«Τα γαλάζια κεριά»

Κυριακή, 20 Απριλίου 1930. Πάσχα, Ελλήνων Πάσχα και οι κάτοικοι της πρωτεύουσας - εκτός από το παραδοσιακό σούβλισμα του αρνιού - είχαν την επιλογή να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα μιας ακόμη ελληνικής ταινίας (μήκους περίπου 2.600 μέτρων), η υπόθεση της οποίας όμως δεν συμβάδιζε με το γιορτινό κλίμα της ημέρας. Ήταν τα «Γαλάζια κεριά», μια παραγωγή της εταιρίας «Νίλο» των Νικολόπουλου και Λόντου, βασισμένη στο μυθιστόρημα «Το αγκάθι» του Σπύρου Ποταμιάνου. Η σεναριακή διασκευή του μυθιστορήματος και η σκηνοθεσία έγιναν από τον Μιχαήλ Κουνελάκη, ενώ διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο Εμμανουήλ Τζανετής.

Η υπόθεση της ταινίας:
Δύο νέοι, η Δώρα και ο Τώνης, που γυρίζουν από τα ξένα σ' ένα ελληνικό νησί, αγαπιούνται και πρόκειται να παντρευτούν. Τα γαλάζια κεριά ενός πολυέλαιου περιμένουν να τ' ανάψει η επιστάτρια του παλιού σπιτιού της Δώρας την ημέρα των γάμων της, όταν αιφνιδίως εμφανίζεται ένα μεγάλο και φοβερό εμπόδιο, που παρά λίγο να ματαιώσει το άναμμα τους...
Όταν η Δώρα, που δεν έχει μητέρα, πηγαίνει να πάρει από τον παπά του παλιού νησιωτικού μοναστηριού το πιστοποιητικό της γέννησής της, μαθαίνει ένα φοβερό μυστικό για το γάμο της: Η μητέρα της είχε κάνει με τον πατέρα του Τώνη, που επίσης είχε πεθάνει, ένα αγόρι. Άρα ο αγαπημένος της είναι... αδελφός της! Ο γάμος δεν μπορεί συνεπώς να γίνει. Συντετριμμένη η Δώρα μένει στο μοναστήρι. Ενώ όμως την σφίγγει η απελπισία, ανακαλύπτει στα χέρια κάποιας καλόγριας μια φωτογραφία του Τώνη. Την πιέζει, την ικετεύει, την παρακαλεί και εκείνη στο τέλος της εκμυστηρεύεται ότι ο αγαπημένος της είναι ο γιος της. Αυτή ήταν παραμάνα στον πατέρα του Τώνη και ανέτρεφε μαζί το γιο του υποτιθέμενου πατέρα του και το δικό της παιδί. Μια μέρα, όμως, ένα δυστύχημα στέρησε την ζωή στο γιο του κυρίου της. Εκείνη, μπροστά στο φρικιαστικό ατύχημα, βλέποντας ότι δεν θα μπορούσε να μεγαλώσει το παιδί της, γυρίζοντας στο σπίτι είπε ότι το νεκρό βρέφος - μικρά και τα δυο, δεν ξεχώριζαν εύκολα - ήταν το παιδί της κι έτσι ο Τώνης, το ζωντανό, δικό της βρέφος, έγινε παιδί του κυρίου της. Η Δώρα, τρελή απ' τη χαρά της, μετά την αποκάλυψη αυτή ότι ο Τώνης δεν ήταν πια αδελφός της, έτρεξε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Κι έτσι, σε λίγο τα «γαλάζια κεριά» άναψαν...

Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους υποδύθηκαν η Ρίτα Μυράτ και ο Παρασκευάς Οικονόμου, ενώ στο ρόλο της επιστάτριας εμφανίστηκε η Σαπφώ Αλκαίου. Στα «Γαλάζια κεριά» συμμετείχαν επίσης ο κωμικός Ιωαννίδης, ο Αθανάσιος Μαρίκος, ο Σβορώνος, η Αθανασία Μουστάκα, η Μερόπη Ροζάν, η Φωτεινή Λούη κ.ά.


ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Όπως αναφέρθηκε, η ταινία προβλήθηκε από την Κυριακή του Πάσχα και για μία εβδομάδα στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ» της Αθήνας. Τα Χριστούγεννα του 1931 προβλήθηκε στον κινηματογράφο «Κυβέλεια» της Θεσσαλονίκης, όμως δεν είναι ξεκάθαρο αν επρόκειτο για την πρώτη προβολή της ταινίας - με τόσο μεγάλη χρονική καθυστέρηση! - στη συμπρωτεύουσα.

Με επιτυχία προβλήθηκε και στην ομογένεια των ΗΠΑ, όπου περιγράφτηκε ως «η πρώτη Ελληνική ταινία σαλονιού και υπαίθρου, ήτις παρουσιάζει την κινηματογραφικήν εξέλιξιν εν τη Ελληνική πατρίδι». Η πρώτη προβολή έγινε στο «5th Avenue Thetre» της Νέας Υόρκης από τις 8 μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 1931 (παράταση ύστερα από απαίτηση του κοινού).

Τα «Γαλάζια κεριά» δεν φαίνεται να εντυπωσίασαν τους κριτικούς, οι οποίοι απέφυγαν επιδεικτικά να γράψουν τη γνώμη τους στις εφημερίδες. Ωστόσο η Εσπερινή χαρακτήριζε την υπόθεση του έργου «πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ κινηματογραφική. Το κυριώτερον δε άνευ φουστανέλλας και φλογέρας, των οποίων έχει γίνει κατάχρησις εις τα ελληνικά φιλμ».

Το Έθνος αναγνώριζε ότι η ταινία παρουσίαζε «μίαν βελτίωσιν εις την εγχώριον κινηματογραφικήν παραγωγήν και ξεφεύγει από τις φουστανέλλες και την ζωή του χωριού» και «βασίζεται εις επίδειξιν των αρχαιοτήτων μας, κομματιών των συγχρόνων Αθηνών και ωραίων τοπίων». Ωστόσο, αυτή ακριβώς η επίδειξη στερούσε την απαραίτητη δράση «εκτός του ότι οι σκηνές σχεδόν όλες τραινάρουν και έχουν ανάγκην περικοπής». Εξάλλου, έκρινε ως «ανεπιτυχή» τα εσωτερικά γυρίσματα, αλλά «καλή» τη φωτογραφία και ενδιαφέρουσες τις ερμηνείες των ηθοποιών, «ώστε δύναται κανείς να ειπή ότι παρά τας ατελείας του είνε ίσως μία από τις δύο-τρεις υποφερτές ελληνικές ταινίες που έχουν γίνη και δι' αυτό το ελληνικόν κοινόν πρέπει απαραιτήτως να την ιδή και να ενισχύση την προσπάθειαν εκείνων που την "εγύρισαν"».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου