«Ο μάγος της Αθήνας»: Η πρώτη χρωματισμένη ταινία. Μέρος πρώτο: Τα μυστήρια των... 3 σεναρίων!

Κι από τη μαγεία της κινηματογραφικής ποίησης του Ορέστη Λάσκου στη μαγική εικόνα του «Μάγου της Αθήνας» του Αχιλλέα Μαδρά. Είναι από τις λίγες προπολεμικές, ελληνικές ταινίες που έχουν διασωθεί σε μεγάλο βαθμό ( 47 λεπτά – ή το 80% σύμφωνα με τις εκτιμήσεις) κι έτσι έχουμε μια ιδέα του τι ακριβώς παρακολούθησαν οι Αθηναίοι την εβδομάδα από τις 30 Μαρτίου 1931 στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ». Ή μήπως όχι; Διότι αυτό που διασώθηκε και υποθέτουμε ότι παρακολούθησαν οι θεατές το 1931 αποκλίνει σημαντικά από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής!

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Μετά την αμφιλεγόμενη «Μαρία Πενταγιώτισσα» ο Μαδράς ετοιμαζόταν να γυρίσει μια ταινία με σύγχρονο θέμα και με τον πομπώδη, όσο και παραπλανητικό τίτλο «Ο μάγος της Αθήνας». Εμφανιζόταν ως παραγωγή της νεοσύστατης «Μίρορ Φιλμς» (με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Μαδρά), που υποτίθεται ότι είχε αναλάβει τις ευρωπαϊκές παραγωγές της «Άζαξ», δηλ. της προηγούμενης εταιρίας του ηθοποιού! Πραγματικός «μύλος», που επιβεβαιώνεται από τις κόπιες που έχουν διασωθεί και συναρμολογηθεί, στις οποίες υπάρχουν καρτέλες τόσο με το λογότυπο της «Άζαξ» όσο και μ’ εκείνο της «Μίρορ».

Οι πρώτες πληροφορίες/διαρροές υπόσχονταν την πρώτη «πραγματικώς ηχητική και άδουσα» ελληνική ταινία, στην οποία θα αναπαράγονταν διάφοροι φυσικοί ήχοι: ο θόρυβος των μηχανών του αεροπλάνου, των αυτοκινήτων κλπ. Επίσης γινόταν λόγος για μια ταινία «έγχρωμη» στα περισσότερα μέρη της, επεξεργασμένη σε ειδικό στούντιο παραγωγής έγχρωμων ταινιών στη Βιέννη, που επιπλέον θα επιδείκνυε έναν «πρωτοφανή σκηνικό πλούτο».

Οι υποψιασμένοι παρέμεναν επιφυλακτικοί, αλλά ήλπιζαν ότι ο Μαδράς ίσως θα έκανε τη διαφορά. Η Ακρόπολις σχολίαζε σκωπτικά: «Ο αθεόφοβος αυτή τη φορά κατεβαίνει πάνοπλος, για ν’ αποδείξη.. ότι το γέρας της πρωτοπορίας εις την ελληνική κινηματογραφική τέχνη του ανήκει».

Στην πράξη, ούτε καλύτερη τεχνικά ήταν η ταινία ούτε πραγματικά έγχρωμη. Απλά ορισμένες σκηνές του φιλμ βάφτηκαν στο χέρι, με συνέπεια να φαίνεται ένα περίεργο αποτέλεσμα στην οθόνη, με το λιγοστό χρώμα να τρεμοπαίζει και να αυτονομείται από το πλάνο. Και μάλιστα η δουλειά αυτή δεν έγινε σε κάποιο στούντιο, αλλά από τους φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών.

Πότε γυρίστηκε; Τον Αύγουστο του 1930 η ταινία φερόταν έτοιμη να προβληθεί ύστερα από οκτώ μήνες δουλειάς. Ωστόσο, δυο μήνες μετά τα γυρίσματα εμφανίζονταν να συνεχίζονται και ο Μαδράς περηφανευόταν ότι «Εγώ δεν γυρίζω πρόχειρα σε δεκαπέντε ημέρας ή σε ένα μήνα. Χρειάζομαι χρόνον. Και όταν γυρίζω δεν γυρίζω πρόχειρα, όπως γίνεται εις τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μεγάλα στούντιο, όπου η ιδία σκηνή επαναλαμβάνεται και πέντε και έξη φορές μέχρι του σημείου που θα με ικανοποιήση».

ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Ως σεναριογράφος του «Μάγου» εμφανιζόταν κάποιος Άκης Ακίλλας, ένας «νέος με ταλέντο, αλλ’ επιμένει να κρύπτεται υπό το ψευδώνυμον αυτό», όπως ανέφερε σε συνέντευξή του ο Μαδράς, ενώ άλλο δημοσίευμα περιέγραφε το σεναριογράφο ως «παλαιό λόγιο». Στην πραγματικότητα, ο Ακίλλας δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Μαδρά, που είτε φοβόταν ενδεχόμενη προκατάληψη εναντίον του είτε ήταν πολύ μετριόφρων!

Ο ίδιος κρατούσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του «μάγου». Υποδυόταν κάποιον σεΐχη, ο οποίος δεν έκανε μαγικά ξόρκια, αλλά είχε το συγκεκριμένο προσωνύμιο, επειδή έπαιζε πολύ καλό βιολί και μάγευε όσους τον άκουγαν. Ανατρέχοντας στα δημοσιεύματα του τύπου, ως γυναίκα πρωταγωνίστρια της ταινίας φερόταν η Αθηνά Διονύσου - πρώην φιναλίστ των καλλιστείων του 1930. Η Διονύσου θα υποδυόταν την Ελληνίδα «Μις Αίγυπτο», που είχε βλέψεις να εκλεγεί «Μις Ελλάς».

Το δεύτερο γυναικείο ρόλο, τη Ρανέλα (ή Ρατέλα), θα υποδυόταν κάποια Νέλλα Μέη, η οποία υποτίθεται ότι ήταν χορεύτρια του καν-καν και είχε επιλεγεί μεταξύ 200 κοριτσιών. Στην πραγματικότητα η Νέλλα Μέη δεν υπήρχε. Ήταν ψευδώνυμο της Φρίντας Πουπελίνα, την οποία ο Μαδράς έκρυβε επιμελημένα καθ' όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων - ίσως γιατί οι κριτικές, που είχε δεχτεί ένα χρόνο νωρίτερα ως «Μαρία Πενταγιώτισσα», δεν ήταν ούτε κατ’ ελάχιστο κολακευτικές.

Μεταξύ των ηθοποιών αναφέρονταν ο Αφεντάκης στο ρόλο του Τουλουμοτύρη, ο Σπαρίδης στο ρόλο του μάγειρα, η Μαίρη Ανδρεοπούλου ως νταμ ντε-κομπανί (υποδυόμενη μια ξεμωραμένη γυναίκα περασμένης ηλικίας), η Β. Θεολόγου, ενώ στο ρόλο του Σύλβιο θα εμφανιζόταν ο Βαρβέρης. Γκεστ σταρ ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης, η γνωστή γραφική φιγούρα του Μεσοπολέμου, που σε μια σκηνή εμφανιζόταν να αντικρούει την εκλογή της... Αλίκης Διπλαράκου ως Μις Ελλάς νωρίτερα μέσα στη χρονιά, ενώ μια δεύτερη σκηνή γυρίστηκε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνίου, όπου στο μεταξύ είχε κλειστεί!
Η εμφάνιση του Δελαπατρίδη στο "Μάγο της Αθήνας"

ΤΑ... ΣΕΝΑΡΙΑ

Και ενώ έχει σωθεί μια εκτενέστατη κόπια του φιλμ, τεχνικά αποκατεστημένη από την Ταινιοθήκη της Ελλάδας, όμως αυτό που βλέπουμε στο σωζόμενο οπτικό υλικό δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις δύο περιλήψεις, που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες Ημερήσιος Τύπος και Ακρόπολις τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1930 - από την πλοκή του σεναρίου μέχρι τα ονόματα των χαρακτήρων!

Για την ακρίβεια, ούτε και οι δύο περιλήψεις, που δημοσιεύτηκαν στον τύπο, είχαν μεταξύ τους πολλά κοινά στοιχεία, συμπίπτοντας μόνο στα ονόματα των ηρώων, την αχαλίνωτη φαντασία του δημιουργού, μια κοσμοπολίτικη διάθεση με παραπομπές σε εξωτικές χώρες, αλλά και την γκεστ συμμετοχή του Δελαπατρίδη, που άλλωστε διαφημίστηκε αρκετά.

Η πρώτη εκδοχή του σεναρίου, σύμφωνα με τον Ημερήσιο Τύπο τον Αύγουστο του 1930:
Ένα πρωί καταφθάνει από την Αίγυπτο μια πεντάμορφη Ελληνοπούλα, συνοδευόμενη από το μνηστήρα της, για να λάβει μέρος ως «Μις Αίγυπτος» στο διαγωνισμό για την ανάδειξη της ωραιότερης Ελληνίδας! Κατά τη διάρκεια μιας γιορτής, που οργανώθηκε στη Γλυφάδα προς τιμή της, αυτή συναντάται μ’ ένα σεΐχη, βιολιστή της τζαζ, με τον οποίο και συνδέεται αισθηματικά. Έπειτα από λίγες μέρες αναχωρεί μαζί του στη Γιάφα, εγκαταλείποντας απαρηγόρητο το μνηστήρα της.
Οι θρησκευτικοί νόμοι της πατρίδας του σεΐχη απαγορεύουν το γάμο με μια αλλόθρησκη. Όμως οι δυο ερωτευμένοι καταφεύγουν σε μια ιέρεια, η οποία δίνει την άδεια του γάμου, υπό τον όρο ο βιολιστής να μην αγαπήσει άλλη γυναίκα ποτέ στην ζωή του.
Πράγματι, οι δυο νέοι παντρεύονται και επιστρέφουν στην Αθήνα, όπου όμως ο σεΐχης γνωρίζει μια Βραζιλιάνα, κόρη ενός βαθύπλουτου βασιλιά του καφέ. Παρασυρόμενος από τα θέλγητρά της, αθετεί τον όρκο του προς την ιέρεια της θρησκείας του. Αλλά οι θεοί των σεΐχηδων αγρυπνούν. Ύστερα από σειρά δραματικών επεισοδίων μεταξύ Αθήνας, Γιάφας και Αιγύπτου, φοβούμενος την οργή των θεών ο σεΐχης αναγκάζεται να τερματίσει τις αισθηματικές περιπέτειές του στην Ελλάδα, η ωραία Βραζιλιάνα επανέρχεται στην πατρική στέγη και η «Μις Αί­γυπτος» κατάφερε να εκλεγεί... «Μις Ελλάς» χάρη στα μέσα που διέθεσε, εισπράττει γενναίο χρηματικό έπαθλο κι επιστρέφει στην Αίγυπτο και στην αγκαλιά του εγκαταλελειμμένου μνηστήρα της.

Η δεύτερη, αναλυτικότερη εκδοχή από την εφημερίδα Ακρόπολις ένα μήνα αργότερα:
Το έργο ξεκινά με χαρακτηριστικές εικόνες από την αυγή της Αθήνας, το λάλημα του πετεινού και την ανατολή στην Ακρόπολη ως τα εργαστήρια των δουλευτάδων. Ακολουθεί μια σκηνή, που ο πρόεδρος της επιτροπής των καλλιστείων δίνει συνεντεύξεις στους ρεπόρτερ των εφημερίδων για τον ερχομό της «Μις Ελλάδας» από την Αίγυπτο. Η «Μις Ελλάς» της Αιγύπτου εγκαθίσταται σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο, συνοδευόμενη από το γραμματέα της, που στην πραγματικότητα είναι ο ερωμένος της και ο οποίος ξόδεψε τα μαλλιά της κεφαλής του για να την αναδείξει ως την ωραιότερη Ελληνίδα της Αιγύπτου.
Ο ερχομός της αναστατώνει την Αθήνα. Νέοι, γέροι και παιδιά θέλουν να τη δουν από κοντά, το προεδρείο των σουφραζετών την επισκέπτεται και ο Δελαπατρίδης εκφωνεί λόγο στην πλατεία Συντάγματος! Μεταξύ των πολλών που την ερωτεύονται είναι και ο Τουλουμοτύρης, τύπος παραλή μπακάλη, ο οποίος γίνεται φορτικός στην ωραία των ωραίων. Ύστερα από λίγες μέρες, σ’ ένα από τα κέντρα του Ζαππείου η Μις Ελλάς αντικρίζει έναν καραβοτσακισμένο σεΐχη, που παίζει εξωτικό βιολί. Αισθάνεται κάτι να την τραβά προς αυτόν. Τον κοιτάζει, την κοιτάζει... Εκείνος μαθαίνει ποια είναι και την ίδια νύχτα, με το μαγικό του βιολί που ξετρελαίνει την Αθήνα, κάτω από τα παράθυρα ενός παλατιού κοντά στην Καστέλα, όπου έχει πλέον εγκατασταθεί, δίνουν το πρώτο φιλί του έρωτα.
Παρεμβάλλονται σπαρταριστές σκηνές ανάμεσα σ’ ένα μάγειρα και την Νταμ ντε-κομπανί, μια λυσσασμένη γερόντισσα, και αρχίζει το δεύτερο μέρος της ταινίας.
Στη Γλυφάδα, μαζί με την ωραία κόρη του Ρατέλλα γλεντά ένας βαθύπλουτος Βραζιλιάνος, ο Σύλβιο, ο βασιλιάς των καφέδων, ο οποίος ύστερα από παιχνίδια στην ωραία ακτή της Γλυφάδας δείχνει στην κόρη του τα γύρω μέρη και της εξιστορεί τα πανάρχαια έθιμα. Στο σημείο αυτό γίνεται μέσα σε φαντασμαγορικό πλαίσιο η αναπαράσταση των αρχαίων Παναθηναίων.
Στο μεταξύ ο σεΐχης βλέπει την αγαπημένη του να φιλιέται με τον ερωμένο της. Λυπάται, κλαίει και ύστερα από μεγάλο σπαραγμό ψυχής, αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του, τη Γιάφα. Φεύγοντας, όμως, μ’ ένα άσπρο καΐκι, βρίσκει μπροστά του ένα μισοπεθαμένο σώμα. Είναι της ωραίας τρελής Βραζιλιάνας, η οποία, μετά την αφήγηση του πατέρα της για τα Παναθήναια, έπεσε στη θάλασσα για ένα διαγωνισμό κολύμβησης και από το πάθος της παρασύρθηκε πολύ μακριά, ώστε βρέθηκε μισοπνιγμένη. Ο σεΐχης την παίρνει, τη συνεφέρει και μπροστά στη χτυπητή ομορφιά της συμπαρασύρεται σ’ ένα νέο ερωτικό πάθος.
Δεν στρέφει το ιστιοφόρο προς τα πίσω, αλλά συνεχίζει το ταξίδι με τη λαχταριστή «λεία» του. Φθάνει στη Γιάφα, έξω από τα περίχωρα της οποίας ξαναβρίσκει τη φυλή του, ανακηρύσσεται αρχηγός και αρχίζει πλέον η δραματική πλοκή του έργου. Οι κρεολές μισούν την άσπρη γυναίκα, οι μάγισσες κάνουν ξόρκια μέσα σε δαιμονικές φωτιές, αλλά ο σεΐχης, τρελός από πάθος, θέλει οπωσδήποτε γυναίκα του τη Ρατέλλα.
Ακολουθεί μια σειρά από γεγονότα και ύστερα από χρόνια ο σεΐχης επιστρέφει στην Αθήνα, όπου αντικρίζει την πρώτη του αγαπημένη τη νύχτα των αρραβώνων της με το βαθύπλουτο πατέρα της γυναίκας του. Όλοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Ακολουθούν σκηνές με τις ερωτικές περιπέτειες της Μις Ελλάς με τον Τουλουμοτύρη και το γραμματέα της, αλλά και μ’ ένα ξέσπασμα αγάπης του σεΐχη προς εκείνη. Στο τέλος, όμως, ο σεΐχης μένει οριστικά με τη Ρατέλλα, ενώ η ωραία των ωραίων συνεχίζει το δρόμο της σκορπίζοντας τον έρωτα και την απιστία.

Τι περιλαμβάνει, όμως, το υλικό που έχει σωθεί μέχρι τις μέρες μας; Μια ανάλαφρη περίληψη της ταινίας, όπως είναι αποκαταστημένη σήμερα, θα είχε ως εξής:
Μια τρελοαμερικάνα, η Ντόλυ (την υποδυόταν η Πουπελίνα), έρχεται στην Ελλάδα και περιηγείται στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Ακολουθεί μια σκηνή στην Ακρόπολη, όπου ο Πάουλο και η Λιλή (η Πουπελίνα σε άλλο ρόλο) φαντάζονται τα αρχαία Παναθήναια. Προβάλλονται εικόνες από τους δρόμους της Αθήνας, χαριεντισμοί της Πουπελίνα (ως Ντόλυ) μπροστά στην κάμερα, σκηνές από ένα πρωινό γλέντι με κιθάρες και η εξαιρετικά μεγάλης διάρκειας εισαγωγή συνεχίζεται με ανθρώπους να συζητούν για κάποιον Πετράν, την ώρα που άλλοι σχολιάζουν ένα πολιτικό σκάνδαλο της εποχής (η νόθευση της κινίνης ή «σκάνδαλο Γαλόπουλου»).
Στην πλατεία Αβησσυνίας ένας πολιτικός (τον υποδυόταν ο Πέτρος Κυριακός) δίνει προεκλογική ομιλία περιστοιχισμένος από οπαδούς του, που φωνάζουν «Κάτω το κόμμα των Μάγκηδων» και στο τέλος τον σηκώνουν στα χέρια, ενώ στο επόμενο πλάνο βλέπουμε δυο εργάτες, που εύχονται «να έρθουν οι Μάγκηδες στα πράγματα». Κι εκεί που ο θεατής σκέφτεται ότι η ταινία δεν είναι ταξιδιωτική, αλλά πολιτικού περιεχομένου, αρχίζει το ρομάντσο!
Η Ντόλυ θέλει να παντρευτεί έναν Έλληνα, τον οποίο θα επιλέξει σε πάρτι, που θα διοργανώσει στην Κηφισιά. Για να εντυπωσιάσει τους καλεσμένους της χορεύει τον... μη χορό «Θάνατος του Κύκνου», ντυμένη με στολή που παραπέμπει αόριστα στο συγκεκριμένο πτηνό. Κι ενώ στέλνει τους καλεσμένους για ύπνο, επειδή της χρειάζεται η βεράντα, τη βλέπουμε και πάλι με φτερά κύκνου να χορεύει, ενώ από το πουθενά εμφανίζονται και πάλι οι καλεσμένοι, που υποτίθεται ότι εκδιώχθηκαν, να την καταχειροκροτούν!
Κάποιος πρίγκιπας ντε Καστέλι σχεδιάζει να κλέψει τα κοσμήματα της Ντόλυ και την απαγάγει μαζί μ’ ένα συνεργό του. Την πετάνε στα βράχια, όπου τη βλέπει ο σεΐχης Μίρκα (ο Μαδράς). Ξαφνικά, η Ντόλυ γίνεται... Λιλή και θυμάται ότι ήταν πάντα ερωτευμένη με τον Μίρκα! Το ίδιο ξαφνικά ο εργοστασιάρχης Πάουλο λιποθυμά και σώζεται από τη Λιλή. «Μου έσωσες την ζωή! Θες να γίνεις γυναίκα μου;» της λέει κι εκείνη αμέσως δέχεται.
Πράγματι, ο γάμος γίνεται και ο Μίρκα παρακολουθεί λυπημένος, κρυμμένος πίσω από ένα δένδρο. Η Τζίνα, η πρώην του Πάουλο, που όμως κοιμάται στο σπίτι του, ξυπνάει από την τζαζ μουσική και ορκίζεται εκδίκηση. (Δεν θα την ξαναδούμε στις σκηνές που έχουν διασωθεί!)
Εν τω μεταξύ, για το γάμο αλλά και για να βρει γαμπρό, ήρθε από την Καλκούτα η Ιουλιέττα, η 80χρονη, γεροντοκόρη αδελφή του κατά πολύ νεώτερου Πάουλο, που γίνεται θέμα στις εφημε­ρίδες, όταν ρίχνει μια ζεμπεκιά μαζί μ’ ένα μουστακαλή. Ντροπιασμένος από την αδερφή του, ο Πάουλο παίρνει τη Λιλή και γυρνάνε στην Μπαρέκα. Εκεί η Λιλή γίνεται η «ψυχή των ιθαγενών», οι οποίοι μοιάζουν καταπληκτικά με Έλληνες αγρότες.
Ο Μίρκα εν τω μεταξύ το έριξε στα ναρκωτικά και διώχνει το χαρέμι του, αφού γι’ αυτόν όλες οι γυναίκες είναι ψεύτρες και άπιστες. Πηγαίνει στη θάλασσα, παίζει βιολί και με κάποιον τρόπο τον ακούει η Λιλή, που υποτίθεται ότι βρίσκεται στην Μπαρέκα! Τρέχει κοντά του και του λέει ότι «η αγάπη ποτέ δεν σβήνει». Φεύγουν μαζί και πάνε στο Νταγκουλά. Εκεί υπάρχει ένα κοσμικό κέντρο, το «Όασις». Η Λιλή υποτίθεται ότι χορεύει ντυμένη κύκνος - ακριβώς όπως η Ντόλυ, της οποίας η τύχη αγνοείται. Ο Μίρκα παίζει το βιολί του και κάπου εδώ εμφανίζονται οι πρώτες έγχρωμες σκηνές.
Στα καλά καθούμενα, η Λιλή γίνεται χαρτομάντισσα και συναντά τον Πάουλο. «Σε συγχωρώ. Πάμε στην Μπαρέκα» της λέει κι εκείνη χωρίς δισταγμό τον ακολουθεί. Ο Μίρκα γίνεται κασκαντέρ και πηδά έναν πανύψηλο φράχτη για να «κλέψει» τη Λιλή. Μέσω μιας υπηρέτριας, εκείνη τον προσκαλεί να την επισκεφθεί στην κάμαρά της μετά τα μεσάνυχτα. Οι δυο εραστές ορκίζονται ότι «ποτέ κανείς δεν θα μας χωρίσει». Όμως την άλλη μέρα, ο Μίρκα της στέλνει γράμμα: «Ο άνδρας σου μ’ εξορίζει». Κι επειδή στην Μπαρέκα οι μελλοντικοί εξόριστοι κυκλοφορούν ελεύθεροι, ξανασυναντάται με τη Λιλή. «Πάρε με μαζί σου», του λέει εκείνη. «Δεν μπορώ. Το καράβι της εξορίας με περιμένει, αλλά θα τους ξεφύγω», της απαντά αυτός.
Το καράβι σηκώνει πανιά. «Μίρκα, μη φεύγεις», φωνάζει η Λιλή και πέφτει στο νερό. Προφανώς δεν ξέρει κολύμπι και πνίγεται αμέσως. Ο Μίρκα πέφτει στη θάλασσα, τη βλέπει πνιγμένη (αν και η Πουπελίνα δεν απέφυγε να κουνήσει το κεφάλι της στη σκηνή) και - άγνωστο πώς - πνίγεται δίπλα της. ΤΕΛΟΣ.

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Δεν χρειάζεται σοφία για να καταλάβει κανείς ότι ο «Μάγος της Αθήνας», όπως διασώζεται, λίγη σχέση έχει με το «Μάγο της Αθήνας», όπως διαφημιζόταν το φθινόπωρο του 1930. Είναι πράγματι η ίδια ταινία;

Συγκρίνοντας το σωζόμενο υλικό με τις λίγες πληροφορίες που έχουμε διαθέσιμες για την «Τσιγγάνα», κοινές φαίνεται ότι ήταν οι σκηνές με τ' αρχαία μνημεία, κάποιες εικόνες από την καθημερινή ζωή στην Αθήνα, ο περιβόητος χορός «Θάνατος του κύκνου», η μεταβολή μιας ιδιότροπης Αμερικάνας σε... κάποια άλλη (αν και η Λιλή του «Μάγου» δεν είναι τσιγγάνα, παρότι σε μια σκηνή εμφανίζεται ως χαρτο­μάντισσα!), ενδεχόμενα και κάποιες άλλες.

Την ίδια στιγμή, τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στην ταινία που σώζεται και στις δύο εκδοχές του σεναρίου, όσο διαρκούσαν τα γυρίσματα, περιορίζονται σε: δυο σκηνές με το σεΐχη να παίζει βιολί, το κοσμικό κέντρο «Όασις», κάποια πλάνα στη βάρκα, το υποτιθέμενο χαρέμι του Μίρκα, τα πρώτα πλάνα με τους δουλευτάδες και την ζωή στην Αθήνα, την αναβίωση των Παναθηναίων και τα εκτενή πλάνα των αρχαίων μνημείων.

Ωστόσο στο σωζόμενο υλικό δεν υπάρχουν ούτε καλλιστεία ούτε «Μις Αίγυπτος» ούτε Τουλουμοτύρης ούτε γραμματέας ερωτευμένος με την καλλονή πρωταγωνίστρια ούτε Δελαπατρίδης ούτε Γιάφα. Αντίθετα συναντούμε άσχετα ονόματα ηρώων, άσχετα ονόματα πόλεων και – το κυριότερο – μια τελείως διαφορετική πλοκή.

Σίγουρα ένα μέρος από την εξήγηση του μυστηρίου κρύβεται στις χαμένες, αλλά και σε κομμένες σκηνές της ταινίας. Πώς, όμως, εξηγείται η τεράστια διάσταση και στα ονόματα των χαρακτήρων;

Μια εύκολη απάντηση θα ήταν ότι στο διάστημα που μεσολάβησε από το φθινόπωρο του 1930 ο Μα­δράς άλλαξε ριζικά όχι μόνο την πλοκή του έργου, αλλά και τα ονόματα των ηρώων. Κι όμως, μετά την πρεμιέρα του «Μάγου», η Ακρόπολις αναφερόταν ειδικά στην «εκλογή ως «Μις Ελλάδος» της δίδος Διονύσου», την οποία μάλιστα αξιολογούσε ως «πολύ καλή», ενώ και «η Ραζέλα ως κόρη του Βραζιλιάνου [ήταν] τελεία εις τον ρόλον της»! 

Και να δεχτεί κανείς ότι οι σκηνές της Ελληνοαιγύπτιας «Μις Ελλάδας», του Τουλουμοτύρη, του Δε­λαπατρίδη κλπ. έχουν χαθεί και περιέργως σώθηκαν μόνο αυτές της Πουπελίνα. Η Βραζιλιάνα «Ραζέλα», την οποία υποτίθεται ότι υποδυόταν η Πουπελίνα, τι απέγινε; Πώς η αθηναϊκή εφημερίδα σχολίαζε ένα χαρακτήρα που ποτέ δεν εμφανίστηκε στην κινηματογραφική οθόνη, σύμφωνα με το υλικό που έχει διασωθεί;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου