Κινηματογραφικές εξελίξεις λίγο πριν την Κατοχή


Ενώ η «Νύχτα χωρίς ξημέρωμα» βρήκε το δρόμο για τις κινηματογραφικές αίθουσες εν καιρώ πολέμου, άλλες κινηματογραφικές προσπάθειες της ίδιας περιόδου δεν είχαν την ίδια τύχη.
Ιδιαίτερη κινητικότητα παρατηρήθηκε τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1940. Με απόφαση του υφυπουργού Παιδείας συστήθηκαν επιτροπές ειδικών για τη συγγραφή σεναρίων σε μορφωτικές ταινίες, που θα προβάλλονταν στους σχολικούς κινηματογράφους, ενώ θ’ αναφέρονταν σε θέματα ιστορικά, γεωγραφικά, γεωλογικά και στις ελληνικές αρχαιότητες. Παραμονές του πολέμου, το νεοϊδρυθέν Ινστιτούτο Κινηματογραφικής Τέχνης προκήρυξε διαγωνισμό σεναρίου για μια ταινία μικρού μήκους (διάρκειας 3 έως 10΄) με θέμα «Ο εγκαταλελειμμένος πύργος»· ο νικητής θα κέρδιζε χρηματικό βραβείο 2000 δραχμών, το σενάριό του θα γυριζόταν με τα μηχανήματα του Ινστιτούτου και η ταινία θα προβαλλόταν σε κεντρικό κινηματογράφο της Αθήνας.

Δυναμική εμφάνιση στα κινηματογράφικα δρώμενα ήταν έτοιμη να επιχειρήσει και η «Ηρώ-φιλμ». Είχε ήδη ολοκληρώσει τα γυρίσματα μια ιστορικής/προπαγανδιστικής ταινίας με τίτλο «Εξόρμησις», που κάλυπτε τα ιστορικά γεγονότα από την Επανάσταση του 1821 μέχρι την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά. Το σενάριο και η σκηνοθεσία ήταν του Ι. Χριστοδούλου, ενώ βοηθός σκηνοθέτη ήταν ο Σπαθόπουλος. Τελικά η ταινία δεν πρόλαβε να προβληθεί πριν την Κατοχή. Μετά την Απελευθέρωση εμπλουτίστηκε με σκηνές από την εποποιία του ’40 και τελικά προβλήθηκε στους αθηναϊκούς κινηματογράφους «Ρεξ» και «Έσπερος» από τις 26 Μαρτίου 1945.

Εξάλλου, τον Αύγουστο του 1940 η «Ηρώ-Φιλμ» ξεκίνησε να γυρίζει μια δεύτερη ταινία με τίτλο «Σιωπηλή σύρραξις». Υποσχόταν «το πρώτον πραγματικόν ελληνικόν φιλμ, ανάλογον προς τα ξένα τόσον από καλλιτεχνικής απόψεως όσον και από τεχνικής πλευράς», ένα «πρωτότυπον έργον στρατιωτικού περιεχομένου με συγκλονιστικάς περιπετείας, αληθινήν συγκίνησιν, λεπτοτάτην αισθηματικότητα και ωραίον διάλογον» σε σενάριο Δ. Χρονόπουλου και σκηνοθεσία Ι. Χριστοδούλου (Γιάννης Κρίστη). Ενδεχομένως στα πλαίσια των γυρισμάτων, η εταιρία ζήτησε την άδεια για κινηματογράφηση του βωμού μπροστά από το Παναθηναϊκό στάδιο το Δεκέμβριο του 1940.

Ο Χρ. Χαιρόπουλος έγραψε τη μουσική και ο Γ. Βιτάλης έκανε τις ενορχηστρώσεις. Στην ταινία θα συμμετείχαν οι Ηρώ Χαντά, Νανά Σκιαδά, Δήμητρα Σπετσάκη, Αγγέλα Παλίδου, Τζένυ Σταυροπούλου, Δήμος Σταρένιος, Γ. Ανακτορίδης, Ντενόγιας, Μπέζος, Αφεντάκης, Χρυσομάλλης κλπ. Ωστόσο τα γυρίσματα διακόπηκαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν πολλά χρόνια μετά. Παραμονές της απελευθέρωσης της Αθήνας, η «Διπλή θυσία», όπως πλέον μετονομάστηκε και μετά από αλλαγές σε αρκετούς συντελεστές τόσο πίσω όσο και μπροστά από τις κάμερες, εμφανιζόταν μεταξύ των τριών νέων ελληνικών ταινιών της ερχόμενης κινηματογραφικής σαιζόν. [Τα άλλα δύο φιλμ ήταν το «Ραγισμένο Βιολί» του Ορέστη Λάσκου με πρωταγωνίστρια τη Στέλλα Γκρέκα σε παραγωγή της «Ολύμπια φιλμ» και η «Νύχτα Αγωνίας» της «Φίνος Φιλμ» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Ιωαννόπουλου με τους Καίτη Πάνου, Δημήτρη Μυράτ, Αλέκο Λειβαδίτη κ.ά. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για τις «Ραγισμένες καρδιές» και τη «Βίλλα με τα νούφαρα» αντίστοιχα, οι οποίες τελικά προβλήθηκαν στις κινηματογραφικές αίθουσες τον Απρίλιο του 1945.]

Με αφορμή όλη αυτή την κινητικότητα, ο Αλέκος Σακελλάριος, ένας από τους ανθρώπους που μεταπολεμικά θ’άφηναν το στίγμα τους στον ελληνικό κινηματογράφο, σχολίαζε αρνητικά τη μέχρι τότε πορεία του:
«[..] Το Ελληνικό φιλμ απέτυχε. Όσες ταινίες γυρίστηκαν ως τώρα ήταν, επιεικώς, γελοίες, ηλίθιες και κακότεχνες. Από τον απαίσιον και αλησμόνητον εκείνον «Δόκτορα Επαμεινώνδα» μέχρι το περυσινό «Τραγούδι της Αγάπης» που ήταν εφάμιλλόν του εις ηλιθιότητα, δεν γυρίστηκαν ούτε δέκα μέτρα ελληνικής ταινίας που να δίδουν έστω και μίαν αμυδράν ελπίδα για το μέλλον του Ελληνικού κινηματογράφου. Γνωστοί και ανεγνωρισμένοι καλλιτέχνες του θεάτρου, πούχουν δη άπειρες επιτυχίες στη σκηνή, κατώρθωσαν να γίνουν ρεζήλι στην οθόνη. Και φυσικά δεν φταίνε αυτοί. Κινηματογράφος θα πη σκηνοθέτης. Και σκηνοθέτης Έλλην – σκηνοθέτης κινηματογράφου – δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνον κάτι φιλόδοξοι και ηλίθιοι νεαροί, με μαλλιά οντουλαρισμένα και σακκάκια εκ σαμαροσκουτίου, που έχουν βάλει στο χέρι μερικούς αφελείς κεφαλαιούχους και προσπαθούν να παραστήσουν τον Βίλλυ Φορστ εις βάρος τους. Αποτέλεσμα είναι, πρώτον μεν οι κεφαλαιούχοι να χάνουν τα λεφτά τους, δεύτερον δε να γίνεται ρεζήλι ο Ελληνικός κινηματογράφος αδίκως [...]».

Επειδή όμως υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις, ο Σακελλάριος επανήλθε:
«[..] Ο κόσμος το αγαπάει το Ελληνικό φιλμ και πάντοτε τρέχει στις πρεμιέρες του με την κρυφή ελπίδα ότι «αυτή την φορά κάτι θάναι», παρ’όλες τις απογοητεύσεις που δοκίμασε μέχρι τώρα. Αν βρεθούν λοιπόν, ο σοβαρός επιχειρηματίας – επιμένω πολύ στη λέξη «σοβαρός» – και οι κατάλληλοι άνθρωποι, σίγουρα θ’ αποκτήσουμε Ελληνικό φιλμ και, μάλιστα, πολύ καλύτερο από μερικά ξένα. Η αλήθεια είναι ότι εμείς, ίσως, δεν θα μπορέσουμε να παρουσιάσουμε τον πλούτο που βλέπουμε στις ξένες ταινίες γιατί και τα τεχνικά μέσα μας λείπουνε και το άφθονο χρήμα, που σκορπιέται τόσο σπάταλα στα ξένα στούντιο. Θα παρουσιάσουμε όμως κάτι άλλο, που, όσα λεφτά κι αν διαθέσουνε είναι αδύνατον να το αποκτήσουνε οι ξένες κινηματογραφικές εταιρίες: Το καθάριο φως του Ελληνικού ουρανού και τις απλές αισθητικές γραμμές του ελληνικού τοπίου, που τα έχουμε μονοπώλιο και που μπροστά τους δεν κάνουν δεκάρα τσακιστή οι σκηνογραφίες της «Μέτρο Γκόλντουιν» και οι τεράστιοι ηλεκτρικοί προβολείς της «Ούφα». Δεν λείπει παρά μόνο το μάτι του καλλιτέχνου που θα τα δη αυτά όλα και θα μπορέση να τα εκμεταλλευτή. Δεν λείπουν, δηλαδή, παρά μόνον ο σκηνοθέτης – ο πραγματικός σκηνοθέτης – και οι τεχνικοί του συνεργάτες. Αλλά όλοι αυτοί, ασφαλώς θα βρεθούνε άμα βρεθή ο επιχειρηματίας ο σοβαρός κι έξυπνος επιχειρηματίας. Πούντονε όμως;».

Τον Απρίλιο του 1941, η γερμανική εισβολή και η τριπλή κατοχή ανέκοψαν την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου, που μετρούσε ήδη 35 χρόνια ζωής. Ωστόσο, κάτω από αντίξοες συνθήκες τα επόμενα τρία χρόνια θα γυρίζονταν δειλά-δειλά κάποιες ταινίες («Η θύελλα πέρασε», «Η φωνή της καρδιάς», «Μάγια η τσιγγάνα», «Το δρομάκι του Παραδείσου» και «Χειροκροτήματα»), οι οποίες θα τύχαιναν θετικής αντα­πόκρισης από τους Αθηναίους. Μετά την απελευθέρωση, η κινηματογραφική παραγωγή θα συστηματο­ποιούταν σταδιακά ανοίγοντας το δρόμο για τη μεγάλη «έκρηξη» της δεκαετίας του ‘60, οπότε γυρίζονταν τόσες πολλές ταινίες κάθε χρονιά, ώστε – ανεξάρτητα από την ποιότητα και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα – θα είχε για πρώτη φορά νόημα ο όποιος παραλληλισμός της εγχώριας κινηματογραφίας με κάποια μορφή «ελληνικού Χόλιγουντ».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου