Η κριτική που είχε ασκηθεί στο «Λιμάνι των δακρύων»,
ότι το σενάριό του δεν θύμιζε Ελλάδα, αλλά και οι ευμενείς κριτικές για το
ελληνικό θέμα της κακότεχνης «Πενταγιώτισσας» έπεισαν τους αδερφούς Γαζιάδη να
δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό. Έτσι, απευθύνθηκαν στο διακεκριμένο Έλληνα
λογοτέχνη, Παύλο Νιρβάνα:
«Ένα καλό πρωί, λοιπόν, χωρίς ποτέ μου να έχω
ονειρευθή να γίνω συγγραφεύς κινηματοδράματος, οι διευθυνταί της Νταγκ-Φιλμ,
μου υπέβαλαν την πλέον απροσδόκητον πρότασιν:
- Επιθυμούμεν, κύριε, να μας
γράψετε το σενάριο της νέας μας ταινίας.
Η πρώτη μου απάντησις ήτο
κατηγορηματική άρνησις:
- Ούτε εσκέφθην, ποτέ μου, κύριοι,
να κάμω τέτοιο πράγμα, ούτε το σκέπτομαι, ούτε ξέρω καν πώς γίνεται.
Οι κύριοι επέμειναν:
- Μας κατηγορούν, ότι αι ταινίαι
μας στερούνται ελληνικότητος. Θέλομεν, λοιπόν, να παρουσιάσωμεν ένα έργον
καθαρώς ελληνικόν. Ένα έργον με ελληνικήν υπόθεσιν, ελληνικούς χαρακτήρας,
ελληνικήν ψυχολογίαν, ελληνικόν περιβάλλον, ελληνικόν χρώμα. Ένα έργον, που να
κινήται μέσα στην ελληνικήν φύσιν και την ελληνικήν ζωήν. Για να γίνουν όλα
αυτά μας χρειάζεται ένας συγγραφεύς. Είναι η τελευταία απόπειρα, που δοκιμάζομεν.
Αν επιτύχη, θα μπορέσωμε ν’ αποδείξωμεν, ότι και η Ελλάς είναι εις θέσιν να
δημιουργήση μίαν δικήν της κινηματογραφικήν τέχνην και επομένως, σημαντικήν
εθνικήν βιομηχανίαν
[...]».
Ο Νιρβάνας πείστηκε και έγραψε την «Αστέρω», «μια νέα ελληνική ταινία στη στάνη, στα
θυμάρια και στις βοσκοτοπιές», όπως ήταν ο τίτλος του ρεπορτάζ της
εφημερίδας Πατρίς μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, που πραγματοποιήθηκαν από
τις 8 μέχρι τις 31 Μαρτίου σε διάφορα τοπία της Πελοποννήσου: στο Χελμό, στα
νερά της Στυγός, στο Μέγα Σπήλαιο, στον οδοντωτό σιδηρόδρομο των Καλαβρύτων,
στο Διακοφτό, στην Ζαχλορού, στο Μεσορούγι, στο Σόλο, στα Σουδενά, στη Μάζη,
στη Φτέρη κλπ.
Ο δημοσιογράφος ήταν ενθουσιασμένος από το βουκολικό
θέμα, προτού ακόμα δει την ταινία στην οθόνη:
«Πόσο ενδιαφέρον δεν κλείνει μέσα της η ζωή
της επαρχίας, η ζωή του χωριού. Μακρυά από την πεζότητα της πρωτευούσης, στα
ελληνικά χωριά, εκεί όπου το θυμάρι χύνει ακόμα τη μοσκοβολιά του και τα
πρόβατα κοπαδιαστά κοπαδιαστά αργοσαλεύουν πάνω στον πράσινο τάπητα της φύσεως
και πόσα δεν συμβαίνουν. Πόσα ειδύλλια δεν πλέκονται τριγύρω από τις στάνες,
στα στανοτόπια, κάτω από τις οξιές και τα έλατα, πόσα τσομπανόπουλα,
τσελιγκάδες, δεν σκλαβώνονται από πανώρηες βοσκοπούλες και πόσα αγνά αισθήματα
δεν πλημμυρίζουν τις νεανικές καρδιές!».
Η ιστορία της «Αστέρως» είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ένα
εξίσου πετυχημένο κινηματογραφικό ριμέικ θα γυριζόταν το 1959 με πρωταγωνίστρια
την Αλίκη Βουγιουκλάκη, όμως υπήρχαν σημαντικές διαφορές στην υπόθεση.
Αυτό ήταν το σενάριο της ταινίας του 1929:
Σ'
ένα καταπράσινο χωριό της Πελοποννήσου στις πλαγιές του πολυτραγουδισμένου
Χελμού ζει στα κτήματά του ο πλούσιος χωρικός κυρ-Μήτρος με το γιο του, Θύμιο,
και την ψυχοκόρη του, Αστέρω. Οι χωριάτες όμως λένε πολλά για το φιλάργυρο
γέρο, που κανένας δεν ξέρει πώς από επιστάτης στο κτήμα ενός πλουσίου Αθηναίου
βρέθηκε έξαφνα αφέντης.
Ανάμεσα
στα δυο παιδιά, το Θύμιο και την Αστέρω, που ανατράφηκαν μαζί, γεννήθηκε μια
αδελφική συμπάθεια, που σιγά-σιγά εξελίχθηκε σε ζωηρό αίσθημα. Η Αστέρω, που ο
κακός γέρος την κακομεταχειριζόταν σκληρότατα σαν νά θελε να την βγάλει από τη
μέση, δεν είχε άλλο φίλο στη ζωή της από το Θύμιο. Σ’ αυτόν έλεγε όλα τα
παράπονά της και σ’ αυτόν έβρισκε παρηγοριά και ελπίδα. Μα ο κυρ-Μήτρος έβλεπε
με κακό μάτι το αίσθημα αυτό των παιδιών και μια μέρα, που τους έπιασε να
κρυφομιλούν, φώναξε το γιο του και του είπε καθαρά πως αν είχε βάλει στο νου
του να πάρει γυναίκα του «αυτή τη νόθα», που την είχε μαζέψει απ’ το δρόμο, θα
τον αποκλήρωνε.
Η
Αστέρω, που άκουσε τα λόγια αυτά κάτω από τ’ ανοιχτό παράθυρο, πήρε την απόφαση
να θυσιάσει την αγάπη της για το καλό του αγαπημένου της και να τον αφήσει να
ζήσει ευτυχισμένος με τον πατέρα του. Και μια μέρα, έξαφνα, πνίγοντας τον πόνο
της, του λέει πως δεν τον αγαπάει πια, γιατί αγαπάει έναν άλλο.
Ήταν
η εποχή που τα τσελιγκάτα κατέβαιναν από τα βουνά στα χειμαδιά. Ο αρχιτσέλιγκας
Στάμος, που είχε νοικιάσει για ξεχειμώνιασμα τα λιβάδια του κυρ-Μήτρου, ερωτεύθηκε
την Αστέρω κι εκείνη αποφάσισε να γίνει γυναίκα του και να φύγει μαζί του,
αφήνοντας όμως πίσω την καρδιά της, στα μέρη που γνώρισε την πρώτη της αγάπη.
Παντρεύεται με βαριά καρδιά το Στάμο και φεύγει, χωρίς ο Θύμιος να γνωρίζει την
τραγική της θυσία. Ζει ευτυχισμένη με τον άντρα της, που την αγαπάει, πάνω στα
βουνά, χωρίς να ξεχνάει τον αγαπημένο της, ενώ εκείνος μαραίνεται απ’ τον καημό
του, βρίσκοντας παρηγοριά στη φλογέρα του και στο παλιό τραγούδι, που τόσο
αγαπούσε η Αστέρω. Μα η ευτυχία της Αστέρως δεν κράτησε πολύ. Ο άντρας της
σκοτώθηκε μια παραμονή της Λαμπρής κι εκείνη, έρημη και ξένη, παίρνει μισότρελη
τα βουνά.
Ο
κυρ-Μήτρος, βλέποντας το γιο του να μαραίνεται, μετανοεί για το κακό που έκανε
και αποφασίζει να εξομολογηθεί στο παιδί του το φριχτό του μυστικό. Του
διηγείται πώς βρέθηκε η Αστέρω στα χέρια του, του λέει ότι τα κτήματα όλα είναι
της Αστέρως και πως αυτός ζήτησε να την βγάλει από τη μέση, για να της πάρει
την περιουσία. Ο Θύμιος, μολονότι έχει ακόμα την ιδέα ότι η Αστέρω τον άφησε
για την αγάπη του αρχιτσέλιγκα, δεν θέλει το άδικο. Τα χρήματα πρέπει να τα
πάρει η αδικημένη Αστέρω κι αυτός ας μείνει φτωχός. «Πάμε να την βρούμε» του
λέει ο πατέρας του, μετανιωμένος για την αμαρτία του.
Εκείνη
τη μέρα είχε φτάσει στο χωριό και η είδηση του σκοτωμού του τσέλιγκα. Και ξεκινάνε
πατέρας και γιος και γυρεύουν τη χαμένη την Αστέρω. Με τα πολλά την βρίσκουν σ’
ένα καλύβι που την είχαν περιμαζέψει, μα η Αστέρω δεν γνωρίζει κανένα. Την
παίρνουν και την σέρνουν κάτω στο κτήμα, με την ελπίδα ότι ξαναβλέποντας τα
αγαπημένα της μέρη που μεγάλωσε, μπορεί να συνέλθει. Μια μέρα ο Θύμιος,
παίρνοντας τη φλογέρα του, της τραγουδά αφήνοντας να ξεχειλίσει όλος ο καημός
της αγάπης του, το παλιό αγαπημένο της τραγούδι. Η Αστέρω συνέρχεται, θυμάται,
καταλαβαίνει. Κι ο γέρος ευλογεί τους γάμους...
Οι πρωταγωνιστές:
Αλίκη Θεοδωρίδου ....... Αστέρω
Κώστας Μουσούρης ..... Θύμιος
Δημήτρης Τσακίρης ...... Στάμος
Αιμίλιος Βεάκης ............. κυρ Μήτρος
Το σενάριο ήταν στην πραγματικότητα διασκευή της
αμερικανικής ταινίας «Ραμόνα», που είχε προβληθεί νωρίτερα και στην Ελλάδα με
μεγάλη επιτυχία. Η σκηνοθεσία ήταν του Δημήτρη Γαζιάδη.
Ένα δημοσίευμα εμφάνιζε ως συμμετέχοντα το μεγαλύτερο
σε ηλικία κομπάρσο, όχι μόνο στα ελληνικά αλλά και στα παγκόσμια
κινηματογραφικά χρονικά. Αναφερόταν κάποιος γερο Πριονάς από τη Φτέρη, ο οποίος
ούτε λίγο ούτε πολύ φερόταν ως ηλικίας 126 ετών, «του οποίου το παιδί ζει και είναι 102 χρονών, όπως και το αγγόνι του
που είναι 60 και το δισέγγονό του που αριθμεί τα 35 χρόνια της ζωής του»!
Μάλιστα, είχε συμβεί κι ένα περιστατικό με τα σκυλιά του. Όταν οι ηθοποιοί της
ταινίας πλησίασαν κοντά στα πρόβατα του Πριονά, τα τσομπανόσκυλα χύμηξαν να
τους επιτεθούν. Εκείνος έσπευσε ακούγοντας τις φωνές του συνεργείου, ενώ
καθησύχασε τα σκυλιά προσφέροντάς τους γάλα! Δύσκολα όμως ένας άνθρωπος 126
ετών θα είχε τέτοια ζωτικότητα, οπότε το «ρεκόρ» θα πρέπει να θεωρηθεί αποκύημα
φαντασίας!
ΑΠΟ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ
Ένα μικρό απόσπασμα
του σεναρίου αναδημοσίευσε το περιοδικό Εβδομάς:
ΕΙΚΟΝΑ 35.
Α. Περνάει (η Αστέρω) μπρος από το
στρωμένο τραπέζι και πηγαίνει κατ’ ευθείαν στο μικρό εικονοστάσιο πούναι στον
τοίχο με το καντήλι αναμένο κ’ ενώ μια αχτίδα φωτίζει στο κεφάλι της σαν φωτοστέφανος,
βάζει τα χέρια της ικετευτικά μπροστά της και κυττάζοντας παρακλητικά την
εικόνα της Παναγίας πούναι πιο ψηλά, λέει:
Τίτλος: Παναγία, Παρθένα μου... Η
μέρα πούναι σήμερα φύλαξέ τον απ’ την κακιά ώρα...
Β. Το καντήλι πούταν αναμένο μπρος
στην εικόνα, σβύνει ξαφνικά, λες κ’ ήτανε μοιραίο να σβύση...
Γ. Αυτή, καθώς ήτανε μπροστά στα
εικονίσματα και προσευχότανε, είδε πούσβυσε το καντήλι και χωρίς να θέλη ένα
κακό προαίσθημα της έσφιξε την καρδιά και χίλιες κακιές σκέψεις βασάνισαν το
μυαλό της. Κι έξαφνα άφωνη, κυττώντας στο κενό τρομαγμένα ακούει κάτι. Τα
γαυγίσματα του σκύλου. Τότε σιγά-σιγά φεύγει απ’ την θέσι της και σαν
υπνωτισμένη βαδίζει προς την πόρτα, προς τα γαυγίσματα του σκύλου...
Ο δημοσιογράφος Ντόλης Νίκβας (ψευδώνυμο του Απόστολου
Βασιλειάδη) περιέγραψε επίσης το σκηνικό:
«Σε μια γωνιά της κάμαρας βρίσκεται ένα
εικονοστάσι... Λίγες παληές εικόνες μ’ ένα καντήλι... Δίπλα του ένα τζάκι...
Στην μέση του δωματίου ένα τραπέζι χωριάτικο, στρωμένο με σκούρο
τραπεζομάνδηλο, που πάνω του βρίσκονται λίγα χωματένια πιάτα, αυγά κόκκινα,
τυρί, γάλα, ένα κερί, γιαγούρτι...»
Παράλληλα, ο δημοσιογράφος έριξε φως στα παρασκήνια του
γυρίσματος:
«- Γυρίζουμε!...
Η Αστέρω προχωρεί, σκύβει, προσεύχεται,
το καντήλι σβύνει, ύστερα ξαφνιάζεται (είναι τα φανταστικά γαυγίσματα του
σκύλου που την φοβίζουν), προχωρεί στην πόρτα...
Η μηχανή γυρίζει... τραβήχτηκαν
ήδη εκατό μέτρα...
Όλα πήγαν καλά, η εικόνα πέτυχε.
Καινούργιες διαταγές. Σβύνουν τα
φώτα, μεταφέρονται τα έπιπλα, αλλάζουν θέσι οι ηθοποιοί... Λίγη ξεκούρασι και
θα ξαναρχίσουν.
Στο μεταξύ βρίσκω καιρό να πω μια
λέξι στους αστέρας.
Η Αλίκη φαίνεται ενθουσιασμένη, ο
Μουσούρης επίσης. Κ’ οι δυο με διαβεβαιούν πως η “εικόνες” που πήραν στον Χελμό
έχουν μια εξαιρετική επιτυχία. Ο Τσακίρης –ένας αρειμάνιος και μεγαλοπρεπής
τσέλιγγας, μου δείχνει μια φωτογραφία του για να του πω πώς μου φαίνεται με το
μουστάκι. Ο οπερατέρ και ο ρεζισέρ –δυο αδελφοί Γαζιάδηδες, μόλις προφθαίνουν
να δίνουν διαταγές, να διορθώνουν. Τους υποκλέπτω –αυτός είναι ο καλλίτερος χαρακτηρισμός
για την ανακοίνωσί μας– μερικές πληροφορίες.
- Χρειαζόμαστε 260.000 κεριά
φωτισμό... Τα βλάχικα ρούχα κ’ η φουστανέλλες που χρειαστήκαμε, τα διαλέξαμε
απ’ τα καλλίτερα που υπάρχουν... Αυτή τη φορά είμαστε ολότελα ευχαριστημένοι
απ’ την δουλειά μας... Μα φτάνουν αυτά...
Τα πράγματα μπήκαν πάλι στην θέσι
τους και θα ξαναρχίση το γύρισμα. Η Αστέρω είναι στη θέσι της.
- Πηγαίνετε... μπρος... κάτω το
κεφάλι... προσοχή... κάνετε το σταυρό σας... ωραία... καλά...
Μεσ’ την ησυχία του μικρού
δωματίου δεν ακούεται τίποτε. Μόνο ο θόρυβος της μηχανής που γυρίζει, κ’ οι
ψυθιρισμοί του ρεζισέρ.
Γλυστρώ σιγά-σιγά και βγαίνω
έξω... Τα μάτια μου δεν μπορούν να δουν... Μ’ έχουν κυριολεκτικά τυφλώσει τα
φώτα –260.000 κεριά, μην ξεχνάτε παρακαλώ– του “στούντιο”.
Είναι το μόνο δυσάρεστο σημείο που
θα θυμάμαι όταν αναπολώ τις εντυπώσεις της πρώτης μου αυτής επισκέψεως σε
κινηματογραφικό “στούντιο”».
Η ΑΛΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΚΑΙ ΤΗΝ «ΑΣΤΕΡΩ»
Σε μια μακρά συνέντευξή της στο
δημοσιογράφο Α. Γούναρη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εβδομάς το 1931 σε
πολλές συνέχειες εν είδει αυτοβιογραφίας, η Αλίκη Θεοδωρίδου αναφέρθηκε στην
εμπειρία της από τον κινηματογράφο, η οποία δεν της είχει αφήσει ιδιαίτερα
θετικές εντυπώσεις: «Για μένα ο βουβός
κινηματογράφος δεν έχει κανένα ενδιαφέρον απολύτως», εξομολογήθηκε. «Γενικά δεν αγαπώ να παίζω στον
κινηματογράφο. Όλη μου η αγάπη συγκεντρώνεται στο θέατρο. Αυτό είναι κατά τη
γνώμη μου η ανωτέρα εκδήλωσις της μιμικής τέχνης». Και εξηγούσε: «Στον κινηματογράφο δεν υπάρχει η αλήθεια που
υπάρχει στο θέατρο. Σ’ αυτόν όλα είναι ψεύτικα. Δεν υπάρχει συνοχή στους
ρόλους. Στον κινηματογράφο οι μόνοι που πραγματικώς αποδεικνύονται μεγάλοι
είναι ο οπερατέρ και ο σκηνοθέτης. Αυτοί μάλιστα! Έχουν να επιδείξουν τέχνη.
Έχουν στάδιο να δράσουν. Ο ένας θα σκηνοθετήσει, ο άλλος θα αποθανατίσει... Ο
πραγματικός καλλιτέχνης εκτελεί το ρόλο του και συγκινείται, χαίρει, γελά κατ’
επιταγήν του ρεζισέρ. Δεν μπορεί ο καλλιτέχνης να δημιουργήσει την αληθινή
εντύπωση, γιατί ακριβώς δεν υπάρχει η συνοχή του ρόλου. Θ’ ακούσετε διαρκώς τον
ρεζισέρ: Εδώ θα κλάψετε, εκεί θα γελάσετε! Και κλαίτε και γελάτε όπως είπα,
κατ’ επιταγήν. Στο θέατρο όμως, ο ρόλος σας συγκινεί, τον ενσαρκώνετε... Από
την ταινία που έπαιξα θυμούμαι την ώρα που φτιάχτηκαν τα δάκρυά μου από νεροζάχαρη
και έβγαιναν σαν αληθινά μαργαριταρένια... όταν μου κύλησαν τα δάκρυα αυτά, μου
ρχόταν αντί να κλαίω, να σκάσω στα γέλια».
Ειδικά για την εμφάνισή της στην
ταινία, παραδεχόταν ότι η ίδια δεν είχε μείνει ευχαριστημένη: «Ποτέ ο καλλιτέχνης δεν μένει ευχαριστημένος
από τον εαυτό του, ιδίως μάλιστα όταν βλέπει τον εαυτό του στο πανί, γιατί τότε
παρατηρεί όλες του τις ελλείψεις». Παράλληλα όμως θυμήθηκε και την αποθέωση
που είχε ζήσει στην Αίγυπτο, όπου η «Αστέρω» είχε προβληθεί με τεράστια
επιτυχία. «Τη βραδυά της πρεμιέρας, μας
είχαν καλέσει, μας έδωσαν ένα θεωρείο και ο κόσμος μια κοίταζε στο πανί και μια
προς εμάς. Όταν τελείωσε, μας αποθέωσαν και στην προπομπή αυτή συμμετείχαν και
αραπάδες με τις κελεμπίες τους. Μας προσέφεραν και μια ανθοδέσμη πιο μεγάλη και
από μένα».
Χωρίς να τον εξισώνει με το
θέατρο, η Αλίκη Θεοδωρίου διαχώριζε τον ομιλούντα κινηματογράφο, που τότε
βρισκόταν στα πρώτα του βήματα: «Φυσικά,
εδώ τα πράγματα αλλάζουν. Ο καλλιτέχνης μιλεί και μπορεί να αισθάνεται. Δεν
είναι πια η μαριονέτα του οπερατέρ και του ρεζισέρ», έλεγε –και ίσως αυτό
ήταν ένα σοβαρό κίνητρο να εμφανιστεί μπροστά στην κάμερα για δεύτερη φορά με
την ομιλούσα ταινία «Αγνούλα» το 1939.
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Η «Αστέρω» προβλήθηκε στο «Σπλέντιντ» από τις 22
Απριλίου 1929 μέχρι την 1η Μαΐου (Μ. Τετάρτη), ενώ μετά το Πάσχα συνέχισε σε
συνοικιακούς κινηματογράφους.
Μεταξύ των θεατών ήταν και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος
Βενιζέλος, ο οποίος στις 25 Απριλίου παρακολούθησε την ταινία από ειδικά
διασκευασμένο θεωρείο του «Σπλέντιτ». Εξέφρασε την ικανοποίησή του, συνεχάρη
τους αδερφούς Γαζιάδη και υποσχέθηκε μέτρα για την ενίσχυση της ελληνικής
κινηματογραφικής βιομηχανίας. Εκείνο όμως που δικαιολογημένα τον εντυπωσίασε
περισσότερο ήταν ότι μετά το τέλος του έργου παρακολούθησε επί της οθόνης την
ταινία της εισόδου του στην αίθουσα, που είχε ετοιμαστεί μέσα σε μισή μόλις ώρα!
Ακολούθησαν
(ενδεικτική αναφορά):
από 05.05.1929 Πειραιάς «ΣΠΛΕΝΤΙΤ», «ΟΛΥΜΠΙΑ»
από 20.05.1929 Θεσσαλονίκη «ΠΑΛΛΑΣ»
από 30.05.1929 Αλεξάνδρεια «ΑΜΕΡΙΚΑΝ ΚΟΣΜΟΓΡΑΦ»
από 17.06.1929 Πάτρα «ΑΛΑΜΠΡΑ», ταράτσα
«ΠΑΝΘΕΟΝ»
Οκτώβριος 1929 Λειβαδιά «Αττικόν»
11 ως 13.10.1929 Καλαμάτα «Αμερικανικός»
Οκτώβριος 1929 Αίγιο «Παρθενών»
από 07.11.1929 Μυτιλήνη «ΠΑΝΘΕΟΝ»
από 14.11.1929 Χίος σινέ «ΑΣΤΗΡ»
από 09.02.1930 Λευκωσία κιν/θέατρο
«Παπαδόπουλου»
έως 30.03.1930 Κοζάνη «ΩΡΙΩΝ»
έως 15.02.1931 Αγρίνιο «ΠΑΝΘΕΟΝ»
από 06.07.1931 Χανιά «ΟΛΥΜΠΙΑ»
από 23.07.1931 Ηράκλειο «ΑΛΚΑΖΑΡ»
από 21.09.1931 Αργοστόλι «ΟΜΙΛΩΝ»
έως 20.12.1931 Ναύπλιο «ΤΡΙΑΝΟΝ»
από 17;.10.1932 Λαμία «Πάνθεον»
Το Μάιο του 1930, η «Αστέρω» επαναπροβλήθηκε στην Αθήνα
«ηχητική και άδουσα» («Αττικόν» από 19.05.1930), όμως η υποδοχή της από
το κοινό δεν ήταν ιδιαίτερη ενθουσιώδης. Η επεξεργασία έγινε στη Γαλλία, όπου προβλήθηκε
αρκετές φορές υπό τον τίτλο «Astéro, la bergère» και πάντα με τη διευκρίνηση ότι
ήταν «η πρώτη ελληνική ταινία, η επεξεργασία της οποίας έγινε στη Γαλλία».
Το 1934 προβλήθηκε στους Έλληνες της Νέας Υόρκης (από
τις 06.10 στο «5th Avenue Theater»). Η επιτυχία ήταν τεράστια, ώστε
μετά από δέκα μέρες η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη και με 500 θεατές όρθιους!
Το 1943, ο κινηματογραφιστής Τάσος Μελετόπουλος
επεξεργάστηκε στα εργαστήρια της «Φίνος Φιλμς» μια νέα και μάλιστα ομιλούσα
εκδοχή της ταινίας, η οποία τελικά προβλήθηκε στους κινηματογράφους «Ρεξ» και
«Ορφεύς» από τις 31.01.1944. Προφανώς οι φωνές που ακούγονταν δεν ήταν των
αρχικών πρωταγωνιστών, καθώς δύο εξ αυτών, η Αλίκη και ο Δ. Τσακίρης, ζούσαν
στις ΗΠΑ. Ωστόσο, στην Αθήνα ζούσε ο Κώστας Μουσούρης, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε
ενώπιον του εισαγγελέα, για την «εις
βάρος της καλλιτεχνικής του υποστάσεως διατύπωση της διαφημίσεως» της
ταινίας, πιθανόν επειδή σε μια διαφημιστική καταχώρηση στον αθηναϊκό τύπο το
όνομά του αναγραφόταν τελευταίο.
Να σημειωθεί ότι η «Αστέρω» προβλήθηκε αρκετές φορές
–αδιευκρίνιστο ποια εκδοχή της ταινίας– τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια σε
διάφορους κινηματογράφους της χώρας.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Επιθυμώντας ν’ ανταπαξέλθει στις ανάγκες ενός
κινηματογραφικού σεναρίου, ο Νιρβάνας κινήθηκε σε δύο άξονες, όπως εξομολογήθηκε
ο ίδιος. Ήθελε αφενός να παρουσιάσει πρόσωπα που «αισθάνωνται ελληνικά, φέρωνται ελληνικά, ομιλούν ελληνικά και
ερωτεύωνται ελληνικά», αλλά και –κινούμενος σ’ ένα ορεσείβιο περιβάλλον – ν’
αποφύγει «την χυδαιότητα, προς την οποίαν
θα ήτο μέγας κίνδυνος να εξολισθήση κανείς [..] όχι εξευγενίζων, με πλαστά
μέσα, πρόσωπα και πράγματα, αλλά φανερώνων, από τα βάθη των ψυχών, ένα
πραγματικόν ιπποτισμόν, τον ίδιον ελληνικόν ιπποτισμόν, που έλαβε το
λαμπρότερόν του φανέρωμα εις τα δημοτικά μας τραγούδια».
Απ’ ό,τι φαίνεται, τελικά τα κατάφερε. Η Βραδυνή έκανε
λόγο για «ένα πραγματικόν ποίημα με εικόνες της ελληνικής φύσεως»· «επί
τέλους μίαν πραγματικήν ελληνικήν ταινίαν», καθώς ο Γαζιάδης «κατενόησε
την αδυναμίαν των προηγούμενων ταινιών του... και εβγήκεν εις το ύπαιθρον, το
μοναδικόν ελληνικόν ύπαιθρον».
Η Πρωία συμφωνούσε ότι η επιτυχία της ταινίας οφειλόταν
στη «λαμπρά έμπνευση» του Γαζιάδη να τη γυρίσει εξ ολοκλήρου στην
ελληνική ύπαιθρο και όχι σε στούντιο.
Πάντως αυτό το παράδοξο «πλεονέκτημα» είχε φέρει κάποια
στιγμή σε πολύ δύσκολη θέση το Νιρβάνα, όταν κάποιοι φίλοι του από το
εξωτερικό, οι οποίοι βρέθηκαν στην Ελλάδα και παρακολούθησαν την ταινία στον
κινηματογράφο, εξέφρασαν την επιθυμία να επισκεφτούν το... στούντιο. Η
αντίδρασή του ήταν απολαυστική:
«- Με συγχωρείτε… τους είπα,
καταστενοχωρημένος. Αυτές τις ημέρες, όμως, είναι αδύνατο να επισκεφθήτε το
στούντιο της εταιρίας, γιατί τα κλειδιά τα κρατεί ο τεχνικός διευθυντής, που
λείπει σε ταξίδι. Όταν γυρίση, πολύ ευχαρίστως…
Ευτυχώς την άλλη μέρα έφυγαν οι
καλοί μου ξένοι και έτσι εξοικονομήθηκαν τα πράγματα.
- Λυπηθήκαμε πολύ –μου είπαν
φεύγοντας– που δε στάθηκε δυνατό να επισκεφθούμε το στούντιο της εταιρίας σας.
Έχουμε επισκεφθή πολλά ξένα στούντια και θα είχαμε μεγάλη περιέργεια να επισκεφτούμε
και ένα ελληνικό. Σε άλλο μας ταξίδι, όμως, επιφυλασσόμεθα…
Τους ευχαρίστησα, τους καλοπροβόδισα και ανάσανα […]».
Η Πρωία φιλοξένησε την κριτική του Λέοντα Κουκούλα, ο
οποίος αντιπαρέβαλε την «αναμφισβήτητη» επιτυχία της «Αστέρως» με την «αποτυχία»
των προηγούμενων ταινιών, συνιστώντας στους αδελφούς Γαζιάδη να συνεργάζονται
με συγγραφείς όπως ο Νιρβάνας, που «έχουν την δύναμιν να προσφέρουν κάτι,
που να μην είνε ούτε πρόχειρον, ούτε βάναυσον, ούτε τυχαίον». Και παρά το «κάπως
άτεχνο» μακιγιάζ της Αλίκης Θεοδωρίδη (που «έκανε σκληρά τα
χαρακτηριστικά της») ή το «λίγο κοσμικό» παίξιμο του Μουσούρη, ο
Κουκούλας εκτιμούσε ότι οι ηθοποιοί με επικεφαλής το Βεάκη έπαιξαν «πολύ
τεχνικά και συγκρατημένα».
Σύμφωνα με την Εσπερινή, η ταινία συνιστούσε «το
αρτιώτερον σύνολον που θα μπορούσε να φαντασθή κανείς και που τιμά
ομολογουμένως τόσον τον συγγραφέα και τον ρεζισέρ, όσον και τους εκτελεστάς του
έργου». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ένας ξένος δημοσιογράφος την περιέγραψε
ως «ένα μικρό αριστούργημα. Θα ωφελήση τόσον την Ελλάδα, που θα κάμη γνωστή
την ομορφιά των τοπείων της, όσον δε θα έφθανε πέντε ετών συστηματική
προπαγάνδα να επιτύχη». Και με αφορμή το σχόλιο αυτό η –φανατικά
αντιβενιζελική– εφημερίδα εξαπέλυσε επίθεση κατά του κράτους, που ούτε επιχορηγήσεις
έδινε στις κινηματογραφικές εταιρίες ούτε εφάρμοζε το νόμο περί προστατευτικών
δασμών εγχωρίου βιομηχανίας για τις ελληνικές ταινίες.
Για ένα φιλμ «ευπρόσωπο και ελληνικό» χωρίς «εξωφρενισμούς
και αδεξιότητες» σε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες έκανε λόγο ο Πέτρος
Χάρης στην Ελληνική. Το σενάριο ήταν «μια ιστορία απλή», που βοηθούσε το
σκηνοθέτη να παρουσιάσει «τις χαρές, τις λύπες, τις προλήψεις, τις αρετές
και τις κακίες του χωριάτη, και μαζί μ’ αυτές το ελληνικό τοπείο σε όλη του τη
μεγαλοπρέπεια». Αυτό πέτυχε κυρίως στα δυο πρώτα μέρη «με πολύ γνώση και
γούστο», ενώ κάποιες «περιττές» σκηνές ή σκηνές που θα έπρεπε «να
έχουν αναπτυχθεί περισσότερο», δεν αλλοίωσαν την «αγαθή εντύπωση»
από το συνολικό αποτέλεσμα. Ο Βεάκης «έδωσε θαυμάσια έναν τύπο χωριάτη
σκληρού και πονηρού». «Πολύ καλά» έπαιξαν η Θεοδωρίδη και ο
Μουσούρης, όμως «δεν εφρόντισαν να είνε λιγώτερο “ωραίοι” και περισσότερο
παιδιά της στάνης».
Κατά την Εστία, η ταινία «υπερέβαλε την καλήν της
φήμην», ενώ ήταν το πρώτο ελληνικό φιλμ που παρουσίασε «ένα άρτιον
σύνολον, ως φωτογράφησις, ως σύνθεσις και ως σκηνοθεσία».
Για τον «Ω.» τέσσερα ήταν τα βασικά πλεονεκτήματα της
«Αστέρως», που την καθιστούσαν την «πρώτη καλή Ελληνική ταινία»: το
σενάριο ανατέθηκε σ’ έναν «λόγιον πραγματικόν, εις άνθρωπον με γούστο και με
Ελληνικήν αντίληψιν» όπως ο Νιρβάνας, όλη η ιστορία τοποθετήθηκε σ’ ένα «από
τα ωραιότερα Ελληνικά πλαίσια» όπως ο Χελμός («με της χιονισμένες κορφές
του, με της απότομες χαράδρες, με τους καταρράκτας και τα ποτάμια του, με της
στάνες και τα χειμαδιά του, με το γραφικώτατον Μέγα Σπήλαιον», τοπία που «ασφαλώς
θα εζήλευαν και οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι κινηματογραφισταί»), οι
ηθοποιοί «αισθάνονται και αγαπούν την υπόθεσιν που παίζουν» (από την
Αλίκη που επέδειξε «εξαιρετικά προσόντα φωτογενείας και κινηματογραφικής
ηθοποιίας» ως τους κομπάρσους, που έπαιξαν «με φυσικότητα και επιτυχίαν
που δεν θα εσημείωναν ίσως επαγγελματίαι ηθοποιοί»), ενώ έλειψαν οι «πρόστυχες»
σκηνές προηγούμενων ταινιών (τα καφέ-αμάν, οι χοροί της κοιλιάς, τα
παρατεταμένα φιλιά κλπ.).
Η Πατρίς επισήμανε κάποια μειονεκτήματα, όπως «η καταφανώς βεβιασμένη υπερρωμαντική που το
διαπνέει... ώστε σε πολλά μέρη να φθάνη εις την απιθανότητα για να μη πούμε εις
το γλυκανάλατο» και η «κάπως βεβιασμένος,
αν όχι αναληθοφανής» αναπαράσταση του θανάτου του Στάμου («Ένας
τσέλιγκας που ξεγλιστρά από ένα βράχο όπως ένα μοδιστρώνι που πατά
καρπουζόφλουδα σε αθηναϊκό πεζοδρόμιο»), όμως γενικά:
«Είδομεν φως. Με την "Αστέρω" έχομε
επί τέλους ένα ευπρόσωπο, ένα σχετικώς άρτιον, ένα καλό φιλμ... Εκείνο που θα
έπρεπε να έχη υπ’ όψει του όποιος θα ανελάμβανε να γράψη την ιστορία του κινηματογράφου
εις την χώραν μας είνε ότι θα έπρεπε να λησμονήση πρώτ’ απ’ όλα το κάθε τι που
προηγήθη... και τούτο για τον πολύ απλό λόγο του ότι η "Αστέρω" δεν
είνε ένας απλούς σταθμός, είνε ένα πραγματικόν σημείον αφετηρίας».
Ως προς τις ερμηνείες, ο Βεάκης «υπερέβη εαυτόν»,
οι Μουσούρης και Τσακίρης αποδείχτηκαν «άξιοι παρτεναίρ», υποδυόμενοι
τους ρόλους τους «με θαυμαστήν μαεστρίαν», η δε Αλίκη έκλεψε τις εντυπώσεις:
«Το κορύφωμα όμως της μαεστρίας, το μέτρον
της αρτίας εκτελέσεως μας το έδωσε η τόσο νεαρά, αλλά και τόσο μεγάλη
καλλιτέχνης κ. Αλίκη. Θα ήτο δύσκολο να αποφανθή κανείς σε ποιάν σκηνή η κ.
Αλίκη ήτο ανωτέρα εαυτής, όπως θα ήτο δύσκολον να πη αν είνε προτιμότερον να
μην ξαναγυρίση στο πάλκο του ζωντανού θεάτρου για να μείνη αποκλειστικά στην...
οθόνη. Το βέβαιον είνε ότι, με περισσότερα μέσα, η κ. Αλίκη θα μπορούσε ήδη να
διεκδικήση επιτυχώς την πρώτην σειράν μεταξύ των πρώτου μεγέθους παγκοσμίων
αστέρων της οθόνης»
Για την «πρώτη καλή Ελληνική ταινία ακριβώς επειδή έγινε επάνω εις βάσιν ορθήν και υγιά» έκανε λόγο ο Γ. Λαμπρίδης στον Ημερήσιο Τύπο
εξυμνώντας την ελληνική φύση με «το λαμπρούν, χρυσούν φως» και «τα
ωραιότατα τοπεία της, που είναι σαν πραγματοποιημένα γιγάντια και
υποβλητικώτατα όνειρα του πειο απαιτητικού και ιδιοτρόπου σκηνοθέτου του
Χόλυγουντ». Η Αλίκη έμοιαζε «κάπως Παριζιάνα στης σύμμετρες αβρές
κινήσεις της, στην λεπτή της μορφή», αλλά «φτωχή σε εκφραστικότητα».
Ο Μουσούρης ήταν «αρκετά άνθρωπος πόλεων με το πολιτισμένο στοματάκι του και
την έλλειψιν του θάρρους να εμπιστευθή εις την ορμητική, απότομη χειρονομία και
την κίνηση του παιδιού του χωριού του Χελμού». Ο Βεάκης έπαιζε «χωρίς να
βιάση, χωρίς να υπερβάλη τεχνιτά την συγκίνησί του», είχε μια «ωραία
αλήθεια» στην απλότητα του παιξίματός του και «δυνατές» στιγμές.
Αντίθετα ο Τσακίρης δεν φαινόταν «ικανός να αισθανθή κανένα αίσθημα με
θερμότητα, ακόμη περισσότερο την βάρβαρη, ολοδύναμη αγάπη του αρχιτσέλιγκα».
Ο κριτικογράφος της Πολιτείας, εκτιμούσε ότι ο θεατής ικανοποιήθηκε «όσο
σπανίως ικανοποιήται από τα μεγάτιτλα ξένα έργα». Η Αλίκη ήταν «ένα
διαμάντι της οθόνης, που με την πρώτην φοράν που έπαιξε, αβίαστα άφισε όλη του
τη λάμψι να φωτίση, σαν πολύπειρος ηθοποιός του κινηματογράφου, σαν μελετημένη
καλλιτέχνις, σαν καλλιτέχνις πραγματικά μεγάλη». Στα σκηνοθετικά
μειονεκτήματα: η σκηνή του γάμου θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο, ενώ το
πανηγύρι, όπου γνωρίστηκαν ο τσέλιγκας και η Αστέρω, έμοιαζε με Κυριακάτικο εκκλησίασμα.
Κατά το Έθνος, η επιτυχία της
«Αστέρως» κινητοποίησε «πλήθος λογίων», που ήθελαν να μιμηθούν το Νιρβάνα
(αν και «λογίους θεωρούν εαυτούς και αλλήλους πάντες οι γνωρίζοντες, ενίοτε
δε και οι μη γνωρίζοντες, γραφήν και ανάγνωσιν Έλληνες»). Η εφημερίδα
μετέφερε ένα σχόλιο του Ελευθερίου Βενιζέλου, ότι «εφ’ όσον διά το
ελληνικόν φιλμ συνεργάζονται Έλληνες ακαδημαϊκοί και Έλληνες καλλιτέχναι, δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι και του ελληνικού τοπίου θα γίνη καλή εκμετάλλευσις και
των ελληνικών ηθών και εθίμων τελεία αναπαράστασις».
Ένα
αποτέλεσμα «καθ’ όλα άρτιον» είδε η
Μακεδονία σημειώνοντας ότι «η ωραία υπόθεσίς του εν συνδυασμώ με το καλόν
παίξιμον των ηθοποιών και την τεχνικήν φωτογράφησιν των σκηνών καθιστά το φιλμ
αυτό της Νταγκ το καλλίτερον απ’ όσα έχουν γυρισθή έως τώρα εις την Ελλάδα».
Για τον Ταχυδρόμο της Αλεξάνδρειας
η ταινία «υπερέβη... πάσαν προσδοκίαν εις το τεχνικόν μέρος ως και εις το
ζήτημα διαυγείας, φωτός και σταθερότητος εις την προβολήν». Ο δε
νεοϋορκέζικος Εθνικός Κήρυξ νοσταλγούσε: «Οι παλαιοί θα ενθυμηθούν .. την
παληά πατρίδα και τη ζωή του μακρυνού χωριού, τα δε παιδιά της νέας γενεάς θα
λάβουν μια ιδέα της Ελλάδος με όλες της ευμορφιές και της χάρες της».
Ο ανταποκριτής του
γαλλικού κινηματογραφικού περιοδικού Cinémagazine σχολίασε τις ερμηνείες της
Αλίκης Θεοδωρίδου και του «νεαρού συζύγου
της» (Μουσούρη), οι οποίες «δεν
μπορούσαν να είναι καλύτερες», δεδομένου ότι «το ειδύλλιο και το κλέψιμό τους ήταν ακόμη πολύ πρόσφατα». Έτσι, «υποδύθηκαν τους ρόλους των ερωτευμένων τόσο
φυσικά, ώστε κάποιος θα πίστευε ότι επανέλαβαν απλά το συναίσθημα, που τους
οδήγησε στο κλέψιμο».
Κι ένα εγκωμιαστικό
σχόλιο για την «Αστέρω» από γαλλική εφημερίδα το Φεβρουάριο του 1932:
«Μία από τις βασικές αρετές αυτού του ωραίου φιλμ
είναι ακριβώς η αντίθεση ανάμεσα σε μια φύση χαμογελαστή, λαμπερή, γενναιόδωρη
και στο συγκινητικό σενάριο που ξεδιπλώνεται. Μια φωτογραφία αξιοσημείωτη,
τοπία απόλυτης ομορφιάς, από τις γωνιές των βουνών, η καθεμιά των οποίων
σχηματίζει έναν πραγματικό πίνακα, μέχρι τις ασύγκριτες εικόνες από το
μοναστήρι του “Μεγάλου Σπηλαίου”, που ανεγειρόμενο ως βράχος ανάμεσα σε βράχους
δίνει την εντύπωση ενός απλησίαστου και άγριου μεγαλείου».
[Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου