«Ο μάγος της Αθήνας»: Η πρώτη χρωματισμένη ταινία. Μέρος δεύτερο: Οι προβολές της ταινίες, οι αρνητικές κριτικές και οι μηνύσεις. Τι απέγινε ο Μαδράς

Ο «Μάγος της Αθήνας» ξεκίνησε να προβάλλεται στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ» από τις 30 Μαρτίου 1931, όμως σημείωσε παταγώδη εμπορική αποτυχία, καθώς τα έσοδα δεν αρκούσαν ούτε για την κάλυψη των ποσών που είχαν διατεθεί για το χρωματισμό του φιλμ. Οι διαφημίσεις στον τύπο προϊδέαζαν το κοινό για ένα «γυμνό αιγυπτιακό μπαλλέτο», που θα προκαλούσε «έκπληξιν», ενώ διαφημί­στηκε ιδιαίτερα η εμφάνιση του «αλησμόνητου» Αρμάνδου Δελαπατρίδη. Ως πρωταγωνιστές αναφέρονταν ο Μαδράς, ο Μακρής, ο Πέτρος Κυριακός, ο τενόρος Δελένδας, η Λελανάδη και η «επιλαχούσα Μις Αθή­ναι» Αθηνά Διονύσου. Απουσίαζε τελείως το όνομα της Νέλλα Μέη (η Πουπελίνα).

Λίγες εβδομάδες μετά, στις 7 και 8 Μαΐου 1931, ο Μάγος της Αθήνας» προβλήθηκε στο τζαμί Τεφτερδάρ του Ηρακλείου Κρήτης, που είχε μεταβληθεί σε κινηματογραφική αίθουσα.

Στις 19 Ιανουαρίου 1934, ο κινηματογράφος «Σαπφώ» της Μυτιλήνης διαφήμισε την προβολή δύο ταινιών: η μία ήταν ο «Μάγος της Αθήνας», ενώ η δεύτερη αναφερόταν ως «Μια αγάπη που δεν σβύνει»! Όμως την επομένη, η αίθουσα αναφερόταν σε μία ταινία! Προφανώς επρόκειτο για δεύτερο τίτλο του «Μάγου», που αρχικά δημιούργησε σύγχυση στον επιχειρηματία. Το ίδιο συνέβη λίγους μήνες αργότερα και στην Τρίπολη.

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1934, ο Μαδράς βρέθηκε στο Κάιρο, προσκεκλημένος του Εθνικού Συνδέσμου, κουβαλώντας στις αποσκευές του και δύο ταινίες, οι οποίες προβλήθηκαν σε μία μόνο παράσταση υπέρ των νυχτερινών σχολείων του Συνδέσμου, που αποτέλεσε σημαντικό κοσμικό γεγονός για την ελληνική παροικία. Οι τίτλοι των δυο ταινιών... πρωτάκουστοι: «Ρωμάντζο στην Ακρόπολιν» και «Μέσα σε μια μέρα στην Αθήνα»! Παρέπεμπαν ωστόσο στο «Μάγο», αν και δεν αναφέρθηκαν ιδιαίτερα κατατοπιστικές λεπτομέρειες για την πλοκή τους.

Αυτή ήταν μια γενική περίληψη του «Ρωμάντζου στην Ακρόπολιν»:
«Η ταινία [..] μιλά κατ’ ευθείαν στη καρδιά κάθε Ρωμηού, η δε κωμικές του σκηνές είνε παρμένες από τες λαϊκές σκηνές της Ταβέρνας και η Λατέρνα θα κάμη την εμφάνισίν της. Με τον κωμικόν Σπαρίδην του [θεάτρου] Μοντιάλ, ο οποίος ως μάγειρος θα μείνη αλησμόνητος. Προς τούτοις παίζουν όλοι οι καλλίτεροι Έλληνες ηθοποιοί οι οποίοι βεβαίως δεν μπορούν να συγκριθούν με τους Αμερικανούς συναδέλφους των, αλλά παίζουν με το φυσικό τους ρωμέικο ταλέντο, το οποίον μιλεί πιο πολύ στην ψυχή του ρωμηού. Επίσης θα μείνη αλησμόνητος και η Ανδρεάδου ως αδελφή του εργοστασιάρχου, η οποία αν και παρήλθε τους 80 Μαΐους δεν εννοεί να παραιτηθή από τα φυσικά δικαιώματα της γυναίκας».

Η δεύτερη ταινία εμφανιζόταν ως ένα ζουρνάλ, που απεικόνιζε διάφορες πτυχές της ζωής στην Αθήνα:
«Μέσα σ’ αυτήν την ταινίαν θα ιδήτε την Σμυρνιά και τον Μάγγα με το ωραίο Σμυρναίικο τραγούδι της, έπειτα τον Παντουφλά που γυρίζει στους δρόμους της Πλάκας, τον Μπάρπα Γιάννη Κανατά με το Γαϊδουράκι του στα στενά του Ψυρή και την Καντάδα που του κάνουν και τέλος τον αμίμητον Πέτρον Κυριακόν ως Βουλευτήν των Μάγγηδων, όπου μαζεύονται όλοι οι άνθρωποι του Δημοπρατηρίου και της Λαχαναγοράς για να τον βγάλουν βουλευτήν και τους εκφωνεί τον περίφημον προεκλογικόν λογον του»!

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΗΝΥΣΕΙΣ

Ο Ελεύθερος Άνθρωπος αναγνώρισε ότι «δεν πρόκειται περί έργου μεγάλης τέχνης», αλλά «περί μιας φι­λοτίμου προσπαθείας του συμπαθούς καλλιτέχνου διά την προαγωγήν της βιομηχανίας του κινηματογράφου εν Ελλάδι», που άξιζε επαίνου απλά και μόνο επειδή «ευρίσκουν εργασίαν τόσοι Έλληνες ηθοποιοί, οι οποί­οι λόγω της θεατρικής κρίσεως δοκιμάζονται οικονομικώς»! Ηθογραφική όμως αξία είχαν οι σκηνές που «απεικονίζουν χαρακτηριστικώς τας λαϊκάς Αθήνας».

«Η αλήθεια είνε, ότι της ταινίας αυτής δεν της λείπει ούτε το χιούμορ, ούτε η σάτυρα των επικαίρων Αθη­ναϊκών γεγονότων» σχολίαζε συγκαταβατικά η Πατρίς, που σημείωνε ότι «ο φωτισμός της ταινίας ως και τα χρώματα αρέσουν», ενώ απέδιδε το ενδιαφέρον του κοινού σε «περιέργεια [που] εξεδηλώθη αυθορμήτως».

Όμως δεν ήταν όλοι το ίδιο διακριτικοί. Ο Σπύρος Μελάς (Φορτούνιο) αμφισβήτησε όχι μόνο την ποιότητα της ταινί­ας, την οποία θεωρούσε αποτυχημένη, αλλά και τις κατά καιρούς μεγαλόστομες δηλώσεις του Μαδρά για τη συνεργασία του με τη Σάρα Μπερνάρ και την καριέρα του στο Χόλιγουντ, αποκαλώντας τον «Δελαπατρίδη» και «Βδελλόπουλο», αλλά και ότι... είχε τεράστιο κεφάλι, πολύ μικρά πόδια και δεν άλλαζε ποτέ κάλτσες!

Ο Μαδράς απάντησε ασκώντας μήνυση εναντίον του Μελά επί εξυβρίσει, πεπεισμένος πως θα κέρδιζε τη δίκη αποδεικνύοντας «ότι όχι μόνον αλλάζει τα­κτικά κάλτσες και εσώρρουχα, αλλ’ ότι συγχρόνως η ταινία του είνε η πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία»(!), ενώ εκμυστηρευόταν στους θαυμαστές του:

«Ο Φορτούνιο μου εζήτησεν επανειλημμένως να παίξη αυτός τον ρόλον του Μάγου, διότι τον είχε ξε­τρελλάνη το κάλλος της πρωταγωνίστριας του έργου μου. Εγώ όμως δεν ήτο δυνατόν να ενισχύσω μίαν τοιαύτην κακόβουλον πρόθεσιν. Και παρ’ όλην την ρεκλάμαν που θα μου έδιδε το όνομα του Φορτούνιο, επροτίμησα να θυσιασθώ εγώ ως μάγος. Αυτή είνε η αιτία της καταδρομής που υφίστα­μαι τώρα εκ μέρους του».

Κι επειδή δεν ήταν μόνο ο Μελάς, αλλά και πολλοί θεατές που καθημερινά αποδοκίμαζαν την ταινία, με επιστολή του στην εφημερίδα Πατρίς ο Μαδράς απειλούσε να μηνύσει κι αυτούς:

«Όσον αφορά το έργον μου «Ο Μάγος της Αθήνας», εάν είνε μεγαλειώδες ή όχι, η κοινή γνώμη, κα­θώς λέγεται, δεν έγκειται από μίαν σπείραν χαφιέδων πληρωνομένων από τα αντιδραστικά στοιχεία (τα οποία δυστυχώς εις τον τόπον μας είνε άφθονα και αντί να δημιουργούν καταστρέφουν το κάθε τι) αλλά από την κρίσιν του υγιούς κοινού και από ειδικούς κριτικούς οι οποίοι να γνωρίζουν του­λάχιστον τι θα πη οπερατέρ μιας ταινίας, ρεζισέρ και σεναρίστας και να μη συγχέουν τας τρεις αυτάς ιδιότητας εν τω προσώπω μου, διότι ουδέποτε υπήρξα οπερατέρ».

Το άχτι του Μαδρά ήταν τόσο μεγάλο, ώστε διοργάνωσε ειδική προβολή του «Μάγου», θέτοντάς τον υπό την κρίση επιτροπής λογίων και διανοουμένων, όπως ο τμηματάρχης της Εθνικής Βιβλιοθήκης, Βουτε­ριάδης, ο αρχαιολόγος Φιλαδελφεύς, ο Δάφνης, ο Ανδρεάδης κ.ά., οι οποίοι «δεν εδίστασαν, μετ’ ανταλλαγήν γνωμών, να πα­ραδεχτούν ότι ως Ελληνική ταινία κρινομένη αυστηρώς είναι καλή, ιδίως από απόψεως φωτισμού, πλούτου, σκηνικών και θεαματικότητος. Εκείνο δε που προσδίδει την Ελληνικότητα της ταινίας είναι το σενάριο από το οποίον περνά ζωντανή η εικόνα της Αθήνας μας με όλας τας φυσικάς καλλονάς της. Αρκετά δε επιτυχή εκρίθη­σαν τα έγχρωμα μέρη της ταινίας και ιδίως του Αιγυπτιακού μπαλέττου». Αυτά τουλάχιστον δημοσιεύτηκαν ανυπόγραφα σε μία εφημερίδα, χωρίς να υπάρχει κάποια επίσημη ανακοίνωση της περιβόητης επιτροπής.

Στις 16 Ια­νουαρίου 1933 ορίστηκε η δικάσιμος της μήνυσης του Μαδρά, με την οποία ο ηθοποιός δεν ζητούσε απλά την ποινική καταδίκη του Σπύρου Μελά, αλλά και την καταβολή αποζημίωσης 500.000 δραχμών για δυσφήμιση. Ο Μαδράς εμφανίστηκε στο δικαστήριο με την επίσημη στολή αλπινιστή, αλλά και «με τις ίδιες κάλτσες που του εξύβρισεν ο κ. Μελάς», όπως διαβάζουμε σε σχετικό δημοσίευμα, σύμφωνα με το οποίο ο ηθοποιός δέχθηκε να συγχωρήσει το δημοσιογράφο ύστερα από πιέσεις του δικηγόρου του αποσύροντας τελικά τη μήνυση.

Με το Μαδρά στην Κωνσταντινούπολη, όπου πρόβαλλε τις ταινίες του στους Έλληνες της πόλης, φτηνά τη γλίτωσε ο συντάκτης της Ακροπόλεως το Μάρτιο του 1932, που επίσης αμφισβήτησε το βιογραφικό του: «Εάν δεν συλλέξη χρυσίον και δάφνας από τους ομογενείς της Σταμπούλ, θα αναγκασθή να εγκαταλείψη πλέον τους μεγάλους τίτλους, οι οποίοι πλαισιώνουν το όνομά του εις τα διαφημιστικά προγράμματά του και οι οποίοι ως γνωστόν είναι: συνεργάτης της Σάρρας Μπερνάρ, ηθοποιός του Χόλλυγουντ, σκηνοθέτης εφάμιλλος των μεγάλων Αμερικανών, συνάδελφος αγαπητός του Τζιλμπέρ, της Γκρέτα Γκάρμπο και του μακαρίτου Λον Τσάνεϋ και πολλά άλλα, τα οποία – ελλείψει χώρου – δεν... συμμαζεύονται».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου