Τον Ιούνιο του 1931, οι περίπου 140 σπουδαστές της ακαδημίας
κινηματογράφου «Έξαρχος Φιλμ», που λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη από το Νοέμβριο
του 1930 επιδιώκοντας –σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιδιοκτήτη της– να καταστήσει
την πόλη κάτι σαν ελληνικό Χόλιγουντ, κατήγγειλαν απάτη σε βάρος τους με αφορμή
την επίμονη άρνηση των υπευθύνων να δείξουν την κορδέλα του φιλμ, που
υποτίθεται ότι είχε ληφθεί κατά την απονομή των πτυχίων τους. Από καιρό,
άλλωστε, υποπτεύονταν ότι οι σκηνές που γύριζαν σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης,
δήθεν για κάποια ταινία του κινηματογράφου, στην πραγματικότητα γυρίζονταν με
άδεια μηχανήματα!
Ομάδα εξαπατημένων
σπουδαστών της «Έξαρχος φιλμ» επέμειναν στην υλοποίηση των
κινηματογραφικών τους ονείρων ιδρύοντας άμεσα δική τους εταιρία με την επωνυμία
«Αρτιστίκ φιλμ», η οποία έδρευε στον τελευταίο όροφο του μεγάρου επί της οδού Ίρις 27 στη Θεσσαλονίκη.
Πρόεδρός της ήταν ο Π. Μαυρομάτης, αντιπρόεδρος ο Ανέστης Κυριαζής, διαχειριστής
ο Ι. Αποστολίδης και μέλη της τεχνικής επιτροπής ο Μ. Φράγκος και ο ζωγράφος
Α. Κόκκινος.
Και την 1η Φεβρουαρίου
1932, ενόσω ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» αναστάτωνε την πρωτεύουσα,
στον κινηματογράφο του Λευκού Πύργου έκανε πρεμιέρα η «πρώτη μακεδονική
ταινία», «Το μοιραίον».
Το σενάριο έγραψαν οι
Γιάννης Παπαδημητρίου και Μανόλης Καλαϊτζόπουλος, ενώ οπερατέρ ήταν ο Ηρακλής
Φοίβος. Η υπόθεση του έργου αναλυτικά:
Στην
κοσμοπλημμυρισμένη βίλα του συμβολαιογράφου Θάνου Θανίδη, ένα καλοκαιριάτικο
πρωί σε μια φιλική συγκέντρωση, ο Μάριος (τύπος γλεντζέ) σχετίζεται με τη Ρούλα
(ένα σεμνό κορίτσι), προσκεκλημένη κι αυτή της οικογένειας Θανίδη. Από την
πρώτη τους συνάντηση δεν αργούν οι ψυχές τους να ενωθούν σ’ ένα θείο, απέραντο
έρωτα...
Με
διάφορες υποσχέσεις ο Μάριος δεν αργεί να παρασύρει το αθώο και αμέριμνο
κορίτσι σε κάποιο εξοχικό κέντρο, όπου εκείνη –υπό την επίδραση του πιοτού και
το μεθύσι του έρωτα– του παραδίνεται ολότελα... Οι μέρες περνούσαν γεμάτες
μελαγχολία κι άδικα το δύστυχο κορίτσι πρόσμενε τον αγαπημένο της στο σπίτι, να
έρθει να την ζητήσει, όπως είχε υποσχεθεί, να την κάνει ευτυχισμένη, νόμιμη
γυναικούλα του...
Τυχαία
η Ρούλα μαθαίνει πως η πλουσιοκόρη γειτόνισσά της, Βέττα, παντρεύεται με τον
αγαπημένο της, τον κλέφτη της καρδιάς και της τιμής της, το Μάριο. «Μανούλα μου
σε ατίμασα! Δεν είμαι άξια να λέγομαι κόρη σου!.. Δεν έχω πια το πολυτιμότερο
δώρο που μου χάρισες!... Την τιμή μου!... ναι, την τιμή μου...» λέει και με
λυγμούς πέφτει στην αγκαλιά της μάνας της.
Την
ίδια βραδιά, στο σπίτι του καπνέμπορου κ. Φέλμου, έχουν χαρές και γλέντια.
Παντρεύεται η μοναχοκόρη του, Βέττα, με το Μάριο. Η Ρούλα, η μητέρα της κι ένας
αστυνόμος ορμούν στο σαλόνι. Τότε λαμβάνει χώρα η τραγικότερη και
αποκαλυπτικότερη στιγμή. Στο πρόσωπο του Μάριου η μάνα αναγνωρίζει το γιό της
το Μάρκο, τον αδελφό και διαφθορέα της Ρούλας, θύμα κι αυτός της Μικρασιατικής
Καταστροφής...
(Τι
είχε συμβεί: Στη Σμύρνη, ύστερα από μια διάρρηξη, ο Μάρκος αναγκάστηκε να φύγει
πολύ μικρός από το σπίτι του και να ξενιτευτεί αλλάζοντας τ’ όνομά του. Μια
δεύτερη διάρρηξη στην Ελλάδα τον αναγκάζει να δραπετεύσει από τη φυλακή και να
καταφύγει στο εξωτερικό... Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και στον όλεθρο του
Μικρασιατικού δράματος, πάνω στον πανικό, η μητέρα του η Φρόσω κατορθώνει και
αποβιβάζεται μαζί με τη Ρούλα σ’ ένα επιταγμένο καράβι, που ταξίδευε για τη
δεύτερη πατρίδα τους, την Ελλάδα... Στο μεταξύ, ύστερα από πολλά χρόνια ο
Μάρκος, πλούσιος πια απ’ τις πολλές διαρρήξεις, επιστρέφει στην Ελλάδα χωρίς να
σκεφτεί για τους δικούς του...)
Στη
θέα του παιδιού της, η δύστυχη μάνα πέφτει νεκρή με συγκοπή. Ο αστυνόμος,
αντικρίζοντας στο πρόσωπο του Μάριου το διάσημο διαρρήκτη και δραπέτη των
φυλακών Μάρκο, προσπαθεί να τον συλλάβει. «Κάλλιο ο θάνατος!» σκέφτεται εκείνος
και, πριν προφθάσουν να τον συγκρατήσουν, ορμάει σ’ ένα δωμάτιο και
αυτοκτονεί...
Δεν της έμεινε πια της άμοιρης Ρούλας παρά να πεθάνει! Ήταν Μοιραίο! Τα στερνά βέλη του πολέμου δεν λάθεψαν στο σημάδι... Εξολόθρευσαν ολόκληρη οικογένεια. Χτύπησαν και το καταλληλότερο πρόσωπο. Κι ύστερα από σύντομη αρρώστια, η Ρούλα έσβησε σιγά-σιγά, πριν ζήσει, σαν ένα μπουμπούκι σε ηλιόλουστη μέρα, πριν προφθάσει ν’ ανοίξει καλά-καλά τα φυλλαράκια του, ενώ στ’ αντικρινό σπίτι κάτω από το παράθυρο της καλής του κάποιο παιδί με το βιολί του έπαιζε ένα παθητικό τραγούδι. Πού να ξερε όμως πως οι παθητικές νότες του βιολιού του πότισαν με βάλσαμο κι έφεραν τη γαλήνη σε μια πονεμένη ψυχή...
Τη Ρούλα υποδύθηκε η
Μάρθα Κοκκίνου και τον Μάριο (ή Λωρέττη κατ’ άλλες πηγές) ο Γιάννης
Χριστοδούλου, ο οποίος είχε συμμετάσχει και στο «Λήσταρχο Γιαγκούλα» του Δ.
Καμινάκη σε μικρό ρόλο. Στο «Μοιραίον» πήραν επίσης μέρος οι Α. Κυριαζής, Μ. Φράγκος,
Αποστολίδης, Π. Μαυρομάτης, Ε. Ξάνθη, Χ. Μούτση κ.ά.
ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ
Τα γυρίσματα
ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1931. Στις 23 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε εκδρομή στη
Νέα Μηχανιώνα, η οποία κινηματογραφήθηκε
–ή έστω αυτό προαναγγέλθηκε– για τις ανάγκες της ταινίας. Μέχρι τα μέσα
Οκτωβρίου είχαν γυριστεί περίπου 700 μ., δηλαδή δύο πράξεις.
Ο δημοσιογράφος Π.
Παπανούμ –μαζί με πλήθος Θεσσαλονικέων– παρακολούθησε διά ζώσης τα γυρίσματα σε
διάφορα σημεία της πόλης στις 8 Νοεμβρίου και έγραψε σχετικά στην εφημερίδα
Μακεδονικά Νέα:
«Από της 10ης πρωινής, πλήθος κόσμου συνέρρεε
παρά το Ντεπώ όπου ευρίσκεται η βίλλα του Ιταλού κ. Φερνάνδι, εις την οποίαν
επρόκειτο να γυρισθούν μερικαί εκ των σπουδαιοτέρων σκηνών του έργου.
Την 10.30 π.μ. υπό τας επευφημίας
του παρευρισκομένου πλήθους, κατέφθασεν εν αυτοκίνητον μεταφέρον τους
ηθοποιούς, οι οποίοι θα ελάμβανον μέρος εις το γύρισμα της ταινίας, μεταξύ των
οποίων ο κ. Ι. Χριστοδούλου, η γνωστή καλλιτέχνης κ. Μάρθα Κοκκίνου, οι
συμπαθεστάτοι κ.κ. Κυριαζής και Μαυρομάτης, ο κωμικός κ. Φράγκος με τον επίσης
χαριτωμένον κ. Αφεντούλην, ο κ. Κόκκινος, ο κ. Πέτσας και ο κ. Ζωγράφος.
Ευθύς με την έναρξιν του
γυρίσματος κατέστη καταφανής η πλήρης επιτυχία.
Η κ. Μάρθα Κοκκίνου εθριάμβευε
αποσπώσα επανειλημμένως τας επευφημίας του πλήθους. Ο κ. Χριστοδούλου
ανταπεκρίνετο πλήρως προς το παίξιμον της συναδέλφου του. Γλυκύς, θερμός,
κατέχων την κινηματογραφικήν τέχνην εκ φύσεως, έπαιζε με μίαν ενθουσιαστικήν
αφέλειαν και χάριν.
Και έτσι οι δύο πρωταγωνισταί
θριαμβεύοντες επεσκίαζον τους άλλους, κάπως αισθητώς, αλλά ο συνδυαμός της
εκτελέσεως μεταξύ όλων των ηθοποιών, εντούτοις, απετύπωνε εις την ταινίαν
σκηνάς εξαιρετικής επιτυχίας.
Εν τω μεταξύ ο κόσμος ωγκούτο,
εις σημείον μάλιστα επικίνδυνον διά την συνέχισιν της εκτελέσεως.
Εδέησε δε να διακοπή το γύρισμα,
διά να συνεχισθή αργότερον, μετά περισσοτέρας επιτυχίας.
Μετά την σκηνήν της επαύλεως
εγυρίσθη η δι’ αυτοκινήτου διαδρομή διά των οδών Δημοκρατίας, Τσιμισκή, Αγίας
Σοφίας και Βενιζέλου.
Ο οπερατέρ, δι’ άλλου αυτοκινήτου
παρηκολούθει τους ηθοποιούς οι οποίοι προηγούντο.
Έτσι όταν μετά δύο μήνας η ταινία
θα είναι έτοιμη, θα βλέπωμεν να παρελαύνουν, διά πρώτην φοράν από της οθόνης,
αι οδοί και διάφορα τμήματα της πόλεώς μας.
Γενικώς οι παρακολουθήσαντες την
εκτέλεσιν ικανοποιήθησαν.
Τα πάντα ήσαν εις την θέσιν των.
Οι ηθοποιοί, μελετημένοι, με
χάριν και αέρα. Ο επιτηρητής κ. Φράγκος είχε φροντίση για όλα. Τα σκηνικά
βεβαίως δεν ήσαν καθ’ όλα τέλεια, ούτε τα τεχνικά μέσα άφθονα, αλλ’ εκείνο το
οποίον πρέπει να μας ενθουσιάζη, είναι ο ζήλος και η αφοσίωσις των νεαρών
καλλιτεχνών εις την τέχνην.
Αγωνίζονται, υπερπηδούν κάθε
πρόσκομμα, διαθέτουν όλη τους την ψυχή εις το έργον που ανέλαβον, και
περιμένουν με πίστιν την επιτυχία».
Εξωτερικά γυρίσματα
πραγματοποιήθηκαν μεταξύ άλλων στο καφεζυθοπωλείο «Τριανόν», στο Λευκό Πύργο
και στην περιοχή Μ. Αλεξάνδρου, ενώ οι εσωτερικές σκηνές λήφθηκαν στο σπίτι του
οπερατέρ Ηρακλή Φοίβου με τη βοήθεια πολύ ισχυρών προβολέων.
Το τελευταίο γύρισμα
πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο «ΡΙΤΣ» την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο
οπερατέρ ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα: «Ο
φωτισμός και η φωτοληψία έχουν ήδη επιτύχει πληρέστατα. Όσον αφορά τη
σκηνοθεσία, είμαι αρκετά ευχαριστημένος», δήλωνε στην εφημερίδα Μακεδονικά
Νέα (25.12.1931), σίγουρος ότι θα προβαλλόταν ένα έργο «άρτιο μεγάλης προσοχής και συνεχούς ενδιαφέροντος». Πιο
προσγειωμένη η πρωταγωνίστρια, Μάρθα Κοκκίνου, δήλωνε: «Αφήστε να δούμε πρώτα τι φκιάσαμε και ύστερα βλέπουμε...».
ΠΡΟΒΟΛΗ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Όπως ήταν
αναμενόμενο, η πρεμιέρα του «Μοιραίου» αποτέλεσε σημαντικό γεγονός για
την πόλη της Θεσσαλονίκης και διαφημίστηκε δεόντως. Μια αφίσα διατράνωνε:
«Το
καταπληκτικόν γεγονός της Θεσσαλονίκης. Όπου οι Θεσσαλονικείς συναγωνίζονται
τους Αθηναίους, τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς. Θαύμα θαυμάτων εν τη
πόλει μας. Γενικός συναγερμός των Θεσσαλονικέων, των Μακεδόνων, των προσφύγων
και πάντων των κατοικούντων, των παρεπιδημούντων και ταξιδιωτών και των
διερχομένων εκ Θεσσαλονίκης. Όλα αυτά [σ.σ. η αφίσα συνοδευόταν από
τέσσερις φωτογραφίες] θα παρελάσουν από την σκηνήν του Λευκού Πύργου, διότι
προβάλλεται σήμερον το θαύμα, ΜΟΙΡΑΙΟΝ. Μας παρουσιάζει όλα τα αξιοθέατα μέρη
της πόλεώς μας, αρχίζει με την μικρασιατικήν καταστροφήν και την πυρπόληση της
Σμύρνης, μεταφέρεται στο Παρίσι, συνεχίζεται και τελειώνει στην Θεσσαλονίκη. Το
Μοιραίον είναι έργον διά το οποίον πρέπει να υπερηφανεύεται η πόλις μας. Το
Μοιραίον προβάλλεται από σήμερον, συνοδεία μεγάλης ορχήστρας».
Πλήθος κόσμου έσπευσε
στον κινηματογράφο του Λευκού Πύργου από την 1η Φεβρουαρίου 1932, ενώ δεν
έλειπαν τα σχόλια θεατών που αναγνώριζαν πρόσωπα της γειτονιάς τους στο λευκό
πανί. Πόλος έλξης για τις νεαρές κοπέλες αποτέλεσε ιδίως ο Ι. Χριστοδούλου,
αλλά και γενικότερα όλη η πόλη ξεσηκώθηκε «για να δη τα συμπαθή αυτά
ξεπεταρούδια της γειτονιάς που βάλθηκαν να μας κουβαλήσουν μέσα στα πόδια μας
ένα ντόπιο Χόλλυγουντ, μ’ ένα σωρό αστέρας», κατά το σχόλιο τοπικής
εφημερίδας.
Άλλες επιβεβαιωμένες
προβολές του «Μοιραίου» ήταν στη Δράμα (4 έως 6 Μαρτίου 1932 στον κινηματογράφο
«Μέγα»), στη Λαμία («Πάνθεον, 26 και 27.08.1932) και στο Βόλο («Εξωραϊστική», 01.10.1932).
Οι κριτικές του
θεσσαλονικιώτικου τύπου ήταν αμφίθυμες. Παραβλέποντας το γεγονός ότι οι
ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες, η Νέα Αλήθεια αρχικά διαπίστωνε «λίγες σχετικώς»
ελλείψεις: «Από απόψεως σκηνοθετικής εμφανίσεως και πλούτου ντεκόρ και ενδυμάτων
δεν έχει να εμφανίση και πολλά πράγματα».
Σε επόμενο άρθρο,
ωστόσο, επισημάνθηκαν τα αρνητικά: από το υπερβολικό σενάριο μέχρι τη
σκηνοθεσία και τη φλυαρία των δεύτερων ρόλων. Όσο για τους πρωταγωνιστές, ο
Χριστοδούλου «στα χέρια ενός ρεζισέρ περισσότερον εμπείρου από τους
διαφόρους εντοπίους [...] θα μπορούσε να εξελιχθή θαυμάσια», όμως
υστερούσε ενδυματολογικά και έμοιαζε «παρισινός κομψευόμενος [με] εμφάνισιν
μποέμ του συνοικισμού Τούμπας». Κι αναρωτιόταν ο συντάκτης: «Δεν ευρέθη
δηλαδή ένας άνθρωπος που να του πη, ότι ένας Παρισινός γλεντζές δεν μπορεί να
έχη χαίτην ποετάστρου, ούτε σακκάκι κοντό, ούτε και να κυκλοφορή διαρκώς με ένα
και το αυτό καπέλλο»; Από την Κοκκίνου (παρότι «γλυκειά ύπαρξις, πολύ
καλή για τον ήμερο και απλοϊκό ρόλο») έλειπε «εκείνος ο αριστοκρατισμός
της καλλονής, ο απαραίτητος για την οθόνην», ενώ «άπειροι και ολίγον
δυσκίνητοι» ήταν οι υπόλοιποι ηθοποιοί.
Το σενάριο δεν
ικανοποίησε τον «ΚΑΠΑ ΣΙΓΜΑ» της Μακεδονίας, που το θεώρησε «τετριμμένον,
πρόχειρο, χωρίς βάθος και το σπουδαιότερο χωρίς συνοχή. Επί πλέον δε,
παρουσιάζει και πολλές υπερβολές, που είναι αντιληπτές ευθύς αμέσως από την
δεύτερι πράξι. Ο θεατής κουράζεται να βλέπη σκηνές που τρενάρουν, εντελώς
περιττές, μια και δεν λένε τίποτε, να μετρά θανάτους και αυτοκτονίες...».
Παρέθετε μάλιστα σειρά σκηνοθετικών σφαλμάτων: α) Ενώ η φτωχή προσφυγοπούλα
Ρούλα εμφανίστηκε με πολυτελείς πιτζάμες, η πλούσια κόρη του καπνεμπόρου φορούσε
πενιχρότατα νυφικά! β) Ο Μάριος ή Λωρέττης συνελήφθη κατά την απόπειρα
διάρρηξης ενός καταστήματος και καταδικάστηκε με κάθειρξη είκοσι ετών, μια
ποινή ασύμμετρη ως προς το ποινικό αδίκημα. γ) Οι πρόσφυγες που εγκατέλειπαν τη
φλεγόμενη Σμύρνη, κάθονταν στο βαπόρι και έτρωγαν ατάραχοι!
Ένα «γέλωτα...
δραματικόν» περιέγραφε άλλο δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας: «Φαντασθήτε
ότι οι ήρωες αυτοκτονούν, πεθαίνουν, πέφτουν και η πλατεία ξεκαρδίζεται.
Κανένας οίκτος. Καμμία επιείκια».
«Τι σου κάνει, λοιπόν η θέλησις
και ο ζήλος. Μια παρέα νεαρών που εζήλωσε την δόξαν των αστέρων και των στάρετς
του Χόλλυγουντ, απεφάσισε να κατασκευάση εγχωρίαν ταινίαν. Και τα κατάφερε
περίφημα!» διαπίστωνε
συντάκτης των Μακεδονικών Νέων. Ο Χριστοδούλου είχε «γοητεία παιξίματος»
και μπορούσε να εξελιχθεί «σ’ έναν θαυμάσιο ζεν-πρεμιέ», ενώ η Κοκκίνου ήταν «τόσο
ώμορφη και παίζει τόσο φυσικά, τόσο άνετα, τόσο ωραία ώστε το κοινόν είνε
ενθουσιασμένο μαζύ της».
Λιγότερο επιεικής
ήταν ο Πέτρος Παπαναούμ: «Αν ξεχωρίση κανείς το φωτογραφικόν μέρος της
ταινίας, το οποίον οφείλεται εις τον κ. Ηρ. Φοίβον, γνήσιον και ενθουσιώδη
εργάτην του κινηματογράφου, και το καλούτσικο παίξιμο των πρωταγωνιστών και
ειδικώς του κ. Χριστοδούλου, θα αντιληφθή ότι όλα και όλοι συνώμωσαν εναντίον
της επιτυχίας του έργου». Η υπόθεση (αν και «καλούτσικη ως ιδέα»)
ήταν «κακογραμμένη και μπερδεμένη», η πολύ συχνή εναλλαγή σκηνών και
καρτελών έμοιαζε «εντελώς αδικαιολόγητος και κουραστική», ενώ έλειπε η
σωστή σκηνοθεσία, ώστε «σκηναί τραγικότητος και πόνου μετατρέπονται σχεδόν
εις εξωφρενισμούς ή εις κωμικότητας».
Ο διευθυντής της «Αρτιστίκ
Φιλμ» κατηγόρησε το δημοσιογράφο Νικόλαο Φαρδή ότι κατά την προβολή της
ταινίας ασχημονούσε σε βάρος των συντελεστών και άφησε υπαινιγμούς για
παλιότερες προσπάθειες του Φαρδή να γυρίσει ταινίες που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ,
αλλά κατέληξαν σε «πολύκροτον κωμικοτραγικήν αποτυχίαν».
Η κριτική μιας εφημερίδας,
που σχολίαζε αρνητικά το γεγονός ότι ένας από τους ηθοποιούς ήταν τσαγκάρης,
προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση αυτού:
«Εάν έλαβον
μέρος εις το «Μοιραίον» το έκαμα λόγω της μεγάλης κλίσεως μου προς την τέχνην
και διά να συντελέσω κ’ εγώ κατά το δυνατόν εις την παραγωγήν της εγχωρίου
ταύτης κινηματογραφικής ταινίας διά την οποίαν πρέπει να καυχάται κάθε εντόπιος.
Άλλωστε είμαι παλαιός ερασιτέχνης και εκ των ιδρυτών του προ 30ετίας Συνδέσμου
Ερασιτεχνών όστις επί ολόκληρα έτη έδιδε σειράν παραστάσεων υπέρ φιλανθρωπικών
και ευγενικών σκοπών. [..] Υπάρχουν δε τσαγκάρηδες διανοούμενοι και λογοτέχναι οι οποίοι
έγραψαν και γράφουν ακόμη, πρέπει δε να γνωρίζετε ότι το ανάγνωσμα που δημοσιεύει
η “Μακεδονία”, τα Μυστήρια της Θεσσαλονίκης, τσαγκάρης το έγραψε. Τα δε
ποιήματά μου εφιλοξενήθησαν προθύμως και εις ημερολόγια, και εις περιοδικά και
εις εφημερίδας, πράγμα το οποίον δύναμαι να σας αποδείξω οποιαδήποτε στιγμή.
Άρα δεν αποκλείεται εις τον τσαγκάρην ούτε η σκηνή ούτε η οθόνη όπως σεις νομίζετε
[...]».
[Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου