Η έκτη ελληνική
ταινία μεγάλου μήκους του 1929 ήταν ακόμη
μια παραγωγή της «Νταγκ Φιλμ» και είχε
τον τίτλο «Η Μπόρα». Το θέμα της ήταν
ελληνικό και σύγχρονο με αναφορές στο
δράμα της Μικράς Ασίας. Ξεκινούσε από
τη Σμύρνη και την ενθουσιώδη υποδοχή
του ελληνικού στρατού και στόλου,
ακολουθούσαν εικόνες από την
Κωνσταντινούπολη, όπου κυμάτιζαν
ελληνικές σημαίες, ενώ το θωρηκτό
«Αβέρωφ» και τ’ άλλα πολεμικά πλοία
γιόρταζαν τη νίκη. Μάλιστα προβλήθηκαν
σχετικά πλάνα από το αρχείο των αδερφών
Γαζιάδη. Στη συνέχεια, η πλοκή μεταφερόταν
σ’ ένα χωριό της Θεσσαλίας, όπου
εξυφαινόταν ένα ερωτικό ειδύλλιο με
φόντο τον Όλυμπο, την Όσσα, τα Τέμπη και
τον Πηνειό.
Αναλυτικότερα,
η υπόθεση του έργου είχε ως εξής:
Στα βάθη της
Μικράς Ασίας, πέρα από το Σαγγάριο, δυο
Έλληνες στρατιώτες βαδίζουν μονάχοι
προσπαθώντας να ξαναβρούν τους δικούς
τους. Ο ένας από αυτούς, ο Ανδρέας,
αδύναμος ακόμη από το τραύμα του δεν
μπορεί να προχωρήσει και μένει στο
δρόμο, όπου τον βρίσκουν αργότερα οι
Τσέτες και τον αιχμαλωτίζουν. Προτού
αποχωριστεί από το σύντροφό του, του
παραγγέλλει να φροντίσει για τη νεαρή
γυναίκα του, Μαρία.
Ο Παύλος
κατορθώνει πράγματι να σωθεί κι επιστρέφει
στο χωριό, τα Αμπελάκια, όπου αναλαμβάνει
υπό την προστασία του τη γυναίκα του
φίλου του. Μια αγάπη αρχίζει ν’
αναπτύσσεται ανάμεσα στους δυο νέους
και η αγάπη αυτή καταλήγει σε γάμο. Ο
Ανδρέας, όμως, που δεν έχει πεθάνει,
επιστρέφει μια νύχτα στο χωριό ύστερα
από χρόνια, παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Μαθαίνει πως η γυναίκα του, που τον
νόμιζε για χαμένο, ξαναπαντρεύτηκε με
το φίλο του. Η είδηση αναστατώνει τον
Ανδρέα, ο οποίος ήλπιζε να βρει τη γαλήνη
που ποθούσε και αποφασίζει να τους
εκδικηθεί. Ξεχνά όλες τις κακουχίες και
κατευθύνεται στο σπίτι, ενώ έξω ο καιρός
μαίνεται. Περνά το φράκτη και φθάνει
στο παράθυρο του σπιτιού. Ο Παύλος και
η Μαρία έχουν τελειώσει το δείπνο τους.
Με το περίστροφο
στο χέρι, ο Ανδρέας προσπαθεί να βρει
την κατάλληλη ευκαιρία να πυροβολήσει.
Ξαφνικά, όμως, τους βλέπει να στέκονται
μπροστά στην εικόνα του και να μιλούν
γι’ αυτόν. Τότε, επαναφέρει στη μνήμη
του πώς τον έσωσε ο Παύλος και τις
παραγγελίες που του είχε δώσει για τη
γυναίκα. Σκύβοντας το κεφάλι αφήνει να
πέσει σιγά σιγά το πιστόλι από το χέρι
του. Καταλαβαίνει ότι όσο ζει, θα είναι
εμπόδιο στην ευτυχία του ζευγαριού. Και
μέσα στην μπόρα, ο Ανδρέας θυσιάζει την
ευτυχία του για τον Παύλο και τη Μαρία.
Η μπόρα έχει περάσει.
Τριακόσια
πρόσωπα εμφανίστηκαν συνολικά στην
ταινία. Τους κεντρικούς ρόλους υποδύθηκαν
ο καταξιωμένος ηθοποιός του θεάτρου
Εδμόνδος Φυρστ, ο Επαμεινώνδας Χέλμης
και οι πρωτοεμφανιζόμενοι Αλίκη Ιερωνύμου
(στο ρόλο της Μαρίας) και Περικλής
Χριστοφορίδης.
Η πρωταγωνίστρια, Αλίκη Ιερωνύμου |
Το σενάριο
έγραψε ο ακαδημαϊκός Παύλος Νιρβάνας,
που είχε στο ενεργητικό του την τεράστια
επιτυχία της «Αστέρως». Πολλοί παρατήρησαν
ότι η ιστορία αντέγραφε το θεατρικό
έργο «Καρλ και Άννα» του Λέονχαρντ
Φρανκ, που στην Ελλάδα είχε παρουσιαστεί
πρόσφατα από το δεύτερο τμήμα της
«Ελευθέρας Σκηνής» υπό τον τίτλο
«Επάνοδος» με πρωταγωνίστρια τη Μαρίκα
Κοτοπούλη.
Την ομοιότητα
αναγνώριζε και ο ίδιος ο Νιρβάνας, ο
οποίος σε άρθρο του διευκρίνιζε ότι
είχε εμπνευστεί το σενάριο από μια
πραγματική ιστορία, που είχε απασχολήσει
τα ελληνικά δικαστήρια. Υποστήριξε ότι
η συγγραφή του είχε ολοκληρωθεί πριν
την παρουσίαση του θεατρικού έργου στην
Ελλάδα, ενώ αποκάλυπτε ότι αρχικά τόσο
ο ίδιος όσο και η «Νταγκ Φιλμ» δίστασαν,
αλλά τελικά αποφάσισαν να γυριστεί
κανονικά η ταινία, επειδή υπήρχαν
σημαντικές διαφορές σε σχέση με το έργο
του Φρανκ.
Ειδικότερα,
στην
«Μπόρα» δεν υπήρχε διεκδίκηση της
γυναίκας από τους δύο στρατιώτες, αλλά
η λύση του δράματος ήταν διαφορετική.
Όπως έθετε το ζήτημα ο Νιρβάνας, «το
θέμα δεν ήτο η εύρεσις συγγραφέως. Ήτο
μια πολλαπλή, μία διεθνής πραγματικότης.
Και η πραγματικότης ανήκει εις όλους.
Άλλως τε ποίαν σημασίαν έχει το θέμα
εις το έργον της τέχνης; Με το ίδιον θέμα
ημπορούν να δημιουργηθούν τα πλέον
διαφορετικά έργα. Τα καλλίτερα και τα
χειρότερα».
Η «Μπόρα»
υπήρξε η πρώτη
ελληνική, ηχητική ταινία, στοιχείο που
θεωρήθηκε ότι συνέβαλε στην επιτυχία
της.
Δεν ακούγονταν διάλογοι, αλλά προστέθηκαν
με εξωτερικό τρόπο μικρά ηχητικά
στοιχεία, όπως το κελάηδισμα πτηνών,
που
φαίνεται ότι
«υπερήρεσε».
Αυτή ήταν μια σημαντική, αλλά όχι ικανή
εξέλιξη για την ελληνική κινηματογραφία,
σε μια εποχή που ο ομιλών κινηματογράφος
είχε μόλις κάνει την εμφάνισή του και
οι ελληνικές παραγωγές προσπαθούσαν
άνισα να τον ανταγωνιστούν.
Η πρώτη
ομιλούσα ταινία είχε προβληθεί στην
Ελλάδα μόλις ένα μήνα νωρίτερα. Είχε
τίτλο «Φοξ Φολίς», έκανε πρεμιέρα στις
22 Οκτωβρίου στον κινηματογράφο «Αττικόν»
και άφησε ανάμεικτες εντυπώσεις. Όπως
έγραφε η Πατρίς την επομένη, η μεν ένταση
των φωνών ήταν πολύ υψηλή εξ αιτίας των
μεγαφώνων, οι δε θεατές δυσκολεύονταν
να καταλάβουν τους ξένους διαλόγους,
μολονότι ο κινηματογράφος προνόησε «να
δίδη και ελληνιστί εις μίαν γωνίαν της
ταινίας μερικάς εξηγήσεις, διά την
εισαγωγήν των θεατών εις τα μυστήρια
των εκτυλισσομένων φωνών».
Ωστόσο το κοινό ανταποκρίθηκε και με
το παραπάνω. Έτσι μέσα σ’ ένα μήνα
προβλήθηκαν δύο ακόμη ομιλούσες: οι
«Λευκές
σκιές» και
ο «Τραγουδιστής
της τζαζ»,
που παιζόταν επί δύο εβδομάδες στο
«Σαλόν
Ιντεάλ».
ΠΡΟΒΟΛΗ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Η πρεμιέρα
της «Μπόρας» δόθηκε στον κινηματογράφο
«Απόλλων» στις 25 Νοεμβρίου 1929 και όλα
προδιέθεταν για μια μεγάλη επιτυχία.
Πράγματι, η ταινία προβαλλόταν επί δύο
εβδομάδες, ενώ την πρώτη εβδομάδα
φέρονταν - σύμφωνα με τις διαφημιστικές
καταχωρήσεις - να είχαν κοπεί 50.000
εισιτήρια. Τις προβολές συνόδευε ορχήστρα
υπό τη διεύθυνση του Κοφίνο, ενώ ο τενόρος
Στελλάκης τραγουδούσε τον Όλυμπο και
την Όσσα σε στίχους της δεσποινίδας
Γαζιάδη και μουσική Δ. Ροδίου. Στις 9
Δεκεμβρίου η «Μπόρα» μεταφέρθηκε στο
«Σπλέντιτ» του Πειραιά.
Μεταξύ των
θεατών ήταν και ο κινηματογραφόφιλος
πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο
οποίος δήλωσε τελείως ευχαριστημένος,
συνεχάρη τους αδελφούς Γαζιάδη και
υποσχέθηκε για ακόμη μια φορά την
κατάργηση του φόρου δημοσίων θεαμάτων
για τις ελληνικές ταινίες, ώστε να
ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή. Αυτήν τη
φορά, πάντως, δεν μπόρεσε να δει τον
εαυτό του στην οθόνη, μιας και
κινηματογραφήθηκε όχι η είσοδος, αλλά
η έξοδός του από την αίθουσα.
Εντυπωσιακή
ήταν η σχεδόν καθολική απουσία σχολίων
στον τύπο. Η
Ακρόπολις
ξεχώρισε
όσες σκηνές γυρίστηκαν «στην
υπέροχι ελληνική φύσι»
και υπογράμμισε τον «καθαρώτατο»
φωτισμό του φιλμ,
ενώ την εκτίμηση ότι η Αλίκη Ιερωνύμου
είχε «ευρύτατον
μέλλον»
στον ελληνικό κινηματογράφο εξέφρασε
ο Κ. Πτίνης μέσω του Σκριπ.
Η πιο
ενδιαφέρουσα κριτική δημοσιεύτηκε στην
Εσπερινή από
την Ίριδα Σκαραβαίου, η οποία έδωσε
έμφαση στον «βαθύν ανθρωπισμόν»
που διείπε το μεγαλύτερο μέρος της
ταινίας λόγω του σεναρίου, της
«μεταδοτικότητας» του σκηνοθέτη,
αλλά και της «ευαισθησίας» των
ερμηνειών από τους ηθοποιούς. Εξήρε
ιδιαίτερα τον Εδμόνδο Φυρστ, ο οποίος
«δεν μπορεί να συγκριθή με πρωτοπείρους
ηθοποιούς και ερασιτέχνας, που έχουν
ίσως πολύν ενθουσιασμόν, και υπερβολικήν
αυτοπεποίθησιν, αλλά στερούνται παντελώς
της πείρας και του ζενί του παλαιμάχου
πρωταγωνιστού..., του οποίου κάθε ρυτίς
είναι και η σφραγίς ενός από τους πολλούς
θριάμβους που έδρεψεν εις την σκληράν
αλλ’ ένδοξον καριέραν του».
Θετικό
ήταν το σχόλιο και για την πρωτοεμφανιζόμενη
Ιερωνύμου, η οποία πέτυχε μια «αφελήν
νεανικήν εμφάνισιν χαριτωμένην εις την
απλότητά της, το αυθόρμητον και το τόσον
πηγαίον του ύφους της».
Η εμφάνιση του Περικλή Χριστοφορίδη
κρίθηκε «πολύ
υποσχετική»,
ενώ ο κωμικός ηθοποιός Χέλμης φερόταν
να δημιούργησε έναν τύπο «τον
οποίον δεν μας επαρουσίασαν τόσον
ικανοποιητικόν τα μέχρι τούδε
πραγματοποιηθέντα ελληνικά φιλμ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου