Στις 19 Νοεμβρίου
1945 στους κινηματογράφους «Τιτάνια» και «Ορφεύς» ξεκίνησε να προβάλλεται μια «εμπνευσμένη σύγχρονη ελληνική ταινία με
υπόθεση κοινωνική, που θα μιλήσει στην καρδιά σας», όπως διαφημίστηκε, «το πονεμένο ρομάντζο μιας Αθηναίας κόρης,
που το μόνο της φταίξιμο ήταν ότι αγάπησε πολύ». Ήταν μια παραγωγή της «Tonis Film» σε σενάριο και
σκηνοθεσία του Αντώνη (Τόνη) Παπαδαντωνάκη με τίτλο «Η ανθοπώλις των Αθηνών»,
οι προετοιμασίες για το γύρισμα της οποίας είχαν ξεκινήσει τουλάχιστον από τον
Ιανουάριο του 1944.
Το εξαιρετικά
απλοϊκό σενάριο είχε ως εξής:
Η Μιράντα είναι ένα νεαρό κορίτσι 18
χρονών, ερωτευμένη με το Χρήστο, με τον οποίο το σκάει, όταν ο αδερφός της,
Κώστας, προσπαθεί να την παντρέψει μ’ ένα πλούσιο, αλλά κατά πολύ μεγαλύτερό
της άνδρα. Ωστόσο ο Χρήστος αποδεικνύεται παλιάνθρωπος και καταλήγει στη
φυλακή. Για κάποιο λόγο η Μιράντα προσπαθεί να ξεφύγει από τον αδερφό της, που
παλιότερα την είχε προειδοποιήσει για το ποιόν του Χρήστου, και καταλήγει στο
σπιτάκι που νοίκιαζε ο Μίμης, ένας φοιτητής ιατρικής. Οι δυο νέοι ερωτεύονται
και κάνουν σχέδια γάμου, όμως στο μεταξύ ο Χρήστος αποφυλακίζεται και ο δρόμος
του διασταυρώνεται με εκείνον της Μιράντας, η οποία δείχνει εξαιρετικά αδύναμο
χαρακτήρα και τον ακολουθεί παρά τη θέλησή της. Ο Χρήστος εξακολουθεί να την
εκμεταλλεύεται οικονομικά και η Μιράντα αναγκάζεται να εργαστεί ως πλανόδια
ανθοπώλης.
Περνάει ο καιρός, ώσπου ένα βράδυ η
Μιράντα συναντάει το Μίμη στο νυχτερινό κέντρο «Αρτζεντίνα», όπου είχε πάει να
πουλήσει τα λουλούδια της. Αποφασίζουν να φύγουν το ίδιο κιόλας βράδυ και να
πάνε στο χωριό του Μίμη (κάπου στους πρόποδες του Παρνασσού) και να ζήσουν μαζί
για πάντα. Έλα, όμως, που η μοίρα έχει άλλα σχέδια για τη Μιράντα... Όταν
επιστρέφει στο σπίτι, που μοιραζόταν με το Χρήστο, για να μαζέψει τα πράγματά
της, πέφτει πάνω στον αδερφό της, που ήρθε επίσης για να την πάρει μαζί του.
Ακολουθεί ένας καβγάς ανάμεσα στο Χρήστο και τον Κώστα, με τον πρώτο να
μαχαιρώνει τη Μιράντα προτού καταλήξει νεκρός από το χέρι του αδερφού της.
Τελικά, η μαχαιρωμένη Μιράντα φτάνει στο σπίτι του Μίμη και εκεί –ύστερα από
έναν φοβερά μελοδραματικό μονόλογο– αφήνει την τελευταία της πνοή.
Πρωταγωνιστούσαν
οι Νάντια Μπελλίνι (Μιράντα), Νίκος Ευθυμίου (Χρήστος), Δημήτρης Βεάκης
(Μίμης), Σώτος Σιδηρόπουλος (Κώστας), Νίνα Αφεντάκη, Ιωάννης Ζωγραφίδης και οι
Κυριάκος Μαυρέας και Σωτηρία Ιατρίδου σε δύο κωμικούς ρόλους, ως οι
σπιτονοικοκύρηδες του Μίμη.
Στην ταινία
εμφανίστηκαν επίσης ο Έλληνας μιμητής του Σαρλώ, Κίμων Σπαθόπουλος, όπως και η
χορεύτρια Μπέλλα Σμάρω. Τα τραγούδια συνέθεσε ο Γιώργος Μυρογιάννης σε στίχους
Κώστα Κοφινιώτή και τα ερμήνευσε η Καίτη Παρίτση. Οπερατέρ ήταν ο Εμμανουήλ
Τζανετής.
Μακιγιέρ ο Κίμων
Σπαθόπουλος, βοηθός Τ. Άμβουργερ, μοντάζ
έκανε ο Τόνι, τα σκίτσα των τίτλων σχεδίασε ο Θ. Δρόσου, οι δε τίτλοι ήταν του
Μιχ. Γαλλία.
Η εφημερίδα Η Μάχη
δημοσίευσε μια καθόλου κολακευτική κριτική αναγνώστριας, η οποία είχε
παρακολουθήσει την ταινία και –με αφορμή την «Ανθοπώλιδα των Αθηνών»– επιτίθετο
στο σύνολο της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής της εποχής εκείνης: «Πήγα να το δω από καθήκον σαν Ελληνίδα που
νοιάζεται για κάθε ελληνική προσπάθεια. Όμως ντράπηκα, συχάθηκα, αγανάκτησα κι
έφυγα τρεχάτη σαν να με είχαν δείρει, να με είχαν φτύσει, να με είχαν
προσβάλει. Αυτά ένοιωσα κι απ’ το καινούριο φιλμ και θέλω να το φωνάξω να τ’
ακούσουν όλοι και πιο πολύ το κράτος –αν υπάρχη– που επιτρέπει ν’ ανεβάζουν
τέτοιες βρωμιές που ρεζιλεύουν το ελληνικό πνεύμα. Είναι κρίμα. Είναι ντροπή να
κατεβάζουν τόσο τον λαό μας. Να τον κακομεταχειρίζονται, να του στραβώνουν το
μυαλό. Δεν του αξίζει. Είναι καλός κι έξυπνος κι ο καλύτερος απ’ όλους τους
λαούς. Πρέπει το κράτος σ’ αυτό να βάλη λογοκρισία. Ν’ απαγορέψη τέτοια
κατασκευάσματα και να συλλαμβάνη τους ανθρώπους αυτούς που τόσο πρόστυχα
εμπορεύονται την ίδια την Ελλάδα και τη ρεζιλεύουν».
Με την
αναγνώστρια, που υπέγραψε ως «κυρία Μ», συμφώνησε ο Αλέκος Σακελλάριος,
συνεργάτης της εφημερίδας τότε και αργότερα ένας από τους εμπορικότερους
σεναριογράφους και σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου. Εξαιρώντας από την
κριτική του τρεις «σοβαρές προσπάθειες»
(«Η φωνή της καρδιάς», «Χειροκροτήματα» και «Η βίλλα με τα νούφαρα»), ο Α.
Σακελλάριος έκανε λόγο για «γελοιοποίηση
της 7ης τέχνης και μερικών καλών ηθοποιών που είχαν την επιπολαιότητα να
δεχθούν να τους... σκηνοθετήση ο πρώτος τυχόν ανόητος και αγράμματος νεαρός,
που επειδή ίσως δούλεψε λίγους μήνες ως ταξιθέτης ή ως ταμίας ενός
κινηματογράφου, νόμισε πως έμαθε τα μυστικά του και με τη βοήθεια του
πορτοφολιού κάποιου πιο ανόητου –υπάρχει πάντα κάποιος που είνε πιο ανόητος από
έναν άλλο ανόητο– αποφάσισε να γίνη ο Αϊνστάιν της Ελλάδας».
[Μάλιστα ο Α.
Σακελλάριος έκανε αναφορά σ’ ένα συνηθισμένο λάθος του ελληνικού
κινηματογράφου, που δεν ήταν άλλο από την αλλαγή των ρούχων των πρωταγωνιστών:
«Γυρίζεται μια σκηνή κι επειδή πέρασε η
ώρα ή δεν είνε κατάλληλο πια το φως, σταματάει το γύρισμα για να συνεχιστή την
επομένη. Την επομένη όμως συμβαίνει να ξεχνάνε πώς ακριβώς ήταν ντυμένος ο
πρωταγωνιστής. Και βλέπει έπειτα ο κατάπληκτος θεατής τον ζεν πρεμιέ να
περπατάη δίπλα-δίπλα με την πρωταγωνίστρια και ν’ ανεμίζεται η γραβάτα του στο
απογευματινό αεράκι. Κι όταν τελειώση το αγκάλιασμα η γραβάτα έχει
εξαφανιστή... μυστηριωδώς ή το σακάκι του από ανοιχτό έχει γίνει σκούρο».]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου