Στις 21 Σεπτεμβρίου 1923 στην εφημερίδα Ελεύθερος
Λόγος περιγραφόταν υπό τη μορφή γρίφου μια σκηνή ελληνικής ταινίας, που
γυριζόταν εκείνες τις μέρες στην πλατεία Συντάγματος:
«Η
παρέα πίνει το ουζάκι της εις το πεζοδρόμιον ενός κέντρου της πλατείας του
Συντάγματος. Ούζο απάνω στο ούζο με μεζέδες εκλεκτούς, το κέφι ανάβει.
Αποφασίζεται αυτοκινητάδα και γεύμα εις την Φαληρικήν Ακτήν. Αμ’ έπος, αμ’
έργον, το πρώτο αυτοκίνητο που περνάει το σταματούν, μπαίνουν μέσα ακόμα με τα
ποτήρια του ούζου στο χέρι, εξακολουθούντες το γλέντι τους ενώ το αυτοκίνητον
σηκώνει σύννεφα σκόνης. Το γκαρσόνι αντιλαμβάνεται την φυγήν και τρέχει πίσω σα
μανιασμένο· στη σαστισμάρα του πέφτει απάνω σε μια νταντά που έσερνε ένα
καροτσάκι με το μωρό μέσα, η νταντά πέφτει απάνω στο κοριτσάκι, το μωρό πέφτει
στο πεζοδρόμιο, αρχίζει τα κλάματα, μαζεύεται κόσμος και... η συνέχεια επί της οθόνης».
Θα μπορούσε η παραπάνω σκηνή να προερχόταν από μια
ταινία του Μιχαήλ Μιχαήλ, ενός κωμικού του θιάσου οπερέτας Σαμαρτζή-Μηλιάδη, ο
οποίος φιλοδοξούσε να γίνει ο «Έλληνας Σαρλώ», αν και για ορισμένους ήταν
απλά.. Σαχλώ; Ας σταθούμε όμως λίγο περισσότερο στη δεύτερη πιο καλτ φυσιογνωμία
του προπολεμικού ελληνικού κινηματογράφου μετά το Μαδρά.
Η μεγαλύτερη θεατρική επιτυχία του Μιχαήλ ήρθε μόλις
το 1917, όταν ανήκε στο θίασο του θεάτρου «Ηλύσια» του Πειραιά, οπότε έκλεψε
τις εντυπώσεις συμμετέχοντας στην επιθεώρηση «Το αναποδογύρισμα του 1917»,
γραμμένη από τον Ορφέα Καραβία (τον οποίο θα συναντήσουμε αργότερα ως το
σεναριογράφο της πρώτης ελληνικά ομιλούσας ταινίας, «Η γροθιά του σακάτη»).
Τότε μια πειραϊκή εφημερίδα σχολίαζε ότι «ο
κωμικός κ. Μιχαήλ σκορπίζει με της αμίμητες πράξεις του και τας πρωτοτύπους εμφανίσεις
του εις κάθε του λέξιν τον γέλωτα και την ευθυμίαν».
Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια ο Μιχαήλ δεν περιλαμβανόταν
στα σημαντικά ονόματα του ελληνικού θεάτρου. Περιοριζόταν σε πολύ μικρούς
ρόλους και δεν κέρδιζε πάντα θετικές εντυπώσεις. Για παράδειγμα, σ’ ένα από τα
ελάχιστα κριτικά σημειώματα που εντοπίστηκαν να σχολιάζουν την υποκριτική
δεινότητα του Μιχαήλ στο θέατρο, ο ηθοποιός περιγραφόταν ως «ανυπόφορος εις κινήσεις. Νομίζει κανείς ότι
εκπροσωπεί το αεικίνητον. Άλλως τε σ’ όλα τα έργα δεν χρειάζονται τόσες
γλυκύτητες όσες συρώνουν απ’ τ’ ανοιχτό στόμα του σε κάθε έργο».
Έδινε πολλές αφορμές για ανέκδοτα, όπως μ’ ένα πάθημά
του στη σκηνή του θεάτρου σε μια παράσταση της «Γκόλφως». Έπρεπε να περπατάει
στη σκηνή σα να βρισκόταν σε κάμπο, την ώρα που χιόνιζε. Καθώς δεν υπήρχε
βαμβάκι, οι υπεύθυνοι του θεάτρου έσκισαν ένα πάπλωμα κι έριχναν το περιεχόμενό
του από ψηλά. Κάποια στιγμή το πάπλωμα έπεσε ολόκληρο και τον κουκούλωσε, κι
αυτός, όπως ήταν σκεπασμένος, γύρισε στο κοινό λέγοντας: «Τι καλός που είναι
ο Θεός! Είδε πως κρύωνα μ’ αυτό το χιόνι και μού ριξε το πάπλωμα»!
Το 1921, ο Μιχαήλ ήταν στρατιώτης στη Μικρά Ασία.
Κάποια στιγμή διαδόθηκε ότι είχε σκοτωθεί στη μάχη του Σαγγάριου. Όμως ο ίδιος
ήταν ζωντανός κι όταν επέστρεψε, αγνώριστος από τις κακουχίες, παρευρέθηκε σε
μνημόσυνο που διοργάνωσαν οι φίλοι του για να τον τιμήσουν. Συγκινήθηκε τόσο
πολύ, ώστε έβαλε τα κλάματα. Όταν τον ρώτησαν αν ήταν συγγενής, εκείνος
απάντησε «Όχι, είμαι ο ίδιος» κλαίγοντας ακόμη πιο σπαρακτικά!
Μεταξύ 1923 και 1925 έγραψε, σκηνοθέτησε και
πρωταγωνίστησε σε τουλάχιστον τέσσερις κωμωδίες: «Ο τυχερός» (ενδεχόμενος δεύτερος
τίτλος «Το όνειρο του Μιχαήλ»), «Ο έρως της Κοντσέττας σώζει τον Μιχαήλ», «Ο
γάμος της Κοντσέττας και του Μιχαήλ» και «Ο Μιχαήλ δεν έχει ψιλά».
Στις ταινίες συμμετείχαν ηθοποιοί του θιάσου
Σαμαρτζή-Μηλιάδη. Σταθερή συμπρωταγωνίστρια και ανεκπλήρωτος έρωτάς του ήταν η
Κοντσέτα Μόσχου. Μάλιστα, οι εφημερίδες είχαν πάρει στο ψιλό το αίσθημα του ηθοποιού
δημοσιεύοντας αιχμηρά κουτσομπολιά. Ο ίδιος ο Μιχαήλ περιέγραφε ένα τραγελαφικό
περιστατικό σθεναρής άμυνας της συναδέλφου του:
«Την συναντώ στην Ομόνοια. Σταματώ τ’ αμάξι.
Η Κοντσέτα κατεβαίνει και μ’ αρχίζει στο ξύλο. Μαζεύεται κόσμος και εις το
τέλος προσέρχεται και ο αστυφύλαξ. Τη στιγμή που ητοιμάζετο να μας συλλάβη εγώ
με όλο το ξύλο είχα την ετοιμότητα να πω εις τον αστυφύλακα: «Με δέρνει στ’
αστεία. Παίζουμε ταινία». Και του έδειξα και τη σχετική άδεια...».
Οι ταινίες του Μιχαήλ δεν παρουσιάζονταν σε μεγάλες αίθουσες,
αλλά τύγχαναν ειδικών προβολών κάποια Κυριακή σε κάποιο θέατρο της Αθήνας ή του
Πειραιά και αν υπήρχε επιτυχία, οι παραστάσεις επαναλαμβάνονταν την επόμενη
εβδομάδα. Στο πλαίσιο θεατρικής περιοδείας κάποιες προβλήθηκαν και εκτός πρωτεύουσας.
Έτσι, στις αρχές του 1925 οι Έλληνες του Καΐρου γνώρισαν τον «Έλληνα Τσάρλυ», όταν για μία εβδομάδα
στον κινηματογράφο «Τριομφ» της πόλης προβλήθηκαν «Ο έρως της Κοντσέττας σώζει
τον Μιχαήλ» και «Μιχαήλ ο τυχηρός». Στις 2 Μαΐου 1926 (Πάσχα), στον
κινηματογράφο του Αργύλλα στο Βόλο προβλήθηκε η κωμωδία «Ο Μιχαήλ δεν έχει ψιλά»,
μία «δίπρακτος ελληνική ξεκαρδιστική
κωμωδία του Θ. Σακελλαρίδη»! Και στις 3 Δεκεμβρίου 1926, στον «Απόλλωνα»
του Ηρακλείου προβλήθηκε ο «Γάμος της Κοντσέτας και του Μιχαήλ».
Αργότερα ο Μιχαήλ βρέθηκε
στη Θεσσαλονίκη, στο θίασο του Παρασκευά Οικονόμου, όπου ξεχώρισε με τη...
μεθυστική ερμηνεία του στο ρόλο ενός δικαστή, ώστε στην πλατεία του θεάτρου
μαζεύονταν διάφοροι κακοπροαίρετοι, οι οποίοι, όποτε τον έβλεπαν στη σκηνή, του
φώναζαν «ούζο»! Όταν στο θίασο προστέθηκε η Ηρώ Χαντά, ο Μιχαήλ την ερωτεύτηκε
τρελά και ξαναέγινε αντικείμενο κακόπιστων κουτσομπολιών, τα οποία όμως
τροφοδοτούσε ο ίδιος: ανακοίνωνε δεξιά και αριστερά το δήθεν μέλλοντα γάμο
τους, τύπωσε καρτελάκια ξανασυστηνόμενος ως «Μιχαήλ Χαντάς», ενώ έβγαζε βόλτα
και τάιζε το σκύλο της ηθοποιού, για τον οποίο δεν έτρεφε και τα καλύτερα αισθήματα,
εκμυστηρευόμενος: «Μόλις γίνει ο γάμος θα τον πνίξω. Μου τρώγει το μισό μισθό». Όμως ο σκύλος την γλίτωσε, αφού γάμος δεν
έγινε και ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ πέθανε πάμπτωχος στην Κατοχή.
[Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]
Ρε τον Μιχαήλ... Τρελάρας. Κρίμα
ΑπάντησηΔιαγραφή