«Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας»: Η πρώτη ομιλούσα από την Ελλάδα

Μέχρι τις αρχές του 1932, οι Έλληνες θεατές είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν δύο ελληνικά ομιλούσες ταινίες, όμως αυτές ήταν γυρισμένες στην Αμερική, είχαν σενάρια με περισσότερο αμερικανικό παρά ελληνικό «χρώμα», ενώ οι πρωταγωνιστές ήταν άγνωστοι στο ελληνικό κοινό και χωρίς ιδιαίτερα κινηματογραφικά προσόντα. Τη διαφορά έκανε ο «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», η πρώτη ομιλούσα ταινία ελληνικής κινηματογραφικής εταιρίας, αλλά και η μεγαλύτερη επιτυχία του προπολεμικού ελληνικού κινηματογράφου από πλευράς εισιτηρίων.

Η ταινία βασιζόταν στο εξαιρετικά δημοφιλές, ομώνυμο θεατρικό έργο του Δημήτρη Κορομηλά, σκέψεις για κινηματογραφική διασκευή του οποίου είχαν γίνει ήδη από τα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου. [Πρώτα το 1914, όσο και το 1925. Στην ταινία του 1925, για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους προορίζονταν η Κυβέλη και ο Εδμόνδος Φυρστ.]

Ήταν μια παραγωγή της «Ολύμπια φιλμ», η δεύτερη μετά το «Μακριά απ’ τον κόσμο». Ήδη την άνοιξη του 1930, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της εταιρίας, Δημήτρης Τσακίρης, είχε ταξιδέψει στο Βερολίνο για επιμόρφωση στην τεχνική του ομιλούντος κινηματογράφου στα στούντιο της «Ούφα» και μαζί του έφερε τον Γερμανό οπερατέρ Χέμπερτ Κοέρνερ, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση φωτογραφίας. Το σενάριο έγραψε ο Δ. Τσακίρης, ενώ τη σκηνοθεσία εκτέλεσε ο Ηλίας Παρασκευάς.

Μια αναλυτική περιγραφή της - γνωστής - υπόθεσης του έργου:
Στα βουνά της Αρτοτίνας, ένα μικρό τσελιγκόπουλο, ο Μήτρος, ψέλνει ένα ατέλειωτο τραγούδι αγάπης στη βοσκοπούλα Μάρω. Ένα βράδυ, που η βοσκοπούλα γυρίζει στη στάνη, το μικρό τσελιγκόπουλο της εξομολογείται τον έρωτά του. «Για της αγάπης τους καημούς είσαι μικρός ακόμα...» του απαντά εκείνη, τον φιλά και φεύγει.
Περνάνε χρόνια κι ο Μήτρος γίνεται ένας λεβέντης τσέλιγκας, ξακουστός σ’ όλη την περιφέρεια της Αρτοτίνας. Έρχεται ο χειμώνας κι οι τσελιγκάδες κατεβάζουν από τις δροσερές κορφές τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Ένας φίλος του Μήτρου, ο Κώστας, τον ανταμώνει στο γιοφύρι του Μόρνου και τον προσκαλεί στο χωριό του για το πανηγύρι.
Την ώρα που συζητούν κι είναι έτοιμοι να περάσουν με τα κοπάδια το γιοφύρι, ο Λιάκος, ένας νεαρός πιστικός του Γκέρλα, πέφτει ξαφνικά με τα πρόβατά του στο ποτάμι. Ορμάει ο Μήτρος και τον γλιτώνει από τον πνιγμό. Οι τσελιγκάδες σε λίγο φτάνουν στο χωριό του Κώστα, διηγούνται το κατόρθωμα του Μήτρου και οι κοπέλες τον θαυμάζουν από μέσα τους και τον γλυκοκοιτάζουν.
Ένας προύχοντας, ο γέρο-Χρόνης, βάνει στο μυαλό του να τον δώσει στην ανιψιά του, την Κρυστάλλω, και τον προσκαλεί στο σπίτι της μάνας της, της χήρας Στάθαινας, που είναι η ομορφότερη γυναίκα του χωριού. Ο Μήτρος δέχεται την πρόσκληση. Η Στάθαινα, που δεν είναι άλλη από την πρώτη παιδική αγάπη του Μήτρου, τη βοσκοπούλα Μάρω, βλέποντάς τον του λέει:
«Σαν ξένος δεν μου φαίνεσαι. Πού, πότε, δεν θυμάμαι».
«Περίεργο μου φαίνεται. Θα το θυμόμουν πάντα», αποκρίνεται ο τσέλιγκας.
«Κυρ-Μήτρο μ’ δεν παντρεύεσαι, δεν παίρνεις την Κρυστάλλω;» επεμβαίνει σε μια κατάλληλη στιγμή ο Χρόνης. Ο Μήτρος όμως αρνιέται, λέγοντας ότι αυτός «μια βοσκοπούλα αγάπησε σαν ήταν παιδί» κι αυτήν έχει ακόμα στο μυαλό του...
Την άλλη μέρα, τυχαία ο Μήτρος συναντά στη βρύση την Κρυστάλλω μαζί με τον μπάρμπα της, τον Χρόνη. «Μα σαν να τήνε γνώριζα και για να με θυμάται ένα σταυρό θα της χαρίσω...» λέει ο λεβέντης τσέλιγκας στο αντίκρυσμα της νέας.
Η Κρυστάλλω παίρνει το σταυρό και τον πάει στον αγαπητικό της, το νεαρό πιστικό Λιάκο. Αυτός όμως οργίζεται και τη συμβουλεύει να δώσει το δώρο πίσω. Την άλλη μέρα όλο το χωριό είναι έτοιμο για το πανηγύρι. Νταούλια, βιολιά, πίπιζες βαρούν από παντού και στη μικρή κεντρική πλατεία γίνεται ξεφάντωμα. Μαζί με τ’ άλλα παλικάρια μπαίνει κι ο Λιάκος στο χορό κι αγριωπός κοιτάει απέναντί του το Μήτρο.
«Παρ’ το σταυρό, κυρ-Μήτρο μου, γιατ’ η καρδιά της δόθηκε κι είναι καλά δοσμένη».
«Δεν με πειράζει, Λιάκο μου, αν η καρδιά της δόθη...».
«Κυρ Μήτρο να σε νοιάζει!» προκαλεί στο τέλος ο θερμόαιμος πιστικός.
Πεισματώνεται όμως ο Μήτρος, οργίζεται και στέλνει μήνυμα της Στάθαινας πως αρραβω­νιάζεται την Κρυστάλλω. Απελπισμένος ο Λιάκος πάει σε μια ταβέρνα και ρίχνεται στο κρασί. Σε λίγο γυρίζει μεθυσμένος στο πανηγύρι κι ενώ ξεφαντώνει το γλέντι, σηκώνει το χέρι του και λέει στη μουσική: «Πάψτε, νταούλια, γιατί αλλιώς σας σπάνω!».
Επακολουθεί λογομαχία και ο Λιάκος βγάζει το μαχαίρι να χτυπήσει τον Μήτρο. Πεισμωμένος πιο πολύ ο τσέλιγκας μηνάει της Στάθαινας πως αύριο κιόλας θα κάνει το γάμο.
Την επομένη, ενώ αρχίζει η προετοιμασία στο σπίτι της Κρυστάλλως, πηγαίνει η μάνα του Λιάκου, η κυρά-Γιάνναινα, και παρακαλά τη Στάθαινα να χαλάσει το γάμο. Βλέποντας όμως πως δεν εισακούεται, καταριέται τα στέφανα. Επηρεάζεται η Στάθαινα από την κατάρα και ειδοποιεί το Μήτρο πως δεν θα γίνει ο γάμος. Ωστόσο ο γαμπρός καταφθάνει με τη συνοδεία του και ζητά εξηγήσεις. Τότε η Στάθαινα αποκαλύπτει ότι είναι αυτή η Μάρω και πως δεν μπορεί να δώσει την κόρη της στον άνθρωπο που είχε η ίδια. Στο μεταξύ έρχεται ο Λιάκος μετανιωμένος και ζητά συγχώρεση. Συγκινημένος ο τσέλιγκας τον συγχωρά και γυρίζοντας στο γέρο-Χρόνη του λέει: «Ε, μπάρμπα Χρόνη! Διπλά νά ναι τα στέφανα, διπλός θα γίνει ο γάμος...».Εννοούσε το γάμο της Κρυστάλλως με το Λιάκο και το δικό του με την παλιά του αγάπη, τη Μάρω.

Σκηνές από την ταινία:




Το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου εύκολο για τα φτωχά, ελληνικά δεδομένα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα εξωτερικά γυρίσματα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1930 στο Μαντούδι της Εύβοιας, στο Χελμό, στα περίχωρα των Αθηνών και στα θεσσαλικά Τέμπη με προοπτική την προβολή της ταινίας στις αρχές του 1931. Όμως τελικά χρειάστηκε να περάσει και η πρωτοχρονιά του 1932 για να ετοιμαστεί πλήρως.

Η φωνοληψία έγινε στα στούντιο της Lygnosen Tonfilm στο Βερολίνο υπό την επίβλεψη του J. Martens, ενώ σε στούντιο του Βερολίνου ελήφθησαν και οι εσωτερικές σκηνές. Το συνολικό κόστος ανήλθε σε 1.600.000 δραχμές, «ποσόν δυσβάστακτον διά την Ελλάδα», όπως η ίδια η εταιρία αναγνώριζε.

Η ταινία ήταν διανθισμένη με γνωστά παραδοσιακά τραγούδια: «Ο Γεροδήμος», «Ποταμέ, Τζάνεμ ποταμέ», «Μπάτε κορίτσια στο χορό», «Ένας αητός καθότανε», «Μια βοσκοπούλα αγάπησα», «Πέντε χρόνους περπατούσα», «Τζοπανόπουλο θλιμμένο», «Απόψε μ’ εσκοτώσανε», «Γέρασ’ ο μαύρος γέρασα». Τα περισσότερα ερμήνευσε ο Βλαχόπουλος, τενόρος του Εθνικού Μελοδράματος, ενώ το «Μπάτε κορίτσια στο χορό» τραγούδησαν και χόρεψαν 30 χωριατοπούλες ντυμένες στα γιορτινά τους. Επιπλέον, υπήρχε πρωτότυπη μουσική σε σύνθεση του Δ. Λαυράγκα.

ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ

Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμήνευσαν οι:
Δημήτρης Τσακίρης .......
Μήτρος
Σοφία Δαμόγλου .............
Στάθαινα
Μιχάλης Βλαχόπουλος ..
μπαρμπα-Χρόνης
Νίνα Αφεντάκη ...............
Κρυστάλλω
Μάνος Κατράκης ............
Λιάκος
Αιμιλία Μαρίκου ............
Γιάνναινα
Κ. Κοτζιάς .......................
Κώστας
Δ. Μπατής .......................
πιστικός του Μήτρου
Π. Σβορώνος ...................
Γκέρλας
Ο Μάνος Κατράκης

Η Σοφία Δαμόγλου ήταν Ελληνίδα από την Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου είχε φύγει σε πολύ μικρή ηλικία και μεγάλωσε στο Λονδίνο. Εκεί έκανε καριέρα ως ηθοποιός με το όνομα Σοφία Ντοριβάλ. Το ελληνικό κοινό τη γνώριζε από παλιότερη συμμετοχή της στην ταινία «Άβε, Μαρία».

«Το πρόσωπόν της ενθυμίζει κάτι από την γνωστή πρωταγωνίστριαν της οθόνης Ντολορές Ντελ Ρίο. Τα μαύρα μάτια της είνε γεμάτα από μια παράξενη λάμψη και το πρόσωπό της χαρακτηρίζει μια ευγενική γραμμή», κατά την περιγραφή της εφημερίδας Ελληνική. Σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, ο Τσακίρης σκέφτηκε τη Δαμόγλου, όταν εκείνη επισκέφθηκε την Ελλάδα μέσα στο 1930. Την έψαξε παντού, μέχρι που την εντόπισε στο Λουτράκι. Εκεί με τη βοήθεια ενός γιατρού, κατοίκου της περιοχής, την προσέγγισε, της υπέβαλε τη σχετική πρόταση κι εκείνη δέχτηκε.

Όσον αφορά τη Νίνα Αφεντάκη, κόρη δημοφιλών ηθοποιών της οπερέτας (του Νίκου και της Έλλης Αφεντάκη), ήταν μόλις 14 ετών, όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας. Αρχικά εκφράστηκαν αμφιβολίες για το κατά πόσο θα μπορούσε να εμφανιστεί στο ρόλο της ωραίας Κρυστάλλως «ένα παιδί χωρίς ιδιαιτέραν γραμμήν ή κανένα χαρακτηριστικόν» και γενικά χωρίς ιδιαίτερη φωτογένεια, που όμως μεταμορφώθηκε με το μακιγιάζ σ’ ένα «πρόσωπο καθαρό, φωτεινό, γεμάτο δροσιά που ήταν ίσως το μόνο κατάλληλο να παίξη την Κρυστάλλω», ενώ ο Τσακίρης υποστήριζε ότι έμοιαζε «σαν Παναγία».

Για τη συμμετοχή της στην ταινία η Αφεντάκη πληρώθηκε με 15.000 δραχμές - ή τέλος πάντων αυτό δημοσιεύτηκε. Η ίδια δήλωνε ευχαριστημένη από την κινηματογραφική εμπειρία της, παρατηρώντας όμως ότι «συχαίνομαι αυτά τα βλάχικα», ενώ αφηγήθηκε πώς πήρε το ρόλο της Κρυστάλλως: Η πρώτη κρούση έγινε από τον Τσακίρη μετά από μια τυχαία συνάντηση με την ίδια και τη μητέρα της κάπου στην οδό Πατησίων. Αργότερα, η αγγελία της «Ολύμπια Φιλμς» στις εφημερίδες, με την οποία ζητούνταν ηθοποιοί, «μ’ έκανε να πετάξω βιβλία, ν’ αφήσω θρανία και συμμαθήτριες και να τρέξω στα γραφεία της κινηματογραφικής εταιρίας» κατά τα λεγόμενά της. Κι ως γνήσια βεντέτα, μετά την εμπορική επιτυχία της ταινίας δήλωνε πρόθυμη να πρωταγωνιστήσει και σε δεύτερο φιλμ ανεβάζοντας το κασέ της σε «τουλάχιστον 25 χιλιάδες δρχ. Και με την προϋπόθεση να είναι οπερέτα, ώστε να μπορέσω να παίζω [...] ό,τι δεν μου επέτρεπε ο ρόλος της Κρουστάλλως», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε με την αθωότητα και την έπαρση μιας κοπέλας 16 - πλέον - ετών.

ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Η πρεμιέρα του «Αγαπητικού της βοσκοπούλας» δόθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1932 στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ», όπου θα προβαλλόταν επί τρεις εβδομάδες. Ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που το κατάφερε. Κατ’ εξαίρεση της ισχύουσας νομοθεσίας, η παρακολούθηση της ταινίας επιτράπηκε και σε ανηλίκους κάτω των 15 ετών, εφόσον δεν είχε «τίποτε που να θεωρήται βλαπτικό για την παιδική ηλικία».

Σύμφωνα με ανακοινώσεις στον τύπο, κατά τις δυο πρώτες εβδομάδες την ταινία παρακολούθησαν 65.000 θεατές, παρότι προβαλλόταν σε μία μόνο αίθουσα! Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία, ώστε επαναπροβλήθηκε στο «Σπλέντιτ» πριν το τέλος της σαιζόν, την εβδομάδα μετά το Πάσχα.
Κοσμοσυρροή έξω από το Σπλέντιτ για τον "Αγαπητικό της Βοσκοπούλας".
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις στις 10.02.1932

Εξάλλου, ο «Αγαπητικός» φερόταν να είχε σημειώσει ρεκόρ εισπράξεων «από της πρώτης εμφανίσεως των κινηματογράφων εις την Ελλάδα» με κριτήριο των αριθμό εισιτήριων, που κόπηκαν σε μία μέρα. Όπως δημοσιεύθηκε, την πρώτη θέση σε απόλυτα νούμερα κατείχε ο «Τρωικός Πόλεμος» με 8000 εισιτήρια, ακολουθούσε ο «Χάρολδ Λόυδ» με 7000 εισιτήρια, ενώ τρίτος ερχόταν ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» με 5.630 εισιτήρια σε μια μέρα, με την επισήμανσή ότι «λαμβανομένης υπ’ όψει της μικράς χωρητικότητος του κινηματοθεάτρου Σπλέντιτ, μπορεί το ρεκόρ του «Αγαπητικού της Βοσκοπούλας» να θεωρηθή ως κατέχον την πρώτην θέσιν».

Με αντίστοιχη επιτυχία προβλήθηκε στη Θεσσαλονίκη («Διονύσια») από τις 17 Φεβρουαρίου. Περίπου 15.000 ήταν οι θεατές της πρώτης εβδομάδας. Η πρώτη προβολή του «Αγαπητικού της βοσκοπούλας» για τους Έλληνες της Αλεξάνδρειας έγινε στις 5 Οκτωβρίου 1932 στο «Ριάλτο», ενώ στην πρεμιέρα παρευρέθηκε και ο Μιχάλης Βλαχόπουλος, ο οποίος στο διάλειμμα ερμήνευσε τρία τραγούδια από το ρεπερτόριό του τυγχάνοντας θερμής υποδοχής.
Διαφήμιση της ταινίας με αφορμή την προβολή της στο "Αχίλλειον" του Βόλου

Τρελή επιτυχία σημείωσε η ταινία και μεταξύ της αμερικανικής ομογένειας, όπου ξεκίνησε να προβάλλεται τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς στο «Mansfield Theatre» της Νέας Υόρκης. Χαρακτηριστικό της προσμονής της κοινότητας ήταν το γεγονός ότι την ημέρα της πρεμιέρας συνολικά 2.000 θεατές παραβρέθηκαν στην αίθουσα, όπως καυχιόταν η εταιρία διανομής με διαφημιστικές καταχωρήσεις. Ακολούθησαν αναρίθμητες προβολές επί σειρά ετών σε διάφορες αμερικανικές πόλεις, όπου υπήρχε έντονο το ελληνικό στοιχείο.

Η ταινία αναφέρεται με διάφορους αγγλικούς τίτλους και διαφορετικές χρονικές διάρκειες. Ήδη τον Ιανουάριο του 1933 το The Film Daily την αναφέρει ως «True Love». Με τον τίτλο αυτό καταγράφεται και στους καταλόγους της Motion Picture Herald από τον Οκτώβριο του 1937 μέχρι και τον Απρίλιο του 1938, έχοντας διάρκεια 85΄. Ωστόσο, σε παλιότερους καταλόγους της εφημερίδας αναφερόταν ως «Shepherdess’ Sweetheart» (17.02 - 02.11.1935, διάρκεια 118΄), «Voskopoula» (05.01 - 28.11.1936, διάρκεια 95΄) και «Crustalo» (11.10.1936 - 04.09.1937, διάρκεια 95΄).

Αποτελεί ίσως μοναδικό φαινόμενο η παράλληλη προβολή της ίδιας ταινίας με διαφορετικούς τίτλους. Η «Κρουστάλλω», που προβλήθηκε για πρώτη φορά στο «Ideal Theatre» της Νέας Υόρκης το τριήμερο 29-31 Μαΐου 1936, συνοδευόταν από μια άχλη μυστηρίου, εμφανιζόμενη στις ομογενειακές εφημερίδες ως μια καινούρια ελληνική ταινία, παραγωγή της «Cosmograph Films», η οποία τεχνηέντως απέφευγε στις διαφημιστικές αγγελίες ν’ αναφέρει τα ονόματα των πρωταγωνιστών

Εκτιμάται ότι η εταιρία είχε προχωρήσει σε κάποιου είδους επεξεργασία του αρχικού φιλμ ειδικά για την ελληνοαμερικανική κοινότητα. Όπως έγραφε ο Εθνικός Κήρυξ με αφορμή την προβολή της «Κρουστάλλως», «κατεβλήθησαν προσπάθειαι όπως η κινηματογράφησίς του, ως και η φωνοληψία του πλησιάσουν όσον το δυνατόν περισσότερον την Αμερικανικήν τεχνοτροπίαν»Είμαστε δε σίγουροι ότι πρόκειται για μια εκδοχή του «Αγαπητικού της βοσκοπούλας» χάρη στους καταλόγους του αμερικανικού περιοδικού Motion Picture Herald, καθώς ως πρωταγωνίστρια της «Croustalo» αναφέρεται η Νίνα Αφεντάκη.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» ήταν η πρώτη ταινία «φουστανέλας» μετά το «Λαγιαρνί», δηλαδή ύστερα από περίπου δυο χρόνια, κι αυτό αποτιμήθηκε εξ αρχής θετικά, μιας και πολλοί νοστάλγησαν τα βουκολικά δράματα – πόσο μάλλον όταν επρόκειτο για ένα τόσο γνωστό και δημοφιλές θεατρικό έργο. Εξάλλου, η ταινία ήταν η πρώτη ομιλούσα ελληνικής παραγωγής, εμφανίζοντας ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις αντίστοιχες ελληνοαμερικανικές: την παρουσία γνωστών Ελλήνων ηθοποιών. Όπως σχολίαζε καυστικά η Πατρίς, «έτσι εξασφαλιζόμεθα ότι θα ακούσωμε πραγματικά ελληνικά».

«Η τζαζμπάντ και οι μαύροι καταργούνται και τα φοξ και τα βαλς και η ρούμπες πάνε στην μπάντα. Θα χορευθούν ελληνικοί χοροί, ο «συρτός», ο «καλαματιανός» και άλλοι και δε θα φιγουράρουν πια ο Σηκουάνας, ο Τάμεσης, ο Πύργος του Άιφελ, ούτε οι ουρανοξύστες με τα 1555 πατώματα! Τώρα θα ιδούμε ελληνικά τοπεία, θα μοσκοβολίση το θυμάρι των θεσσαλικών Τεμπών, θα πρωταγωνιστήσουν τα ελληνικά χωριά, το Μαντούδι της Εύβοιας και ο Χελμός των Καλαβρύτων» έγραφε ο Σώτος Πετράς στη Βραδυνή, ενώ στάθηκε στους δυο άνδρες πρωταγωνιστές. Ο Κατράκης ήταν «ένα ελληνικό παλληκάρι με τέχνη και ψυχή... που ασφαλώς θα διαπρέψη, γιατί έχει όλα τα προσόντα που του χρειάζονται να το επιτύχη αυτό», ενώ ο Τσακίρης «με την κορμοστασιά του και την λεβεντιά του θα φανή αντάξιος της φουστανέλλας που του στολίζει το ανδρικώτατο κορμί του».

Σε παρόμοιο ύφος το σχόλιο των Μακεδονικών Νέων εξέφραζε τα ήθη της εποχής: «Ειμπορούμε να εξευρωπαϊσθούμε όσο θέλουμε. Να κόψουμε μουστάκια οι αρσενικοί και μαλλιά οι θηλυκοί, να ντυνόμαστε κατά την τελευταίαν διαταγήν του πρίγκηπος της Ουαλλίας... οι απόγονοι του Αδάμ και κατά τον τελευταίον εκ Παρισίων φετφάν αι θυγατέρες της Εύας. Δώστε μας όμως λίγη φλογέρα, λίγη στρούγκα, λίγο κουδούνι κοπαδιού, λίγο τραγούδι βοσκού, λίγη πίπιζα και λοιπά εγχώρια χλαμπατσίμπανα και μπορείτε να πάρετε την ψυχή μας».

Η Πολιτεία εκτιμούσε ότι «η ταινία αυτή είνε όχι μόνον η καλυτέρα ελληνική εξ όσων εγυρίσθησαν έως τώρα, αλλά και γενικώς μία από τις πολύ καλές ταινίες εξ όσων επαίχθησαν εσχάτως στας Αθήνας».

Ένα ωραίο σχόλιο αλιεύουμε από την εφημερίδα Κήρυξ της Καβάλας. Ο συντάκτης σημείωνε ότι η όποια διαφήμιση της ταινίας ήταν «περιττή», καθώς ο κάθε θεατής «θα γίνη ο ίδιος διαφημιστής στους συγγενείς και φίλους του».

Αντίθετα, μια εξαιρετικά αρνητική κριτική δημοσιεύτηκε στη Μακεδονία. Αν και ο συντάκτης παραδεχόταν ότι «δεν είνε η χειρότερη ελληνική ταινία που είδαμε. Από τεχνικής απόψεως μάλιστα ίσως είνε η καλύτερη», έσπευδε να διευκρινίσει πως «δεν είνε ό,τι μπορεί να πη κανείς «μια καλή ταινία»». Ο λόγος; «Ούτε οι ηθοποιοί, ούτε ο σκηνοθέτης θέλησαν να κουράσουν την φαντασία τους. Ίσως μου πήτε πως δεν είχαν καθόλου φαντασία. Ε, μα γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται. Και για τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας», καθώς για τις προηγούμενες ελληνικές ταινίες δε χρησιμοποιήθηκε κατάλληλο έμψυχο υλικό». Και σχολιάζοντας το ενδεχόμενο οι ελληνικές ταινίες να έχουν ποτέ απήχηση στο εξωτερικό, όπως ήταν ο κρυφός πόθος όλων, παρατηρούσε με αρκετή οξύνοια:
«Για να μπορέσουν οι ταινίες μας να βγουν έξω από τα σύνορά του τόπου μας και να τις παρακολουθήση ξένος κόσμος, καθώς εμείς παρακολουθούμε συχνά ουγγρικές, τσέχικες και πολωνικές ταινίες, χρειάζονται ακόμη πολλά. Ηθοποιοί, που να μπορούμε να τους βλέπουμε στο πανί σα γελούν ή σαν κλαίνε, χωρίς να γελούμε ή να θυμώνουμε· σκηνοθέτες, που να ξέρουν τη δουλειά τους και νάχουν έξω από τη φαντασία τους κάποιο λεπτό και καλλιεργημένο γούστο, μηχανικοί, σεναρίστες και σκηνογράφοι, ένας ολόκληρος κόσμος ειδικών ανθρώπων, μαζύ μ’ εγκαταστάσεις τεχνικές αξιόλογες. Ως τη στιγμή εκείνη οι ελληνικές ταινίες θάναι προωρισμένες μόνο για την εγχωρία κατανάλωσι και δε θα εξυπηρετούν κανένα από τους σκοπούς, ηθικούς και γενικώτερα προπαγανδιστικούς, που μπορεί να εξυπηρετήση μια καλώς εννοούμενη ταινία».

Η νοσταλγία κυριαρχούσε στα σχόλια του ελληνοαμερικανικού τύπου. Ο Εθνικός Κήρυξ εκτιμούσε: «Η πλοκή του, η ηθογραφία του, η φουστανέλλα του, το χωριό, τα λαγκάδια, τα τραγούδια, τα μειράκια, οι αγάπες και οι αισθηματικές περιπέτειές του, ουδέποτε αποτυγχάνουν προκειμένου όπως μεταφέρουν νοερώς τον ελληνοαμερικανόν εις τας προμεταναστευτικάς ημέρας του, εκεί πίσω στον γελαστόν ουρανό και στα αγαπημένα χώματα.... Το κινηματόδραμα διακρίνει πιστότης εν τω αντικατοπτρισμώ όχι μόνον της Ελληνικής αισθηματολογίας και της Ελληνικής νοοτροπίας, αλλά και αυτής της Ελληνικής αγροτικής ζωής. Το διακρίνει επίσης η παρουσία ηθοποιών αμφοτέρων των φύλων, όπως η Δαμόγλου και ο Βλαχόπουλος, που έμαθαν να μη χάνουν εις φυσικότητα και αυτοδήλωσιν προ του κινηματογραφικού φακού....».

Στο ίδιο μήκος κύματος και η Ατλαντίς σχολίαζε τις «αλματικές προόδους» της ελληνικής κινηματογραφίας υπογραμμίζοντας ότι «Ήτο η πρώτη φορά καθ' ην ο Ελληνισμός της Νέας Υόρκης είδε και ήκουσεν όσα τώρα χρόνια και χρόνια έχει αφήσει στο μικρό χωριό του λησμονημένα και έτσι επί δύο ώρας ευρέθη μέσα εις Ελληνικήν ατμόσφαιραν ζωντανήν, διότι το έργον "ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας" έχει το πλεονέκτημα ότι έγεινε και συστήματος Μovietone, και έτσι η οθόνη του Κινηματογράφου παρουσίασε κάτι στα μάτια των θεατών, το οποίον ποτέ προηγουμένως δεν είδον».

Σχολιάζοντας δε την «Κρουστάλλω», η Ατλαντίς παρατηρούσε ότι «το έργον είναι ένας αθάνατος ύμνος εις τον Ελληνικόν έρωτα και εις την ζωήν του βουνού και της φουστανέλλας. Δεν θα ήτο καμμία απολύτως υπερβολή εάν είπη κανείς ότι [..] είναι το τελειότερον Ελληνικόν κινηματογραφικόν έργον, εις το οποίον τόσον η φωτογράφησις όσον και η φωνοληψία του είναι από πάσης απόψεως τέλεια, λαμβανομένων υπ' όψιν των ατελών μέσων που παρουσιάζη εν Ελλάδι η Ελληνική βιομηχανία του Κινηματογράφου».

Σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο ήταν - αναμενόμενα - τα σχόλια άλλων αμερικανικών εφημερίδων. Η The Pittsburgh Press έκανε λόγο για ένα «αφελές, μικρό ρομάντζο» με πλοκή «ασαφή και χωρίς συνοχή» και ηθοποιούς που «σπρώχνονται μπροστά στην κάμερα». Ως «ρομαντική κωμωδία» περιέγραφε την ταινία μια άλλη εφημερίδα του Πίτσμπουργκ, επισημαίνοντας τον «ερασιτεχνισμό, όπως στην εποχή του παλιού Βιογράφου», την «ασυνέχεια» της πλοκής και το βαρετό μέχρι υπνηλίας παίξιμο των ηθοποιών!

* * *
Μπορεί ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» να ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της πρώτης χρυσής περιόδου του ελληνικού κινηματογράφου, όμως υπήρξε μια από τις τελευταίες παραγωγές της. Αφενός το υψηλό κόστος δεν μπορούσε να υπερκαλυφθεί από τα έσοδα και αφετέρου η επέλαση του ομιλούντος ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη του ανταγωνισμού. Ήταν χαρακτηριστικά τα όσα επισήμανε ο Δαδήρας, διευθυντής της «Ολύμπια φιλμ», σε συνέντευξή του:
«Αι συνθήκαι τας οποίας εδημιούργησεν η ομιλούσα ταινία αποκλείουν οριστικώς πλέον την παραγωγήν ταινιών από επιχειρήσεις μη οικονομικώς ωργανωμένας διότι, ενώ αφ’ ενός ετριπλασιάσθησαν αι δαπάναι της παραγωγής, αφ’ ετέρου ο εκμεταλλεύσιμος κύκλος των ταινιών εμίκρυνεν ασφυκτικώς εντός των γλωσσικών μας συνόρων, πέραν των οποίων αποβαίνει αδύνατος η έξοδος της ελληνικής ταινίας.
Εξ άλλου διά της εισαγωγής και προβολής εν Ελλάδι των καλλιτέρων ευρωπαϊκών ταινιών ήρχισεν εξελισσομένη η κοινή αντίληψις επί του κινηματογράφου, εις τρόπον ώστε να είνε εκ των προτέρων καταδικασμένη εις αποτυχίαν πάσα οιαδήποτε ταινία μη συγκεντρώνουσα τας κυριωτέρας ιδιότητας ευρωπαϊκών ταινιών, τας οποίας καλώς έχει εκτιμήσει το κοινόν μας. Διά της μεταφυτεύσεως, και μόνον, των ιδιοτήτων τούτων εις τας ελληνικάς ταινίας, δύναται τις να ελπίζη εις σοβαράν ελληνικήν παραγωγήν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου