Θεωρείται μια ταινία-«απάτη» κατά
το πρότυπο του «Όταν πληγώνη ο έρως». Μήπως όμως απατόμαστε εμείς; Το «Όνειρον
του γλύπτου» ήταν η πιο άτυχη απ’ όλες τις ταινίες της περιόδου, αφού
προβλήθηκε στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ» μόλις για μια μέρα: στις 7 Απριλίου
1930. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή το φιλμ καταστράφηκε και προφανώς δεν
υπήρχε δεύτερη κόπια. Ή μήπως υπάρχει άλλη εξήγηση;
Ο
αρχικός ελληνικός τίτλος της ταινίας ήταν «Πυγμαλίων και Γαλάτεια», ενώ «Όνειρον του γλύπτου» ήταν ο υπότιτλος.
Έτσι προβλήθηκε για πρώτη φορά στο «Orchestra Hall» του Σικάγο στις 25 Φεβρουαρίου 1929, όπου παρευρέθηκαν οι δύο πρωταγωνιστές, ο «πασίγνωστος
εις το ομογενές κοινόν Σικάγου και εις όλον τον Ελληνισμόν ομογενής καλλιτέχνης»
Πωλ Τέλλεγκαν μαζί με την «υποδυομένη το πρόσωπον της ηρωίδος» Αλεξάνδρα
Μαυρέλη, όπως σημειωνόταν σε σχετική διαφήμιση στον ομογενειακό τύπο.
Κάθε προβολή της ταινίας στην
ομογένεια συνοδευόταν από μια ζωντανή παράσταση επί σκηνής, όμως στο πλευρό του
Τέλλεγκαν δεν βρισκόταν πάντα η Μαυρέλη. Έτσι, στις 28 Απριλίου 1929, όταν το
έργο προβλήθηκε στο «Eighth Street Theatre» του Σικάγο, το ρόλο της Γαλάτειας ερμήνευσε
επί σκηνής η Θεοδώρα Ν. Μουζακιώτου, ενώ τη σύζυγο του γλύπτη υποδύθηκε η
Χρυσούλα Κ. Ορφανού. Εμφανίστηκαν επίσης 15 νεαρές κοπέλες, οι οποίος αναπαράστησαν
αρχαιοελληνικούς κλασικούς ρόλους.
Και ενώ παραμένει μυστήριο πώς η
θεατρική δράση συνδυαζόταν με την κινηματογραφική, αν δηλαδή λειτουργούσαν
συμπληρωματικά (ένα είδος «ομιλούντος κινηματογράφου») ή παράλληλα, όλα
δείχνουν ότι η ταινία ήταν βασισμένη στο θεατρικό έργο που παρουσιάστηκε από
τον Τέλλεγκαν, τη Μαυρέλη και τρεις Αμερικανίδες χορεύτριες σε εσπερίδα για το
Σανατόριο της Μάνας στις 26 Νοεμβρίου 1927.
Στο βαθμό που η ταινία αναπαριστούσε
όντως το συγκεκριμένο θεατρικό δρώμενο, αξίζει να διαβάσουμε μια εκτενή
περίληψη του τελευταίου, όπως δημοσιεύτηκε σε ελληνοαμερικανική εφημερίδα:
Ο γλύπτης
Πυγμαλίων λαξεύει στο μάρμαρο τη «Γαλάτεια», την οποία και ερωτεύεται. Τέτοιο
είναι το πάθος του καλλιτέχνη και τόσο τον κυριεύει ο πόθος να εμφυσήσει ζωή
στη μαρμάρινη αναπαράσταση, ώστε, όταν μια μέρα αποκοιμήθηκε στο εργαστήριό
του την ώρα της εργασίας του, ονειρεύεται ένα όνειρο ισοδύναμο με τη ζωή. Οι
τρεις μαρμάρινες γυναίκες ζωντανεύουν και αρχίζουν ένα θεϊκό χορό, ενώ ο Έρωτας
με το τόξο του εκτοξεύει τα βέλη του έρωτα. Στο μέσο της ερωτικής ατμόσφαιρας
και όταν κορυφώνεται ο χορός, ο ενυπνιαζόμενος αφυπνίζεται –στο όνειρό του
πάντα– και ακούει μια φωνή. Προχωρά προς το βάθος και αποκαλύπτει το άγαλμα της
Γαλάτειας. Αντί όμως του μαρμάρου, μπροστά του βρίσκεται η Γαλάτεια ζωντανή,
όπως την συνέλαβε και την λάξευσε στο μάρμαρο. Ακολουθεί ένας θεϊκός διάλογος,
εξομολογήσεις, ερωτικές διαχύσεις, ένα λυρικό ξεχείλισμα ψυχών. Ο καλλιτέχνης
αποκοιμάται και πάλι, κοιμάται στο όνειρό του. Αρχίζει και πάλι ο χορός με τον
Ερωτιδέα στο μέσο των ορχηστρίδων. Η Γαλάτεια αποχωρεί, μαρμαρώνεται και πάλι.
Μαρμαρώνονται και οι ορχηστρίδες και ο καλλιτέχνης ξυπνά. Το όνειρο διαλύεται.
Τα πάντα γύρω μάρμαρα. Κανείς παλμός ζωής, εκτός από το δικό του. Απεγνωσμένος σκέφτεται
να καταστρέψει το έργο του, αλλά το σφυρί πέφτει από τα χέρια του.
Τα γυρίσματα της ταινίας
προγραμματίστηκαν να ξεκινήσουν στις 20 Φεβρουαρίου 1928, μετά την ολοκλήρωση
του κάστινγκ για τα πάνω από 100 (!) πρόσωπα που θα πλαισίωναν τον Τέλεγκαν και
τη Μαυρέλη, «της οποίας η κορμοστασιά είνε ιδεώδης διά το έργον της σμίλης
του Πυγμαλίωνος», όπως σχολίαζε ο Εθνικός Κήρυξ. Ως εταιρία παραγωγής
εμφανιζόταν η «Paul Tellegan Pictures Corporation» με έδρα στο κτίριο επί της οδού Broadway 1650. Ωστόσο τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στα
στούντιο Cosmopolitan ενδεχομένως υπό τη σκηνοθετική επίβλεψη του
Τζορτζ Ορθ, παρότι στα επίσημα έγγραφα, όπως κατατέθηκαν στην Επιτροπή
Λογοκρισίας της Νέας Υόρκης ως δημιουργός της ταινίας (film maker) αναφέρεται μόνο ο Πολ Τέλλεγκαν.
Στον αθηναϊκό τύπο, παραδόξως, δεν
δημοσιεύτηκαν διαφημίσεις της ταινίας. Το μοναδικό, σχετικό με το «Όνειρον του
γλύπτου» δημοσίευμα, το συναντάμε στην εφημερίδα Πατρίς. Από αυτό συνάγεται
πρώτον ότι κατά το πρότυπο των αμερικανικών προβολών η ταινία θα συνοδευόταν
από μερική αναπαράστασή της επί σκηνής και δεύτερον ότι το ελληνικό όνομα του
Τέλλεγκαν ήταν Απόστολος Κυριακόπουλος –αν και κατ’ άλλες πηγές ο ηθοποιός,
σεναριογράφος και σκηνοθέτης ονομαζόταν Παύλος.
Αυτά έγραφε το δημοσίευμα της
Πατρίδος:
«Ο γνωστός
Έλλην ηθοποιός του κινηματογράφου Πώλ Τέλλεγκαν (Απόστολος Κυριακόπουλος) ο
οποίος ευρίσκεται από τινος εις την πόλιν μας με σκοπόν να εργασθή διά την
ανάπτυξιν της ελληνικής κινηματογραφικής τέχνης διά της παραγωγής έργων
ανταξίων της ελληνικής ζωής, ιστορίας και φύσεως. Ο κ. Τέλλεγκαν έφερεν από την
Αμερικήν και μίαν ταινίαν του ελληνικής υποθέσεως με τον τίτλον «Το όνειρον του
γλύπτου» (Πυγμαλίων και Γαλάτεια) γυρισμένην με Έλληνας ηθοποιούς εις τα
πολυτελή στούντιο της Αμερικής και εις τα εξαίρετα ελληνικά τοπία. Το έργον θα
προβληθή την 7ην Απριλίου εις το “Σπλέντιτ”. Μερική αναπαράστασις του έργου
θέλει λάβει χώρα και από σκηνής με πρωταγωνιστήν τον ίδιον Τέλλεγκαν».
Το όνομα του ελληνορωσικής
καταγωγής Πολ Τέλλεγκαν συναντάται σε δημοσιεύματα νεοϋορκέζικης εφημερίδας ήδη
από το 1926. Σε αυτά εμφανιζόταν με μεγάλη καριέρα στο θέατρο παγκοσμίως και με
συμμετοχές σε γερμανικές και ιταλικές ταινίες, ο οποίος είχε ταξιδέψει μέχρι
τις ΗΠΑ για να πρωταγωνιστήσει στη «Μεγάλη Χίμαιρα», ενώ παρέδιδε ακόμη και
μαθήματα κινηματογράφου στη Νέα Υόρκη! Το Νοέμβριο του 1927, νεοϋορκέζικη
εφημερίδα τον κατονόμαζε ως το σκηνοθέτη μιας παραγωγής έτοιμης να ξεκινήσει
–χωρίς να διευκρινίζεται αν ήταν θεατρική ή κινηματογραφική– με τίτλο «The Dance of Death». Σύμφωνα με το πιο ενημερωμένο σε θέματα
κινηματογράφου περιοδικό Variety, ο Πολ Τέλλεγκαν υπήρξε κατά το παρελθόν αστέρας του θεάτρου βοντβίλ
και όταν σκηνοθέτησε το «Όνειρον του γλύπτου» ήταν καινούριος στην
κινηματογραφική βιομηχανία.
Τι απέγινε όμως το φιλμ; Υπάρχει
πιθανότητα να μην κάηκε μετά τη μοναδική του προβολή στην Αθήνα τον Απρίλιο του
1930 ή έστω το γεγονός αυτό να ήταν συμπτωματικό; Άλλωστε και στις Ηνωμένες
Πολιτείες η ταινία προβαλλόταν για μια μόνο βραδιά με τη συνοδεία θεατρικών
αναπαραστάσεων.
Δύο κριτικά σημειώματα
εντοπίστηκαν σχετικά με το «Όνειρον του γλύπτου». Το ένα, αρκετά σύντομο,
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κινηματογραφικός Αστήρ με την υπογραφή του Λώρου
Φαντάζη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κώστα Κλεοβούλου): «Είναι η μόνη ελληνική ταινία που δεν έχει ελλείψεις, τόσες τουλάχιστο
όσες οι άλλες παρουσίασαν. Και πρώτο η σκηνοθεσία της, η υπόκρισι των ηθοποιών
της, ιδιαίτερως του κ. Τέλεγκαν και τέλος η ιδιορρυθμία του σενάριο, είναι τα
φωτεινά σημεία της επιτυχίας της, επιτυχίας μοναδικής, που σου προξενούν αμέσως
εντύπωσι και που προσδίνουν στο φιλμ μια πραγματικά Ευρωπαϊκή πνοή».
Το δεύτερο –αρκετά εκτενές–
σημείωμα υπέγραψε η Ίρις Σκαραβαίου και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
Κινηματογραφικός Αστήρ και στη μηνιαία επιθεώρηση Πρωτοπορία. Έκανε λόγο για «το καλλίτερο ελληνικό φιλμ απ’ όσα είδαμε ως
τώρα, γιατί συνδύαζε την πρωτοτυπία της υπόθεσης, το καλλιτεχνικό ανέβασμα και
την τεχνική αρτιότητα», ο δε Πολ Τέλεγκαν με την τριπλή του ιδιότητα ως
ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης αποδείχτηκε «ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης, του οποίου η δουλειά, είνε άξια κάθε
προσοχής». Και συνέχιζε:
«Εχτός των περιποιημένων “εσωτερικών” της
ταινίας [...], του επιδέξιου ντεκουπάζ των σκηνών της, της τόσο πετυχημένης
εκλογής των καλλιτεχνών που πλαισιώνουνε τον κ. Τέλεκμαν, και της πολύ καλής
φωτογραφίας της, η ταινία αυτή παρουσιάζει ένα μεγάλο ακόμα πλεονέχτημα
συγκρινόμενη με τις άλλες ντόπιες: πρωτοτυπία, που έγκειται ακριβώς στην όμορφη
ιδέα που εχρησίμεψε για βάση της υπόθεσης. Στο όνειρο του καλλιτέχνη, δηλαδή.
[...]
Η υποκρινομένη τη Γαλάτεια, μοναδική γι’ αυτό το
ρόλο. Ωραιοτάτη δε. Έπερνε πλαστικές πόζες πολύ αιστητικές και μελετημένες.
Καλή κ’ η υποκρινόμενη τη γυναίκα του γλύπτη. Η πρωταγωνίστρια του προλόγου
Δνίς Βασιλειάδου, δεν είναι κακή στη σύντομη εμφάνισή της, σαν ερασιτέχνιδα που
είναι και που ατενίζει το φακό για πρώτη φορά.
Ο Πως Τέλεκμαν όμως, είνε καλλύτερος απ’ όλους
τους. Είνε η ψυχή της ταινίας. Παίζει λεπτά, φυσικά, εκφραστικά. Τα χαλάει
λιγάκι στη σκηνή του παροξισμού που τον κυριεύει όταν αντικρύζει το άγαλμα της
Γαλάτειάς του, μετά το ξύπνημά του.
Το συμπέρασμά μας δηλαδή είνε, ότι “Το όνειρο
του γλύπτη” είναι το μοναδικό που θα μπορούσε να παιχτή στο εξωτερικό χωρίς να
ρεζιλευτούμε».
[Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου