«Η βίλα με τα νούφαρα»

Στις 23 Απριλίου 1945 ξεκίνησε να προβάλλεται στο «Ρεξ» η δεύτερη ταινία της «Φίνος Φιλμ», που είχε τίτλο «Η βίλλα με τα νούφαρα» (με αρχικό τίτλο εργασίας «Νύχτα αγωνίας»). Το σενάριο και η σκηνοθεσία ήταν του Δημήτρη Ιωαννόπουλου, η φωτογραφία του Πρόδρομου Μεραβίδη, η μουσική του Χρήστου Κ. Χαιρόπουλου, ενώ τα σκηνικά φιλοτέχνησε ο Μάριος Αγγελόπουλος.

Η υπόθεση είχε ως εξής:

Κοντά στην Αθήνα, σ’ ένα όμορφο χωριουδάκι κατοικεί ο γιατρός Κανδής, που εργάζεται σ’ ένα μεγάλο νοσοκομείο της πρωτεύουσας. Στο ίδιο χωριό πήγαν να περάσουν το καλοκαίρι μέσα στην πολυτελή βίλα τους μια νέα και ωραία κοπέλα, η Ρένα, μαζί με τη θεία της και τον αδελφό της, Λούλη, ο οποίος υποφέρει από την καρδιά του. Η Ρένα, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο χωριό, δεν αφήνει τον αδελφούλη της να παίζει με τα χωριατόπουλα, ισχυριζόμενη ότι δεν είναι της σειράς του, πράγμα που στενοχωρεί κατάκαρδα τον Λούλη. Η στάση αυτή της Ρένας, όταν γίνεται γνωστή στο χωριό, γίνεται αφορμή δυσαρέσκειας με το γιατρό Κανδή, ο οποίος είναι γέννημα και θρέμμα του χωριού.

Μια μέρα, ξαφνικά ο ουρανός σκιάζεται από σύννεφα και ξεσπάει μια δυνατή θύελλα. Κατά σύμπτωση, την ίδια μέρα προσβάλλεται ο Λούλης από καρδιακή κρίση και καλείται επειγόντως ο γιατρός Κανδής να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο γιατρός διαπιστώνει ότι η κατάσταση του Λούλη είναι σοβαρή, αλλά αδυνατεί να του παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια, γιατί το χωριό δεν έχει φάρμακα ούτε τηλέφωνο για να τους στείλουν από την Αθήνα. Μία μόνο λύση υπάρχει, να τρέξουν τα χωριατόπουλα και προπαντός ο Λιάς, που είναι δυνατός καβαλάρης, να φέρουν τις ενέσεις και το οξυγόνο που είναι απαραίτητα, για να σωθεί ο μικρός Λούλης.

Ο γιατρός ειδοποιεί τα παιδιά, που μαζεύονται όλα στη βίλα, και τους αναθέτει τη δύσκολη αυτή αποστολή. Τα παιδιά μ’ ενθουσιασμό, αψηφώντας το χαλάζι και τη βροχή, τρέχουν για το γειτονικό Μεταλλείο, για να φέρουν οξυγόνο, ενώ ο Λιάς καβάλα στ’ άλογο κατευθύνεται μέσα στην καταιγίδα στην Αθήνα. Μα, θα προλάβουν άραγε; Έπειτα από μια υπέρτατη προσπάθεια, που καταβάλουν τα ελληνόπουλα αυτά, προσπάθεια στην οποία φαίνεται έκδηλος ο αλτρουισμός και η αυτοθυσία τους, κατορθώνουν και φέρνουν την τελευταία στιγμή τις ενέσεις και  το οξυγόνο και έτσι σώζεται ο μικρός φίλος τους, Λούλης.

Αλλά από δω και μετά αρχίζει ένα τρυφερό ειδύλλιο μεταξύ της υπερήφανης Ρένας, που άλλαξαν πια τα αισθήματά της προς τα χωριατόπαιδα, και του γιατρού, ο οποίος κοντά στα ελαττώματα διακρίνει και πολλά προτερήματα στο πρόσωπο της Ρένας, ειδύλλιο που τερματίζεται με την ένωσή τους!

Πρωταγωνιστούσαν οι Καίτη Πάνου, Δημήτρης Μυράτ, Σαπφώ Αλκαίου, Αλέκος Λειβαδίτης, Χρυσούλα Μυράτ, Περικλής Γαβριηλίδης, Λάουρα, Σωτηρία Ιατρίδου κ.ά., μεταξύ αυτών και επτά πιτσιρίκια σε πρώτους ρόλους.

Από τα παιδιά αυτά, ο Θεόφιλος Ασημακόπουλος εργάστηκε αργότερα ως θυρωρός στο στούντιο της «Φίνος Φιλμ» επί της οδού Στουρνάρα 27.

Στο ρόλο του ξυλοκόπου εμφανίστηκε κάποιος Γεώργιος Πάλλης, για τον οποίο διαβάζουμε σ’ ένα κατά πολύ μεταγενέστερο δημοσίευμα εφημερίδας του Αμαρουσίου ότι με το ρόλο του στην ταινία ξεχώρισε για «τη ρωμαλέα παρουσία του, το αθλητικό του παράστημα και τα νιάτα του», καθώς «με έμπειρο τρόπο περιφρονεί τον επερχόμενο κεραυνό και την καταιγίδα, φαίνεται σα γίγαντας με δύναμη αποκρούσεως της συμφοράς του νερού για το δάσος, που τόσο αγαπάει» (εφημερίδα Αμαρύσια, 19.06.180).

Σύμφωνα με την εφημερίδα Ριζοσπάστης, η βίλα στο Μαρούσι με τις πισίνες, τα πεύκα, τις αλέες και τα στενά δρομάκια, στην οποία γυρίστηκε η ταινία, ήταν προίκα της Καλλιόπης Ιωσηφόγλου το γένος Καρέλλα (της γνωστής οικογένειας βιομηχάνων), βρισκόταν δε εντός του κτήματος Βορρέ (που είχε ήδη κατατμηθεί σε πολλούς ιδιοκτήτες).

Η μισή περίπου ταινία γυρίστηκε την περίοδο της Κατοχής και η άλλη μισή μετά την απελευθέρωση, όπως διακρινόταν και επί της οθόνης. Περισσότερα από τον Χρήστο Χαιρόπουλο, ο οποίος τον Ιούλιο του 1976 θυμόταν μέσω της Αθηναϊκής:

«Άργησε πολύ ο Ιωαννόπουλος να την τελειώση. Επειδή τώρα [σ.σ. μετά την απελευθέρωση] είχε περισσότερα μέσα –λεφτά που τα είχε δώσει με απλοχεριά ο χρηματοδότης της ταινίας και συνέταιρος του Φίνου Χατζηνάκος, άφθονο φωτογραφικό υλικό και, μετά την Κατοχή, άφθονο... φαΐ για όλους!– εννοούσε να γυρίση όσο γινότανε πιο τέλεια της “Βίλλα με τα νούφαρα”. Γύριζε σκηνές, ξαναγύριζε, τις απέρριπτε, τις ξαναγύριζε... Έτσι το γύρισμα βάσταξε ένα χρόνο περίπου. Ήτανε διάρκεια μεγάλη –και για την περίπτωση, καταστρεπτική!

Γιατί οι μισές σκηνές ήτανε γυρισμένες με πεινασμένους ηθοποιούς, οι άλλες μισές με χορτάτους! Αυτό είχε την εξής δραματική επίπτωση: Στις μισές σκηνές η Καίτη Πάνου ήτανε αδύνατη σαν ρέγγα, στις άλλες μισές παχειά σαν γαλοπούλα! Στις μισές σκηνές ο Δημήτρης Μυράτ ήτανε τσίρος, στις άλλες μισές θρεφτάρι! Εκτός από αυτό, στο διάστημα του ενός έτους εμεγάλωσαν και τα παιδιά –η Σόνια Τούντα απέκτησε ελαφρές καμπύλες, ο Θεόφιλος έβγαλε μουστάκι! Και αυτές οι εξελίξεις ήτανε ακόμα πιο καταστρεπτικές για μια άλλη αιτία. Όσοι ασχολούνται με τον κινηματογράφο ξέρουνε ότι οι σκηνές ενός σενάριου δεν γυρίζονται στη σειρά -1,2,3,4,5,6... Αλλά όπως απαιτεί το σκηνικό. Να πούμε: Έχουμε το εσωτερικό ενός σπιτιού. Στήνεται το σκηνικό και εκεί γυρίζονται τα πλάνα που απαιτούν αυτό το σκηνικό ανακατωμένα: 2, 46, 74, 123... Στήνεται το άλλο σκηνικό –το εξωτερικό του σπιτιού κι εκεί γυρίζονται, πάλι ανακατωμένα,  τα πλάνα 3, 47, 75, 124…

Εννοεί κανείς, λοιπόν, τι έγινε με το γύρισμα της “Βίλλας με τα νούφαρα”. Οι μισές σκηνές –κι αυτές ανακατωμένες– είχανε γυριστή με ηθοποιούς πεινασμένους, οι άλλες μισές με χορτάτους –γιατί, εν τω μεταξύ, είχε φτάσει το “Κουρτουλούς”, το τουρκικό καράβι της “ΟΥΝΡΑ” με τα ποθητά τρόφιμα. Έτσι, άνοιγε μια πόρτα η Καίτη Πάνου πετσί και κόκκαλο, κι έμπαινε σ’ ένα δωμάτιο ολοστρόγγυλη! Εμφανιζότανε σε ένα δρόμο ο Δημήτρης Μυράτ ξερακιανός, κι αμέσως έπειτα γινότανε στον διπλανό δρόμο... προγάστωρ! Ή στη μια σκηνή εμφανιζότανε ο Θεόφιλος παιδί, και στην αμέσως επόμενη έφηβος... με μουστάκι, γιατί στο διάστημα του έτους είχε... ανδρωθή!

Αλλά και τα ελαττώματα της “Βίλλας με τα νούφαρα” –όπως και της “Φωνής της καρδιάς”– δεν επηρεάσανε την επιτυχία της. Και η δεύτερη αυτή ταινία του Δημήτρη Ιωαννόπουλου εδημιούργησε ένα δεύτερο θρίαμβο για τον ελληνικό κινηματογράφο. Η “Φωνή της καρδιάς” και η “Βίλλα με τα νούφαρα” αποτελούνε το μεγάλο δίδυμο, ελπιδοφόρο ξεκίνημα του ελληνικού κινηματογράφου! [...]».

Τα δύο τραγούδια που ακούστηκαν στην ταινία, αμφότερα γραμμένα (στίχοι και μουσική) από τον Χρ. Χαιρόπουλο, ερμήνευσαν: το «Τραλαλά!» η Καίτη Παρίτση, η οποία ντούμπλαρε την Καίτη Πάνου, και το «Θά θελα» η Σόνια Τούντα, μία εκ των επτά πιτσιρίκων πρωταγωνιστών. Οι στίχοι τους:

Τραλαλά

Πέρασε η μπόρα, η βροχή, το κακό

κι έσβησε μακριά...

Κι έμεινε η στάλα της διαμαντικό

πάνω στην κουμαριά.

 

Πόσες φορές τέτοια μπόρα γερή

πνίγει και την ψυχή

Κι όμως, ο ήλιος να λάμψει μπορεί

έπειτα απ’ τη βροχή.

 

Τραλαλά! Τραλαλά! Τραλαλαλαλα...

 

Ο ήλιος μας μιλά

τώρα από ψηλά (Τραλαλά! Τραλαλά!)

Δώρα του λαμπρά (Τραλαλά! Τραλαλά!)

Γέλια, φως, χαρά... (Τραλαλά!)

 

Χύθηκαν

μύρα κι ευωδιές (Τραλαλά! )

Πλύθηκαν

τώρα κι οι πλαγιές...

 

Όνειρα τρελά

Οι ηλιαχτίδες απαλά...

Τραλαλά! Τραλαλαλαλα!

 

Θα θελα

Του ζεφύρου αρχίζουν

τα δειλά φιλιά

τώρα να ζαλίζουν

την τριανταφυλλιά.

 

Των πουλιών ζευγάρια

βρίσκουν στα θυμάρια

που μοσκομυρίζουν

πρόχειρη φωλιά.

 

Φως αχνό, κι ασήμια

στόλισαν τη γη.

Τώρα η κάθε ασκήμια

στ’ άνθη θα πνιγεί.

 

Έλαμψαν οι βράχοι

μέσ’ στο δειλινό

κι η ομορφιά μονάχη

θρόνο τώρα θα χει

πάνω στο βουνό...

 

Θά θελα κι εγώ

τώρα να πνιγώ

μέσα στα βελούδα.

 

Νά ταν δυνατό

να γοργοπετώ

σα μια πεταλούδα.

 

Κι όμως κάποια λύπη

μέσα μου βαριά

κι ένα καρδιοχτύπι.

Νιώθω πως μου λείπει

κάτι απ’ την καρδιά...

Τον Ιούλιο του 1976, μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας Αθηναϊκή, ο Χρ. Κ. Χαιρόπουλος θυμόταν πώς είχε συνθέσει κομμάτια από το σάουντρακ της ταινίας, αλλά και την ηχογράφησή τους με πρωτόγονα μέσα:

«Η “Βίλλα με τα νούφαρα” στηριζότανε σε μια νύχτα αγωνίας –που για υπόκρουση της είχα γράψει ένα αγωνιώδες «λάιτ-μοτίβ». Ένα άρρωστο παιδάκι εκινδύνευε, ο αέρας σφύριξε, ο γιατρός δεν ερχότανε, τα άλλα παιδιά τρέχανε μέσα στην καταιγίδα να τον βρούνε. Έπειτα όμως ξημέρωνε, ο γιατρός έφτανε, το παιδί σωζότανε –χάππυ εντ...

Εκτός από το μοτίβο για τη νύχτα αγωνίας, είχα γράψει κι ένα “ξημέρωμα μετά την καταιγίδα”. Ο Ιωαννόπουλος έδειχνε σε σύντομα περαστικά πλάνα πεσμένους στύλους, ξεριζωμένα δέντρα, αναστατωμένους δρόμους, κι έπειτα ο ήλιος έλαμπε –χαρά Θεού! Έγραψα μια υπόκρουση όσο γινότανε πιο εκφραστική, για “σεπτέττο” εγχόρδων» -τρία βιολιά, βιόλα, βιολοντσέλλο, κοντραμπάσσο και πιάνο. Βιολιά οι δύο αριστείες της δοξαριάς –ο Φρειδερίκος Βολωνίκης κι ο Βασίλης Σκατζουράκης. Πιάνο ο Αλέκος Γεωργιάδης. Γυρίζουμε το κομμάτι, το ακούμε –οπότε, σε μια στιγμή, σ’ ένα “λα” του βιολοντσέλλου, ακούμε ένα φοβερόν ήχο, σα γρατζούρισμα γάτας επάνω σε γυαλί!

Απόρησε ο Φίνος. Ηχολήπτης αυτοδίδακτος –αλλά και αλάθητος– είχε βάλει τα πρωτόγονα ηχοληπτικά του μηχανήματα επάνω σε... καρέκλες καφενείου! Ηχογραφούσε από διαίσθηση. Είχε ξεκινήσει από φοιτητής της Νομικής –συμφοιτητής μου– αλλά είχε γίνει ένας απαράμιλλος ειδικός σε όλα τα κινηματογραφικά. Στην συνεργασία μας είχαμε διαφωνήσει επάνω σε τεχνικά μουσικά ζητήματα και τις πιο πολλές φορές ο Φίνος είχε δίκιο.

Για να αποφύγη αυτό το φοβερό –κι ανεξήγητο– στρίγγλισμα του βιολοντσέλλου, απομάκρυνε τον βιολοντσελλίστα από το μικρόφωνο. Ξαναγυρίζουμε –πάλι τα ίδια (κάθησε και σκέφτηκε για ώρα πολλή ο Φίνος και βρήκε την αιτία). Κι αυτή ήτανε ένα... τζάμι στο ταβάνι, ένας φεγγίτης που είχε ανοιχτεί για να δίνη λίγο φως από πάνω στο χωλ του εντελώς ακατάλληλου για ηχοληψία σπιτιού της οδού Στουρνάρα 27. Εκουβάλησε ο Φίνος μια μεγάλη ανεμόσκαλα, σκαρφάλωσε κι εξήλωσε το τζάμι, που επάνω του, φαίνεται, πήγαινε και κτυπούσε μια ωρισμένη νότα του βιολοντσέλλου και δημιουργούσε αυτόν τον απερίγραπτον ήχο. Έτσι έγινε η ηχοληψία... χωρίς παράσιτα. [...]».

Εν τω μεταξύ, οι συνθέσεις του σάουντρακ γράφτηκαν μέσα σε λιγότερο από μια εβδομάδα, καθώς η σχετική παραγγελία δόθηκε στον Χρ. Χαιρόπουλο από τον παραγωγό ακριβώς εφτά μέρες πριν την πρεμιέρα της ταινίας στους κινηματογράφους. Και ο Χαιρόπουλος σχολίαζε: «Εστρώθηκα πυρετικά στη δουλειά. Το πρωί έβλεπα σκηνές, τις χρονομετρούσα, γύριζα στο σπίτι μου, έγραφα ασταμάτητα μουσική ως τα άλλα ξημερώματα και τότε έφτανε ο Αλέκος Γεωργιάδης, που δούλευε πιανίστας και μαέστρος στη “Φέμινα”, έπαιρνε τις μουσικές, έκανε την ενορχήστρωση και ηχογραφούσαμε! Μια βδομάδα, φυσικά, δεν κοιμήθηκα. Αλλά η μουσική γράφτηκε κι η “Βίλλα με τα νούφαρα” έκανε την πρεμιέρα της σε τέσσερις κινηματογραφικές αίθουσες την ημερομηνία που είχε κλείσει ο Φίνος».

Όσον αφορά την αμοιβή του συνθέτη; Δυο τενεκέδες λάδι, που βέβαια αποτελούσε εντυπωσιακή αύξηση 100% συγκριτικά με την αμοιβή του για τη «Φωνή της Καρδιάς»!

Κάποιες ενδεικτικές ημερομηνίες προβολών της ταινίας στην επαρχία και το εξωτερικό:

- από 4 Μαρτίου 1946 στη Θεσσαλονίκη για δύο εβδομάδες στα «Ηλύσια»

- από 17 Ιουνίου 1946 στα Χανιά, κινηματογράφος «Έσπερος»

- τον Ιούλιο του 1946 στο Ηράκλειο Κρήτης, στο θερινό κινηματογράφο «Ηλέκτρα»

- από 6 Φεβρουαρίου 1947 στη Χίο, σινέ «Αστήρ».

- από 26 Μαΐου 1947 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, «Κουρσάλ»

- από 27 Μαΐου 1947 στο Ηράκλειο Κρήτης, «Ηλέκτρα»

- τον Αύγουστο του 1948 στα Τρίκαλα, «Ρεξ»

- από 5 έως 10 Σεπτεμβρίου 1950 στο Σαν Φρανσίσκο, «Green Street Theatre»

- το Νοέμβριο του 1950 στην Κόρινθο, κινηματογράφος «Ηλέκτρα»

Σύμφωνα με τον κριτικό της εφημερίδας Ασύρματος, ήταν μια ταινία «που μοιάζει πολύ με τις ευρωπαϊκές, με σενάριο παρμένο από τας κοινωνικάς ανισότητας της ζωής και την υπεροψίαν των πλουσίων κοριτσιών» με «άψογη» σκηνοθεσία, «εξαιρετικά» ντεκόρ και «θαυμάσιο» παίξιμο των ηθοποιών («Η Καίτη Πάνου, που στην Δευτέρα εμφάνισί της μας δείχνει ότι επήρε πλέον τον “αέρα” του φακού, με το φυσικώτατο και λεπτό παίξιμό της, ο Δ. Μυράτ τέλεια κύριος του ρόλου του, η Αλκαίου, ο Π. Γαβριηλίδης απέδωσαν τους ρόλους τους με λαμπράν κατανόησιν. Η παρέα των “πιτσιρίκων πρωταγωνιστών” έπαιξε τόσο φυσικά και με τόσην υποταγήν εις τας οδηγίας του σκηνοθέτου, που δικαιωματικά διεκδικούν ένα μεγάλο ποσοστόν από την επιτυχίαν του φιλμ»).

Σύμφωνα με τον Γ. Ν. Μακρή στο φιλολογικό περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, η «Βίλλα με τα νούφαρα» ήταν «η πρώτη ελληνική ταινία που αντέχει σε κριτική» και που αποτελούσε «αξιόλογη πρόοδο» σε σύγκριση με ό,τι είχε παρουσιάσει η ελληνική κινηματογραφική παραγωγή μέχρι τότε.

Τα πλεονεκτήματα: «Έχει σενάριο που όσο κι αν είναι μελοδραματικό [...] δεν ενοχλεί και δεν του λείπει κάποιο κοινωνικό περιεχόμενο. Έχει διάλογο άνετο και σε πολλά σημεία ευχάριστο. Έχει συνέχεια και συνοχή στη δράση. Δεν παρασέρνεται από το κύριο χαρακτηριστικό των κακών ταινιών, την πολυλογία, την υποταγή της εικόνας στο λόγο. Έχει κάποια ευγένεια στον τρόπο που μεταχειρίζεται το θέμα. Δείχνει αρκετή αντίληψη της σημασίας της εικόνας και δεν της λείπει ο κινηματογραφικός ρυθμός. Έχει προ πάντων καλή φωτογραφία, απαραίτητη προϋπόθεση για ένα καλό φιλμ».

Και τα κύρια μειονεκτήματά της σύμφωνα με το Γ. Ν. Μακρή: «Πολλές σκηνές παρατραβούν σε μάκρος, παρατείνονται περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται και γίνονται απόλυτα αντικινηματογραφικές. Κουράζουν. Σταματούν την κίνηση και τη γοργότητα της δράσης. Είναι ολότελα περιττές, έστω κι αν θέλουν να υπάρχουν σαν ανάμνηση σκηνών από άλλες ταινίες, που είχαν επιτυχία. [...] Άλλο ελάττωμα είναι το παραφόρτωμα με μουσική. Υπάρχει κι εκεί που χρειάζεται, αλλά κι εκεί που δε χρειάζεται, σα να κάνει επίδειξη».

Όσον αφορά την ερμηνεία των ηθοποιών, η γνώμη του καταξιωμένου κριτικού δεν ήταν ιδιαίτερα κολακευτική: «Αν εξαιρέσουμε την Καίτη Πάνου, που έχει ταλέντο και καταλαβαίνει πώς πρέπει ν’ αντικρύζει το φακό, οι άλλοι ηθοποιοί δε μπορούν να ξεχάσουν το θέατρο, που εδώ γίνεται κακός, κάκιστος κινηματογράφος. Το παίξιμό τους είναι απελπιστικά ψεύτικο. Και καταντά οι πραγματικοί πρωταγωνιστές και καλλίτεροι ηθοποιοί της “Βίλλας με τα Νούφαρα” να είναι οι “επτά πιτσιρίκοι”, που δεν ξέρουν τίποτε από τη μιμική του θεάτρου και ίσως γι’ αυτό βρίσκονται, άθελά τους, πιο κοντά στην κινηματογραφική παράδοση».

«Να, επί τέλους και μια ελληνική ταινία που μπορεί θαρρετά να αντιμετωπίση τον ανταγωνισμόν των ξένων ταινιών», παρατηρούσε ένα ανυπόγραφο δημοσίευμα που δημοσιεύτηκε στις θεσσαλονικιώτικες εφημερίδες Μακεδονία και Το Φως στις 12.03.1946 με αφορμή τη συνέχιση των προβολών της «Βίλλας με τα νούφαρα» για δεύτερη εβδομάδα στη νύφη του Θερμαϊκού και ενώ την είχαν ήδη παρακολουθήσει –σύμφωνα με το δημοσίευμα– 25.000 Θεσσαλονικείς το πρώτο εφταήμερο!

Και ο συντάκτης συνέχιζε: «Θέαμα όχι κοινό και τετριμμένο. Φωτογραφία και φωτισμός αξιέπαινος. Ηθοποιία άψογη, φωνοληψία άμεμπτη, μολονότι έγινε σε ελληνικά ατελή μηχανήματα φωνοληψίας. Υπόθεσις και πλοκή που συναρπάζει και προκαλεί αμείωτο το ενδιαφέρον. Οι θεαταί πότε συγκινούνται και αγωνιούν με την τύχην του Λούλη και την αυτοθυσία των πιτσιρίκων φίλων του, άλλοτε γελούν με τα ερωτικά κόλπα του [λέξη αδιευκρίνιστη] και την κωμική στάσιν του μικρού Φερναντέλ της Ελλάδος, κι άλλοτε αγανακτούν με την ακαταδεξία της ψηλομύτας κόρης του Θεσσαλονικέως μεγαλοβιομηχάνου, που περιφρονεί κάθε φτωχό και χωριάτη, αλλά ύστερα εκλιπαρεί την βοήθειά τους και την φιλία τους».

Με αφορμή την προβολή της ταινίας στο Σαν Φρανσίσκο (πρώτη προβολή της δυτικές αμερικανικές πολιτείες), ένα μάλλον διαφημιστικό, ανυπόγραφο δημοσίευμα στην ελληνική εφημερίδα New California έκανε λόγο για μια ταινία «παρμένη από την ζωήν των Αθηνών, [η οποία] θα σας συναρπάση, θα σας μαγνητίση, θα σας σαγηνεύση», ένα «ωραίο δράμα με πόνον και οίκτον και έρωτα», ενώ παράλληλα καλούσε τους ομογενείς της περιοχής να σπεύσουν να την παρακολουθήσουν, «εξαιρετικώς δε η Νέα μας Γενεά, ήτις θα διδαχθή ένα μάθημα διά μίαν πτυχήν της ζωής της».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου