Το πρώτο
ελληνικό φιλμ που προβλήθηκε το 1931 ήταν
το «Δάφνης και Χλόη», η μοναδική παραγωγή
(μυθοπλασίας) της «Άστρο
Φιλμ», που είχε ιδρύσει ο Ορέστης Λάσκος.
Ο Λάσκος, άλλωστε, σκηνοθέτησε την
ταινία, ενώ έγραψε και το σενάριο,
βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα
του 3ου αιώνα μ.Χ, γραμμένο από τον Λόγγο.
Οπερατέρ ήταν ο Δημήτρης Μεραβίδης, ενώ
την καλλιτεχνική διεύθυνση είχε ο
Αναστάσιος Μελετόπουλος.
Η υπόθεση
του έργου:
«Στη Λέσβο
με τα καταπράσινα λιβάδια, τα γραφικά
ασπρογιάλια και τις σκιερές βουνοπλαγιές,
εκεί που ο Τραγοπόδαρος ο Παν την
καλαμένια σύριγγα σφυρίζει, το αρχαίο
τούτο βουκολικό ειδύλλιο ξετυλίγεται».
Έτσι ποιητικά ξεκινάει ο «Δάφνης και η
Χλόη», μια από τις λίγες προπολεμικές
ταινίες, που διασώζονται μέχρι τις μέρες
μας.
Η αφήγηση
ξεκινάει από τη στιγμή που η έφηβη Χλόη,
βλέποντας το συνομήλικό της Δάφνη να
κάνει μπάνιο γυμνός, αισθάνεται τα πρώτα
ερωτικά σκιρτήματα. Με τη Χλόη, όμως,
ήταν ερωτευμένος ο Δόρκων, ο οποίος της
ζητάει να διαλέξει ανάμεσα σ’ εκείνον
και τον Δάφνη φιλώντας τον εκλεκτό της
καρδιάς της. Η Χλόη τους βάζει μια
δοκιμασία, να περιγράψει ο καθένας τα
πλεονεκτήματά του, και τελικά επιλέγει
τον Δάφνη. Του δίνει ένα φιλί κι αυτό
αποτέλεσε τη σπίθα, που άναψε τη φλόγα
του έρωτα μες στην καρδιά του.
Ακολουθεί η
περίφημη σκηνή της σπηλιάς, όπου οι
νύμφες τραγουδούν το τραγούδι του έρωτα
κάτω από το φεγγαρόφωτο. Όμως η ευτυχία
των δύο νέων γρήγορα διακόπτεται, όταν
στο χωριό καταφθάνει ο άρχοντας
Διονυσιοφάνης με τη σύζυγό του Κλεαρέτη,
το γιο τους Άστυλο και την ακολουθία
του. Όλες οι γυναίκες θαυμάζουν την
ομορφιά του Δάφνη, ενώ ο Άστυλος ποθεί
τη Χλόη. Ύστερα από ένα επεισόδιο, ο
Δάφνης χτυπάει τον Άστυλο και εκείνος
ορκίζεται να εκδικηθεί. Οι άνδρες της
ακολουθίας του αιχμαλωτίζουν τον Δάφνη
κι αρχίζουν να τον μαστιγώνουν. Η Χλόη
είναι απαρηγόρητη.
Ο Λάμων, ο
θετός πατέρας του Δάφνη, που τον είχε
βρει πριν πολλά χρόνια μέσα στο δάσος
να βυζαίνει μια γίδα, εμφάνισε στοιχεία
που αποδείκνυαν ότι ο βιολογικός πατέρας
του Δάφνη ήταν ο Διονυσιοφάνης, ο οποίος
είχε παρατήσει το πρώτο του παιδί, επειδή
εκείνη την εποχή ήταν φτωχός. Έτσι ο
Δάφνης γλιτώνει το θάνατο, γίνεται φίλος
με τον αδερφό του Άστυλο, ενώ επανενώνεται
με την αγαπημένη του Χλόη.
Όμως οι δυο
νέοι, που είναι άμαθοι στον έρωτα, δεν
γνωρίζουν τι ακριβώς είναι αυτό που
αισθάνονται, ούτε πώς να το εξωτερικεύσουν.
Την ευκαιρία εκμεταλλεύεται η Λυκαίνιω,
η θερμή γυναίκα της πόλης, που ποθεί τον
Δάφνη και παρακολουθεί τις κινήσεις
του. Ξεμοναχιάζει το νεαρό άντρα και
τον μυεί στα μυστικά του έρωτα, όμως τον
προειδοποιεί να μην μυήσει στα ίδια
«μυστικά» τη Χλόη, χωρίς να την έχει
παντρευτεί προηγουμένως.
Ωστόσο, ο
Διονυσιοφάνης αρνείται ν’ αποδεχτεί
το γάμο του γιου του μ’ ένα κορίτσι
ταπεινής καταγωγής, μεγαλωμένο από δυο
βοσκούς που την είχαν βρει εγκαταλελειμμένη
στο δάσος να βυζαίνει μια προβατίνα.
Έτσι ο Δάφνης και η Χλόη χωρίζουν. Ο
καιρός περνά και οι δυο τους μαραζώνουν,
μέχρι που αποκαλύπτεται ότι η Χλόη ήταν
στην πραγματικότητα κόρη του Μεγακλή,
του άρχοντα της Μυτιλήνης. Δεν υπάρχουν
πλέον εμπόδια για τους δυο ερωτευμένους.
ΗΘΟΠΟΙΟΙ
Όλοι οι
πρωταγωνιστές ήταν ερασιτέχνες.
Επελέγησαν «κατόπιν
επισταμένης προσοχής και μεγίστης
λεπτολογίας»,
ενώ βασικό κριτήριο υπήρξε η κατατομή
τους, ώστε να θυμίζουν πρόσωπα της
αρχαιότητας.
Ο Απόλλων Μαρσύας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο
του Έντισον Βήχου) εμφανίστηκε ως
«Δάφνης» και η Λούση (Λουκία) Ματλή ως
«Χλόη». Την «Λυκαίνιω» υποδύθηκε η
Κορίνα Χατζημιχάλη, ενώ στην ταινία
συμμετείχαν επίσης οι: Ναταλία Μιρέσκο,
Ελένη Κούση, Κώστας Παλαιολόγος, Τίμος
Βιτσιώρης, Μαίρη Ραυτοπούλου, Παυλόπουλος,
Γ. Λαμπράκης, Γ. Γεωργιάδης, Γιάννης
Αυλωνίτης, Μ. Ξανθάκη, Ευάγγελος Μενεξής
κλπ.
Ο Απόλλων Μαρσύας |
Η Ματλή ήταν
Ελληνοαμερικανίδα, κόρη του πρώην Έλληνα
προξένου στο Σικάγο. Ήταν όμως και μια
εξαίρετη χορεύτρια κλασικών χορών, με
πολύ καλό ρυθμό κίνησης, άριστη σωματική
διάπλαση και αρχαϊκή εμφάνιση. Περιγραφόταν
στον τύπο ως «μια
καλλονή ελληνική, κλασική, με γραμμή
που θυμίζει ανάγλυφο. Ξανθή. Πρόσωπο
κανονικό, με τελεία ρυθμικότητα, μάτια
γαλανά και εκφραστικά, χείλη χαριτωμένα
και μικρά, σώμα κλασσικό, ανάστημα
κανονικό»,
η οποία ήταν «πραγματικά
η ιδεώδης πρωταγωνίστρια για το κλασσικό
ελληνικό ειδύλλιο».
Ο δε Λάσκος την περιέγραφε ως «κάτι
το αγνό και ωραίο, το αφελές που συνδυάζεται
με κλασικάς κινήσεις και με ελληνικές
γραμμές. Έχει προ πάντων ψυχήν και είνε
τρομερά εκφραστική. Θα είνε ζωντανή
Χλόη και θα αποφύγη το ψεύτικο».
Η Λούση Ματλή |
Σε σπάνια
συνέντευξή της, η ίδια συστηνόταν στο
ελληνικό κοινό και αποκάλυπτε πώς
απέκτησε το ρόλο μετά από μια απολαυστική,
τυχαία συνάντηση με τον Ορέστη Λάσκο
στο δρόμο:
«Γεννήθηκα
στο Σικάγο και οι γονείς μου με έμαθαν
ν’ αγαπώ την Ελλάδα. Ασχολήθηκα λοιπόν
με κλασικούς χορούς, με μελέτες αρχαίων
δραμάτων, με ερασιτεχνικές παραστάσεις
και σήμερα ξέρω μερικά πράγματα. Προ
δύο ετών ήλθα στην Ελλάδα. Σπούδασα και
εδώ κλασικούς και πλαστικούς χορούς
και έπαιξα σε ερασιτεχνικές παραστάσεις,
που έδινε ο σύλλογος «Ευριπίδης» με
αρχαία δράματα. Έπαιξα π.χ. την «Άλκηστη»,
την «Ηλέκτρα», την «Ανδρομάχη» κλπ.
Προ καιρού,
σ’ ένα χορό στην Ελευσίνα, είχα γνωρισθεί
με τον κ. Λάσκο. Μου μίλησε και μου είπε
ότι μου έβρισκε προσόντα για να παίξω
και προσέθεσε ότι θα με ειδοποιούσε,
όταν ήταν καιρός. Έκτοτε πέρασαν μήνες,
χωρίς τίποτε νεώτερο. Εγώ είχα ξεχάσει
αυτήν την συνομιλία, όταν συνέβη το
«μοιραίο». Κατέβαινα την οδό Πανεπιστημίου
και περνούσα από το εστιατόριον Βρετού.
Ο κ. Λάσκος έτρωγε απ’ έξω. Μόλις με
είδε, πετάχθηκε και με την πετσέτα στο
χέρι με σταμάτησε:
- Θέλετε να
παίξετε στο σινεμά; μου είπε.
Τα έχασα.
Τότε εκείνος μου εξήγησε ότι πρόκειται
να γυρισθεί ο «Δάφνις και Χλόη» και πως
γυρεύει μια πρωταγωνίστρια κλασικής
μορφής. Με βρήκε κατάλληλη και επανέλαβε
την πρότασή του. Να πω την αλήθεια, ήθελα,
αλλ’ έπρεπε να συνεννοηθώ με τους γονείς
μου. Αυτό είπα στον κ. Λάσκο και την
επομένη τον επεσκέφθην με την οικογένειά
μου. Ευτυχώς οι δικοί μου επέτρεψαν να
παίξω και... παίζω».
Χάρη σε μια
τυχαία συνάντηση με τον Λάσκο στη
Δραματική Σχολή του Εθνικού έγινε η
επιλογή και της Κορίνας Χατζημιχάλη.
Επειδή, όμως, οι γονείς της είχαν
αντιρρήσεις, χρειάστηκε η μεσολάβηση
μιας... εφημερίδας, που ανέλυε γιατί «ο
κινηματογράφος είνε πολιτισμός»,
ενώ παράλληλα παρουσίαζε την Κορίνα ως
την Ελληνίδα Μπρίγκιτε Χέλμε και ως μια
«μοιραία
γυναίκα»
με κάτι το «σατανικό
και θυελλώδες».
Έτσι, όλα κύλησαν ευτυχώς για τη νεαρή
ηθοποιό, που δήλωνε ότι «ο
κινηματογράφος είναι η μοίρα μου»,
μια μεγαλόστομη δήλωση, που ωστόσο δεν
θα επιβεβαιωνόταν στην πορεία.
Η Κορίνα Χατζημιχάλη |
ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ
Τα γυρίσματα
ξεκίνησαν στις αρχές Οκτωβρίου 1930 και
ολοκληρώθηκαν στα μέσα Νοεμβρίου. Ήταν
προγραμματισμένο να πραγματοποιηθούν
εξ ολοκλήρου στη Μυτιλήνη,
όπου λάμβανε χώρα η ιστορία του Λόγγου,
όμως τελικά ένα μέρος γυρίστηκε στη
λίμνη της Βουλιαγμένης.
Η κινηματογράφηση
έγινε με τα τελειότερα τεχνικά μέσα της
εποχής, μια γερμανική μηχανή λήψης
Έρνεμαν Παρβώ, ενώ χρησιμοποιήθηκε
παγχρωματική ταινία Κόντακ, που απέδιδε
κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους
διαφορετικούς τόνους των φυσικών
χρωμάτων σε ασπρόμαυρο φιλμ.
Ο Λάσκος
εξήγησε σε συνέντευξή του γιατί ήταν
απαραίτητη η χρησιμοποίηση μιας
παγχρωματικής ταινίας, αποκαλύπτοντας
και το μέγεθος της σκηνοθετικής του
ευφυίας: «Ως
εκ της φύσεως του ειδυλλίου, θα πλεονάζουν
τα εξωτερικά στο φιλμ. Αν δε, συνέβαινε
να είνε σκληρός ο φωτισμός, θα μας
κατέστρεφε τα ωραιότερα ταμπλώ και τον
βαθύτατον συμβολισμόν ωρισμένων εικόνων.
Η παγχρωματική όμως πελλικύλ μας
εξασφαλίζει από τοιαύτα θλιβερά
ενδεχόμενα».
Η ταινία ήταν
ηχητική. Η ηχοποίηση έγινε στην Ευρώπη,
ενώ το σημαντικό ήταν ότι η μουσική δεν
είχε απλά συνοδευτική χρήση, αλλά
υπογράμμιζε την κάθε εικόνα που έβλεπε
ο θεατής και τόνιζε την εκάστοτε
ψυχολογική κατάσταση του κάθε ρόλου
κατά το παράδειγμα της σχολής της Ζερμαίν
Ντυλάκ, που χρησιμοποιούσε την οργανική
μουσική για να ενισχύσει «τη μουσική
των ματιών» των ηθοποιών.
Οι προβολές
είχε σχεδιαστεί να συνοδεύονται από
τετράστιχα, ηχογραφημένα σε πλάκες, η
απαγγελία των οποίων θα γινόταν από τον
Ορέστη Λάσκο.
Ωστόσο, δεν είναι σαφές, αν αυτό όντως
συνέβη. Πολύτιμη ήταν η προσφορά της
Εύας Σικελιανού και της Κανέλλου, οι
οποίες επιμελήθηκαν τα κοστούμια και
την κινησιολογία.
Το έργο
«Δάφνις και Χλόη» ξεχώρισε ως η πρώτη
ευρωπαϊκή ταινία με σκηνές γυμνού, σε
μια εποχή που το γυμνό είχε αρχίσει να
κάνει έντονα την εμφάνισή του στην τέχνη
σε παγκόσμιο επίπεδο, οπότε σ’ ένα βαθμό
συμβάδιζε με ένα γενικότερο - ίσως όχι
κυρίαρχο, αλλά όμως υπαρκτό - καλλιτεχνικό
ρεύμα.
Ο δημοσιογράφος
Φώτης Γιοφύλλης παρακολούθησε τα
τελευταία γυρίσματα της ταινίας στη
λίμνη Βουλιαγμένης το Νοέμβριο του
1930, όταν το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται
ανυπόφορο και τα γυμνά σώματα των
ηθοποιών πάγωναν. Εκστασιασμένος
περιέγραφε την κίνηση της Ματλή:
«Το κορίτσι
αυτό έχει ένα λεπτό νεραϊδένιο σώμα με
μια ρόδινη λεπτή επιδερμίδα. Κι επειδή
από μικρή η ολόχαρη Λούση χορεύει
αρχαίους χορούς, γυμνή ή μισόγυμνη, έχει
πάρει τον αέρα της κινήσεως του γυμνού
της μέσα στον αέρα. Ο χορός της δεν έχει
καμμιά ντροπή. Το γυμνό σωματάκι της
πάλλεται ελεύθερα και ρυθμικά μέσα στον
γαλανόν αιθέρα, ανάμεσα στα δένδρα, πλάι
στα νερά!... Και ο χορός της είνε τεχνικός
και ρυθμικός: αποτέλεσμα από πολλήν και
συστηματικήν εξάσκησιν. Έτσι, ενώ ο
φακός της κινηματογραφικής μηχανής την
παραμονεύει, αυτή μπορεί ελεύθερα να
χορεύη και να πηδά, να κινήται και να ζη
ολόγυμνη, χωρίς φόβο και χωρίς μάταιη
σεμνοτυφία...».
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Η πρεμιέρα
δόθηκε στον κινηματογράφο «Αττικόν»
στις 2 Φεβρουαρίου 1931. Στη σκηνή εμφανίστηκε
και η Ματλή με αρχαιοπρεπή εμφάνιση,
επιδιδόμενη σε αρχαιοελληνικούς χορούς,
όπως ο «Χορός των Νυμφών», τον οποίο
απέδιδε και επί της οθόνης στη σκηνή
της Σπηλιάς.
Στη
Θεσσαλονίκη το έργο προβλήθηκε από το
«Εθνικόν» στις αρχές Μαΐου, όμως δεν
φαίνεται να συγκίνησε το κοινό της
πόλης, που προτίμησε «τα
τρία χωλά θηρία του Αμάς και τας τρεις
και ημίσειαν μπαλαρίνες του, που αι
τρεις ομού έχουν τα χρόνια του
Τουταγχαμόν».
Εντύπωση
προκαλεί το γεγονός ότι η ταινία
προβλήθηκε στη Μυτιλήνη μόνο για μια
βραδιά (16 Φεβρουαρίου 1931 στον κινηματογράφο
«Πάνθεον»),
παρότι το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων
είχε πραγματοποιηθεί στη Λέσβο. Πάντως
η τοπική εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος δεν
το σχολίασε αρνητικά, αλλά καλούσε τους
κατοίκους να σπεύσουν να την παρακολουθήσουν,
για να θαυμάσουν τα «υπέροχα
τοπία»
του νησιού.
Οι
Έλληνες της Αμερικής θα περίμεναν πολύ
για να παρακολουθήσουν την ταινία, που
για πρώτη φορά προβλήθηκε στη Νέα Υόρκη
στις 23 Φεβρουαρίου 1936 στο «5th
Avenue Theatre».
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Εξαιρετικά
θετικές ήταν οι εντυπώσεις των κριτικών,
οι οποίοι δεν στάθηκαν στις γυμνές
σκηνές, παρά τις αρχικές ανησυχίες μήπως
η ταινία περιείχε περιγραφές «πολύ
τολμηρές και ανήθικες».
«Ολόκληρο
το έργο είνε από την πρώτη ως την τελευταία
σκηνή του ένα ποίημα, που μόνον ένας
καλός ποιητής θα μπορούσε να μεταφέρη
στην οθόνη»,
σχολίαζε ο «Βραδυνός» μέσω της... Βραδυνής,
επισημαίνοντας πως «όταν
οι ποιηταί δεν γράφουν στίχους, ημπορεί
να είνε και ολίγον χρήσιμοι».
Επίσης επισήμανε την «εξαιρετικά
επιμελημένη και μοναδική εκλογή»
των ηθοποιών. Αν και εκτιμούσε ότι η
Λούση Ματλή χρειαζόταν περισσότερη
διδασκαλία ηθοποιίας, ωστόσο «το
κάπως παιδικό πρόσωπό της και τα
συμπαθέστατα χαρακτηριστικά της, την
βοηθούν πάρα πολύ εις την ερμηνεία του
ρόλου της Χλόης, που παρουσιάζεται σαν
ένα αγνό και αθώο κοριτσάκι του αγρού
από τον συγγραφέα. Το αρμονικώτατο σώμα
της, ιδιαιτέρως στις γυμνές στιγμές
του, σας δίνει την εντύπωσι ζωντανού
αγροτικού λουλουδιού».
«Πολύ
ωραίος νέος και συνεπώς μοναδικός
Δάφνις»
εμφανιζόταν ο Μαρσύας, ενώ «σπουδαία»
στο ρόλο της κρίθηκε και η Κορίνα
Χατζημιχάλη.
Η Πρωία
ανέδειξε την
«εξαιρετική
κοσμοσυρροή»,
την οποία και έκρινε «δικαιολογημένη,
διότι είνε η πρώτη φορά που έργον αρχαϊκόν
παίζεται από τόσον καλούς ερμηνευτάς».
Η Χλόη ήταν «ονειρώδους
ευμορφιάς, ξανθή, με σώμα πλαστικόν, με
μια αφέλεια εντελώς παιδιάστικη, όπως
την εφαντάσθη ο ποιητής»,
ενώ ο Δάφνις έμοιαζε «σωστός
Απολλώνιος έφηβος».
«Άψογον»
αξιολογήθηκε το βεστιάριο χάρη στην
Εύα Σικελιανού και «τέλειαι»
οι φωτογραφίες στην απόδοση των τοπίων.
Ο συνεργάτης
της εφημερίδας Ακρόπολις
στάθηκε ιδιαίτερα στους δύο πρωταγωνιστές
χαρακτηρίζοντάς τους «πραγματική
αποκάλυψις»:
η Λούση Ματλή παρουσίασε έναν «ιδανικό
τύπο αθώας βοσκοπούλας»,
ενώ ο Μαρσύας ήταν «η
ενσάρκωσις του αρχαίου ελληνικού
κάλλους».
Αρκετά
συγκρατημένη η Πατρίς
σημείωσε ότι αν η ταινία παρουσίαζε
«κάτι
καλό»,
αυτό οφειλόταν «στην
επιτυχία του φωτισμού περισσότερο παρά
στην σκηνοθεσία του»,
ενώ για τους δύο πρωταγωνιστές αναφέρθηκε
ότι «παίζουν
αρκετά καλά»,
με τον Μαρσύα ειδικά να διαθέτει «πολλά
προσόντα, ώστε να εμφανισθή ακόμη
καλλίτερα στο μέλλον».
Ακόμη
πιο συγκρατημένη ήταν η κριτική του
Δημήτρη Χρονόπουλου, που δημοσιεύτηκε
στην Ελληνική.
Ο Χρονόπουλος παρατηρούσε μεν με
ανακούφιση ότι η ταινία δεν ακολουθούσε
την πεπατημένη της φουστανέλας και της
Ακρόπολης, όμως επί της ουσίας εκτιμούσε
ότι «δεν
είναι το καλλίτερο αρχαϊκό φιλμ που
μπορεί ν’ αποδώση η ελληνική κινηματογραφία.
Ούτε η προσπάθεια αυτή είνε αρίστη, ούτε
απολύτως επιτυχής, ούτε... έχει γυρισθή
με απόλυτη προσοχή».
Η φωτογραφία στα περισσότερα μέρη
χαρακτηριζόταν «καλή»
έως «αριστουργηματική»,
όμως εντοπίστηκαν πολλά σημεία στα
οποία ήταν «ασυγχωρήτως
κακή».
Γενικότερα,
ωστόσο ήταν «ένα
από τα καλά εγχώρια φιλμ δεδομένων των
ελλιπών μέσων της εγχώριας κινηματογραφικής
βιομηχανίας».
Η
Ματλή αξιολογήθηκε από τον Χρονόπουλο
ως «ωραιοτάτη και μεταλλική, αλλά
δυστυχώς... ψυχρά»,
η οποία «μόνον σε... ελάχιστες
στιγμές αποκτά ηθοποιία και αισθάνεται,
ενώ τις άλλες στιγμές είνε εντελώς έξω
από το ρόλο της».
Αντίστοιχα και ο Μαρσύας: «Ωμορφιά
αληθινά ελληνική. Κατατομή αρίστη.
Φωτογένεια καταπληκτική. Αληθινό εύρημα.
Αλλά παιδί αδίδακτο»,
αποδίδοντας ωστόσο την ευθύνη στον
Λάσκο, που δεν δίδαξε σωστά τους ηθοποιούς
του. Αντίθετα, η Κορίννα Χ. «έκαμε
αληθινή εντύπωση»,
ενώ ο Βιτσιώρης «άμεμπτος σχεδόν..
του χρειάζονται πολλά συγχαρητήρια».
Για
ένα «αριστοτεχνικό»
ρομάντζο έκανε λόγο η Μακεδονία
σημειώνοντας ότι οι ηθοποιοί ήταν
«χαριτωμένοι
και καλοί»,
όπως και το τεχνικό κομμάτι της ταινίας.
Με
μεγαλύτερο ενθουσιασμό τα Μακεδονικά
Νέα χαρακτήρισαν την ταινία «αριστούργημα»,
επαινώντας ιδιαίτερα τη σκηνοθεσία του
Λάσκου, που θύμιζε «σκηνοθέτας
γερμανούς ή αμερικάνους αλλά της καλής
σχολής».
Το ίδιο επαινετικά σχολιάστηκε ο Μαρσύας
ως ένα «αρχαϊκό
κεφάλι σπάνιο»,
που παράλληλα έπαιζε και καλά. «Θαύμα
γλυκειάς ωμορφιάς»
ήταν το σχόλιο για τη Ματλή, η οποία
κρινόταν «καλλίτερη
εις ποιότητα»
από τη Σαγιάνου.
Ποια
ήταν όμως η ανταπόκριση των Ευρωπαίων;
Το Μάρτιο του 1932 η γαλλική Ric
et Rac κατέγραφε
τις ειρωνικές αντιδράσεις Πολωνών
θεατών: «Η
εκτέλεση ήταν τόσο αφελής, που οι Πολωνοί
νόμισαν ότι ήταν κωμική ταινία. Έχει τη
μεγαλύτερη επιτυχία γέλιου στις αίθουσες
στο τέλος των ταινιών μετά τη "Δίκη
της Μαίρη Ντούγκαν"»,
σημείωνε πικρόχολα η εφημερίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου