Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα

Από το 1900, όταν οι Βολιώτες αδερφοί Ψυχούλη εγκατέστησαν μηχανή προβολής ταινιών στο χειμερι­νό θέατρο «Βαριετέ» (αργότερα θέατρο «Κυβέλης»), ο κινηματογράφος έγινε σταδιακά αγαπημένη συνή­θεια των Αθηναίων. Ήδη το 1907, πρόχειροι κινηματογράφοι υπήρχαν σε διάφορες γωνιές της πρωτεύου­σας, ενώ εξαιρετικά δημοφιλής ήταν ένας παρακείμενος του κτιρίου της Βουλής, τον οποίο φαίνεται ότι τι­μούσαν συχνά οι «πατέρες του έθνους» δίνοντας στις εφημερίδες αφορμή για καυστικά σχόλια. Σύμφωνα με δημοσίευμα, όταν βουλευτής της αντιπολίτευσης δεν έπεισε κυβερνητικό συνάδελφό του να έβγαζε και για εκείνον εισιτήριο για τον κινηματογράφο, τον εκδι­κήθηκε υποβάλλοντας ένσταση απαρτίας και άρα υποχρεώνοντάς τον να παραμείνει στην αίθουσα! Η εφημερίδα σχολίαζε: «Εάν ηρωτάτο ο Μυριανθούσης, θα επρότεινε προς συμβιβασμόν του πράγματος, να γίνωνται αι συνεδριάσεις της Βουλής εις την αίθουσαν του Πανοράματος»!

Την ίδια χρονιά, οι ηθοποιοί απείλησαν να κατεβούν σε τριήμερη απεργία, ενώ διοργάνωσαν συλλαλη­τήριο διαμαρτυρίας, θορυβημένοι από την αραίωση του κοινού στις θεατρικές πλατείες. Στις 16 Μαΐου 1907, μια πολυπληθής ομάδα ηθοποιών με επικεφαλής το θεατρικό συγγραφέα Ν. Λάσκαρη, που κατά σύμ­πτωση επτά χρόνια αργότερα θα γινόταν ο πρώτος πρωταγωνιστής ελληνικής ταινίας μυθοπλασίας, επι­σκέφθηκαν τον πρόεδρο της Βουλής και του κατέθεσαν υπόμνημα ζητώντας ακόμη και την απαγόρευση λειτουργίας των κινηματογράφων!

Το 1907 σημειώθηκαν και τα πρώτα κινηματογραφικά μαξιλαρώματα, ενδεικτικά της έντονης σχέσης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του κοινού και του σινεμά. Την εποχή εκείνη, όταν οι θεατές μιας θεατρικής παράστασης δεν έμεναν ικανοποιημένοι από τα κείμενα ή τις ερμηνείες των ηθοποιών, πετούσαν στο σανίδι τα μαξιλάρια των καθισμάτων τους. Κάτι αντίστοιχο συνέβη στο «Βαριετέ» το Μάιο του 1907, όταν αναγγέλθηκαν κινηματογραφικές προβολές «απαγορευμένης της εισόδου εις τας δεσποινίδας και τα παιδία» στη 1 τα ξημερώματα. Ο νους των περισσοτέρων πήγε σε κάποιο απαγορευμένο θέαμα, όμως οι ταινίες δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν ακριβώς οι ίδιες της απογευματινής προβολής και πολλοί θεατές εκτόνωσαν την οργή τους πετώντας μαξιλάρια!

[Απολαυστική ήταν η περιγραφή της εφημερίδας Άστυ: «Η παράστασις ήρχισε. Εχόρευσαν τρία κοριτσάκια πλέον ή σεμνά και κατόπιν ήρχισε ο κινηματογράφος. Ο κόσμος επερίμενε να ιδή σόκιν, αλλά δεν βαρυέσθε! Ούτε μία γυναικεία ρόμπα δεν ενεφανίσθη εις το πανί του κινηματογράφου. Η υπομονή των θεατών ήρχισεν εξαντλουμένη. – Θέλουμε σόκιν! εφώναζον. Ο Κινηματογράφος όμως εξηκολούθει να προβάλη τον βίον του Αγίου Αντωνίου, της Αγίας Βαρβάρας κ.λ.π. Αίφνης ένα μαξιλάρι εφάνη εις το επικρατούν ημίφως να διασχίζη την πλατείαν του Θεάτρου. Αυτό εχρησίμευσεν ως ηλεκτρικός σπινθήρ. Χίλια κατόπιν μαξιλάρια διεσταυρούντο εις τον αέρα, και έπιπτον πότε επί της σκηνής, και πότε επί των κεφαλών των ιδίων θεατών. Ο ατυχής θεατρώνης, βλέπων τα μαξιλάρια του να σχίζωνται και να πετιώνται εις τα κεραμίδια των πέριξ οικιών και εις την οδόν Σοφοκλέους, μόλις που δεν έκλαιε. [..]».]

Το Νοέμβριο του 1911, στην Αθήνα λειτουργούσαν εφτά κινηματογράφοι: «Βασιλικόν», «Δημοτικόν», «Αττικόν», πρώην «Γκαιτέ», «Πολυθέαμα», «Πανελλήνιον», «Κυβέλης». Ο μεγάλος ανταγωνισμός οδήγησε και σε διαφημιστικές υπερβολές. Έτσι, στις αρχές της ίδιας χρονιάς το «Πανελλήνιον» διαφήμιζε «ομιλούντα» κινηματογράφο, υπονοώντας ταινίες με εικόνες «τόσω καθαραί, ώστε... μιλούν»!
Ωστόσο ελάχιστες αίθουσες πληρούσαν τις στοιχειώδεις, πλην όμως απαραίτητες υγειονομικές προδιαγραφές. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1910, η εφημερίδα Εστία ζητούσε παρέμβαση της αστυνομίας:

«Το πρώτον τυχόν μαγαζί της οδού Σταδίου μεταβάλλεται εις αίθουσαν θεαμάτων με την τοποθέτησιν καρεκλών, χωρίς ουδεμία να λαμβάνεται πρόνοια διά τον αερισμόν, διά την καθαριότητα, διά την άνεσιν του κόσμου. Και εκατοντάδες ανθρώπων συνωθούνται μέσα εις πνιγηρόν χώρον και αναπνέουν μικρόβια και καπνούς και βρώμαν. Ο κίνδυνος αυτός της υγείας πρέπει να λείψη, υποβαλλομένων όλων των προχείρων ιμπρεζαρίων εις κάποιον κανονισμόν».

Το ενδιαφέρον των θεατών δεν μειωνόταν ούτε από την έλλειψη ελληνικών υποτίτλων, αν και η λύση βρέθηκε με μετάφραση των ξένων κειμένων από τα παρασκήνια. Εισηγη­τής αυτής της πρακτικής – άγνωστο πότε – ήταν ο ταχυδακτυλουργός Καρύδης, ο οποίος εμπλούτιζε τις παραστάσεις του με κινηματογραφικές προβολές εξηγώντας κάθε τόσο στο κοινό σε... άπταιστη καθαρεύουσα: «Παιδίον παί­ζον εις την ακρογιαλέαν με τον πατήρ του», «Άγγλος ευπατρίδης απολέσας την σύζυξ κατά το ταξείδιον», «Ωραία θυγάτηρ κατοπτριζομένη εις τον αιγιαλόν» κλπ!

Υπήρχε όμως εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή; Μέχρι το 1906, φαίνεται ότι αυτή περιοριζόταν σε «φωτεινές προβολές εικόνων» επί της οθόνης με προτζέκτορες. Ενδεικτικά μια τέτοια προβολή πραγμα­τοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 1904 σε εσπερίδα του Συνδέσμου Συντακτών Τύπου στην αίθουσα του Παρ­νασσού. Ειδικότερα, στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης προβλήθηκαν εικόνες που παρίσταναν την εξέλιξη του Τύπου από το Γουτεμβέργιο και τα πρώτα πιεστήρια μέχρι τα πλέον σύγχρονα μηχανήματα (της επο­χής) μαζί με εικόνες των αποθανόντων πρώτων Ελλήνων δημοσιογράφων (Φιλήμονας, Λεβίδης, Βρατσάνος, Κορομηλάς, Καμπούρογλου, Τριανταφυλλίδης και Ρούκης), καθώς επίσης πρωτότυπες γελοιογραφίες εν ενερ­γεία δημοσιογράφων, των διευθυντών τους και ορισμένων συντακτών και καλλιτεχνών, σχεδιασμένες από τους Θέμο Άννινο, Γ. Ροϊλό και Φρίξο Αριστέα.

Η επεξεργασία των κινηματογραφικών πλακών, που επέτρεψε την προβολή των εικόνων, είχε γίνει από το χημικό φωτογράφο Σπ. Κοκόλη. Χάρη σ’ αυτόν, εξάλλου, θα προβάλλονταν και οι πρώτες «διά κινηματογράφου ρεκλάμες» κατά το ίδιο σύστημα της εναλλαγής στατικών εικόνων, όταν τον Ιούνιο του 1904 κάποιος επιχειρηματίας εγκατέστησε κινηματογράφο στην ταράτσα σπι­τιού επί της πλατείας Συντάγματος, παραπλεύρως του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία. Προβάλλονταν ξένα ζουρνάλ (π.χ. εικόνες του ρωσοϊαπωνικού πολέμου, η ναυμαχία του Πορτ-Άρθουρ κλπ.), ενώ ενδιάμεσα παρεμβάλλονταν διαφημίσεις καταστημάτων της πρωτεύουσας.

Αίνιγμα αποτελεί παρόλ’ αυτά η πληροφορία ότι τις παραμονές των δημοτικών εκλογών του 1903 σε κινηματογράφο του Βόλου γίνονταν προβολές «διαφόρων εκλογικών και άλλων εικόνων», χωρίς όμως να προσδιορίζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια το περιεχόμενο ή η προέλευσή τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου