Στις 22 Μαρτίου
1943, στον κινηματογράφο «Τιτάνια» ξεκίνησε να προβάλλεται το έργο «Η θύελλα
πέρασε». Ήταν μια παραγωγή της εταιρίας «Ολύμπια Φιλμ», που είχε παρουσιάσει
τρεις ελληνικές ταινίες μυθοπλασίες την προπολεμική περίοδο («Μακρυά απ’ τον
κόσμο», «Αγαπητικός της βοσκοπούλας», «Δεσποινίς Δικηγόρος»), των Π. Δαδήρα και
Ηλ. Περγαντή. Το σενάριο έγραψε ο Τ. Μπακόπουλος, που ήταν και ο σκηνοθέτης της
ταινίας.
Πρωταγωνιστούσαν
οι:
Γιάννης Αποστολίδης …... Αλέκος
Έφη Πάλμη …………….. Αννέτα, η κόρη της (διπλός ρόλος)
Περικλής Χριστοφορίδης . Νότης
Ανθή Μηλιάδου ………... Μαριγώ
Κίμων Σπαθόπουλος …… καθηγητής μαθηματικών
Παναγής Σβορώνος …..... ταβερνιάρης
Άγγελος Λάμπρου, Φραγκίσκος Μανέλλης,
Χριστόφορος Νέζερ
Ο Γιάννης Βέλλας συνέθεσε
τη μουσική της ταινίας, στη διάρκεια της οποίας ακούστηκαν τα τραγούδια «Μόνο
τα μάτια σου» και «Είναι γραφτό».
Η πρώτη δοκιμαστική
προβολή για τους δημοσιογράφους έγινε πέντε μέρες νωρίτερα. Μετά από εκείνη την
προβολή, το ίδιο πανομοιότυπο κείμενο σε διαφορετικές αθηναϊκές εφημερίδες,
προφανώς για να εξυπηρετήσει διαφημιστικούς σκοπούς, υποστήριζε ότι οι θεατές «εδάκρυζαν, άλλοτε μεν για τον έντονο
δραματισμό πολλών σκηνών του έργου, άλλοτε δε γιατί έβλεπαν με υπερηφάνειαν μια
τόσο αναπάντεχη και ώμορφη νίκη της ελληνικής προσπαθείας, που την εκέρδισε
εντελώς άοπλη μεταξύ ανταγωνιστών πλουσίων σε άφθονα μέσα, σε ποικίλες δυνατότητες
και σε επαγγελματική προϊστορία».
Η υπόθεση του
έργου ήταν «καθαρώς αθηναϊκή» και
έφερε τα χαρακτηριστικά «του αγνού
ελληνικού αισθηματισμού», όπως ισχυριζόταν έτερο διαφημιστικό δημοσίευμα σε
αθηναϊκές εφημερίδες εν όψει της επίσημης πρεμιέρας για το κοινό. «Γενικώς όλας μας τας επιφυλάξεις και τας
μεμψιμοιρίας μας διά τα παλαιότερα ελληνικά φιλμ και τας ελληνικάς εν γένει
κινηματογραφικάς ταινίας θα τας διαλύση η νέα αυτή ελληνική ταινία, η οποία θα
μας δώση εν ιδιαίτερον αίσθημα ικανοποιήσεως διά μίαν ελληνικήν πρόοδον, η
οποία έχει υπέρ αυτής και εν άλλο στοιχείον ότι επραγματοποιήθη υπό συνθήκας
εξαιρετικώς δυσχερείς και με μέσα πενιχρότατα».
Τα κριτικά
σημειώματα των εφημερίδων υπήρξαν ευνοϊκά διακείμενα απέναντι στην ταινία,
χωρίς να παραλείπεται η επισήμανση και κάποιων λαθών. «Ημπορεί βέβαια να υστερή προφανώς ως προς την σκηνοθεσίαν, τα ντεκόρ,
τον φωτισμόν και άλλα μυστικά της έβδομης τέχνης, εν γενικαίς όμως γραμμαίς και
εν συγκρίσει με τα προηγούμενα ελληνικά φιλμ, αποτελεί ένα έργο πολύ
συμπαθητικό και αρκετά αξιόλογο», παρατηρούσε ο Φερ. στην εφημερίδα Η
Βραδυνή. Ο ίδιος στάθηκε ιδιαίτερα στην ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Έφης
Πάλμη, η οποία «παρ’ ότι εμφανίζεται διά
πρώτην φοράν εις τον κινηματογράφον, κατώρθωσε να κρατήση καλά τον διπλούν
ρόλον της πρωταγωνιστρίας. Ημπορεί βέβαια να μη συγκεντρώνη όλα τα προσόντα που
χρειάζονται διά την οθόνην, παίζει όμως τόσο απλά και τόσο φυσικά, όπως επί
παραδείγματι εις το δεύτερον μέρος, ώστε κατώρθωσε να επιβληθή».
Ένα ανυπόγραφο
σημείωμα στην εφημερίδα Πρωία σχολίαζε ότι «Ο
θεατής που δεν είνε προκατειλημμένος θα ευχαριστηθή ασφαλώς από την καινούρια
ταινία και θα διαπιστώση ότι ο ελληνικός κινηματογράφος έκανε αρκετάς προόδους
όχι μόνον από καθαρώς τεχνικής πλευράς αλλά και από της πλευράς των ηθοποιών»,
ενώ έδινε ιδιαίτερη έμφαση στις ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, της Έφης Πάλμη
και του Γιάννη Αποστολίδη, οι οποίοι «απέδειξαν
ότι μπορούν να σταθούν και στην οθόνη όπως και στη σκηνή».
Πολύ πιο
ειλικρινής ο Ν. Β. του Πρωινού Τύπου χαρακτήρισε το σενάριο «χωρίς να λέη πολλά πράγματα, συμπαθητικό»,
για τους δε ηθοποιούς παρατήρησε ότι «αποδώσανε
όσο μπορέσανε καλύτερα τους ρόλους των» ξεχωρίζοντας τον Αποστολίδη («περίφημος») ενώ για την Έφη Πάλμη
σημείωσε: «όχι βέβαια “αποκάλυψις του
ελληνικού κινηματογράφου”, όπως λέει το πρόγραμμα, αλλά ασφαλώς καλούτσικη. Και
σε ωρισμένες μάλιστα σκηνές πολύ καλή».
Γενικά η ταινία
ήταν «καθαρή» και «φωτεινή» με «ικανοποιητική» φωνοληψία, «τέλος
πάντων καλούτσικη» και «πολύ ευοίωνη
για το μέλλον της κινηματογραφικής αυτής εταιρίας», ο δε σκηνοθέτης
Μπακόπουλος ήταν άξιος συγχαρητηρίων διότι «παρουσίασεν
ένα συμμαζεμένο σύνολο, κίνησε τα πρόσωπα καλά κι ο θεατής δεν κουράζεται με
κανένα ενοχλητικό τρενάρισμα». Ωστόσο ο Ν.Β. δεν απέφυγε να επισημάνει
κάποια προφανή λάθη, όπως το ότι η πρωταγωνίστρια φορούσε παπούτσια σύγχρονα σε
μια σκηνή που υποτίθεται ότι διαδραματιζόταν 25 χρόνια νωρίτερα ή ότι τα παντζούρια
του σπιτιού της φαίνονταν απ’ έξω να είναι γαλλικού τύπου, ενώ από μέσα ήταν
γερμανικού!
Άλλο κριτικό
σημείωμα, που δημοσιεύτηκε στο δημοσιογραφικό όργανο των δυνάμεων κατοχής
«Γερμανικά Νέα», διαπίστωσε επίδραση των γαλλικών και των αγγλοσαξονικών
ταινιών («η οποία δεν είνε δυνατόν να
εξαλειφθή από το βράδυ έως το πρωί»), ενώ επί της ουσίας σχολίασε: «[...] Η ταινία αναφέρεται εις τον ρεαλισμό
της ζωής. Αποτελεί μια εικόνα αυτής και ένα απεικόνισμα συγχρόνως της κοινωνίας
της. Άνθρωποι με σάρκα και οστά κινούνται στην οθόνη, πολλοί εξ αυτών
εξαφανίζονται αμέσως, ενώ άλλοι –περισσότερο σημαντικοί– εισέρχονται στο
προσκήνιο για να εξαφανισθούν βέβαια και αυτοί, αλλά όχι όμως, χωρίς να
προκαλέσουν στον θεατή ένα εύθυμο χαμόγελο ή να προξενήσουν σ’ αυτόν μια
ξεχωριστή εντύπωσι. Και όμως πρόκειται περί καθημερινής υποθέσεως, που κατά
χιλιάδες και εις όλα τα περιοδικά του κόσμου παρουσιάζεται και δημιουργείται
από τις συγκρούσεις που συμβαίνουν στη ζωή. [...] Όπως κανείς σε διάφορες
σελίδες ενός βιβλίου ασχολείται περισσότερο με ωρισμένα θέματα, έτσι και η
σκηνοθεσία του Μπακοπούλου παρουσιάζει την ιστορία διαφόρων επεισοδίων. Η αγάπη
του προς την λεπτομέρεια, τον αναγκάζει να τραβήξη λίγο υπέρ το δέον μερικές
σκηνές. Τη φυγή π.χ. του εραστού από το σπίτι, την παρακολουθεί βήμα προς βήμα.
Όταν πάλιν ο Αλέκος με τον αμαξά του περιέρχεται τα σοκάκια των Αθηνών παντού
παρουσιάζονται γραφικές εικόνες, μα που δεν έχουν καμμιά σχέσι με την υπόθεσι
της ταινίας [...]». Θετικά ήταν τα σχόλια για τις ερμηνείες των ηθοποιών,
ενώ ειδικά για την Έφη Πάλμη ο συντάκτης σχολίασε ότι «Παίζει με φυσικότητα και θάρρος, τα δε εκφραστικά μάτια της
απεικονίζουν εις τους ρόλους της την πραγματική ψυχική της κατάστασι στις
διάφορες σκηνές».
Το φιλμ σήμερα δεν
σώζεται. Έχει πάντως εντοπιστεί η προβολή της και μετά την απελευθέρωση της
χώρας, τουλάχιστον τον Απρίλιο του 1946 (από τις 03.04) στον κινηματογράφο
«Ηλέκτρα» του Ηρακλείου Κρήτης. Από τις 28.09.1947 ξεκίνησε να προβάλλεται στον
κινηματογράφο «Παλλάς» της Λεμεσού, ενώ προβολές της ταινίας σε διάφορες πόλεις
του νησιού επαναλήφθηκαν αρκετές φορές τη διετία 1947-48.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου