Την άνοιξη
του 1930, σχεδόν κάθε εβδομάδα υπήρχε
τουλάχιστον μία πρεμιέρα ελληνικής
ταινίας. Η αρχή έγινε με το «Λαγιαρνί»,
μια εξάπρακτη ταινία μήκους
2.400
μέτρων,
παραγωγή της πρωτοεμφανιζόμενης «Ελλάς
Φιλμς»
του Ιωάννη Λούμου, ο οποίος επίσης
υπέγραψε το σενάριο και εκτέλεσε τη
σκηνοθεσία του φιλμ με γυρίσματα στον
Κοκκιναρά και τη Θεσσαλία.
Σύμφωνα με
το λεξικό «λαγιαρνί» ή αλλιώς «λάγιο
αρνί» ονομάζεται το «αρνί με μαύρο
τρίχωμα· το αρνί που θεωρείται ευεργέτημα
για το κοπάδι».
Από τον τίτλο και μόνο αντιλαμβανόμαστε
ότι η ταινία είχε βουκολικό θέμα,
δηλαδή
ανταποκρινόταν στη μέχρι τότε εκφρασμένη
απαίτηση του τύπου για ταινίες με
ελληνικό χρώμα. Ή μήπως οι απαιτήσεις
άρχιζαν να αλλάζουν;
Λίγα λόγια
για την υπόθεση:
Ο αρχιτσέλιγκας
Μάνθος, πλούσιος αφέντης στην περιοχή,
λατρεύει τη μονάκριβη και ωραία του
κόρη, Μάρω. Σ’ όσους τσελιγγάδες την
ζήτησαν σε γάμο, αρνιόταν πάντοτε με
την πρόφαση ότι «είναι μικρή ακόμα».
Στη στάνη του Μάνθου, πάνω στα βουνά του
Ολύμπου, διευθύνει τα πάντα ο βοσκός
Λάμπρος (ή Λαμπρινός), ο ωραίος έφηβος,
που μαγεύει με τη φλογέρα του. Είναι
πιστός στον αφέντη του, αλλά ξετρελαίνει
την ωραία του κόρη. Κάποιος πρόδωσε στον
αρχιτσέλιγκα τις κρυφές συναντήσεις
των δύο εραστών. Ο Μάνθος εκδιώκει από
τη στάνη τον Λάμπρο και κλείνει στο
σπίτι τη Μάρω, η οποία δεν συμμετείχε
στο πανηγύρι του χωριού.
Εκείνη ακριβώς
τη μέρα, ληστές συνέλαβαν τον Λάμπρο
στη στάνη και ήθελαν να μάθουν απ’ αυτόν
πού κρύβει την περιουσία του ο
αρχιτσέλιγκας. Ο Λάμπρος δέρνεται
αγριότατα, αλλά αρνείται ν’ αποκαλύψει
το μυστικό του. Στη συνέχεια, σύμφωνα
με μια εκδοχή, οι ληστές υποχρεώνουν
τον Λάμπρο να παίξει τη φλογέρα του για
να τους διασκεδάσει κι αυτός παίζει το
συνθηματικό «Μπήκαν κλέφτες στο
μαντρί...».
Σύμφωνα με δεύτερη εκδοχή, ο Λάμπρος
δεν υποχρεώθηκε, αλλά παρακάλεσε ο
ίδιος να παίξει το τελευταίο τραγούδι
του, το «Έβγα
Μάρω απ' το χορό..», που όμως αντηχούσε
λυπητερά, τραγικά και σπαρακτικά.
Σε κάθε
περίπτωση,
η Μάρω άκουσε τον ήχο της φλογέρας απ'
το σπίτι της, πετάχτηκε έντρομη,
αντιλαμβανόμενη ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε
στη στάνη και ειδοποίησε τους υπόλοιπους,
που βρίσκονταν στο πανηγύρι του χωριού.
Εκείνοι έσπευσαν, έσωσαν τον Λάμπρο,
ενώ ο αρχιτσέλιγγας έδωσε την ευχή του
στην κόρη του και τον έμπιστο πιστικό.
Πρωταγωνιστούσαν
οι:
Ρίτα
Μυράτ ..........................
|
Μάρω
|
Άρης
Βλαχόπουλος .............
|
Λάμπρος
(Λαμπρινός)
|
Αθανάσιος
Μαρίκος ............
|
Μάνθος
|
Νικόλαος
Βλαχόπουλος
......
|
λήσταρχος
|
Μαζί
τους οι Αμηρά, Ε. Μενεξής, Σπαρίδης,
Ρίζος, Αναγιάννης κλπ.
|
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Το «Λαγιαρνί
προβλήθηκε στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ»
από τις 31 Μαρτίου 1930. Παράλληλα ο τενόρος
Π. Δουκάκης ερμήνευε τα τραγούδια της
ταινίας σε μουσική Ιωάννου Σκλάβου.
Μετά από μία εβδομάδα, η ταινία μεταφέρθηκε
στο «Σπλέντιτ» Πειραιά και σχεδόν αμέσως
μετά σε συνοικιακούς κινηματογράφους
της πρωτεύουσας, όπου προβαλλόταν σχεδόν
όλο το καλοκαίρι.
Οι Θεσσαλονικείς
καθυστέρησαν αρκετά να παρακολουθήσουν
το «Λαγιαρνί», το οποίο προβλήθηκε για
πρώτη φορά στον κινηματογράφο «Πατέ»
στις 26 Δεκεμβρίου.
Τον Ιανουάριο
του 1931 η ταινία ταξίδεψε μέχρι τις ΗΠΑ,
όπου προβλήθηκε για τους ομογενείς με
τον τίτλο «Ξακουσμένο
Λαγιαρνί»:
πρώτη προβολή στο «Temple
Hall»
του Σικάγο από 07.01.1931 και ακολούθησαν
διάφορες πόλεις. Το Νοέμβριο του 1936
ξαναπροβλήθηκε στις ΗΠΑ, με διαφορετική
όμως μουσική υπόκρουση, καθώς στην
ταινία συγχρονίστηκαν τραγούδια του
Ελληνοαμερικανού συνθέτη Λουκιανού
Καββαδία.
Το
«Λαγιαρνί» ήταν πιθανότατα η «διάσημη»
και «άρτι
αφιχθείσα ελληνική ταινία»,
που προβλήθηκε σε δύο εκδηλώσεις στο
Σικάγο τον Ιανουάριο του 1932 με τον τίτλο
«Η
Αγάπη Νικά»
ή «Έρως
νικά»
[«Love
Wins»]
και «Η
αιχμαλωσία του Λάμπρου υπό των ληστών»
(«The
Capture of Lambros by the Bandits»).
Στη διάρκεια της Κατοχής, η ταινία
ντουμπλαρίστηκε από άλλους ηθοποιούς και παρουσιάστηκε ως ομιλούσα με τον τίτλο
«Το
τραγούδι της φλογέρας». Άμεση ήταν η αντίδραση της Ρίτας Μυράτ, η οποία
κατέθεσε μήνυση κατά της κινηματογραφικής εταιρίας του Λαζαρίδη, που έκανε το
ντουμπλάζ, ενώ ο Εισαγγελέας απαγόρευσε προσωρινά την προβολή της ταινίας μέχρι
τη συζήτηση της υπόθεσης στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο. Ενδεχομένως πρόκειται
για την ομιλούσα εκδοχή του «Λαγιαρνί», που έχει διασωθεί, σε παραγωγή της «Νόβακ
Φιλμ» με τις φωνές των Χριστόφορου Νέζερ, Κώστα Νικία, Παύλου Δήμα, Κατερίνας
Λαμπρόβνα, Μιχαήλ Νικολόπουλου, Τάκη Μακρίδη και Γιάννη Ταβουλάρη.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Διαφημιστική
καταχώρηση του «Σπλέντιτ» στον τύπο
έκανε λόγο για «κοσμοσυρροή»
θεατών, οι οποίοι έσπευσαν να παρακολουθήσουν
την «καλλιτέρα
ελληνική ταινία της εφετινής περιόδου»
και να καταχειροκροτήσουν την
«καθαρώς
ελληνική μουσική»,
που ζωντάνευε «το
παληό δημοτικό τραγούδι»
και ιδιαίτερα το «Έβγα Μάρω απ’ το
χορό».
Θα συμφωνούσαν οι εφημερίδες;
Πριν
την πρεμιέρα, η Εσπερινή
περιέγραφε το «Λαγιαρνί»
ως «το
ωραιότερον των ελληνικών ειδυλίων».
Ο Γ.Κ., που υπέγραφε το κείμενο, δεν είχε
παρευρεθεί σε κάποια ειδική προβολή
της ταινίας, αλλά είχε καταλήξει στο
συμπέρασμα αυτό «από
τας εις τας διαφόρους προθήκας των
Αθηναϊκών καταστημάτων εκτεθειμένας
φωτογραφίας του έργου»!
Η
Πατρίς
αναρωτιόταν αν ο σεναριογράφος είχε
«στοιχειώδη
τουλάχιστον αντίληψιν του έργου που
ανελάμβανε»,
ενώ ως προς τη φωτογραφία επισημαινόταν
ότι αυτή θύμιζε «προκατακλυσμιαίαν
εποχήν».
«Απόλυτος»
περιγραφόταν η επιτυχία του Μαρίκου,
«φωτογενής,
αλλά όχι... χωρική»
η Μυράτ, ενώ «ακόμη
ολιγότερον»
(φωτογενής ή χωρικός;) ο παρτενέρ της,
Άρης Βλαχόπουλος.
Στην
Πρωία
δημοσιεύτηκε η μοναδική αναλυτική
κριτική για τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών.
Ο Μαρίκος επαινέθηκε, διότι ήταν
«μελετημένη
και η παραμικροτέρα χειρονομία, ωραία
φυσιογνωμία, ψύχραιμοι κινήσεις,
ψυχολογικώταται αι θλίψεις και αι χαραί
του»,
ενώ σε ορισμένες σκηνές προκαλούσε
«αληθινήν
συγκίνησιν»
έχοντας «πραγματικώς
ενσαρκωθή τα βουνήσια ειλικρινή αισθήματα
του ήρωος που παριστάνει».
Η Μυράτ είχε «στιγμάς
μεγάλης αφελείας ως καλομαθημένη
χωριατοπούλα»,
γενικά έπαιζε «πολύ
καλά»
το ρόλο της, όμως σε ορισμένες σκηνές
«υπερβάλλει
εις λυρισμόν παρασυρομένη από τα
γλυκόλογα του Λάμπρου».
Ο Άρης Βλαχόπουλος έπαιξε «ευσυνείδητα»
και «με
πολλήν ειλικρίνειαν»
το ρόλο του, ωστόσο το μακιγιάζ του θα
έπρεπε να είναι «ελληνοπρεπέστερο»,
ενώ επικρίθηκε διότι καβαλούσε το άλογο
«κατά
τον γυναικείον τρόπον»!
Αντίθετα ο αδερφός του, Ν. Βλαχόπουλος,
στο ρόλο του αρχιληστή κρίθηκε «καλός
εις την αγριότητά του».
Το
Έθνος
στάθηκε στην «καθαρώς
ελληνικήν υπόθεσιν – του τύπου της
αλησμονήτου Αστέρως»,
ενώ για τη Ρίτα Μυράτ σχολίασε ότι
υποδύθηκε «αριστοτεχνικά»
τη Μάρω και εξελισσόταν σε «μόνιμον
πρωταγωνίστριαν»
του ελληνικού κινηματογράφου.
Ενδιαφέρον
ήταν ένα σχόλιο που δημοσιεύτηκε στην
Εσπερινή
επικρίνοντας για πρώτη φορά το βουκολικό
θέμα του σεναρίου.
«Προς
θεού. Ευρισκόμεθα εις το 1850 ή εις το
1930;»
αναρωτιόταν ο συντάκτης. «Σήμερα
η ζωή εις την Ελλάδα δεν διαφέρει και
κατά πολύ από την ευρωπαϊκήν. Ας αφήσουμε
λοιπόν την φουστανέλλαν εις την ιστορίαν
και ας ασχοληθώσιν... εις την παραγωγήν
έργων από την σύγχρονον ζωήν. Αλλοιώς
ας μη περιμένουν κόσμον οι κ.κ.
κινηματογραφικοί παραγωγοί. Ο κόσμος
και πολύ δικαίως δεν μπορεί να βλέπη
διαρκώς φουστανέλλαν».
Ο
ίδιος επανήλθε και με δεύτερο άρθρο,
υπερασπιζόμενος την ανάγκη εκσυγχρονισμού
των ελληνικών σεναρίων: «Εις την
εποχήν του αυτοκινήτου και του αεροπλάνου,
η φουστανέλλα δεν έχει καμμίαν θέσιν
και η φλογέρα χάνει την σημασίαν της
δίπλα εις το ραδιόφωνον. Ο κόσμος πλέον
εχόρτασε την φουστανέλλαν και την
βαρέθηκε.... Αλλά είνε τόσον ανόητες
συνήθως η υποθέσεις και υπάρχουν τόσα
ασυγχώρητα τεχνικά προβλήματα, που
φυσικά δεν θα ήτο πράξις λογική η
εμφάνισις των έργων αυτών έξω, όπου η
κινηματογραφία έχει φθάσει εις σημείον
τελειότητος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου