Πρόκειται για την
τρίτη δουλειά της εταιρίας «Ανζερβός», η οποία διαφημίστηκε ως μια ταινία που
«παρουσιάζει με πολλή ζωντάνια, τη μεγάλη αντίθεση των δύο κόσμων, του κόσμου
του εύκολου κέρδους, του πλούτου και της χλιδής, και του κόσμου του μόχθου και
της βιοπάλης».
Το σενάριο
εμφανιζόταν αρχικά ως διασκευή μιας ιστορίας άγνωστου συγγραφέα με τα αρχικά Α.
Ζ., παραπέμποντας εμμέσως στον παραγωγό Αντώνη Ζερβό. Η διασκευή έγινε από τους
Γιάννη Φιλίππου και Ιάσωνα Νόβακ, οι οποίοι ανέλαβαν και τη σκηνοθεσία.
Η ιστορία με λίγα
λόγια:
Ένας εργάτης, πλάι
στη μοναχοκόρη του, παίρνει υπό την προστασία του ένα παιδί του δρόμου. Είναι
έξυπνο και η ψυχή του παραμένει ακόμα αμόλυντη από τις μικρότητες της ζωής. Ο
μαστρο-Γιάννης καμαρώνει το νέο αγόρι, που προοδεύει και γίνεται δικηγόρος, ενώ
μέσα του ριζώνει πιο βαθιά ο κρυφός του πόθος να τον δει μια μέρα γαμπρό του. Η
κόρη του, όμως, παρασύρεται από έναν ελαφρόμυαλο νέο και στο τέλος βρίσκεται
στην ανάγκη να τον παντρευτεί. Ζει μαζί του μια ζωή δυστυχισμένη, που γεμίζει
την καρδιά του γέρου πατέρα με θλίψη και αγανάκτηση.
Ένα βράδυ η κοπέλα με το μωρό της στην αγκαλιά αναγκάζεται να γυρίσει στο πατρικό σπίτι. Επακολουθεί μια βίαιη σκηνή μεταξύ του πατέρα και του γαμπρού και ο τελευταίος σκοτώνεται. Στον τόπο του εγκλήματος συλλαμβάνεται η γυναίκα του θύματος με το πιστόλι στο χέρι. Κατηγορείται ως δολοφόνος και ομολογεί. Προσέρχεται ο πατέρας και δηλώνει ότι αυτός είναι ο φονιάς. Στο δικαστήριο όμως αποκαλύπτεται ότι κάποιος άλλος σκότωσε...
Πρωταγωνίστησαν οι
Ίντα Χριστινάκη, Νίκος Τζόγιας, Αλέκος Αλεξανδράκης στην πρώτη κινηματογραφική
του εμφάνιση, Σπύρος Πατρίκιος, Κώστας Παπαγεωργίου, Λέλα Πατρικίου, Μαλένα
Χριστοπούλου Ανουσάκη, Ιωάννης Διανέλος, Γεώργιος Νέζος, Ανδρέας Ζησιμάτος και Δήμος
Σταρένιος...
… ενώ σε
μικρότερους ρόλους εμφανίστηκαν οι Νίκος Ακριβογιάννης, Άννα Χριστοφορίδου,
Καίτη Ασπρέα, Πάρης Παππής, Σωτήρης Δεληκατερίνης, Ρίκα Κουβαρά, Ροή Χατζάκη,
Γιάννης Νταλ, Νίκος Νικολαΐδης, Δημήτρης Βλαχόπουλος, Νίκος Πεφάνης, Γρηγόρης
Ξένος και οι μικροί Ευάγγελος Κουφουλάκης και Βαλεντίνη Ροβιθέλλη.
Ο Γιάννης Νταλ δεν
ήταν άλλος από το Γιάννη Δαλιανίδη, που χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο ψευδώνυμο
ως χορευτής, χορογράφος και ηθοποιός, στην πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση,
πολλά χρόνια προτού επιδράσει καθοριστικά στην εξέλιξη του εμπορικού ελληνικού
κινηματογράφου ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης.
Λοιποί συντελεστές:
Τεχνική διεύθυνση λήψης - οπερατέρ: Ιάσων
Νόβακ
Διευθυντής παραγωγής … Γιώργος Ζερβός
Μηχανικοί ήχου ………... Γεώργιος Νιαγασάς, Γεώργιος Κριάδης
Μακιγιάζ ……………….. Κίμων Σπαθόπουλος
Ντεκόρ …………………. Γιάννης Σιμ, Νικ. Νικολαΐδης
Μοντάζ ………………… Ιάσων Νόβακ
Τίτλοι …………………... Κώστας Αρβανιτίδης
Μηχανικός σκηνικών …... Παύλος Παπαδόπουλος
Σκρίπτμαν ……………… Χρ. Οικονόμου
Βοηθός οπερατέρ ………. Α. Αναστασάτος
Βοηθός μηχανικού ήχου .. Άγγελος Παλατσιόλης
Ηλεκτρολόγος ………….. Νίκος Παπαγιωργόπουλος
Βοηθός ηλεκτρολόγου …. Γιώργος Γκοτσογιάννης
Τη μουσική και τα
τραγούδια της ταινίας συνέθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Τους στίχους των τραγουδιών έγραψαν οι Κ. Κοφινιώτης («Τραγούδι της δουλειάς») και Ι. Αραβαντινός («Ήρθε βοριάς»).
Η έναρξη των
γυρισμάτων έγινε στις 15 Μαΐου 1949. Τα τελευταία πλάνα λήφθηκαν το βράδυ της
6ης Αυγούστου ύστερα από 80 ημέρες γυρισμάτων, που θεωρήθηκαν αριθμός-ρεκόρ για
μια ελληνική ταινία αξιώσεων, και ακολούθησε η επεξεργασία του φιλμ στο
εργαστήριο της εταιρίας παραγωγής, διαδικασία που υπολογιζόταν να διαρκέσει
περίπου ενάμιση μήνα. Για την επεξεργασία της ταινίας υπολογίζεται ότι
καταναλώθηκαν συνολικά γύρω στα 28.000 μέτρα φιλμ.
Η εργαστηριακή
επεξεργασία του φιλμ ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου και μια μέρα αργότερα
πραγματοποιήθηκε δοκιμαστική προβολή της ταινίας στον «Έσπερο» ενώπιον των
διευθυντών των αθηναϊκών κινηματογράφων, ενώ παρόντες ήταν επίσης οι τεχνικοί
και οι ηθοποιοί που είχαν λάβει μέρος σ’ αυτήν.
Η πρώτη προβολή των
«Δύο Κόσμων» για το κοινό έγινε στη Θεσσαλονίκη, στα «Ηλύσια» από τις 12
Δεκεμβρίου 1949, οι οποίες έπρεπε να διαρκέσουν τέσσερις εβδομάδες σύμφωνα με
το συμβόλαιο που είχε συνάψει ο επιχειρηματίας Θ. Χατζηνάκος με την εταιρία
παραγωγής
Στην Αθήνα οι
προβολές ξεκίνησαν μία εβδομάδα αργότερα σε τρεις αίθουσες: «Ρεξ», «Έσπερος»
και «Σταρ». Την πρώτη μέρα κόπηκαν αθροιστικά 5.370 εισιτήρια, ενώ συνολικά την
πρώτη εβδομάδα τα εισιτήρια ανήλθαν σε 35.708 (19.814 στο «Ρεξ», 8.865 στον
«Έσπερο» και 7.029 στο «Σταρ»).
Οι προβολές
συνεχίστηκαν στον «Έσπερο» για δεύτερη εβδομάδα από τις 26 Δεκεμβρίου. Την
πρώτη μέρα της δεύτερης εβδομάδας, που ήταν αυξημένη η κίνηση λόγω των
Χριστουγέννων, οι θεατές των «Δύο Κόσμων» ανήλθαν σε 4.303 –η έβδομη καλύτερη
κίνηση μεταξύ των δώδεκα κεντρικών κινηματογράφων της πρωτεύουσας σύμφωνα με τα
στοιχεία του ειδικού γραφείου Ρωμανιώλη, όπως τα δημοσίευσε η εφημερίδα Έθνος.
Κατά τη διάρκεια
όλου του δεύτερου εφταημέρου στον «Έσπερο» κόπηκαν συνολικά 14.505 εισιτήρια,
ώστε εν τέλει οι «Δύο Κόσμοι» είχαν συγκεντρώσει συνολικά 50.213 βλέμματα (ή
50.154 σύμφωνα με τον ιστότοπο retrodb.gr) κατά την πρώτη προβολής τους στην Αθήνα.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Ο Γιάννης Φερμάνογλου
στην εφημερίδα Η Βραδυνή είδε ένα σενάριο «τεχνικά
δεμένο [που] συγκρατεί έως το τέλος την αγωνία του θεατού ως προς την λύσιν»,
εντόπισε όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: «εκτός
από την Ίντα Χριστινάκη, που όπως απέδειξεν από την πρώτη της εμφάνισι εις τον
“Κόκκινο Βράχο” είναι αποκάλυψις διά την οθόνην, και εν μέρει τον Σπύρο
Πατρίκιο, όλοι οι άλλοι ηθοποιοί παίζουν θέατρο και όχι κινηματογράφο», η
δε φωτογραφία ήταν «πολύ σκοτεινή, δίδει
ένα καταθλιπτικό τόνο εις όλο το έργο», ενώ και η φωνοληψία «χωλαίνει κάπως».
Σε παρόμοιο ύφος ο
Βίων Παπαμιχάλης έγραψε στην εφημερίδα Ακρόπολις ότι «Το κοινό συγκινείται με τις περιπέτειες της ηρωίδος και αυτό δείχνει
ότι ο συγγραφεύς επέτυχε το σκοπό του», ωστόσο μερικές «ατέλειες» στη φωνοληψία προκαλούσαν
έκπληξη. Από κει και πέρα, ο δημοσιογράφος επαίνεσε τον Αλέκο Αλεξανδράκη, ο
οποίος «ξεχωρίζει» και «παίζει με
φυσικότητα και άνεσι κινήσεων», ενώ για τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι
υπογράμμισε ότι «έχει ωρισμένα μοτίβα
ελληνικής εμπνεύσεως πολύ ενδιαφέρονται και γενικά είνε “κινηματογραφική”».
Ο Γιώργος
Λαζαρίδης στο Εμπρός αναγνώρισε μεν ότι η ιστορία «θα ικανοποιήση απολύτως την δακρυγονική διάθεση» του κοινού, ωστόσο
ο ίδιος δεν ήταν καθόλου εντυπωσιασμένος παραπέμποντας στο γαλλικό θέατρο του
περασμένου αιώνα και στα αισθηματικά μυθιστορήματα του περιοδικού Θησαυρός.
Δήλωσε ικανοποιημένος από τη φωνοληψία («προσθέτει
αρκετά ποσοστά επιτυχίας στο φιλμ, διότι και διαυγής είναι και απολύτως
καταληπτή»), όχι όμως από τη σκηνοθεσία σημειώνοντας ότι οι δύο σκηνοθέτες
«πολύ λίγο μας πείθουν περί της παρουσίας
των», ενώ χαρακτήρισε «διακοσμητική»
τη μουσική του Μ. Χατζιδάκι. Τέλος, αναφορικά με τις ερμηνείες, ο Γ. Λαζαρίδης
παρομοίασε την Ίντα Χριστινάκη και το Νίκο Τζόγια με «τελειόφοιτους Γυμνασίου που παίζουν σε ερασιτεχνική παράσταση», ενώ
αντίθετα ο Α. Αλεξανδράκης «κατώρθωσε να
οδηγηθή από το πλούσιο ταλέντο του και να είναι φυσικός και αγνός».
Ξιφούλκησε κατά
του σεναρίου η Ροζίτα Σώκου στην εφημερίδα οι Καιροί: «Οι κατασκευασταί της ταινίας απατώνται πολύ αν πιστεύουν πως το κοινόν
θα αναγνωρίση σαν δικούς του και θα συμπαθήση τα σχηματικά αυτά κατασκευάσματα
που παρουσιάζονται σαν ήρωες. Ποια κοπέλλα θα καταδεχτή να ταυτίση ποτέ τον
εαυτό της με την ακατονόμαστη Μάρθα που κάνει τη σεμνή και δέχεται τον έρωτα
του πρώτου τυχόντος αγνώστου φτάνει να ζαλιστή με δυο ποτήρια μπύρα; Έτσι τις
φαντάζεται τις Ελληνίδες ο ανώνυμος συγγραφεύς του σεναρίου; Τα θερμά μου
συλλυπητήρια. Και όμως η συμπάθεια αυτή του κοινού είναι ο αντικειμενικός
σκοπός του φιλμ. Την ζητιανεύει με τις χειρότερες κολακείες, μ’ ένα διάλογο που
θα ντρόπιαζε και φτηνή φυλλάδα της δεκάρας, με λογίδρια περί τιμής και ατιμίας
που δεν θα αναγνώριζε ούτε ο συγγραφεύς των “ΔΥΟ ΟΡΦΑΝΩΝ”, με μια σκηνή
δικαστηρίου που θυμίζει κακόγουστη επιθεώρησι, με τις αηδιαστικές εκείνες
σκηνές στα ντιβάνια και στα κρεβάτια».
Η κριτικός τα
έβαλε και με τη φωτογραφία: «Όταν είναι
κανείς φωτογράφος κι έχει στη διάθεσί του ένα πρόσωπο σαν του κ Αλεξανδράκη,
επιδιώκει τα προφίλ, το παίρνει εκ των κάτω για να μην φαίνεται μακρύ,
αποφεύγει τη σκυφτή στάσι που χαντακώνει τη μύτη και φωτίζει τα μάτια που είναι
θαυμάσια. Στοιχειώδη δηλαδή πράγματα τα οποία φαίνεται ότι είναι... ινδική
φιλοσοφία για τον φωτογραφήσαντα, ο οποίος παρουσίασε στις καταγανακτισμένες
θαυμάστριες του νεαρού ηθοποιού έναν Αλεξανδράκη που έχει τόση σχέση με τον
πραγματικό όσην και ο Μίστερ Τζέκυλλ με τον Ντόκτωρ Χάυντ».
Δύο μόνο θετικά
σχόλια επιφύλαξε η Ροζίτα Σώκου: για τον πρωταγωνιστή Νίκο Τζόγια, ο οποίος «αποκαλύπτεται θερμός, πειστικός, άνετος στην
κίνησι και στη φωνή, ολοζώντανος ιδιαιτέρως στις ερωτικές σκηνές παρά την
καταθλιπτική παρουσία της άψυχης πρωταγωνιστρίας που θα παρέλυε οποιονδήποτε
άλλον», αλλά και τον συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι, στον οποίο απηύθυνε ένα «θερμότατο μπράβο».
Για μια «συμπαθητική προσπάθεια [...] από τις πιο επιτυχημένες που είδαμε έως τώρα» έγραψε η Γιολάντα Ανδρουλιδάκη στην εφημερίδα Έθνος, κάνοντας λόγο για μια «ενδιαφέρουσα υπόθεση και πλοκή», καθώς «με σφραγίδα ρεαλισμού ζωντανεύουν από την μια μεριά ο κόσμος της φτώχειας και της τιμιότητος και από την άλλη ο κόσμος της διαφθοράς που κρύβεται κάτω από τον μανδύαν του πλούτου».
Στον αθηναϊκό Εθνικό Κήρυκα, ο Νέστωρας Μάτσας δήλωσε αδυναμία εντοπισμού έστω και ενός προτερήματος ξεκινώντας από το σενάριο και τη σκηνοθεσία και καταλήγοντας στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, για τον οποίο συνθέτη σχολίασε ότι «παρουσιάζει μια κάθετη πτώσι που μας κάνει να διερωτηθούμε μήπως οι ενθουσιασμοί μας ήταν υπερβολικοί». Ο μόνος για τον οποίο ο Ν. Μάτσας έγραψε καλή κουβέντα ήταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο οποίος «δείχνει ότι δεν είναι μόνον άριστος ηθοποιός του θεάτρου, αλλά και του κινηματογράφου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου