Η φρενίτιδα
που κατέλαβε τον τύπο από την τεράστια
απήχηση του «Έρως και κύματα» ήταν τόσο
μεγάλη, ώστε η έλευση ενός γνωστού
Γερμανού ηθοποιού της εποχής, του Βέρνερ
Κράους, το καλοκαίρι εκείνο πυροδότησε
μια φημολογία ότι αυτός θα συνεργαζόταν
δήθεν με την «Νταγκ Φιλμ»!
Εξάλλου, η
επιτυχία ενθάρρυνε το γύρισμα και νέων
ταινιών. Ακολούθησε το «Λιμάνι
των δακρύων»,
μια ακόμη παραγωγή της «Νταγκ»,
που κόστισε περίπου 1.500.000 δραχμές,
σύμφωνα με το σκηνοθέτη, Δημήτρη Γαζιάδη:
για φιλμ Παν-Κινέ 8.000 μέτρων (από το οποίο
κρατήθηκαν μόλις τα 3.500 μ.) ξοδεύτηκαν
144.000 δραχμές· για φάρμακα 32.000 δρχ.· για
σκηνικά, ηλεκτρικό ρεύμα και ηλεκτροτεχνίτες
περίπου 100.000 δρχ.· οι αμοιβές των ηθοποιών
ανήλθαν συνολικά σε 200.000 δρχ. περίπου·
οι διαφημίσεις κόστισαν 120.000 δρχ.· το
ενοίκιο για αποκλειστική εκμετάλλευση
της ταινίας από τις κινηματογραφικές
αίθουσες αποτιμήθηκε σε 220.000 δρχ.· ο
φόρος δημοσίων θεαμάτων 350.000 δρχ. συν
άλλα έξοδα.
Η
υπόθεση της ταινίας, όπως την περιέγραψε
ο Δ.
Γαζιάδης:
Σ΄ ένα ελληνικό
νησί, σ’ ένα λιμάνι που κατοικείται από
εργατικούς σπογγαλιείς και λαθρεμπόρους,
ζει ένας γέρος φαροφύλακας, που έχει
δυο παιδιά, την ωραία και αθώα Μαρία και
το γιο του, Ανδρέα. Η Μαρία αγαπά με
φλογερό και αγνό έρωτα έναν ζωγράφο,
που ζωγραφίζει διάφορα σχέδια σε αγγεία
ενός εργοστασίου αγγειοπλαστικής.
Μια γυναίκα
μυστηριώδης, που μένει στο νησί και που
την ξέρουν όλοι ως «αρχόντισσα», γυναίκα
φιλήδονη και βίαια, ερωτεύεται το νεαρό
ζωγράφο και κατορθώνει να τον αποσπάσει
από την αγάπη της Μαρίας. Όταν η Μαρία
μαθαίνει την εγκατάλειψή της από τον
άνθρωπο που αγαπά, σωριάζεται λιπόθυμη
στη μέση του δρόμου, απ’ όπου ένας
καπετάνιος, ο Βαλέντης, την παίρνει μαζί
του στο καράβι του. Αργότερα την
παντρεύεται και ζει μαζί της σ’ άλλο
νησί.
Ο γιός του
φαροφύλακα, ο Αντρέας, βαρέθηκε την
ταλαίπωρη κι επικίνδυνη ζωή των
σφουγγαράδων και φεύγει στα ξένα μ’
έναν παιδικό του φίλο, που πεθαίνει κατά
τη διάρκεια του ταξιδιού και τον πετάνε
στη θάλασσα. Η Μαρία, που η κακή μοίρα
σκύβει επάνω της και τη βαραίνει, εμπνέει
παράφορο έρωτα σ’ ένα συνεργάτη του
συζύγου της, ο οποίος καταγγέλλει τον
άνδρα της ως λαθρέμπορο στην αστυνομία.
Κατόπιν πολύωρης συμπλοκής, ο άνδρας
της Μαρίας συλλαμβάνεται και προφυλακίζεται.
Η Μαρία, μόνη κι έρημη, παίρνει το παιδί
της και γυρίζει στο χωριό. Η μητέρα της
έχει πεθάνει κι ο πατέρας της τη διώχνει
με βρισιές. Έρημη κι απροστάτευτη,
σέρνεται στους δρόμους και την αμαρτία
και καταντά, ύστερα από χρόνια, να
δουλεύει σε μια ταβέρνα του Πειραιά.
Ο αδελφός
της, που εν τω μεταξύ έγινε πλούσιος
καραβοκύρης, φθάνει μια μέρα με το καράβι
του στον Πειραιά. Έχει περάσει από το
χωριό του, όπου τον έφερε η νοσταλγία,
αλλά δεν βρήκε κανέναν από τους δικούς
του παρά μόνο δυο σταυρούς στο νεκροταφείο,
που έδειχναν πως εκεί είχαν ταφεί ο
πατέρας και η μητέρα του. Για την αδελφή
του δεν είχε κατορθώσει να μάθει τίποτε.
Κανείς δεν ήξερε να του πει τι απέγινε.
Με τη θλίψη στην καρδιά μπαίνει σε μια
ταβέρνα του Πειραιά αναζητώντας τη λήθη
σ’ ένα ποτήρι κρασί και προς μεγάλη του
έκπληξη βρίσκεται μπροστά στη χαμένη
του αδελφούλα.
Τα δυο αδέρφια
αναγνωρίζονται και αγκαλιάζονται, ενώ
ο σύζυγος της Μαρίας, που εκείνη τη μέρα
αποφυλακίστηκε και από μια μοιραία
σύμπτωση βρίσκεται κατά την ώρα εκείνη
στην ίδια ταβέρνα, παρακολουθεί τη σκηνή
του εναγκαλισμού. Τρελός από ζήλια, ορμά
εναντίον του Ανδρέα, τον οποίο δεν
γνωρίζει και του οποίου τον εναγκαλισμό
παρεξηγεί, τον πετά στο πάτωμα και
ετοιμάζεται να του διαπεράσει την καρδιά
με το μαχαίρι του, όταν επεμβαίνει η
Μαρία, τον συγκρατεί και η παρεξήγηση
διαλύεται, για να ζήσουν όλοι τους καλά
στο μέλλον.
Ένα πολύ
μικρό απόσπασμα του σεναρίου αναδημοσίευσε
η Πατρίς:
Εικών 79.
Εξωτερικά τείχη πύργου.
Α΄ μέρος:
Ο λαθρέμπορος ανυπομονών να ιδή την
Αρχόντισσα, σφυρίζει συνθηματικά,
κυττάζοντας επάνω προς τα παράθυρα.
Β΄ ολική:
Η Αρχόντισσα βγαίνει στο παράθυρο και
κάνει νόημα στον λαθρέμπορο.
Γ΄ μέρος:
(Από το παράθυρο ψηλά τραβηγμένο). Ο
λαθρέμπορος τρέχει κάτω από το παράθυρον
και με αγωνίαν προσπαθεί να σκαρφαλώση
εις τον τοίχο, για να πλησιάση την
Αρχόντισσα και να της πη τα νεώτερα.
Δ΄ από
κοντά: Ο λαθρέμπορος με συσπάσεις δυνατές
της λέει σιγά μήπως τον ακούσουν:
(εκ των άνω
προς τα κάτω παρμένο)
Τίτλος:
«Αρχόντισσα... μας προδώσατε... κινδυνεύετε...
ελάτε γρήγορα...»
Ε΄ κοντά:
Η Αρχόντισσα τ’ ακούει (από τα κάτω προς
τα επάνω παρμένο) και με μεγάλη προσοχή
τον περιμένει με αγωνία...
Ως σεναριογράφος
φερόταν κάποιος Γερμανός ή Σουηδός
συγγραφέας ονόματι Μπερκ Σλόβε. Στην
πραγματικότητα το σενάριο έγραψε ο
Ορέστης Λάσκος. Εν τω μεταξύ, περισσότερα
από 300 άτομα συμμετείχαν στο «Λιμάνι
των δακρύων». Τους πρωταγωνιστικούς
ρόλους υποδύθηκαν οι:
Μίρβα
Βιολάντη ............... Μαρία
Δημήτρης
Τσακίρης ......... Ανδρέας
Αθανάσιος
Μαρίκος ......... φαροφύλακας και παπάς
(δύο ρόλοι)
Αθανασία
Μουστάκα ....... σύζυγος του φαροφύλακα
Άλκης
Ίων ........................ Παύλος (ο ζωγράφος)
Έμμα
Βιτσιώρη ................ Δώρα Φιορέλλη (η
αρχόντισσα)
Νίκος
Ροζάν ..................... Βαλέντης
Αιμίλιος
Βεάκης ............... κυβερνήτης ιστιοφόρου
και σπογγαλιευτικού (δύο ρόλοι)
Μίμης
Κοκκίνης ............... ναύτης (η κωμική ανάσα
της ταινίας)
Ορέστης
Λάσκος ............... ναύτης
Αρίφ
Ντίνο βέης ................ λαθρέμπορος
Μοσχονάς
......................... διευθυντής καμπαρέ
Κίμων
Σπαθόπουλος
[Ο Αρίφ Ντίνο βέης, σκιτσογράφος στο επάγγελμα και αδελφός του επίσης σκιτσογράφου και πρώην βουλευτή Πρεβέζης Αλή Ντίνο βέη, ήταν ο πρώτος Αλβανός ηθοποιός σε ελληνική ταινία. «Η Ελλάς και η Αλβανία εις εγκάρδιον σύμπλεγμα σφιχτοδεμένο με την ταινία του κινηματογράφου. Να πώς γίνεται η συνεννόησις των λαών, καλύτερα από πολιτική!», σχολίασε εύστοχα η Πατρίς.]
Καθώς δεν
υπήρχαν ειδικά εφέ, ούτε χρησιμοποιούνταν
κασκαντέρ, τα γυρίσματα ορισμένων σκηνών
είχαν δυσκολίες. Για παράδειγμα, στη
συμπλοκή των λαθρεμπόρων με τους
αστυνομικούς χρησιμοποιήθηκαν αληθινές
σφαίρες, ώστε ο Νίκος Ροζάν κινδύνεψε
να σκοτωθεί. Φυσικές ήταν και οι σκηνές
της σπογγαλιείας, καθώς τραβήχτηκαν
φωτογραφίες δυτών σε βάθος ογδόντα
μέτρων και ήταν τόσο λεπτομερειακές,
ώστε φαίνονταν όλα τα φυτά του βυθού
και τα ψάρια στο συγκεκριμένο βάθος.
Για το ρόλο
της Μαρίας, αρχικά
η «Νταγκ φιλμ» δημοσίευσε
αγγελία στις εφημερίδες αναζητώντας
υποψήφιες μεταξύ 17 έως 20 ετών, αναστήματος
περίπου 1.60 μ., με κανονική σωματική
διάπλαση και όμορφη εμφάνιση, ενώ η
τυχερή θα κέρδιζε μηνιαίο μισθό εκατό
δολαρίων και δωρεάν τουαλέτες.
Τελικά,
προτιμήθηκε η 22χρονη Μίρβα Βιολάντη, η
οποία προερχόταν από τη μιμική σχολή
της εταιρίας και ένα χρόνο νωρίτερα
είχε επιλεγεί να πρωταγωνιστήσει στο
«Έρως και κύματα», αλλά προτίμησε να
παραιτηθεί, όταν μια μέρα φοβήθηκε ότι
θ’ αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι της
μετά το γύρισμα.
Κατά τ’ άλλα,
οι εφημερίδες εκθείαζαν προκαταβολικά
το ταλέντο της. Ήδη τον Οκτώβριο του
1928, η Πατρίς την παρουσίαζε ωσάν να
διέθετε «όλα
τα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα για
να γίνη ένας τέλειος «αστήρ»»,
καθώς «τα
μεγάλα μαύρα της μάτια ακτινοβολούν
από έκφρασι. Το παράστημά της, αι κινήσεις
της, ο αέρας της δείχνουν ένα ταλέντο
που θ’ άξιζε να μπορούσε να ξεφύγη από
τα στενά ελληνικά όρια».
Αντίστοιχα,
η Εσπερινή περιέγραφε τη Βιολάντη ως
«τύπο
τσιγγάνικης ευμορφιάς, με παθητικά
μαύρα μάτια και ωραία κορμοστασιά,
μοναδικής δεξιοτεχνίας χορεύτρια, έχει
διακριθή εις πολλούς χορευτικούς
διαγωνισμούς. Είναι δε εξαιρετικώς
απλή, προσηνής και καλή και κατακτά την
συμπάθειαν και την αγάπην των γνωστών
και των φίλων της».
Ωστόσο η
νεαρή πρωταγωνίστρια δεν θα είχε κάποια
εξέλιξη. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία
κινηματογραφική της εμφάνιση. Σε
συνέντευξή της παρουσιαζόταν ως ένα
τυπικό, απλοϊκό κορίτσι της εποχής, που
ονειρευόταν να παίξει στον κινηματογράφο
από την ηλικία των 10 ετών, όταν έβλεπε
στο λευκό πανί την Ιταλίδα ηθοποιό
Μπερτίνι: «Όλη τη νύχτα δεν μπορούσα
να κλείσω μάτι αναλογιζομένη πως θα ήτο
δυνατόν να την φθάσω μια ημέρα».
Έτσι, πίστευε
αφελώς ότι «με
εντελώς εξαιρετικήν δύναμιν»
θα μπορούσε να ερμηνεύσει τον τύπο «της
μοιραίας γυναίκας»,
αν και ειδικά στο «Λιμάνι
των δακρύων»
ξεχώρισε μια δραματική σκηνή, όταν ως
«Μαρία» μάθαινε το θάνατο του παιδιού
της: «Εκεί
ο Ρεζισέρ κατόρθωσε με διάφορες παρενέσεις
να μου δημιουργήση μια ψυχική διάθεσι
τόσο συγγενή προς τον ψυχικό κλονισμό
της ηρωίδος, ώστε ν’ αναλυθώ σε δάκρυα
που εκοπίασα πολύ να τα σταματήσω όταν
η κρίσις επήλθε».
Αυτόγραφο της Μίρβα Βιολάντη |
ΜΙΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΒΕΑΚΗ
Στα πλαίσια
της διαφημιστικής εκστρατείας πριν την
πρεμιέρα της ταινίας, ο σπουδαίος
ηθοποιός Αιμίλιος Βεάκης, που τύγχανε
σεβασμού από κοινό και κριτικούς,
παραχώρησε συνέντευξη στην Εσπερινή,
παρότι η συμμετοχή του περιοριζόταν
σε δυο μικρούς ρόλους. Δήλωνε
«ενθουσιασμένος»
από τη συνεργασία του με την «Νταγκ
Φιλμ»,
υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η εταιρία
δεν επαναπαύτηκε στα κέρδη από την
εμπορική επιτυχία της προηγούμενης
ταινίας, αλλά επένδυσε σε νέα μηχανήματα
και νέες εγκαταστάσεις, μάλιστα χρεώθηκε
κι από πάνω, προκειμένου να δώσει «κάτι
αντάξιο των προσδοκιών».
Το «Λιμάνι»
δεν είχε ακόμη προβληθεί, όμως ο Βεάκης
είχε προλάβει να δει ένα μικρό κομμάτι
της πέμπτης πράξης: «Έμεινα κατάπληκτος»
ήταν η πρώτη αντίδρασή του. «Είδα μια
επίθεσι εναντίον ενός πύργου, που τον
υπερασπίζεται ο συνάδελφός μου, Νίκος
Ροζάν, βοηθούμενος από την δεσποινίδα
Μοσχονά. Ομολογώ ότι δεν επερίμενα τόση
επιτυχία. Και οι δύο έπαιζαν κυριολεκτικώς
αριστοτεχνικά, η δε σύνθεσις του κομματιού
αυτού ήταν ένας σκηνοθετικός θρίαμβος».
Κι επειδή
εκείνη την εποχή γινόταν μεγάλη συζήτηση
για το αν ο κινηματογράφος ήταν ισάξια
ή κατώτερη τέχνη συγκριτικά με το θέατρο,
έχει ενδιαφέρον να καταγραφεί η άποψη
του Βεάκη:
«Η Τέχνη
του Κινηματογράφου και η Δραματική
Τέχνη δεν μπορεί να πη κανείς ότι είναι
εντελώς άσχετοι. Πρώτα-πρώτα, για να
παίξη κανείς μ’ επιτυχία τόσο στο πανί,
όσο και στη Σκηνή, χρειάζεται απαραιτήτως
νάχη ταλέντο ηθοποιού. Και στο ένα και
στο άλλο, είναι ανάγκη ναφήση στην άκρη
τον εαυτό του και να μπη στο πετσί του
προσώπου, που πρόκειται να υποκριθή.
Για να το κατορθώση αυτό, πρέπει να είναι
γεννημένος ηθοποιός. Δεν λέγω ότι είναι
επάναγκες νάχη παίξει στη σκηνή. Λέγω
ότι πρέπει να είναι γεννημένος ηθοποιός.
Νάχη δηλαδή μέσα του ευαίσθητες τις
χορδές των ισχυρών συγκινήσεων και τη
χαρά της δημιουργίας. Να αισθάνεται και
να κάνη δικά του τα ξένα συναισθήματα
και τους ξένους πόνους και να μπορή να
τα αποδίδη όλα αυτά φυσικά και αβίαστα,
όχι σαν δικά του, αλλά εντελώς δικά του,
κτήμα του ψυχικό και διανοητικό».
ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Η πρεμιέρα
δόθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1929 στους
κινηματογράφους «Σπλέντιτ»
και «Αττικόν»
της πρωτεύουσας.
Ακολούθησε
ο Πειραιάς («Ολύμπια»
από 21.01),
ενώ στη Θεσσαλονίκη το «Λιμάνι»
προβλήθηκε επίσης σε δύο κινηματογραφικές
αίθουσες («Παλλάς»
και «Διονύσια»)
από τις 11 Φεβρουαρίου.
Οι ομογενείς της Αλεξάνδρειας είχαν τη
δυνατότητα να το παρακολουθήσουν στον
κινηματογράφο «Μαζέστικ»
από τις 23 Μαΐου, νωρίτερα από πολλές
επαρχιακές πόλεις (π.χ. πρώτη προβολή
στην Πάτρα από τις 15 Ιουλίου στο
«Αλάμπρα»).
Οι αδελφοί
Γαζιάδη εμφανίζονταν αισιόδοξοι ότι
το «Λιμάνι των δακρύων» ήταν «ασυγκρίτως
ανωτέρα»
ταινία από το «Έρως
και κύματα», η μεγαλύτερη απόδειξη ότι
«κάτι
μπορεί να φτιάξη και ο ελληνικός
κινηματογράφος»,
ο οποίος θα μπορούσε να αναδειχθεί ως
«συντελεστής
αισιοδοξίας και αυτοπεποιθήσεως για
την εθνική ζωή μας»,
αλλά κι ένα «θαυμάσιον
μέσον για να χτυπηθή η ξενομανία μας».
Ωστόσο η
υποδοχή από τον τύπο δεν ήταν το ίδιο
θερμή. Γράφτηκαν βέβαια πολλά θετικά
σχόλια, όμως όλοι συμφωνούσαν σ’ ένα
σημείο: η ταινία δεν θύμιζε Ελλάδα. Τι
σήμαινε αυτό στην πράξη; Ότι μια ελληνική
ταινία θα έπρεπε να είναι εμπνευσμένη
από τα ήθη κι έθιμα της χώρας, να δείχνει
ελληνικά τοπία κλπ. Εξάλλου, το άλλοθι
της «πρώτης φοράς» και της απειρίας,
που είχε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στην
περίπτωση του «Έρως και κύματα», άρχισε
κιόλας να εξασθενεί, παρότι όλοι
αναγνώριζαν την τιτάνια προσπάθεια των
αδελφών Γαζιάδη χωρίς τα μέσα ή την
οικονομική στήριξη, που απολάμβαναν οι
μεγάλες κινηματογραφικές εταιρίες του
εξωτερικού.
Αξίζει,
ωστόσο, να επισημανθεί η διακριτικότητα
των κριτικών, καθώς τα πιο αυστηρά σχόλια
δημοσιεύτηκαν μετά το πέρας των προβολών,
ενδεικτικό της πρόθεσής τους να συμβάλουν
πραγματικά στη βελτίωση των όποιων
ατελειών κι όχι να πλήξουν εμπορικά την
ταινία.
Η πιο αποθεωτική
υποδοχή του «Λιμανιού των δακρύων»
έγινε από τον Ημερήσιο
Τύπο.
Η εφημερίδα το παρουσίαζε ως την «πρώτη
ελληνική ταινία»,
μια «πραγματική
ταινία, με αρκετάς σκηνάς που δεν ευρίσκει
[κανείς] και εις ξένα ακόμη έργα».
Επαινέθηκε ο «ωραίος»
φωτισμός, το «καλλιτεχνικό»
γύρισμα, όπως και η έλλειψη κάποιων
τεχνικών ατελειών (π..χ. στο μακιγιάζ)
που είχαν εντοπιστεί στο «Έρως και
κύματα». Αντίθετα, αρνητικά σχολιάστηκε
το μη ελληνικό σενάριο, καθώς και ορισμένα
σεναριακά χάσματα, όπως η ξαφνική
εξαφάνιση της αρχόντισσας μετά την
εξόντωση των λαθρεμπόρων ή ο τρόπος
θανάτου του ζωγράφου, ενώ η σκηνή της
ταβέρνας αξιολογήθηκε ως η καλύτερη
του έργου.
Το μεγαλύτερο
μέρος του δημοσιεύματος ήταν αφιερωμένο
στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Η
Μίρβα Βιολάντη περιγραφόταν ως ένα
κορίτσι «με φλόγα πραγματικά
καλλιτεχνική», που έπαιζε «με πάθος
αληθινό» και γενικά είχε «ό,τι
χριάζεται διά να αναδειχθή ως καλλιτέχνις
του κινηματογράφου». Για τις έτερες
πρωταγωνίστριες, Αθανασία Μουστάκα και
Έμμα Βιτσιώρη, η κριτική ήταν χλιαρή -
«κατέβαλε κάθε δυνατήν προσπάθειαν
ν’ ανταποκριθή εις τον ρόλον της» η
πρώτη και «εις ωρισμένας σκηνάς
[δείχνει να] χάνη τον ρόλον της, ούτο
όμως δεν σημαίνει ότι δεν είνε καλή»
η δεύτερη. Ο Βεάκης ήταν «περισσότερο
από καλός», ο Τσακίρης «θα εξελιχθή
εις πρώτης τάξεως κινηματογραφικόν
αστέραν» καταδεικνύοντας στη σκηνή
της ταβέρνας «όλην την διαπλασσομένην
τέχνην του», ο δε Μαρίκος απέδωσε «ένα
τύπον πατρός, αληθινώτατον». Ο μόνος
που δεν εντυπωσίασε το συντάκτη ήταν ο
Άλκης Ίων στο ρόλο του ζωγράφου («δεν
ήτο το κατάλληλον πρόσωπον» για έναν
τόσο δραματικό ρόλο).
Θερμή ήταν
η υποδοχή και από τον Λ.Ας, τον κριτικό
της Πολιτείας,
που εκτίμησε ότι «Ημπορούμεν
από προχθές να ομιλώμεν σοβαρώς περί
υπάρξεως ελληνικής κινηματογραφίας»,
παρά τα εμπόδια, τις δυσκολίες, την
έλλειψη στούντιο, την απειρία των
ηθοποιών κλπ. Αρνητικά όμως εκφράστηκε
για την έλλειψη ελληνικού χρώματος στο
σενάριο.
«Άξια
όχι μόνον επαίνων, αλλά και ενισχύσεως»
η προσπάθεια των αδελφών Γαζιάδη σύμφωνα
με τον Λέοντα Κουκούλα της Πρωίας,
όμως «δεν
πρέπει να κρυπτώμεθα πίσω από τα δάκτυλά
μας. Ούτε από καθαρώς φωτογραφικής
απόψεως, ούτε από απόψεως στούντιου
είνε δυνατόν να παραβληθή μία ελληνική
ταινία προς οιανδήποτε αξιόλογον ξένην».
Ο Κουκούλας έκρινε ταλαντούχους τη
Μίρβα Βιολάντη και το Δημήτρη Τσακίρη
παρά την έλλειψη σπουδών, ενώ ο Βεάκης
θα μπορούσε «να
τονώση ανυπολογίστως το έργον εάν είχε
μεγαλύτερον στάδιον δράσεως».
Και φυσικά, ούτε εδώ έλειψε η κριτική
για τον μη ελληνικό χαρακτήρα του
σεναρίου.
Περισσότερο
επικριτικός στάθηκε ο Πέτρος Χάρης μέσα
από τις σελίδες της Ελληνικής.
Αν και αναγνώριζε ότι η ελληνική
κινηματογραφική παραγωγή θα έπρεπε να
αντιμετωπιστεί «με
κάθε επιείκια και συγκατάβαση»,
ωστόσο διαπίστωσε ότι η ταινία παρουσίαζε
«αδεξιότητες,
που θα μπορούσε αξιόλογα να τις προλάβη
ένας ρεζισσέρ με πείρα και καλαισθησίαν».
Και βέβαια, δεν παρέλειψε να σχολιάσει
την απουσία ελληνικού χρώματος από το
σενάριο, κάτι που «ενοχλεί
και τον πιο συγκαταβατικό θεατή».
Από κει και πέρα, «τα
εσωτερικά των σπιτιών, οι ενδυμασίες
των ηθοποιών (ιδίως των ανδρών) και η
συνήθειές των είνε ένα ανακάτεμα εποχών
και ρυθμών, που δεν επιτρέπει στο «Λιμάνι
των Δακρύων» να έχη δικό του χαρακτήρα,
χαρακτήρα ελληνικό»,
ενώ και το σενάριο είχε «τόσα
χάσματα και ο θεατής μένει με τόσες
απορίες, ώστε με κόπο κατορθώνει να
παρακολουθήση την ιστορία».
Και παρότι θεωρούσε «άκαμπτες»
τις ερμηνείες των περισσότερων ηθοποιών
(εξαιρώντας τους Βεάκη, Μουστάκα και
Κοκκίνη) ο Πέτρος Χάρης κατέληγε στο
συμπέρασμα ότι το «Λιμάνι των δακρύων»
ήταν εν τέλει καλύτερο από το «Έρως και
κύματα», συνιστούσε όμως στις
κινηματογραφικές εταιρίες «περισσότερη
ευσυνειδησία και κυρίως να καταλάβουν
ποιος είνε ο δρόμος που πρέπει να
ακολουθήση το ελληνικόν φιλμ».
«Περισσοτέραν
ελληνικότητα και εις το θέμα και εις
την υπόθεσιν και εις την ψυχολογίαν των
ηρώων του και εις την αναπαράστασιν της
Ελληνικής ζωής, και εις το χωριάτικο
και ναυτικόν περιβάλλον του, και εις το
ένδυμα, και εις πλήθος άλλων μικρών
λεπτομερειών»
ζητούσε μέσω της Εστίας
και ο Παύλος Νιρβάνας, που ωστόσο
χαιρέτιζε «ειλικρινώς»
το πρώτο σοβαρό βήμα στην κατεύθυνση
δημιουργίας μιας ελληνικής κινηματογραφικής
βιομηχανίας, παρά τις όποιες ελλείψεις.
Ο Νιρβάνας
θα υπέγραφε τα σενάρια των δύο επόμενων
ταινιών της «Νταγκ Φιλμ» («Αστέρω» και
«Μπόρα»). Άλλωστε κι ο ίδιος εξέφρασε
εμμέσως μια σχετική επιθυμία σημειώνοντας
πως «ασφαλώς ένας Έλλην συγγραφεύς -
μυθιστοριογράφος ή διηγηματογράφος ή
θεατρικός συγγραφεύς - θα ήτο εις θέσιν
να δώση εις το έργον και το ελληνικόν
χρώμα που του λείπει, και την ψυχολογίαν
των προσώπων, σύμφωνα προς τα ήθη του
τόπου και τον χαρακτήρα της φυλής».
Πιο σκληρή
απ’ όλες ήταν μια δεύτερη κριτική που
δημοσιεύτηκε στην Εστία μια εβδομάδα
μετά το τέλος της πρώτης προβολής της
ταινίας. Ο «Ω.» αναγνώριζε μεν τις
φιλότιμες προσπάθειες και τις καλές
προθέσεις των αδελφών Γαζιάδη, ωστόσο
θεωρούσε ότι το «Λιμάνι των δακρύων»
ήταν χειρότερο από το «Έρως και κύματα».
Και βέβαια στο επίκεντρο της κριτικής
βρέθηκε - πολύ αυστηρά και με μια ισχυρή
δόση συντηρητισμού - η έλλειψη ελληνικού
χρώματος στο σενάριο :
«Η ταινία
αυτή δεν έχει τίποτε απολύτως το
Ελληνικόν. Οι λαθρέμποροι με την μεγάλην
οργάνωσιν, εις την ύποπτον «αρχόντισσαν»
των καταγωγίων της Μασσαλίας, που τους
διευθύνει, με τας μάχας, που δίδουν προς
αστυνομικάς δυνάμεις, με τας πολιορκίας
μέσα εις τα φρούριά των, είνε τελείως
άγνωστα και ξένα προς τον τόπον μας. Ο
σκηνοθέτης της ταινίας το αντελήφθη
άλλωστε, μόνος του και εφόρεσεν εις τους
ήρωάς του κάτι στολάς που ενθυμίζουν
την Ναπολιτάνικην ταραντέλλα και την
«Τζοκόντα» του Πονκιέλλι, ακριβώς ίσως
διά να δείξη και ο ίδιος, ότι δεν πρόκειται
περί Ελλήνων...
[..] Και
τελευταίον, αλλ' όχι και ελάχιστον, όπως
λέγουν οι Άγγλοι: Διατί όλη αυτή η
προστυχιά, που διαπνέει το έργον; Διατί,
άραγε, είνε ανάγκη να υπάρχη εις κάθε
Ελληνικόν έργον το οικτρόν «καταγώγιον»
με τα βρωμερά πατώματα, τους ανθρώπους
που πτύουν κατά γης, τας υπόπτους κυρίας,
το περίεργον «τσάρλεστον» που ομοιάζει
μάλλον με χορόν της κοιλιάς; Συνδέεται,
άραγε, τόσον στενά, τόσον αδιαρρήκτως
το καταγώγιον με τα Ελληνικά έθιμα, ή
είνε αδύνατον να προκληθή το ενδιαφέρον
του πολλού κοινού, αν δεν υπάρχη και
ολίγον “καταγώγιον”;».
Αιχμηρή
ήταν η κριτική και του Έθνους,
που επίσης δημοσιεύτηκε μετά το πέρας
των προβολών: «Τι
ωραιότερον, έξαφνα, από το να επερνούσε
το καΐκι του «Λιμανιού των Δακρύων»
εμπρός από το Σούνιον ή να ελαμβάνετο
μία πανοραματική άποψις του γεμάτου
ζωήν και κίνησιν λιμένος του Πειραιώς».
Περισσότερο, όμως, η εφημερίδα επέκρινε
τα... γαλλικά των συνοδευτικών καρτελών.
Το αποτέλεσμα κρίθηκε ερασιτεχνικό,
ώστε η γαλλική γλώσσα «εδεινοπάθησεν
όσον δεινοπαθεί η ελληνική εις τας
μεταφράσεις των επεξηγήσεων των ξένων
φιλμ».
Ευθέως λόγο
για αποτυχία του «Λιμανιού των δακρύων»
έκανε το Σκριπ,
αποδίδοντάς τη στις ερμηνείες των
ηθοποιών, οι οποίοι «δεν
ηννόησαν ακόμη ότι εις τον κινηματογράφον
δεν δύνανται να εμφανίσουν μίαν σκηνήν,
όπως την εμφανίζουν και εις το θέατρον».
Στην Εσπερινή
δημοσιεύτηκαν εν είδει χρονογραφήματος
κάποιοι διάλογοι θεατών, που αποτύπωναν
τις αντιφατικές εντυπώσεις από την
ταινία. Μια παρέα φίλων, που μόλις είχαν
παρακολουθήσει το φιλμ, βγαίνοντας από
την κινηματογραφική αίθουσα φέρονταν
να σχολιάζουν:
- Δεν είνε
έργο, βρε αδερφέ, αυτό. Κρίμα στα λεφτά
μας.
- Όχι δα,
καϋμένε, του απαντούσεν ένας από την
παρέα του. Δεν λέω ότι είνε αριστούργημα,
αλλά καλό ήταν.
- Κολοκύθια!
Τέτοια έργα δεν επιτρέπεται ποτέ να
προβάλλονται.
- Αλλά τι
να τα κάνουν;
- Να τα
καίνε! Ακούς εκεί! Ήμουν εγώ υποχρεωμένος
να ιδώ τέτοιες αηδίες!
Στη συζήτηση
παρενέβη κάποιος τρίτος:
- Γιατί
βρίζετε, κύριε, το έργον;
- Ποιο έργον;
- Αυτό που
είδατε μέσα.
- Έργον το
λέτε σεις αυτό; Χα... χα...χα!
- Μάλιστα.
Να προσέχετε πώς μιλάτε! Δεν έχετε το
δικαίωμα να βρίζετε έτσι το ελληνικό
έργο.
- Κύριε,
είνε δικαίωμά μου! Εσάς τι σας μέλλει;
- Με μέλλει
και με κόβει! Πρέπει να σέβεσθε τα
ελληνικά έργα. Όχι να πηγαίνετε όταν
παίζουν τις ξένες σαχλαμάρες και να
χειροκροτείτε...
- Δεν μ’
αφίνετε λέω ‘γω στην ησυχία μου...
-
Πρέπει να υποστηρίζετε την ελληνικήν
βιομηχανίαν, αλλοιώς θα καταστραφώμεν
και ως έθνος και ως φυλή! [...]
* * *
Η
απάντηση του Δημήτρη Γαζιάδη στις
κριτικές για την έλλειψη ελληνικού
χρώματος είχε δοθεί προκαταβολικά τις
παραμονές της πρεμιέρας. Σε συνέντευξή
του υπογράμμιζε ότι ο κύριος σκοπός του
ήταν να προβάλλει τα ελληνικά τοπία και
τους Έλληνες ηθοποιούς μέσα από έργα
που θα μπορούσαν να παιχθούν και στο
εξωτερικό, κάτι αδύνατο μ’ ένα αμιγώς
ελληνικό σενάριο: «Μου
φαίνεται ότι από απόψεως εθνικής
εξυπηρετώ απείρως περισσότερον τον
τόπον μου, με το να δείξω σ’ όλο τον
κόσμο τις αθάνατες καλλονές της ελληνικής
φύσεως, παρά να κάμω μια ταινία με
φουστανελλάδες, προωρισμένη να παιχθή
στις ελληνικές παροικίες της Αμερικής
και στις επαρχίες για χρηματισμό».
Επίσης,
αποκάλυπτε το προσωπικό του στοίχημα
ως δημιουργός: «Ο
κυριώτερος σκοπός της προσπαθείας μου
για τη δημιουργία ελληνικής κινηματογραφικής
βιομηχανίας, είναι η εξυπηρέτησις του
τόπου μου. Εργαζόμενος ως σκηνοθέτης
εις την Ευρώπην, είχα εν αφθονία όλα τα
μέσα να ζω μια ζωή πολυτελή και θα
ηδυνάμην συντόμως και να πλουτίσω και
να δοξασθώ, αν η έμφυτος εις κάθε Έλληνα
αρετή να θέλη να ωφελήση τον τόπον του,
δεν με ηνάγκαζε να εγκαταλείψω όλ’ αυτά
και ναρθώ στην Ελλάδα να βιοπαλαίω
στερούμενος για ν’ ανοίξω ένα δρόμο,
που ασφαλώς θα φέρη πλουσίους καρπούς
εις τον τόπον, έστω και αν πρόκειται να
τους δρέψουν άλλοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου