Δημήτρης Τσακίρης: Τι απέγινε ο «Ροδόλφο Βαλεντίνο» των ελληνικών ταινιών;

Ήταν ο πρώτος ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου. Έχοντας απλά παρακολουθήσει μαθήματα στη μιμική σχολή της «Νταγκ φιλμ» και χωρίς να παίξει στο θέατρο, ο Δημήτρης Τσακίρης απέσπασε κατά κύριο λόγο θετικές κριτικές στις πέντε κινηματογραφικές του εμφανίσεις, όλες εμπορικά επιτυχημένες με αποκορύφωμα τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας». Όμως ξαφνικά εξαφανίστηκε. Δε θα συμμετείχε στην επόμενη παραγωγή της «Ολύμπια φιλμς», της οποίας υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής, ούτε θα τον ξαναβλέπαμε σε άλλη ταινία της δεκαετίας του ’30 ή στη μεταπολεμική αναγέννηση του ελληνικού κινηματογράφου.

Κάποια στιγμή ο Τσακίρης εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ. Το Μάιο του 1942, το όνομά του ενεπλάκη σε μια περίεργη υπόθεση. Συγκεκριμένα, κάποιος 38χρονος Δημήτριος Τσακίρης κατηγορήθηκε για απάτη σε βάρος μιας Ελληνοαμερικανίδας, από την οποία απέσπασε το ποσό των 5.000 δολαρίων ως προμήθεια για την πώληση ράβδων λευκόχρυσου υποτιθέμενης αξίας 24.000 δολαρίων, οι οποίες όμως στην πραγματικότητα ήταν φτιαγμένες από ατσάλι και επενδεδυμένες με χρώμιο ούτως ώστε να παραλανήσουν τους ανυποψίαστους αγοραστές. Ο Τσακίρης ήταν αυτός που είχε πείσει τη μηνύτρια να προβεί στην αγορά φέρνοντάς τη σε επαφή με τον πωλητή. Στη δίκη που ακολούθησε, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ήταν σκηνοθέτης και κινηματογραφικός παραγωγός, όμως δεν έπεισε για την αθωότητά του και καταδικάστηκε σε φυλάκιση με καταβολή εγγύησης 2.500 δολαρίων.

Το 1953, ο ηθοποιός άνοιξε το δικό του μικρό εστιατόριο στο Μανχάταν (124 East 60th str.), το «Chez Dimitri» (ελληνικά «στου Δημήτρη»). «Θα πρέπει να το θυμηθείτε, όταν βρεθείτε εκεί για να ψωνίσετε στα Blomingdale. Είναι ένα από αυτά τ’ ακριβά μέρη που τραβούν την προσοχή σου, όταν περιπλανιέσαι και δεν ξέρεις τι να κάνεις. Το είδα να δελεάζει τους περαστικούς, που αιχμαλωτίστηκαν από την ανατολίτικη ομορφιά και διακόσμησή του» παρατηρούσε σχετικό δημοσίευμα, που περιέγραφε τον Τσακίρη ως «πρώην Έλληνα σταρ του κινηματογράφου, στον οποίο αρέσει το διαφορετικό και ενδιαφέρον φαγητό».

Ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή του μαγαζιού σε δημοσίευμα νεοϋορκέζικης εφημερίδας: «Ένα μικρό μπιστρό, στο οποίο κρέμονται πίνακες της Ρετζίν Τζίλμπερτ και κεραμικά αγάλματα της Ίρμα Μπόερ. Οι σερβιτόρες καυχιούνται ότι μιλούν 14 γλώσσες, αλλά το καλύτερο απ’ όλα είναι το φαγητό. Το αρνάκι και το κοτόπουλο φαίνεται ότι κυριαρχούν στο μενού σε μια αρωματική ένωση με μελιτζάνα, κληματόφυλλα, παράξενο ελληνικό και ιταλικό τυρί και μια θαυμάσια, γευστική σάλτσα, που φτιάχνεται από λεμόνι και αβγά». Πάντως η συντάκτρια δεν εντυπωσιάστηκε από τα γλυκά του καταστήματος, τα οποία «είναι συχνά διαποτισμένα με λικέρ και είναι μάλλον γλυκά για τη γεύση μου».

Συντάκτης της New York Post σύστηνε τον Τσακίρη ως τον «πρώην Ροδόλφο Βαλεντίνο των ελληνικών ταινιών» και εξέφραζε την προτίμησή του στο... ραβανί του μαγαζιού, ενώ σε άλλο δημοσίευμα, ο ηθοποιός περιγραφόταν ως ένας «εξαιρετικά ευγενικός, καλοπεριποιημένος, γνώστης όλων των θεμάτων, ιδιαίτερα [σε σχέση με] την τέχνη και τη μουσική».  Άλλωστε το μαγαζί δεν προσέφερε μόνο φαγητό, αλλά αποτελούσε και γκαλερί έκθεσης και πώλησης πινάκων ζωγραφικής. Κατά πόσο όμως πέτυχε η καινούρια επιχειρηματική δραστηριότητα του Δημήτρη Τσακίρη είναι αβέβαιο, ενώ τα ίχνη του χάνονται εκ νέου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου