Το πιο ενδιαφέρον
στοιχείο αναφορικά με την ταινία «Καταδρομή» ήταν το γεγονός ότι για τις
ανάγκες των γυρισμάτων της, το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού διέθεσε στην εταιρία
παραγωγής («Μέγα φιλμ» του Ηλία Περγαντή) το αντιτορπιλικό «Θεμιστοκλής», τα υποβρύχια
«Πιπίνος» και «Ματρόζος», πολλά καταδιωκτικά υποβρυχίων (ελληνικά και ξένα), ενώ
τορπιλακάτους φέρονταν πρόθυμες να διαθέσουν και οι αγγλικές ναυτικές αρχές.
Το σενάριο έγραψε
ο λογοτέχνης Μ. Καραγάτσης αντλώντας την έμπνευσή του από τη δράση των Ελλήνων
κομάντο στα νησιά του Αιγαίου κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η ιστορία με λίγα
λόγια:
Ο λοχαγός Κομνηνός, ο πλοίαρχος Ραΐσης και
ο μοναχός Συνέσιος αποτελούν τον πυρήνα μιας κατασκοπευτικής οργάνωσης, που δρα
μέσα στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο λοχαγός Κομνηνός, κινδυνεύοντας
να συλληφθεί μετά από προδοσία, φεύγει με υποβρύχιο στην Αίγυπτο, όπου γίνεται
αρχηγός των κομάντο και γνωρίζεται με μια ωραία κοπέλα, τη Μαρία. Εν τω μεταξύ
στην Αθήνα, ο πλοίαρχος Ραΐσης συνδέεται φιλικά με τη γυναίκα του Κομνηνού.
Ο μοναχός Συνέσιος και ο πλοίαρχος Ραΐσης
με τη βοήθεια της γυναίκας του Κομνηνού συνεχίζουν στην Αθήνα τη δράση τους.
Λίγο αργότερα όμως, μετά από ραδιογράφημα σχετικά με τη διέλευση μιας νηοπομπής
που ανακαλύπτεται από τους Γερμανούς, ο μοναχός Συνέσιος και η γυναίκα του
Κομνηνού συλλαμβάνονται. Στέλνονται σ’ ένα νησί, που αποτελούσε γερμανική βάση.
Ο πρώτος καταδικάζεται εις θάνατον και η δεύτερη σε ισόβια.
Μετά από πληροφορίες του Ραΐση, ο Κομνηνός ξεκινά από την Αίγυπτο επικεφαλής κομάντος και ενεργεί απόβαση στο νησί. Κατορθώνει να ελευθερώσει μόνο τη γυναίκα του, γιατί στο μεταξύ ο Συνέσιος είχε εκτελεστεί από τους Γερμανούς. Στην επιστροφή, όμως, κατά τη διάρκεια σφοδρής συμπλοκής των Ελλήνων κομάντος με γερμανικές ναυτικές δυνάμεις τραυματίζεται σοβαρά η γυναίκα του Κομνηνού και πεθαίνει στην αγκαλιά του λέγοντας ότι του ήτανε πάντα πιστή. Έτσι, μετά το θάνατο της γυναίκας του, μόνο παρηγοριά στον Κομνηνό απομένει η ξανθή ομορφιά που είχες γνωρίσει στη χώρα του Νείλου...
Πρωταγωνιστούσαν
οι Λάμπρος Κωνσταντάρας (στο ρόλο του Κομνηνού), Χριστόφορος Νέζερ (μοναχός
Συνέσιος), Μάνος Κατράκης (Ραΐσης), Ζινέτ Λακάζ (Μαρία), Ελένη (Λέλα)
Χατζηαργύρη (η σύζυγος του λοχαγού Κομνηνού), Ιωάννης Αποστολίδης, Μιχάλης Νικολόπουλος
και μαζί τους οι Γιώργος Φούντας, Κώστας Παπάς, Φ. Φραγκούλης, Χ. Σοφοκλέους,
Λ. Τρακάδας, Κ. Στράντζαλης, Γ. Βέλλας, Τ. Μπουρούνης.
Λοιποί συντελεστές:
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Μ. Καραγάτσης
Διεύθυνση παραγωγής: Γ. Βεντούρης
Ηλεκτρολόγος: Μ. Ναυπλιώτης
Μακιγιάζ: Ε. Βεντούρη
Εργαστηριακή επεξεργασία: Κ. Δρίτσας – Ι.
Δριμαρόπουλος
Μηχανικός ήχου: Χρησ. Κίτσος
Υπεύθυνος εργαστηρίου: Σ. Μάλαμας
Οπερατέρ: Ι. Δριμαρόπουλος
Τη μουσική της ταινίας συνέθεσε ο Μενέλαος Παλλαντιος. Τα τραγούδια έγραψε ο μαέστρος Βέλλας. Η μουσική προσαρμογή έγινε από το Χρήστο Μουραμπά.
Με άρθρο του στην
εφημερίδα Ελλάς ένα μήνα μετά την έναρξη των γυρισμάτων, ο λογοτέχνης Μ.
Καραγάτσης εξήγησε τους λόγους που τον οδήγησαν να ασχοληθεί με τον
κινηματογράφο ως σεναριογράφος, ενώ περιέγραψε και πώς πέτυχε την υλοποίηση του
σχεδίου του:
«Είνε
πολύς καιρός που με απασχολούσαν δύο σκέψεις παράλληλες. Η πρώτη, πως η
ελληνική κινηματογραφική παραγωγή ήταν άξια για καλύτερη τύχη. Η δεύτερη, πως
το ελληνικόν έπος του 1940-1944 έπρεπε να πάρη την άξια θέση του, όχι μόνον
στην Ιστορία και τη Λογοτεχνία, αλλά και στην Οθόνη, και μάλιστα το
γρηγορώτερο.
Για
πολύ καιρό τυράγνησα το μυαλό μου, πώς τα δυο σκέλη του προβλήματος θα
μπορούσαν να συνδυασθούν και να “παραχθεί”, εδώ στην Ελλάδα, μια ταινία που: α)
να περιγράφει ένα ελάχιστο ποσοστό από την πολεμική δράση του ελληνικού λαού,
β) να έχει τα στοιχεία του έργου τέχνης, και γ) ν’ απευθύνεται στις μεγάλες
μάζες, ικανοποιώντας κιόλας τους καλλιεργημένους.
Ξεκινώντας
από αυτό το δίλημμα –που αυξήθηκε σε τρίλημμα– άρχισα να μελετώ την υπόθεση.
Χωρίς
να έχω κάνει ειδικές σπουδές στο Χόλλυγουντ, μπορώ να πω πως κάτι καταλαβαίνω
από την έβδομη και στερνή τέχνη. Σύγκαιρα είδα πως αυτά που μπορούσε να μου
προσφέρει η οργανωμένη ελληνική κινηματογραφία ήταν ελάχιστα –αν μη κωμικά–
μπροστά στον τεράστιον τεχνικόν οπλισμό, όχι της αμερικάνικης, αλλά και της
ουγγαρέζικης ακόμα κινηματογραφίας. Κάθε άλλος στη θέση μου θα εδείλιαζε, αν
βέβαια είχε κόκκον ευσυνειδησίας εντός του. Εμένα όμως μου αρέσουν τα
τολμήματα. Κάθησα, λοιπόν, εστοχάστηκα και ξανάβαλα στον εαυτό μου το πρόβλημα
κάτω από νέα μορφή, πιο συγκεκριμένη: Πώς είνε δυνατόν, με τα κωμικά μέσα που
διαθέτει η ελληνική κινηματογραφία, να γίνει μια ταινία με θέμα την πολεμική
δράση της Ελλάδος στον τελευταίο πόλεμο, και που να απευθύνεται στις πλατειές
λαϊκές μάζες, δίχως να κάνει καμμιάν υποχώρηση στο κεφάλαιο “τέχνη”.
Έχετε
το λόγο της τιμής μου, πως ο γόρδιος δεσμός δεν ήταν περιπλοκώτερος. Αλλ’ ούτε
η λύση του Μεγαλέξαντρου η προσφορώτερη στην περίσταση αυτή. Πέρασα [σ.σ. μη
ευκρινείς λέξεις] νύχτες αϋπνίας προσπαθώντας να ξεδιαλύνω τ’ αξεδιάλυτα. Και
τέλος, καταστάλαξα στο παρακάτω συμπέρασμα:
Τα
μέσα που διαθέτω, είνε τα εξής: 1) Ένας χρηματοδότης που έχει περισσότερο πάθος
από τα χρήματα, επομένως όσο δεν παίρνει πολύτιμος, 2) Μια μηχανή λήψεως πρώτης
τάξεως και ένας οπερατέρ πραγματικά καλλιτέχνης, 3) Πέντε χιλιάδες μέτρα φιλμ
αρνητικό, όχι πολύ-πολύ φρέσκο, αλλά φρεσκούτσικο, 4) Τεχνητό φωτισμό 10.000
βατ, 5) Ένα γαλβανόμετρο τελευταίου αμερικάνικου τύπου, που μου επιτρέπει
υποφερτή φωνοληψία, 6) Όσους θέλω επαγγελματίες ηθοποιούς, όλους περίφημους, 7)
Όσους θέλω ερασιτέχνες ηθοποιούς, όλους υπέροχους, 8) Την άμετρη φαντασία που
μου έδωσε ο Πανάγαθος για ζημιά της ελληνικής λογοτεχνίας και 9) Το κέφι και
την επιμονή, που μου χάρισε ο προμνημονευθείς Πανάγαθος, να δημιουργώ εκείνο
που θέλω. Από την άλλη μεριά, δεν διαθέτω χίλια άλλα πολυτιμότατα μέσα και
κυρίως στούντιο θορυβοστεγές, που είνε το Άλφα της κινηματογραφίας.
Το
ένα συμπέρασμα φέρνει το άλλο: Αυτά που διαθέτω είνε και ελάχιστα, αλλά και
πολλά. Το πρόβλημα είνε πώς να τα εκμεταλλευθεί κανείς a fond βγάζοντας και τη στερνή σταγόνα του ζουμιού τους. Εδώ
ακριβώς χρειάζεται τέχνη, φαντασία, ευστροφία μυαλού. Καλοζύγιζα, λοιπόν, όλα
τα πάντα, και έγραψα το σενάριό μου, κατά τον πιο περίτεχνο τρόπο, έχοντας
πάντα μπροστά μου το μόττο: “Εκμεταλλεύσου μέχρι τρυγός τα 10 ατού σου. Μην
ξεχνάς όμως πως ενδέκατο δεν έχεις!”.
Και
τότε έκανα το μεγάλο τόλμημα. Επήγα –άγνωστος προς αγνώστους– στους αρμοδίους
αξιωματικούς των Γενικών Επιτελείων Στρατού και Ναυτικού, και τους είπα:
-
Πήρα την απόφαση να “τραβήξω” μια ταινία ελληνική. Κύριο θέμα της είνε η δράση
των Ελλήνων κομάντος και του Ναυτικού μας στον πόλεμο. Θα έχει όμως μέσα και
λίγον έρωτα, και λίγη φαντασία, και λίγο κωμικό στοιχείο. Να, το σενάριό μου.
Βοηθήστε με!
Είχα τη μεγάλη τύχη να βρω στο δυο Επιτελεία αξιωματικούς νέους, συγχρονισμένους, που καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι καταλάβαιναν οι παληοί. Και μου έδωσαν και μου δίνουν κάθε δυνατή βοήθεια. Έτσι ξεκίνησα για το μεγάλο τόλμημα. Ομολογώ πως στην αρχή ήμουν πολύ ανήσυχος για τ’ αποτελέσματα. Τώρα όμως που η δουλειά προχώρησε αρκετά –η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται– και είμαι σίγουρος πως η δουλειά θα πάει μέχρι τέλος όσο δεν παίρνει καλά, πήρα την απόφαση να γράψω αυτά τα λίγα λόγια στους αναγνώστες της “Ελλάδος” και να τους πω πως η “Καταδρομή” –αυτός είνε ο τίτλος της ταινίας μου– σε λίγους μήνες θα είνε έτοιμη. Κ’ ελπίζω να έχω πρώτος εγώ την τιμή να παρουσιάσω στο ελληνικό Κοινό την πρώτη ελληνική ταινία με θέμα τη δράση του Στρατού και του Στόλου μας στον πόλεμο αυτό.»
ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ
Η έναρξη των
γυρισμάτων ορίστηκε για τις 07.09.1945. Στα μέσα Οκτωβρίου τελείωσαν οι
εξωτερικές σκηνές του Λ. Κωνσταντάρα με λήψη σκηνών στο ναύσταθμο, όπου
συμμετείχαν ελληνικά πολεμικά πλοία.
Την 1η Νοεμβρίου ξεκίνησε
το γύρισμα σκηνών στο Μέγα Πεύκο με θέμα τη σφοδρή συμπλοκή Ελλήνων κομάντο και
γερμανικών αποσπασμάτων. Για τη λήψη των πολεμικών σκηνών είχε προηγηθεί
εκπαίδευση του Λάμπρου Κωνσταντάρα και όσων ηθοποιών λάμβαναν μέρος σ’ αυτές,
ενώ ειδικός αξιωματικός του Επιτελείου, ο λοχαγός Φλώρος, επέβλεψε το σχεδιασμό
της ψευδομάχης, ώστε να μοιάζει το κατά δύναμη αληθοφανέστερη.
Εξάλλου, τεχνικές
συμβουλές καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων έδωσαν ο υπολοχαγός Μιχαήλ Χορς
και ο υποπλοίαρχος Μάριος Χορς.
Οι τελευταίες
σκηνές λήφθηκαν στην Αίγυπτο, όπου χρειάστηκε να μεταβούν ο Λάμπρος
Κωνσταντάρας και η Ζινέτ Λακάζ.
ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε στους αθηναϊκούς κινηματογράφους «Τιτάνια» και «Κρόνος» από τις 29 Απριλίου 1946.
Στη Θεσσαλονίκη προβλήθηκε στις αίθουσες «Ηλύσια» και «Ορφεύς» από τις 14.10.1946.
Η κριτική του Γ.
Ν. Μακρή στην εφημερίδα Ελευθερία στάθηκε αμείλικτη:
«Ήθελε
να ναι δράμα και είναι οπερέτα. Είναι “πατριωτικό” έργο σε γελοιογραφία. Το
σενάριό του είναι καταπληκτικής αφέλειας. Το κακό γούστο κυριαρχεί στις
περισσότερες σκηνές. Η πρόθεση να προκληθεί το εύκολο χειροκρότημα (ακόμα κι ο
χωροφύλακας του “πόστο ντι μπλόκο” γίνεται εθνικός ήρωας), είναι φανερή από την
αρχή ως το τέλος. Αντί [για] άνθρωποι υπάρχουν νούμερα επιθεώρησης. Ο διάλογος
είναι ένα κράμα ακούσιας αισθηματολογίας και κοινότυπων αστείων. Η φωτογραφία
των “εσωτερικών” (αυτή που δείχνει αν υπάρχει τεχνική) είναι ανυπόφορη. Η
ηθοποιία θυμίζει κακό θέατρο στην επαρχία. Και αν δεν υπήρχαν τα “εξωτερικά”
(που είναι τόσο εύκολα στην Ελλάδα) και η πραγματικά αξιόλογη για ελληνική
ταινία σκηνή της επίθεσης των κομάντος στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, η
“Καταδρομή” θα ήταν από τα χειρότερα έργα που αποτόλμησε ως τώρα ο ελληνικός
κινηματογράφος. Σοβαρά, βέβαια, δεν μπορεί να κριθή η “Καταδρομή”. Έχει τόσα
ελαττώματα, που και η απλή απαρίθμησή τους θα χρειαζόταν μια ολόκληρη στήλη.
Αντίθετα, τα προτερήματά της είναι ελάχιστα και το σημαντικότερο απ’ αυτά είναι
η ύπαρξη –ίσως για πρώτη φορά σ’ ελληνική ταινία– κάποιου κινηματογραφικού
ρυθμού. Αλλά κι αυτού σε υποτυπώδη ακόμα μορφή. Και δείχνει ακόμα μια φορά η
ταινία αυτή πόσο δύσκολο είναι να δημιουργηθεί κινηματογραφική παραγωγή χωρίς
επαρκή τεχνικά μέσα, χωρίς τεχνική κατάρτιση των ειδικών και χωρίς σκηνοθέτες.
Δεν φτάνει να έχει κανένας τη διάθεση να γυρίσει μια ταινία, να προμηθευθεί μια
μηχανή, να διαλέξει μερικούς ηθοποιούς και να προχωρήσει έτσι στην προσπάθεια
να μεταγράψει σε εικόνες ένα οποιοδήποτε σενάριο. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε:
ένα έργο που αδικεί το δημιουργό του. Το γύρισμα μιας ταινίας είναι η πιο
πολύπλευρη εργασία, που χρειάζεται την έμπνευση ενός έμπειρου καλλιτέχνη –του
σκηνοθέτη– του ανήσυχο αλλά και σταθερό μάτι ενός οπερατέρ (έμπειρου κι αυτού),
ένα σενάριο που να ξεπερνά κάπως το χαμηλό επίπεδο του μελοδράματος και της
επιθεώρησης, τη συνεργασία ολόκληρου επιτελείου ειδικών και την κατανόηση και
την “κινηματογραφική έκφραση” ηθοποιών, που έχουν καταλάβει ότι η οθόνη δεν
είναι η σκηνή. Τι απ’ αυτά μπορεί κανένας να βρει στην “Καταδρομή”; Δυστυχώς
τίποτα. Η προχειρότητα κυριαρχεί απ’ την αρχή ως το τέλος. Το κοινό χειροκροτεί
συχνά. Αλλά χειροκροτεί τον “Παπανικολή” ή το θάνατο κάποιου Γερμανού και όχι
την ταινία. Χειροκροτεί όπως θα χειροκροτούσε την “μπέλλα παρόλα” ενός ρήτορα ή
μια “πατριωτική” σκηνή σ’ οποιαδήποτε επιθεώρηση. Δεν αισθάνεται καμμιά
συγκίνηση που να τη δίνει η τέχνη. Κι αυτή ακόμη η καλύτερη σκηνή της ταινίας,
η επίθεση κατά του στρατοπέδου συγκεντρώσεως της Λυγαριάς, χάνει πολύ από την
επίμονη προσπάθεια να γαργαλίσει τα ταπεινότερα ένστικτα και γούστα. Και είναι
κρίμα, γιατί με περισσότερη προσοχή και με λιγότερη προσήλωση στην εύκολη
επιτυχία, θα ήταν δυνατό ν’ αναπτυχθεί ικανοποιητική η μοναδική αρετή (μια
αρετή που θα μπορούσε να εξουδετερώσει όλα τα ελαττώματα) αυτής της ταινίας: το
αίσθημα του κινηματογραφικού ρυθμού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου