Η λέξη «κινηματογράφος»
αποτελεί αντιδάνειο, μετάφραση της γαλλικής «Cinématographe», που
δημιουργήθηκε από τη σύνθεση δύο ελληνικών λέξεων («κίνηση» και «γραφή») για να
υποδηλώσει την καταγραφή κινούμενων εικόνων σε ειδικό φιλμ. Πατέρας της λέξης
εμφανίζεται ο εφευρέτης Λεόν Μπουλί, στο όνομα του οποίου εκδόθηκε δίπλωμα
ευρεσιτεχνίας στις 12 Φεβρουαρίου 1892 αναφορικά με την κατασκευή «στιγμιαίας φωτογραφικής μηχανής για την
αυτόματη και χωρίς διακοπές απόκτηση σειράς αναλυτικών κλισέ κινήσεων ή άλλων,
γνωστής ως cinématographe». Νεότερο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στις 27
Δεκεμβρίου 1893 ονοματίζει μια εξελιγμένη εκδοχή της προηγούμενης συσκευής ως «Cinématographe Léon Bouly».
Από
κει και πέρα, εκτιμάται ότι ο μυστηριώδης Μπουλί, αδυνατώντας ο ίδιος να
καταβάλει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την επιβεβαίωση της πατέντας, αργότερα
πούλησε τα δικαιώματά του στους αδερφούς Λυμιέρ, οι οποίοι το 1895 χρησιμοποίησαν
τη λέξη για τη μηχανή που οι ίδιοι είχαν κατασκευάσει και έκτοτε η λέξη
«κινηματογράφος» έγινε διεθνής.
Συμπτωματικά,
ωστόσο, η λέξη «κινηματογράφος» απαντάται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα
πολύ πριν την απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας από τον Μπουλί, καθώς έτσι
μεταφράστηκε από συντάκτη της αθηναϊκής εφημερίδας Καιροί στις 01.06.1891 μια
εφεύρεση του Τόμας Έντισον! Δεν κατονομάζεται η αγγλική λέξη, όμως λογικά επρόκειτο
για τον «kinetograph», ο οποίος δεν μεταφράστηκε ως «κινητογράφος» ενδεχομένως επειδή ο
συντάκτης θεώρησε τη λέξη λιγότερο εύηχη!
Η
λέξη «κινηματογράφος» εντοπίζεται και σ’ ένα δημοσίευμα της Εφημερίδος στις
02.05.1893, μετάφραση συνέντευξης του Τόμας Έντισον σε δημοσιογράφο της
γαλλικής Figaro, όπου είναι ξεκάθαρο ότι όντως γινόταν λόγος για τον περιβόητο «kinetograph».
Η πρώτη φορά που οι κάτοικοι
της ελληνικής πρωτεύουσας είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν «κινούμενες
εικόνες», με άλλα λόγια την αποτύπωση ανθρώπινων δραστηριοτήτων εν κινήσει,
ήταν στα τέλη του 1894 χάρη σ’ ένα κουτί προορισμένο για ατομικές προβολές
ταινιών διάρκειας λίγων δευτερολέπτων, το κινητοσκόπιο. Αυτή ήταν η ονομασία μιας
άλλης εφεύρεσης του Τόμας Έντισον, υλοποιηθείσα βέβαια χάρη στις εργασίες κυρίως
του βοηθού του, Ουίλιαμ Κένεντι Λόρι Ντίκσον· όμως ο αμερικανός εφευρέτης
υποτίμησε επιδεικτικά την αξία της ανοίγοντας το δρόμο στους αδελφούς Λυμιέρ να
επινοήσουν ένα πολύ πιο βελτιωμένο σύστημα λήψης και προβολής ταινιών, την
κινηματογραφική μηχανή και την οθόνη προβολής του φιλμ σε ένα ευρύ κοινό
θεατών, και ουσιαστικά να γίνουν εκείνοι οι δημιουργοί του κινηματογράφου, όπως
τον γνωρίζουμε σήμερα.
Το κινητοσκόπιο έφερε στην
Αθήνα ο Γεώργιος Α. Γκίκας, αντιπρόσωπος της «Αμερικανικής Διεθνούς Ηλεκτρικής
Εταιρίας» με έδρα τη Νέα Υόρκη. Το κουτί, συνοδευόμενο από φωνογράφο που
επέτρεπε στους θεατές να παρακολουθήσουν την ταινία μετά μουσικής (άσματα
μελοδραμάτων όπως ο «Ριγκολέττο»), εγκαταστάθηκε στο θέατρο Τσόχα επί της οδού
Σταδίου. Η πρώτη επίδειξη της εφεύρεσης στους δημοσιογράφους έγινε στις 20
Δεκεμβρίου 1894, ενώ από την επομένη το κινητοσκόπιο και ο φωνογράφος έγιναν
διαθέσιμα και για το ευρύ κοινό.
Η πρώτη ταινία που προβλήθηκε
ήταν μια σκηνή σιδηρουργείου, παραγωγής 1893, η οποία θεωρείται πολύ σημαντική
και έχει διασωθεί, καθώς ήταν η πρώτη ταινία Κινητοσκοπίου που προβλήθηκε
δημοσίως (α΄ προβολή στις Η.Π.Α., 9 Μαΐου 1893), αλλά και η παλαιότερη γνωστή
ταινία με ηθοποιούς που αναπαριστούσαν μια σκηνή .
Μια αναλυτική περιγραφή της
ταινίας μετά σχολίων δημοσίευσε η εφημερίδα Ακρόπολις
(21.12.1894):
«Τρεις
σιδηρουργοί με την στολήν της εργασίας, τρεις γύφτοι όπως τους βλέπομεν όλοι
μας καθ’ ημέραν, εκτυπούσαν της βαρειαίς των επάνω εις το αμμώνι σφυρηλατούντες
τεμάχιον πεπυρακτωμένου σιδήρου. Η βαρειαίς έπιπτον αλληλοδιαδόχως επί του
άκμωνος. Κατόπιν οι γύφτοι τους οποίους εβλέπομεν χωμένους εκεί μέσα εις τον
πυθμένα του κινητοσκοπείου διέκοπτον την εργασίαν των διά να πίωσιν οίνον προς
αναψυχήν εκ τινός φιάλης, την οποίαν έπερνεν ο αρχιμάστορης από του εδάφους και
διεβίβαζεν ο εις [=ένας] εις τον άλλον διαδοχικώς. Ο καπνός και οι σπινθήρες
του καμινευτηρίου εφαίνοντο εις το βάθος μετά φυσικότητος και κινήσεως.
Ενομίζομεν προς στιγμήν ότι διά μέσου των υέλων του παραθύρου μας εβλέπομεν
τρεις σιδηρουργούς εργαζομένους εις το εργαστήρι των. Τόσον η αναπαράστασις
είνε φυσική και ακριβής, διότι το κινητοσκόπιον δεν είνε τίποτε άλλο ειμή
αναπαράστασις της ζωής [...]».
Μια πολύ σημαντική
λεπτομέρεια: σε δημοσίευμα της Νέας Εφημερίδος η Αθήνα φερόταν ως η τρίτη
ευρωπαϊκή πρωτεύουσα μετά το Παρίσι και το Λονδίνο, που φιλοξενούσε την
πρωτοπόρα εφεύρεση.
Σύντομα ωστόσο ανέκυψαν
κάποια προβλήματα σχετιζόμενα με την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος και η επίδειξη
του κινητοσκοπίου διακόπηκε για λίγες μέρες. Στις 30 Δεκεμβρίου τα όποια
προβλήματα είχαν ξεπεραστεί και προστέθηκε μια δεύτερη σκηνή, το «Κουρείο»,
δηλαδή «ο κουρεύς, ο κουρευόμενος, και
δύο περιμένοντες και γελώντες με μίαν αστειότητα που ανεκάλυψαν εις εν βιβλίον,
ενώ μάλιστα ο ένας από την ζέστη βγάζει και το ρούχο του», όπως εξηγούσε σε
σχετικό δημοσίευμα η Νέα Εφημερίς της 31.12.1894 σχολιάζοντας παράλληλα ότι «εξεκαρδίσθημεν μα την αλήθειαν από τα γέλοια
με αυτήν την σκηνή», η οποία έχει επίσης διασωθεί ως σημαντική στιγμή στην
ιστορία του Κινητοσκοπίου.
Στο μεταξύ ο φωνογράφος, που
συνόδευε το κουτί του Κινητοσκοπίου, εμπλουτίστηκε με ένα σημαντικό ηχητικό
αρχείο, τον ίδιο τον Τόμας Έντισον που εξηγούσε την εφεύρεσή του στο πλαίσιο
του Διεθνούς Ηλεκτρικού Συνεδρίου της Νέας Υόρκης. Βέβαια η ομιλία ήταν στην
αγγλική γλώσσα, ώστε μάλλον ελάχιστοι επισκέπτες του θεάτρου Τσόχα μπορούσαν να
κατανοήσουν το περιεχόμενό της, καθώς εκείνη την εποχή τα αγγλικά δεν γνώριζαν
τη διάδοση που έχουν σήμερα ως άτυπη παγκόσμια γλώσσα.
Σε κάθε περίπτωση, η
εφημερίδα Εστία καλούσε τους Αθηναίους «να
σπεύσουν διά να ίδουν τα θαύματα του αιώνος μας» καθημερινά από τις 3.30
μ.μ. μέχρι αργά τη νύχτα. Και η αλήθεια είναι ότι στην αρχή έσπευδαν κυρίως οι
«αριστοκράτες» της εποχής, όμως σταδιακά φαίνεται ότι άρχισαν να δείχνουν
ενδιαφέρον και οι πιο λαϊκές τάξεις, ιδίως όταν η εφεύρεση εμπλουτίστηκε με
νέες ταινίες, όπως το πετάλωμα ενός αλόγου ή μια σκηνή με τον Μπούφαλο Μπιλ, ο
οποίος «πότε γονυπετώς πότε ορθίως στρεφόμενος
δεξιά αριστερά κάτω επάνω πυροβολεί με το οπισθογεμές ταχυβόλον με ταις μπάλαις
και άλλα και άλλα...».
Το Κινητοσκόπιο παρέμεινε
στην Αθήνα μέχρι το Μάρτιο του 1895. Για τους επόμενους είκοσι και πλέον μήνες,
αποτελούσε τη μοναδική εμπειρία των Αθηναίων από κινούμενες εικόνες, μέχρι που
θα γνώριζαν την πολύ πιο εξελιγμένη εμπειρία του κινηματογράφου, που
απευθυνόταν σε μαζικότερο κοινό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου