Η ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΑΔΡΑ
Ο Μαδράς
έκανε την επανεμφάνισή του στην Ελλάδα
το Μάιο του 1928, έξι χρόνια μετά την
προηγούμενη, αποτυχημένη απόπειρά του
με την «Τσιγγάνα της Αθήνας», που
προβλήθηκε μόνο στους ομογενείς της
Νέας Υόρκης. Η επιστροφή του σαιξπηρικού
ηθοποιού συνοδεύτηκε από μπαράζ
συνεντεύξεων στις εφημερίδες, που
άλλωστε άρχισαν να επιδεικνύουν τεράστιο
ενδιαφέρον για την ελληνική κινηματογραφία
μετά την επιτυχία του «Έρως και κύματα».
Είτε λόγω
της πολύχρονης παραμονής του στο
εξωτερικό είτε από ένστικτο, ο Μαδράς
ήξερε τους κανόνες της δημοσιότητας
και φρόντιζε να τους ακολουθεί κατά
γράμμα. Αυτό συνεπαγόταν και αρκετές
υπερβολές, που καμία σχέση δεν είχαν με
την πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, διέδιδε πως όταν κάποτε
στη Νέα Υόρκη έπαιξε τον «Ορέστη» στα
γαλλικά, καταχειροκροτήθηκε απ’ όλο
το σώμα της αμερικανικής Γερουσίας –
δηλαδή δεν είχαν άλλη δουλειά οι
γερουσιαστές και ταξίδεψαν όλοι μαζί
από την Ουάσιγκτον στη Νέα Υόρκη, για
να παρακολουθήσουν την παράσταση του
άσημου Έλληνα ηθοποιού! Επίσης, γράφτηκε
ότι στο Λος Άντζελες ασχολήθηκε με τον
κινηματογράφο και ότι δήθεν «έδρεψε
δάφνας»
ως διευθυντής κινηματογραφικών έργων!
«Εβαρέθηκα
πλέον την Ευρώπη, την Αμερική και το Λος
Άντζελες, την πόλιν των Αγγέλων»
ήταν η δικαιολογία του Μαδρά στην ερώτηση
γιατί άφησε πίσω του μια τόσο... «μεγάλη»
καριέρα. «Τα
εχόρτασα όλα και δόξα και τέχνη. Θέλω
να ξεκουρασθώ ολίγον ψυχικώς κάτω από
τον αίθριον ουρανόν της Αττικής. Είμαι
πολύ κουρασμένος».
Όσο «κουρασμένος»
κι αν δήλωνε όμως, διακήρυσσε ότι «ο
Μαδράς γεννήθηκε για την τέχνη και γι’
αυτή θα πεθάνη»,
ενώ ανακοίνωνε την πρόθεσή του να γυρίσει
με δικά του κεφάλαια μια ελληνική
ταινία, ως «δείγμα», όπως υποστήριζε,
ώστε να πείσει Αμερικανούς παραγωγούς
να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους στην
ελληνική κινηματογραφία.
Ζούσε κάπου
στα Πατήσια, σ’ ένα κοινό διαμέρισμα,
το οποίο είχε μεταβάλει σε «παλατάκι
Χαλιμάς»
με
«σαλόνια
και σαλονάκια στολισμένα μ’ έπιπλα
παράξενα, θάλεγε κανείς εξωτικά, γεμάτα
καθρεφτάκια και αραβουργήματα και
πολυποίκιλα παιγνίδια ρυθμών, σχεδίων,
χρωμάτων. Και γύρω πορτραίτα και γλυπτικά
έργα που παριστάνουν τον συμπαθή ηθοποιό
εις τους κυριωτέρους ρόλους του, μια
φωτογραφία της Σάρρας Μπερνάρ με
ιδιόχειρον αφιέρωσιν, όλα κομψά και
πρωτοφανή».
Στο πλευρό
του σταθερά η Φρίντα Πουπελίνα, η οποία
υποτίθεται ότι ήταν κινηματογραφικός
αστέρας του Χόλιγουντ, ενώ «ο
τύπος του Λος Άντζελες τόσον θόρυβον
έκαμεν»
για εκείνη.
Σε συνέντευξή της η Πουπελίνα έκανε
πράγματι εντυπωσιακή εμφάνιση
χολιγουντιανής ντίβας, συνοδευόμενη
από ένα «περίεργο
μαύρο αιλουροειδές, μεγάλων διαστάσεων,
που προχωρεί με νωχέλεια και κυματίζει
ψηλά τον θαυμάσιον θύσανον της ουράς.
Κάτι μεταξύ γάτας της Αγκύρας και
σκιούρου των παρθένων δασών».
Όμως στο Χόλιγουντ ήταν απλώς... άγνωστη!
Η ΤΑΙΝΙΑ
Στις πρώτες
του συνεντεύξεις, ο Μαδράς ανέφερε μια
ταινία που «γυρίζεται
τώρα στην Αμερική και στην Αγγλία από
τριετίας συνεχώς»
και η οποία «όταν
έλθη εις τας Αθήνας θα σημειώση
κινηματογραφικόν γεγονός»
υπονοώντας την... ολοκληρωμένη «Τσιγγάνα
της Αθήνας».
Μέχρι να συνέβαινε όμως αυτό, θα γύριζε
μια ταινία καθαρά ελληνικής υπόθεσης
γύρω από την ζωή της Μαρίας Πενταγιώτισσας.
Ο ίδιος ήταν
ο σεναριογράφος,
διατεινόμενος ότι προηγουμένως είχε
επισκεφτεί τους Πενταγιούς, το χωριό
της θρυλικής λησταρχίνας, και ότι
συνομίλησε με όσους κατοίκους θυμόντουσαν
τη Μαρία, ώστε το σενάριο να είναι «όχι
όπως το εφαντάσθην διάφοροι μυθιστοριογράφοι,
αλλ’ ακριβώς όπως το θέλη η ιστορική
παράδοσις».
Αν το κατάφερε ή όχι, αυτό είναι μια άλλη
ιστορία.
Αυτή
ήταν η περίληψη του έργου σύμφωνα με
τον Αχιλλέα Μαδρά:
Το 1854, κατά
την πρώτη περίοδο της Ελληνικής
Ανεξαρτησίας και τη βασιλεία του Όθωνα
και της Αμαλίας, σ’ ένα χωριό που
βρισκόταν στο πίσω μέρος του Παρνασσού,
ζούσε η περιλάλητη Μαρία, διάσημη για
την ομορφιά και τη γοητεία της, γνωστή
ως η «καλλονή της Ελλάδας». Η Μαρία ήταν
βαθιά ερωτευμένη μ’ ένα νεαρό βοσκό (ο
Τουρκάκης), παρόλο που το αγόρι
συναναστρεφόταν και τη Χρυσούλα, την
κόρη του σερίφη (!). Η Μαρία, που αγνοούσε
το δεσμό της κοπέλας με τον εραστή της,
μια μέρα έφυγε κρυφά απ’ το σπίτι της
και πήγε στο πανηγύρι του χωριού,
προκειμένου να συναντήσει το αγόρι της
και να χορέψει μαζί του.
Σύμφωνα με
το έθιμο της εποχής, το πανηγύρι του
χωριού εγκαινιάστηκε από το βασιλιά
και τη βασίλισσα. Ο μεγαλειότατος
θαμπώθηκε από τη γοητεία της Μαρίας και
ζήτησε να του τη συστήσουν. Αυτό προκάλεσε
το φθόνο και την ζήλια των άλλων κοριτσιών.
Λίγες μέρες
μετά, ο αδερφός της Μαρίας βρέθηκε
δολοφονημένος. Οι συγχωριανές της
διέδωσαν ότι τον είχαν σκοτώσει η Μαρία
με το φίλο της, επειδή ο αδερφός της ήταν
αντίθετος στο δεσμό τους. Η Μαρία
καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι ετών,
όμως η ποινή μειώθηκε σε δύο χρόνια μετά
από παρέμβαση του παπά-Γαβριήλ.
Αφού εξέτισε
την ποινή της, η Μαρία αποφυλακίστηκε
αποφασισμένη να εκδικηθεί. Με το σκοπό
αυτό έγινε μέλος μιας μοχθηρής συμμορίας,
που ήταν ο τρόμος της χώρας. Μια μέρα, η
Μαρία εισήλθε στο χωριό της έτοιμη για
εκδίκηση. Ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπη
με μια γαμήλια τελετή και με έκπληξη
είδε ότι ο αγαπημένος της παντρευόταν
τη Χρυσούλα. Στη στιγμή, η Μαρία τράβηξε
το πιστόλι της και τον σκότωσε. Γρήγορα,
σαν λεοπάρδαλη, αιχμαλώτισε τη Χρυσούλα
και την έσυρε στα βουνά, σχεδιάζοντας
να τη βασανίσει για την προδοσία. Μόλις
έφτασαν εκεί, την έδεσε σ’ ένα στύλο,
προκείμενου να την κάψει ζωντανή. Όμως
εκείνη την κρίσιμη στιγμή παρενέβη ο
παπάς κι έσωσε τη Χρυσούλα. Η Μαρία
μετάνιωσε, συγχώρεσε την αντίπαλό της
και έγινε καλόγρια.
Εδώ σταματούσε
η περίληψη του Μαδρά, από την οποία
έλειπαν δύο κρίσιμα σημεία του έργου:
η αρχή και το φινάλε. Στην αρχική της
εκδοχή η ταινία ξεκινούσε από τη στιγμή
που η μάνα της Πενταγιώτισσας αισθάνθηκε
τους πόνους της γέννας. Ακολουθούσε η
βάφτιση του μωρού, η αναχώρηση του
παπά-Γαβριήλ για τα Μετέωρα και στη
συνέχεια ο χρόνος προχωρούσε είκοσι
χρόνια μπροστά. Στη λογοκριμένη εκδοχή,
που προβλήθηκε στις ΗΠΑ, η ταινία
ξεκινούσε από τα Μετέωρα και τον
παπά-Γαβριήλ, ο οποίος θυμόταν ότι πριν
πολλά χρόνια είχε βαφτίσει τη Μαρία.
Όσον αφορά
το φινάλε, μετά τη μετάνοια της Μαρίας
ενώπιον του παπά-Γαβριήλ, ακολουθούσε
η κήρυξη της επανάστασης στην Ήπειρο,
στην οποία συμμετείχαν οι... πεθαμένοι
αγωνιστές του 1821 (Κολοκοτρώνης, Μπότσαρης
κ. ά.) και μαζί τους η Πενταγιώτισσα, η
οποία στο τέλος αμνηστεύεται από τον
Όθωνα για τον ηρωισμό της στη μάχη. Στην
τελευταία σκηνή, η Μαρία βρίσκεται στον
τάφο του παπά-Γαβριήλ και η ταινία
κλείνει με τα εξής λόγια (σ.σ άραγε
απευθυνόταν στο όραμα του παπά;): «Δώσ’
μου τα χέρια σου. Πάμε επάνω στα
λημέρια μου. Να τα παλληκάρια που
σκοτώθηκαν για την αγάπη μου. Κίτσο,
Φώτη, Δήμο, Τουρκάκη»!
ΗΘΟΠΟΙΟΙ
Από την αρχή,
η «Άζαξ
Φιλμ»
απηύθυνε ανοικτή πρόσκληση σ’ όσες
κοπέλες ονειρεύονταν μια κινηματογραφική
καριέρα, να περάσουν από κάστινγκ με
έπαθλο το ρόλο της βασίλισσας Αμαλίας.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Πενταγιώτισσας
ανήκε εξαρχής στην Πουπελίνα, παρά τις
αμφιβολίες που εκφράζονταν απ’ όσους
την είχαν δει από κοντά.
Το όνειρο
μιας κινηματογραφικής καριέρας ήταν
ζωηρό κι έτσι πολλές Αθηναίες έσπευσαν
ν’ ανταποκριθούν στην πρόσκληση. Στις
αρχές Ιουλίου του 1928 συγκεντρώθηκαν
στην Ιππευτική Σχολή. Η εφημερίδα Πατρίς
έδινε οδηγίες προσανατολισμού για τις
ενδιαφερόμενες μαζί με μικρές δόσεις
αιχμηρής ειρωνείας: «Παίρνετε
το τραμ 14. Κατέρχεσθε στο πεδίον του
Άρεως και εντός δύο, τριών λεπτών της
ώρας ευρίσκεσθε ανάμεσα εις αστέρας
εγχωρίου προελεύσεως, περί του μεγέθους
και της λάμψεως των οποίων πολλαί δυνατόν
να υπάρχουν επιφυλάξεις».
Ο τύπος είχε ήδη αρχίσει να παίρνει στο
ψιλό τον Μαδρά, όμως του πρόσφερε απλόχερα
τη διαφήμιση, που αποζητούσε.
Τι γινόταν
στην Ιππευτική Σχολή; Οι υποψήφιες
παρακολουθούσαν μαθήματα... ιππασίας,
αφού σε κάποια σκηνή η Αμαλία θα
εμφανιζόταν έφιππη με τη συνοδεία της.
Μάλιστα, ο δαιμόνιος Μαδράς έπεισε το
υπουργείο των Στρατιωτικών, ώστε η
διδασκαλία των μαθημάτων να γίνεται
δωρεάν από αξιωματικούς της Ιππευτικής
Σχολής! Κι επειδή η πρώην βασίλισσα δεν
θα βρισκόταν μονίμως σ’ ένα άλογο, αλλά
θα έριχνε κι ένα χορό, οι υποψήφιες
μάθαιναν και να χορεύουν... τσάμικο.
Η
τυχερή
ήταν η Μαρίτσα Ανδρικίδου, η οποία
κρίθηκε ότι έμοιαζε «καταπληκτικά»
με την Αμαλία και κέρδισε το ρόλο.
Επίσης επελέγησαν
η Νίτσα Γιαβραμάκη στο ρόλο της κυρίας
Μπότσαρη (κυρία επί των τιμών της
Αμαλίας), η Φωφώ Ανδρικίδου (αδερφή της
Μαρίτσας) ως κυρία Μαυρομιχάλη και η
Βιβή Θεολόγου στο ρόλο της ανταγωνίστριας
της Πενταγιώτισσας. [Αμίμητη
ήταν η απάντηση της Θεολόγου - σε ρεπορτάζ της Πατρίδος - σχετικά
με το ρόλο που υποδυόταν: «Δεν μου είναι
δύσκολο να γίνω κακιά»!]
Για το ρόλο
του Όθωνα, μεταξύ 500 υποψηφίων επελέγη
ο Ηλίας Κακανάς, ανθυπασπιστής της
προεδρικής φρουράς. Σε συνέντευξή του
παραδεχόταν ότι ποτέ δεν είχε όνειρο
να παίξει στον κινηματογράφο, ούτε καν
είχε παρακολουθήσει πολλές ταινίες
στην ζωή του, ενώ αποκάλυπτε τον παράδοξο
τρόπο, με τον οποίο έγινε η επιλογή του
για το ρόλο:
Μια μέρα, ο
Μαδράς είχε ζητήσει τους ευζώνους της
προεδρικής φρουράς για τις ανάγκες της
ταινίας κι όταν είδε τον Κακανά του
είπε: «Ξέρετε ότι μοιάζετε καταπληκτικά
με τον Όθωνα; Θα παίξετε στην ταινία
μου!». Εκείνος του απάντησε ότι ούτε η
θέση του αξιωματικού ούτε και η ψυχική
του διάθεση του το επέτρεπαν, όμως ο
Μαδράς ήταν αμετακίνητος: «Από τους 400
κυρίους που υπέβαλαν υποψηφιότητα για
να παίξουν το ρόλο του Όθωνος, μόνον
εσείς του μοιάζετε». Δυο μέρες μετά
δόθηκε η άδεια από το υπουργείο
Στρατιωτικών κι από εύζωνος ο Κακανάς
έγινε - για μία και μοναδική φορά στην
ζωή του - πρωταγωνιστής σε ταινία.
Στην ταινία
συμμετείχαν επίσης οι: Αιμίλιος Βεάκης,
Βασίλης Αυλωνίτης, Εμμανουήλ Καντιώτης,
Κόκκος, Βασιλάκης, Βάθης, Χ. Χατζηχρήστος,
Λοράνδος, Κωνσταντινίδης, Α. Βατίστας,
Χαλκιόπουλος, Αφεντάκης, Λουλουδάκης,
Βερίδης, Δαμάσκος, Καλουτάς, Κουμπάρης,
Βαρβέρης, Τριχά, Ανδρεοπούλου, Ανδρεόπουλος,
Σπαρίδης, Σίμων Πάρης, Πολυζωάκης,
Χριστοδούλου. Και φυσικά, πρωταγωνιστικό
ρόλο είχε ο Αχιλλέας Μαδράς στο ρόλο
του «παπά Γαβριήλ».
Υπήρχαν κι
εκείνοι που επιθυμούσαν να παραμείνουν
ανώνυμοι. Όταν ένας δημοσιογράφος
πλησίασε κάποιον από τους πενήντα
ευζώνους της προεδρικής φρουράς, που
συμμετείχαν
ως κομπάρσοι, ζήτησε να μάθει τ' όνομά
του, αλλά εκείνος αρνήθηκε να το πει με
το φόβο... του πατέρα του! «Θέλεις
να το μάθη ο πατέρας μου στο χωριό και
να μη θέλη να με ξαναδή στα μάτια του;»
ήταν η απάντησή του, ενδεικτική της
γενικής δυσπιστίας, που επικρατούσε
τότε για τους ηθοποιούς.
ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ
Τα γυρίσματα
της «Μαρίας Πενταγιώτισσας» παρακολουθούσαν
στενά οι εφημερίδες ενημερώνοντας
τακτικά τους αναγνώστες τους. Όταν μια
σημαντική σκηνή θα γυριζόταν στον πύργο
Βασιλίσσης στην Αράχοβα, ο Μαδράς
απηύθυνε δημόσια πρόσκληση μέσω του
τύπου:
«Καλούνται
οι φίλοι και γνωστοί της «Άζαξ φιλμ» να
προσέλθουν την Κυριακή 16 τρέχ. στον
Πύργο της Βασιλίσσης όπως παρακολουθήσουν
το κινηματογραφικόν πανηγύρι της εποχής
του 1845 το οποίον θα γίνη εκ του φυσικού
προς κινηματογράφησιν. Περί τα 200 άτομα
θα λάβουν μέρος, με την αθάνατη δε
φουστανέλλα θα χορευθή ο τσάμικος και
θα μυρίση το αθάνατο κοκορέτσι και το
αρνί της σούβλας. Η πολυθρύλητη Μαρία
Πενταγιώτισσα θα τραβήξη τον χορόν. Οι
επιθυμούντες ας αποταθούν στον διευθυντή
της «Άζαξ φιλμ» κ. Μαδράν όπως λάβουν
είσοδον ελευθέραν».
Έτσι κι έγινε.
Φυσικά, η πολυθρύλητη Μαρία Πενταγιώτισσα
δεν αναστήθηκε από τον τάφο της, αλλά
το χορό έσυρε η Φρίντα Πουπελίνα σ’ ένα
παραδοσιακό, πασχαλινό γλέντι στις
αρχές του φθινοπώρου. Οι σκηνές που
γυρίστηκαν, αναπαριστούσαν μια επιδρομή
της λησταρχίνας, η οποία, όπως προβλεπόταν
από το σενάριο, έκοψε το αυτί ενός
χωρικού, που είχε τολμήσει να τραγουδήσει
ένα προσβλητικό για εκείνη τραγούδι.
Μια σουρεαλιστική
περιγραφή σε ρεπορτάζ της Εσπερινής
εμφάνιζε τον Μαδρά σε έξαλλη κατάσταση
να πασχίζει να βάλει σε τάξη το μπουλούκι
των ερασιτεχνών, που είχε μαζευτεί στην
Αράχοβα: «Δεξιά! Αριστερά σεις», «Κορίτσια,
δώστε τα χέρια», «Χωρίστε», «Οπερατέρ,
από κείθε το φακό σου», «Φρίττα, πέσε
χάμω», «Θανάση, τράβα το μαχαίρι»!
Αποκαλυπτική ήταν η παραδοχή του
δημοσιογράφου ότι βλέποντας όλον αυτόν
το χαμό «εμείς
γελούσαμε από μέσα μας με κακεντρέχεια»
και «είχαμε σχηματίσει την ιδέα ότι όλα
αυτά που έλαβαν χώραν δεν ήσαν παρά μια
παρωδία κινηματογραφική, κάτι για
«προσκεφάλωμα», αν είχε την τύχη να
προβληθεί».
Αναρωτιέται
κανείς, διαβάζοντας τέτοιες αιχμές,
γιατί οι εφημερίδες συνέχιζαν να προωθούν
την ταινία. Ένας λόγος ήταν το χάρισμα
του Μαδρά να πείθει με τα μεγάλα του
λόγια ότι ο ίδιος ήταν ειδικός, ότι είχε
εμπειρία στα μεγαλύτερα κινηματογραφικά
στούντιο του Λος Άντζελες κι επομένως
ήξερε πολύ καλά τη δουλειά. Ο ίδιος
δημοσιογράφος που γελούσε από μέσα του
παρατηρώντας το χάος στα γυρίσματα της
«Πενταγιώτισσας» στην Αράχοβα, μετά
από συνομιλία με τον Μαδρά πείστηκε ότι
η σκηνή είχε ληφθεί «όπως εις το
αμερικανικόν Χόλλυγουντ, όπου υπάρχουν
όλα τα μέσα της κινηματογραφήσεως»!
Ο δεύτερος
λόγος είχε να κάνει με την περιβόητη
και περιζήτητη «ελληνικότητα» του
έργου. Από την «Γκόλφω» του 1915 αυτό ήταν
το βασικό σημείο αναφοράς. Ακόμη και τα
μεγαλύτερα τεχνικά λάθη συγχωρούνταν
στο όνομα της απειρίας, της έλλειψης
τεχνικών μέσων κλπ., όχι όμως και η
έλλειψη «ελληνικού χρώματος». Για τους
θεατές της εποχής μεγαλύτερη αξία είχε
να δουν ένα όμορφο ελληνικό τοπίο ή έναν
φουστανελοφόρο να γυρίζει αρνάκι στη
σούβλα, πιστεύοντας ότι θα λειτουργούσε
διαφημιστικά για την Ελλάδα στο εξωτερικό
- αν βέβαια η ταινία έβρισκε διανομή -
παρά η τεχνική αρτιότητα του φιλμ.
Στα μέσα
Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν τα γυρίσματα για
τις σκηνές του Όθωνα και της Αμαλίας,
δυο πρόσωπα που ιστορικά δεν είχαν την
παραμικρή σχέση με την Πενταγιώτισσα
- όμως πώς αλλιώς θα γινόταν πιο εντυπωσιακή
η ταινία; Άλλες ιστορικές προσωπικότητες,
που κατά παρέκκλιση της ιστορικής
αλήθειας «αναβίωσαν» στο έργο, ήταν ο
Γρίβας, ο Κριεζής, ο Σούτσος, ο Καραϊσκάκης,
ο Χατζηπέτρος, οι Τζεβελαίοι, ο
Μαυρομιχάλης, ο Κολοκοτρώνης, ο Πετμεζάς
κ.ά.
Ένα από τα
τελευταία γυρίσματα πραγματοποιήθηκε
στις 7 Οκτωβρίου στην πλατεία Συντάγματος,
όπου πλήθος κόσμου μαζεύτηκε, για να
παρακολουθήσει τις ενσαρκώσεις του
Όθωνα με τη φουστανέλα του, της Αμαλίας
με το κόκκινο φέσι της, των διαφόρων
κυριών των τιμών, των αυλικών, των
υπουργών και άλλων αξιωματούχων της
εποχής εκείνης με ντεκόρ τα «παλαιά
ανάκτορα» (η σημερινή Βουλή).
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Η ταινία
ξεκίνησε να προβάλλεται στους
κινηματογράφους «Αττικόν» και «Σπλέντιτ»
από τις 18 Φεβρουαρίου 1929. Στα πλαίσια
της διαφήμισης, η κινηματογραφική
Πενταγιώτισσα περιγραφόταν ως «γυναίκα
των παθών και του έρωτος»,
προκαλώντας ειρωνικά σχόλια: «Ευτυχώς
που δεν ζη η λεβέντισσα Μαρία. Άλλως τε
ο ρεζισέρ της ταινίας της θα εύρισκε
τον μπελά του, εάν επρόκειτο να εξηγήση
περί ποίου είδους «παθών» πρόκειται...».
Τις δυο πρώτες
μέρες, οι εφημερίδες δημοσίευαν
διαφημιστικές καταχωρήσεις του «Αττικόν»,
ότι η αίθουσα ήταν «κατάμεστος κόσμου»,
που για πρώτη φορά χειροκροτούσε ελληνική
ταινία «με τέτοιον ενθουσιασμόν».
Όμως κι αν ακόμη ήταν έτσι τα πράγματα,
φαίνεται ότι δεν υπήρξε συνέχεια. Οι
προβολές δεν συνεχίστηκαν για δεύτερη
εβδομάδα, αλλά στις 25.02 η ταινία μεταφέρθηκε
στην αίθουσα «Ολύμπια» του Πειραιά.
Έξυπνη ήταν
η επιλογή να ξεκινήσει η προβολή της
«Πενταγιώτισσας» στη Θεσσαλονίκη
ανήμερα του Πάσχα (κινηματογράφος
«Αθήναιον», 05.05.1929), ενώ στα τέλη της
χρονιάς η ταινία έφτασε και στην
Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (από 3 Δεκεμβρίου,
κινηματογράφος «Ροαγιάλ»).
Με καθυστέρηση...
τριών ετών η ταινία προβλήθηκε στη
Μυτιλήνη (17-20.02.1932 στον κινηματογράφο
«Σαπφώ»). Κακή κίνηση, μιας και στο μεταξύ
είχαν ανέβει πολύ οι απαιτήσεις του
κόσμου. Έτσι, τις δυο πρώτες μέρες κόπηκαν
ελάχιστα εισιτήρια και μόνο το απόγευμα
της τρίτης σώθηκε η κατάσταση, ώστε ο
Μαδράς δεν έφυγε με τις χειρότερες
εντυπώσεις από το νησί. Ωστόσο, στην
κοσμοπλημμύρα της τρίτης μέρας ο Μαδράς
έχασε ένα δαχτυλίδι αξίας 20 λιρών, το
οποίο πάντως βρήκε την επομένη.
Το Σεπτέμβριο
του 1935 προβλήθηκε για πρώτη φορά στον
ελληνισμό της Αμερικής, όπου παρουσιάστηκε
και μια δεύτερη, ομιλούσα εκδοχή. Πρώτη
προβολή της ομιλούσας στις 24.04.1936 στο
«Circle
Theater» της
Νέας Υόρκης, ενώ ακολούθησε περιοδεία
και σε άλλες πόλεις.
Προηγουμένως, η επιτροπή λογοκρισίας
είχε ζητήσει την περικοπή δύο σκηνών
που κρίθηκαν «απρεπείς», επειδή έδειχναν
το θηλυκό φύλο ενός μωρού (στη βάφτιση
και όταν το μωρό βρισκόταν στην αγκαλιά
της μητέρας του).
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Πριν την
προβολή της «Πενταγιώτισσας»
στις αίθουσες υπήρχε μια άνευ προηγουμένου
προώθησή της με διαρροή φωτογραφιών
στις εφημερίδες και ευνοϊκά σχόλια,
παρότι δεν είχε προηγηθεί ειδική προβολή
για τους δημοσιογράφους! Γράφτηκε ωστόσο
ότι ο Μαδράς επέδειξε την ταινία σε
«ειδικούς
κύκλους της Βιέννης»,
οι οποίοι
«από
τεχνικής απόψεως, εξεφράσθησαν
ικανοποιητικώς».
Θα συμφωνούσαν οι Έλληνες συνάδελφοί
τους;
Ο Πέτρος Χάρης στάθηκε στην «ανεξάντλητη» ανεκτικότητα και την «καταπληκτική αντοχή» των θεατών
σημειώνοντας ότι η ταινία του Μαδρά δεν ήταν απλά «ένα φιλμ με ελαττώματα», αλλά κάτι χειρότερο, «ένα φιλμ στο οποίο γίνεται ελεεινή εκμετάλλευση της ιστορίας του τόπου».
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε σχόλιό του στη Νέα Εστία, η αναπαράσταση της
εποχής του Όθωνα είχε γίνει «τόσο
ανιστόρητα και ακαλαίσθητα, ώστε το φιλμ αυτό [...] είναι φοβερή δυσφήμιση του
τόπου και του παρελθόντος του».
Ο Ημερήσιος
Τύπος,
που πριν την πρεμιέρα διακινδύνευε την
πρόβλεψη ότι η ταινία θα συνέβαλε στην
οργάνωση του κινηματογράφου στην
Ελλάδα,
αποφάνθηκε ότι τελικά η «Μαρία
Πενταγιώτισσα»
δεν ήταν ούτε επιτυχία ούτε αποτυχία,
όμως η πλάστιγγα έγερνε εμμέσως πλην
σαφώς προς το δεύτερο.
Ο Γεώργιος
Λαμπρίδης, που υπέγραφε το κείμενο,
διαπίστωνε «πολλές και χονδρές»
αδυναμίες, όπως η «μεγίστη ακαταλληλότητα»
της πρωταγωνίστριας, για την οποία
σχολίαζε: «Όσον είδατε την Μαρία της
ταινίας, μπορείτε να κρίνετε ποια
απόστασις την εχώριζε από το αγγελόμορφο
πρότυπό της». Εκτιμούσε ότι ο Μαδράς
είχε «πλήρη συνείδηση» της
ακαταλληλότητας της Πουπελίνας,
επικαλούμενος ότι δεν την παρουσίασε
ούτε σ’ ένα ολόκληρο εκράν!
Επιπρόσθετα,
ο Λαμπρίδης διαπίστωνε σεναριακά κενά
και πλήθος ιστορικών ανακριβειών,
αποδίδοντάς τα στην προσπάθεια του
Μαδρά να τα κάνει όλα μόνος του, χωρίς
το πλήθος των βοηθών που διέθεταν τα
μεγαλύτερα ευρωπαϊκά και αμερικανικά
στούντιο. Μεταξύ των λαθών ήταν «το
ανάστημα του Όθωνος και της Αμαλίας,
μερικά κοστούμια των παληών αυλικών,
αμφοτέρων των φύλων, τα κωμικώτατα και
ολοφάνερα χάρτινα παράσημα των παληών
αυλικών και πολιτικών, τα ορκωτά
δικαστήρια – θεσμός πολύ μεταγενέστερος
της εποχής της Πενταγιώτισσας – το
ανέβασμα... της Πενταγιώτισσας στο
επίπεδο εθνικής ηρωίδος, τα μοντέρνα,
στενόμακρα ποτήρια, αντί του κλασσικού
μικρού ρωμαίικου ρακοπότηρου, σε ταβέρνα
υποτιθεμένου ελληνικού χωριού πάνω στα
βουνά, τα ψεύτικα μουστάκια, ευτυχώς
όχι πολλά, που τα τραβά, σαν να θέλη να
τα ξεριζώση ο αέρας» κλπ.
Κι αν απορείτε
- μετά τον ποταμό μειονεκτημάτων - ποιες
αρετές είχε η ταινία, αυτές ήταν «η
λαμπρή όρεξις δουλειάς»,
το ελληνικό θέμα της, τα «θαυμασίως
πιστά χωριάτικα, ελληνικά κεφάλια»
δυο γέρων χωριατών σε μια σκηνή του
έργου, τα πρασινογάλαζα μάτια του
ηθοποιού που υποδυόταν τον Νταβέλη, οι
τριακόσιοι φουστανελοφόροι και ο...
Μαδράς, ο οποίος, αν και «ηθοποιός
τόσον ανυπόφορα κακός εις το Θέατρον»,
στην ταινία αναδεικνυόταν ως «αληθινόν
εύρημα διά την ηθοποιίαν του
κινηματογράφου».
Αυτή ήταν
ίσως και η πιο ειλικρινής κριτική που
γράφτηκε για την ταινία. Προσπαθούσε
μεν να κρατήσει τις ισορροπίες, όμως η
ποιοτική διαφορά μεταξύ των ελαττωμάτων
και των αρετών ήταν κάτι παραπάνω από
σαφής. Εξάλλου, ο σεβασμός απέναντι στις
φιλότιμες προσπάθειες των δημιουργών
οδηγούσε τους περισσότερους κριτικούς
είτε σε... σιωπή είτε σε μια προσπάθεια
τήρησης ισορροπιών.
Η Εσπερινή
διαπίστωνε ότι η προσπάθεια του Μαδρά
ήταν μεν «λίαν
αξιέπαινος»,
όμως «από
του σημείου αυτού μέχρι του να χαρακτηρισθή
ως «εθνικήν ταινίαν», είναι απόστασις
μεγάλη».
Η κυριότερη ένσταση αφορούσε την επιλογή
του θέματος, καθώς η ιστορία της Μαρίας
Πενταγιώτισσας «αποτελεί
στίγμα για την Ελλάδα και... είναι ντροπή
μας να παρουσιασθή ως εθνική και εις το
εξωτερικόν»
η ταινία για μια γυναίκα που έβαλε τον
εραστή της να σκοτώσει τον αδερφό της,
φυλακίστηκε, έγινε λησταρχίνα, πυρπόλησε
το χωριό της κλπ.. Κατά τ’ άλλα - και παρά
τις ιστορικές ανακρίβειες - η «Πενταγιώτισσα»
θεωρήθηκε «ασυγκρίτως
ανωτέρα»
σε σχέση με το «Λιμάνι των δακρύων»,
επειδή διέθετε «τοπικόν
χρώμα και υπόθεσιν επί τέλους ελληνικήν».
Ο Μαδράς κρίθηκε «υπέροχος»
ως ηθοποιός, όπως επίσης κι ο Βεάκης στο
μικρό του ρόλο, ο Κακανάς «τελείως
ακατάλληλος»
ως Όθωνας, ενώ ως «αρκετά
καλή, αλλά πολύ νέα»
αξιολογήθηκε η Μαρίτσα Ανδρικίδου. Για
την πρωταγωνίστρια Πουπελίνα... ουδέν
σχόλιο!
Για τον
κριτικογράφο της Πολιτείας,
μετρούσε περισσότερο η «αναμφισβητήτως»
ελληνική υπόθεση της ταινίας. Επαινούσε
τον Μαδρά ως σκηνοθέτη που «κατέχει
το μυστικόν της κινηματογραφικής
τέχνης»,
όμως δεν χαριζόταν στις σεναριακές
ανακρίβειες, χάρη στις οποίες «δολοφονήται
ολόκληρος η ιστορία μας».
Ήταν δε ο μόνος που έκρινε ότι η Πουπελίνα
«επέτυχε»
στην ερμηνεία της, αν και αναγνώριζε
ότι «η
καλλιτέχνης αυτή δεν μπορεί να ενσαρκώση
την ηρωίδαν διά την ευμορφιάν της οποίας
σφάζονται παλληκάρια».
Αντίθετα το Έθνος
και η Πατρίς
περιορίστηκαν να διαπιστώσουν πόσο
«πράγματι
πολύ καλή, ικανή να παραβληθή προς τα
ξένας»
ήταν η ταινία ή πόσο «υπερήρεσε»
στους θεατές.
Διθυραμβικά
σχόλια δημοσιεύτηκαν στον αλεξανδρινό
Ταχυδρόμο-Ομόνοια, όπου η νοσταλγία για
την πατρίδα επισκίαζε κάθε ατέλεια:
«[...]
είναι ασφαλώς ταινία με ελληνικόν φως,
ελληνικήν πλοκήν, με ελληνικά ήθη και
έθιμα. Όλοι παίζουν καλά, ο δε κ. Μαδράς
και ο κ. Βεάκης, ήσαν υπέροχοι εις το
παίξιμόν των. Η ταινία πολύ πλουσία,
ιδίως τα Παλάτια με τα Συμβούλιά των, ο
Όρκος της Σημαίας, τα αθάνατα ελληνικά
πανηγύρια με τα αρνιά στην σούβλα·
νομίζει κανείς ότι μυρίζουν ακόμη το
θυμάρι. Η συγχρονισμένη ιδίως μουσική
ήτο κάτι το υπέροχον. Εκείνη η φλογέρα,
το τραγούδι της καρδιάς, ο Γέρω-Δήμος
και το Τσοπανόπουλο, είναι τόσον τέλεια
που νομίζει κανείς ότι ακούει τους
ιδίους τραγουδιστάς επί της σκηνής».
Στο Κάιρο, η «Πενταγιώτισσα» προβλήθηκε στα
πλαίσια των εορτασμών της Εκατονταετηρίδας. «Καταλληλοτέρα εκλογή κινηματογραφικής ταινίας» δεν μπορούσε να υπάρξει,
σχολίασε η ελληνόφωνη εφημερίδα Φως, ώστε οι θεατές αδιαφόρησαν για τις
ιστορικές αστοχίες και τα ελαττώματα της ταινίας, η οποία όχι απλά «κατεγοήτευσε τους πάντας», αλλά έμοιαζε με
«θαύμα της Ελληνικής κινηματογραφίας»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου