαύρα,
η ρωσική μονή του Αγίου Παντελεήμονα),
δίνοντας στους θεατές τη δυνατότητα να
παρακολουθήσουν σκηνές από τις ζωές
των μοναχών και των ασκητών.
Τα γυρίσματα στο Άγιο Όρος δεν ήταν
εύκολα, αλλά εξελίχθηκαν επεισοδιακά,
καθώς οι καλόγεροι θεώρησαν βέβηλους
τους ηθοποιούς και το συνεργείο και
αρχικά επιχείρησαν να επιτεθούν εναντίον
τους, όμως τελικά δόθηκε η άδεια από την
Ιερή Κοινότητα.
Στο μοναστήρι της Παναγίας της
Καστριώτισσας στην Καστοριά γυρίστηκαν
οι σκηνές από τον ασκητικό βίο της Αυγής.
Ο αρχικός
προγραμματισμός φιλοδοξούσε την προβολή
της ταινίας στις αθηναϊκές αίθουσες
εντός του 1929, όμως αυτό δεν κατέστη
δυνατό. Το «Μακρυά από τον κόσμο» έγινε
η πρώτη ελληνική ταινία, η πρεμιέρα της
οποίας δόθηκε στην Αίγυπτο: στον
«Αμερικάνο Κοσμογράφο» της Αλεξάνδρειας
από τις 26 Δεκεμβρίου 1929 μέχρι την
πρωτοχρονιά, ενώ ακολούθησαν προβολές
σε κινηματογράφο του Καΐρου.
Στις
10 Φεβρουαρίου 1930 ξεκίνησαν οι προβολές
στην Αθήνα (στο «Σπλέντιτ» για δύο
εβδομάδες). Στη Θεσσαλονίκη, η ταινία
προβλήθηκε στο «Εθνικόν»
από τις
24 Μαρτίου. Το «Μακρυά από τον κόσμο»
ταξίδεψε ακόμη σε Κύπρο, Ρουμανία, ενώ
ήταν από τις πρώτες ελληνικές ταινίες
που προβλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη
μετά την άρση της σχετικής απαγόρευσης.
Την ταινία
όμως είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει
και η ελληνική ομογένεια στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Πρώτα στο «S.
&
A.
Theatre»
της
Νέας Υόρκης από τις
12 Οκτωβρίου 1930 και για τουλάχιστον
ένα δεκαήμερο, αν και ο αρχικός σχεδιασμός
προέβλεπε μόνο οκτώ ημέρες προβολών.
Οι τίτλοι της βωβής ταινίας ήταν γραμμένοι
όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά και στην
αγγλική γλώσσα, ώστε να μπορούν να την
παρακολουθήσουν και όσοι Αμερικανοί
δεν ήταν ελληνικής καταγωγής.
Ακολούθησε σειρά προβολών και σε άλλες
αμερικανικές πόλεις, ενώ το 1936, η ταινία
καταχωρήθηκε στα αρχεία της πολιτείας
της
Νέας Υόρκης με τον αγγλικό τίτλο «Far
From The Crowd». Στο Σικάγο, ωστόσο, προβλήθηκε ως «Away From Civilization».
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Κατά την
Εστία
η ταινία γενικά «υστερούσε»
από άποψη φωτογραφίας, παρότι ορισμένα
σημεία ήταν «αρκετά
καλά»,
ενώ η Εσπερινή
επαινούσε τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές,
δύο καλλιτέχνες «με
δύναμι και ζωή μέσα τους»,
οι οποίοι ζωντάνεψαν τους ρόλους του
Μάριου και της Αυγής «με
πνοή και οντότητα σαν αυτές που δίνουν
ξένοι διάσημοι καλλιτέχναι».
Χρησιμοποιώντας
διπλωματική γλώσσα, ο συντάκτης της
εφημερίδας Ακρόπολις
εκτιμούσε ότι «χωρίς
να είνε καλύτερη απ’ όλες της άλλες
ελληνικές ταινίες, δεν είνε και πολύ
χειρότερη».
Για τη Σαγιάνου έγραψε μεν ότι διέθετε
τα φόντα να εξελιχθεί σε «πρώτης
τάξεως καλλιτέχνιδα»
και ότι στην ταινία έπαιξε «με
πλήρη συνείδησιν του ρόλου της και ιδίως
στις δραματικές σκηνές του έργου»,
ωστόσο εντόπισε κάποιες αρνητικές
λεπτομέρειες, τις οποίες απέδωσε σε
αβλεψία της παραγωγής: «Δεν
ημπορεί ένα κορίτσι που έρχεται από την
σχολήν των καλογραιών της Νάξου και
είνε κόρη κάποιου γέρου και ταπεινού
καραβοκύρη σ’ ένα μικρό νησάκι του
Αιγαίου, να είνε ντυμένη σαν αριστοκράτις
της πρωτευούσης»!
Αρκετά ήταν τα μειονεκτήματα του Τσακίρη:
από το μακιγιάζ μέχρι τις κινήσεις του,
που «στερούνται
φυσικότητος»
κι οδηγούσαν σε «κατάχρησιν
της δραματικής γραμμής του προσώπου»,
όμως αποδίδονταν στο φόρτο εργασίας
του και ως καλλιτεχνικός διευθυντής. Ο
δε Ορέστης Λάσκος «δεν
πρέπει ν’ αναλαμβάνη τους κάπως βαρείς
πρωτεύοντας ρόλους».
Στον Ελληνικό
Ταχυδρόμο, ο Τηλέμαχος Γάριος παρομοίαζε
την ταινία με «ένα
είδος ιαπωνικής ζαχαροπλαστικής, όπου
ανακατεύεται το μέλι με το πιπέρι και
η κομπόστα με την ψαρόσουπα»,
όπως στα «προ-Μπερτινικά
φιλμ του ιταλικού κινηματογράφου... την
μακαρίαν προπολεμικήν εποχήν του απλού
ηθογραφικού θέματος, των φυσικών τοπείων,
και του αφελούς ρωμαντισμού που τόσον
θέλγει τες επαρχιακές μοδιστρούλες».
Επέκρινε τους «ανάλατους
ποεταρισμούς»
και τις «στερεοσκοπικές,
κρυσταλλωμένες, άψυχες»
φωτογραφίες με εξαίρεση τα πλάνα της
Κέρκυρας. Ως προς τις ερμηνείες, ο
Τσακίρης αποδείχτηκε «μία
αποκάλυψις... το καλύτερο στοιχείο του
ελληνικού φιλμ, χωρίς υπερβολή»
χάρη στο «δετό,
συγκρατημένο παίξιμό του».
Η Σαγιάνου ήταν «η
μόνη Ελληνίς που μας ήρεσεν μετά την κ.
Έμμα Βιτσώρη»
(του «Λιμανιού των δακρύων»), ενώ «λεπτό,
μετρημένο και ευσυνείδητο»
κρίθηκε το παίξιμο του Λάσκου.
Αρκετά
αναλυτικός ο Δ.
Χρ.
στην Ελληνική
κατέταξε το «Μακρυά απ’ τον κόσμο»
δίπλα στην «Αστέρω» και την «Μπόρα»,
«τις
δυο καλλίτερες ελληνικές ταινίες»,
παρά τα πολλά ελαττώματά του. Η φωτογραφία
κρίθηκε «στα
περισσότερα μέρη καλή»,
όμως σ’ ορισμένα σημεία τα πρόσωπα
φαίνονταν «σκοτεινά,
μαύρα, αδιόρατα, αγνώριστα».
Αρνητικά αξιολογήθηκαν οι δύο εσωτερικές
σκηνές της ταινίας. Η μία (στο δωμάτιο
του Μάριου) ήταν μεν «ωραία
φωτισμένη»,
όμως οι τοίχοι ήταν ολοφάνερα ψεύτικοι
και χάρτινοι, καθώς... κουνιόνταν από
τον αέρα. Η δε σκηνή στο εσωτερικό του
κελιού της μοναχής Αυγής όχι απλά ήταν
«άσχημα
φωτισμένη»,
αλλά στιγματίστηκε από ένα... ζωγραφιστό
παράθυρο στον τοίχο. «Μα
γιατί; Δεν μπορούσε να αποφευχθή;»,
αναρωτιόταν εύλογα ο συντάκτης.
Το σενάριο
ήταν «πολύ παλαιάς σχολής, πολύ
ρωμαντικό, πολύ δραματικό», ενώ ο
ελληνικός κινηματογράφος χρειαζόταν
«συγχρονισμό», στον οποίο δεν
χωρούσαν «φθισιώσες υπάρξεις και
τάφοι». «Καλή» και «φυσική»
αξιολογήθηκε η Σαγιάννου («ίσως η
καλλίτερη απ’ όσες έπαιξαν στο ελληνικό
φιλμ»), «πολύ καλός» ο Τσακίρης»,
«υπερβολικός» ο κωμικός Κοκκίνης,
ενώ ο Χ. Δρ. προτιμούσε τον Ορέστη Λάσκο
«μόνο σεναριογράφο και ίσως σκηνοθέτη»,
συστήνοντάς του να γράψει ένα σενάριο
κοντά στην εικόνα που έδινε μέσω των
ποιημάτων του, δηλαδή ως ένας άνθρωπος
«τέλειος, μοντέρνος, συγχρονισμένος,
γεμάτος από τη λεπτή, τη διαφανή
αισθηματικότητα της εποχής».
Με άρθρο του
στην Πρωία,
ο Φώτος Πολίτης έπαιρνε θέση στη δικαστική
διαμάχη γύρω από το σενάριο της ταινίας,
το οποίο αξιολογούσε ως «το
ασθενέστερο μέρος»
της. «Αλλά
κι αν τύχη ν’ αποδειχθή βάσιμη η κατηγορία
της, θα μου φαινόταν παράξενο να εκέρδιζε
η συγγραφεύς, όταν το έργο... χάνη από
την προσφορά της»
σχολίαζε επικρίνοντας «την
οικτρή ρωμαντικότητα του γελοίου αυτού
μύθου»,
που ωστόσο αποζημιωνόταν από την «καλή
κινηματογραφική διασκευή του».
Εστιάζοντας
στην ταινία, ο Πολίτης δικαιολόγησε
πολλές ατέλειες (π.χ. τις φωτογραφίες
που «δεν ήταν τεχνικές, ούτε καθαρές»,
τα «ελλιπή, αποτυχημένα» μακιγιάζ
κλπ.) στην έλλειψη τεχνικών μέσων,
ατέλειες που «διορθώνονται, άμα βρεθούν
κεφάλαια περισσότερα». Θετικά
αξιολογήθηκε η απουσία της πολλής
ρουτίνας, η καλή επιλογή τοπίων, το
γεγονός ότι ορισμένες σκηνές - «ιδίως
η τελική, με το χτύπημα της καμπάνας»
- δεν στερούνταν πρωτοτυπίας, καθώς
επίσης η «αρμονική» τοποθέτηση των
ηθοποιών στο εξοχικό πλαίσιο. Για τον
Τσακίρη υποστήριξε ότι «έχει προσόντα
ηθοποιού της οθόνης», για την πρώην
μαθήτρια του, Μαίρη Σαγιάνου, τόνισε το
«αληθινά πνευματικό παίξιμό της»,
«καλό για δεύτερο ρόλους» έκρινε
τον Λάσκο, ενώ απόλυτα αρνητική ήταν η
κριτική του για τον Κοκκίνη.
Αξίζει να
συγκρατήσουμε κι ένα απόσπασμα που δεν
είχε σχέση με το «Μακρυά απ’ τον κόσμο»»,
αλλά συνέκρινε τον κινηματογράφο με
τις υπόλοιπες τέχνες. Αυτά πίστευε ένας
σημαντικός άνθρωπος του ελληνικού
θεάτρου για το μέλλον και τις δυνατότητές
της έβδομης τέχνης:
«Συνηθίζουμε
να θεωρούμε τον κινηματογράφο σαν τέχνη
κατώτερη. Κι αληθινά, οι συγκινήσεις
που μας προσφέρει δεν είνε καθαρά
πνευματικές, όπως όλα τα δώρα των Μουσών.
Συχνά, μια στοιχειωδώς υποφερτή υπόθεση,
παιγμένη από μιάν ωραία πρωταγωνίστρια,
ικανοποιεί απόλυτα. Ως τόσο, η
κινηματογραφική εργασία σπουδαίων
ξένων σκηνοθετών και ηθοποιών, κατώρθωσε
να δώση και στην τέχνη της οθόνης μια
πνευματικότητα, που δεν είνε αξιοκαταφρόνητη.
Σε παλιότερα χρόνια, η επιτυχία της
ταινίας εξηρτάτο από τις πόζες των
ωραίων γοησσών. Τώρα τελευταία κυριαρχούν
στον κινηματογράφο καλλιτέχνες, όχι με
κανονικά κυρίως χαρακτηριστικά, αλλά
μ’ εκφραστικώτητα. Ζητούμε, όχι να μας
αρέση απλώς η φυσιογνωμία τους, αλλά να
μας μιλή και συνεπώς να μας θέλγη. Άλλοτε,
οι ηθοποιοί του κινηματογράφου, οι
περισσότεροι, δεν είχαν ποτέ προηγουμένως
πατήσει το σανίδι της σκηνής. Τώρα, η
οθόνη στρατολογεί τους καλλιτέχνες της
από το θέατρο. Αυτό δείχνη, πως η τέχνη
της πήρε μιαν εξέλιξη σημαντική. Η
ηθοποιία είναι πνευματικότης. Έτσι, κι’
αν ο κινηματογράφος υφίσταται πάντα τα
δεσμά ενός ωμού ρεαλισμού, που απευθύνεται
πρωτίστως στις αισθήσεις, ως τόσο τα
πνευματικά στοιχεία που παρέχει η όλη
εμφάνισις των καλών έργων του είναι
τόσα και τέτοια, ώστε να τον τοποθετούν,
αν όχι στον σηκόν, πάντως όμως στον
νάρθηκα του ναού της τέχνης. Για τούτο
ακριβώς η νόθος αυτή θέσις του τον
σταματά εις το μεταίχμιον ανωτέρας και
κοινής ζωής, και τον κάνει να δείχνη
ασφαλώς την στάθμην του πραγματικού
πολιτισμού ενός έθνους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου