«Μαντάμ Σουσού»

Μια προσπάθεια κινηματογραφικής μεταφοράς με συρραφή διαφόρων ιστοριών της περιβόητης «πυργοδέσποινας του Μπίθουλα», που τελικά κατάφερε να κατακτήσει το Κολωνάκι με το δικό της τρόπο, όπως τις εμπνεύστηκε ο Δημήτρης Ψαθάς, ο δημιουργός της περιβόητης μαντάμ Σουσού, ο οποίο είχε εμπνευστεί την εξαιρετικά δημοφιλή ηρωίδα από μια γειτόνισσά του.

Το σενάριο έγραψε ο Νίκος Τσιφόρος, ο οποίος διασκεύασε τα διηγήματα –κάποιες από τις ιστορίες– του Δημήτρη Ψαθά. Σκηνοθέτης ήταν ο Τάκης Μουζενίδης, οπερατέρ ο Δριμαρόπουλος, ενώ τη γενική διεύθυνση γυρίσματος και φωνοληψίας είχε ο Εμ. Μεγαλοοικονόμος.

Γράφτηκε ότι για τις ανάγκες των γυρισμάτων η παραγωγός εταιρία «Μέγας Φιλμ» (αργότερα αναφερόταν και ως «Κόσμος Φιλμ») των Τσακίρογλου και Σκουλικίδη είχε προμηθευτεί μηχανήματα φωτοληψίας και φωνοληψίας από την Αμερική, ενώ εγκατέστησε στούντιο στην οδό Ξενοφώντος.

Πρωταγωνίστησαν οι:

Μαρίκα Νέζερ ………….      Σουσού

Βασίλης Λογοθετίδης …..     Παναγιωτάκης

Γιώργος Παπάς …………     Μηνάς Καντακουζηνός

Χρήστος Τσαγανέας ……     Σταθόπουλος

Ελένη Χατζηαργύρη ……     Ζανέτ

Χριστίνα Καλογερίκου …     μαντάμ Πανωραία

Ν. Βλαχόπουλος ………..      Τζον Τριφύλλης

… καθώς και οι Ντίνος Ηλιόπουλος, Μίμης Φωτόπουλος, Κονταρίνης, Παντόπουλος, Μιχ. Παπαδάκης, Αργύρης, Διανέλλης, Ράλλης, Αγγελίδης, Νίτσα Τσαγανέα, Καίτη Ασπρέα, Δάφνη Σκούρα, Ειρήνη Παπά (στην πρώτη κινηματογραφική της εμφάνιση), Κυριακός, Κούλης Στολίγκας, Δήμος Σταρένιος κ.ά.

Διάφορες φωτογραφίες με σκηνές από την ταινία:






Ως ημερομηνία έναρξης των γυρισμάτων ορίστηκε η 02.11.1947 με τόπο γυρίσματος πιθανόν τη Γλυφάδα. Το σίγουρο είναι ότι οι πρώτες εξωτερικές σκηνές λήφθηκαν στο Καβούρι το Νοέμβριο του 1947 με τη συμμετοχή του Γιώργου Παππά, ενώ αναμενόταν η ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» για να ενταχθεί και επίσημα στο καστ ο Βασίλης Λογοθετίδης.

Την περίοδο των γυρισμάτων γράφτηκε ότι η πρωταγωνίστρια Μαρίκα Νέζερ θα εμφανιζόταν στην ταινία φορώντας δέκα διαφορετικές τουαλέτες της αθηναϊκής αριστοκρατίας πάνω σε μακέτες του Σκαλιντό, ενώ ειδικά για το νυφικό γράφτηκε ότι είχαν χρειαστεί 40 πήχεις κρεπ σατέν και ότι είχε στοιχίσει 2.000.000 δραχμές.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα, το φιλμ έφτασε τα 2.200 μέτρα, ενώ οι δαπάνες για την κατασκευή της ταινίας ανήλθαν σε 1.700 χρυσές λίρες ή 1.200.000.000 δραχμές.

Ένα μεγάλο μέρος φέρεται γυρισμένο με σύγχρονη φωνοληψία (με ηχοληπτικά μηχανήματα «Μπελ Χάουερ») πλην των εξωτερικών σκηνών στη συνοικία του Μπίθουλα, όπου εκατοντάδες κάτοικοι και πολλά μικρά παιδιά έκαναν θόρυβο ή σχολίαζαν μεγαλόφωνα. Επειδή δε κάποιες σκηνές παρουσίαζαν υπέρμετρη αντήχηση, αποφασίστηκε από την εταιρία παραγωγής να ξαναγυριστούν στο στούντιο του Πανελλήνιου Γυμναστηρίου στις 20 και 21 Μαρτίου 1948. Η τελευταία σκηνή που γυρίστηκε –το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου και ενώ η εταιρία φιλοδοξούσε με υπερβολική αισιοδοξία την προβολή της «Μαντάμ Σουσούς» σε κεντρικό αθηναϊκό κινηματογράφο από την τελευταία Δευτέρα του μήνα– ήταν η σκηνή μιας αεροπορικής αναχώρησης.

ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ

Ενώ αρχικά ως πρώτη μέρα προβολής στην Αθήνα είχε οριστεί η 29η Μαρτίου 1948, η αδυναμία σύναψης ικανοποιητικής συμφωνίας με τις κεντρικές αίθουσες της πρωτεύουσας (λόγω και των προβολών της «Άννας Ροδίτη») έφεραν σκέψεις για αναβολή μέχρι την επόμενη κινηματογραφική σεζόν. Την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή αποφασίστηκε –κατά το προηγούμενο των «Γερμανών»– η πρώτη προβολή να γίνει στη Θεσσαλονίκη, στον κινηματογράφο «Παλλάς» από τις 5 Απριλίου, όπου μάλιστα παρευρέθηκαν ο συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς και ο σκηνοθέτης Τ. Μουζενίδης.

Σύμφωνα με τηλεγράφημα που έστειλε ο διευθυντής του «Παλλάς», Μουτσόπουλος, η πρεμιέρα της «Μαντάμ Σουσού» στη Θεσσαλονίκη κατήγαγε θρίαμβο με 4.138 εισιτήρια σε μία μέρα, όταν οι υπόλοιποι τέσσερις κινηματογράφοι της πόλης έκοψαν αθροιστικά 3.300 εισιτήρια, ενώ το πρώτο τριήμερο ο αριθμός φέρεται να προσέγγισε τις δέκα χιλιάδες!

Ήταν η πιο επιτυχημένη πρεμιέρα ελληνικής ταινίας στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον για τη σεζόν 1947-48, καθώς ο «Μαρίνος Κοντάρας» είχε κόψει 3.604 εισιτήρια την πρώτη μέρα προβολής του στην πόλη, 3.137 εισιτήρια έκοψαν την πρώτη μέρα οι «100.000 λίρες», ενώ 1.871 ήταν τα εισιτήρια της πρεμιέρας των «Γερμανών ξανάρχονται» στη Θεσσαλονίκη –σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε ο διευθυντής του «Παλλάς» στο τηλεγράφημά του.

Ύστερα από δύο εβδομάδες επιτυχημένων προβολών στη «νύφη του Θερμαϊκού», οι παραγωγοί της ταινίας αποφάσισαν να επισπεύσουν την προβολή της στην Αθήνα από την Κυριακή του Πάσχα, 2 Μαΐου 1948, οπότε ξεκίνησε να παίζεται στις αίθουσες «Ρεξ», «Αττικόν» και «Άστυ», αλλά και στο «Κάπιτολ» του Πειραιά, καθώς επίσης στον «Ορφέα» της Λάρισας και στο «Άστυ» της Πάτρας, ενώ συνεχίστηκαν οι παραστάσεις και σε δύο κινηματογράφους β΄ προβολής στη Θεσσαλονίκη.

Όμως η ταινία που προβλήθηκε στην Αθήνα από τις 2 Μαΐου δεν ήταν ακριβώς η ίδια με εκείνη που πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Παλλάς» της Θεσσαλονίκης ένα μήνα νωρίτερα. Η τελευταία σκηνή... ξαναγυρίστηκε στις 21 Απριλίου στο Καβούρι με μια περισσότερο εύθυμη κατάληξη σε σχέση με το δραματικό φινάλε της αρχικής εκδοχής, το οποίο είχε γυριστεί το χειμώνα σε εσωτερικό χώρο και δεν ικανοποίησε τόσο τεχνικά (δεν ήταν καθαρή η σκηνή) όσο και δραματουργικά, μιας και δεν ταίριαζε με τη χιουμοριστική γραμμή του όλου σεναρίου.

Την πρώτη μέρα προβολής της στους τρεις αθηναϊκούς κινηματογράφους και στο «Κάπιτολ» του Πειραιά, η «Μαντάμ Σουσού» προσείλκυσε το ενδιαφέρον 24.520 θεατών (9.611 στο «Ρεξ», 7.381 στο «Αττικόν», 2.876 στο «Άστυ» και 4.652 στο «Κάπιτολ»).

Το διήμερο της Κυριακής και της Δευτέρας του Πάσχα ο αριθμός των θεατών υπολογιζόταν σε περίπου 42.000, ενώ το πρώτο τριήμερο κόπηκαν περίπου 65.000 εισιτήρια –αριθμός ρεκόρ για ελληνική ταινία.

Όμως τις επόμενες μέρες η τάση ήταν σταθερά –και μαζικά– πτωτική με νούμερα κάτω του αναμενόμενου ακόμη και το σαββατοκύριακο 8 και 9 Μαΐου. Χαρακτηριστικά, την όγδοη μέρα προβολής της ταινίας στο «Άστυ» κόπηκαν μόλις 557 εισιτήρια! Πιο αναλυτικά η κίνηση μέρα προς μέρα…

… στον κινηματογράφο «Ρεξ»:

Κυριακή 2 Μαΐου: 9.611 εισιτήρια·

Δεύτερα 3 Μαΐου: 8.000        ``

Τρίτη 4 Μαΐου: 7.102 ``

Τετάρτη 5 Μαΐου: 4.824        ``

Πέμπτη 6 Μαΐου: 4.021         ``

Παρασκευή 7 Μαΐου: 4.028 ``

Σάββατο 8 Μαΐου: 3.346       ``

Κυριακή 9 Μαΐου: 4.225       ``

... στον κινηματογράφο «Αττικόν»:

Κυριακή 2 Μαΐου: 7.381 εισιτήρια·

Δεύτερα 3 Μαΐου: 5.490        ``

Τρίτη 4 Μαΐου: 4.864 ``

Τετάρτη 5 Μαΐου: 3.072        ``

Πέμπτη 6 Μαΐου: 2.185         ``

Παρασκευή 7 Μαΐου: 1.820 ``

Σάββατο 8 Μαΐου: 1.700       ``

Κυριακή 9 Μαΐου: 2.082       ``

Για δεύτερη εβδομάδα οι προβολές συνεχίστηκαν μόνο σ’ έναν κεντρικό κινηματογράφο, στο «Άστυ» (όπου μάλιστα κόπηκαν 6.002 εισιτήρια), στο «Κάπιτολ» του Πειραιά και σε δύο αίθουσες β΄ προβολής της πρωτεύουσας («Γρανάδα» και «Παλλάς»).

Χάρη στο εντυπωσιακό άνοιγμα του πρώτου τριημέρου, η «Μαντάμ Σουσού» έκοψε συνολικά 93.498 εισιτήρια και ήταν η έκτη εμπορικότερη ταινία της σεζόν 1947-48 στους αθηναϊκούς κινηματογράφους πρώτης προβολής –τρίτη μεταξύ των ελληνικών ταινιών της σεζόν πίσω από τους «Γερμανούς» και την «Άννα Ροδίτη».

Το πρωτότυπο φιλμ της ταινίας κάηκε τον Ιούνιο του 1949 μετά από πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει στα εργαστήρια της «Μέγας Φιλμς».

Διαφήμιση για την προβολή στη Θεσσαλονίκη


Διαφήμιση για την προβολή στο "Άστυ" της Πάτρας

Διαφήμιση για την προβολή της ταινίας στην Αίγυπτο το Νοέμβριο του 1955

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η πρώτη κριτική για την ταινία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νέα Αλήθεια της Θεσσαλονίκης:

«Η ελληνική κινηματογραφική παραγωγή χωρίς να έχη φθάσει ακόμη σε επίπεδα που θα μας ικανοποιούσαν πλήρως, μπορούμε ενσυνειδήτως να πούμε πως όλο και προοδεύει. Τον τελευταίο καιρό παρακολουθήσαμε την προβολή τριών ταινιών που κάθε μια τους είχε τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματά της. Η “Μαντάμ Σουσού” του ευθυμογράφου μας κ. Μ. Ψαθά, είνε ένα καινούργιο και ελπιδοφόρο βήμα προς τα εμπρός. Και πρώτα-πρώτα είμεθα υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε την θετική συμβολή τόσων αρίστων ηθοποιών με επί κεφαλής την αμίμητη Μαρίκα Νέζερ, που αφού κατά καιρούς σκόρπισε το γέλιο με την από σκηνής των θεάτρων δημιουργία της Σουσούς, έρχεται τώρα να την ολοκληρώση στην οθόνη. Κοντά της ο μεγάλος μας κωμικός Βασίλης Λογοθετίδης που σκορπίζει με την ίδια μαεστρία το γέλιο και την συγκίνησιν στον ωραίο τύπο του άντρα της Σουσούς.

Η “Μαντάμ Σουσού” χωρίς βέβαια να αποτελή μια καλλιτεχνική πραγμάτωσι στην αυστηρή της έννοια, δικαιούται της επιδοκιμασίας μας, γιατί τόσο στον τομέα της φωνοληψίας όσο και στην φωτογραφία είνε καλύτερη από όλα τα ελληνικά φιλμ που είδαμε ως τώρα.[…]».

Αποθεωτική ήταν η κριτική που δημοσίευσε και μια άλλη εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, το Φως:

«Ο θεατής της κινηματογραφικής Σουσούς ξεχωρίζει αμέσως κάτι το καινούργιο, κάτι που ολοκληρώνει την επιτυχία του Ψαθά, που την κάνει πιο ζωντανή, πιο φανταχτερή, πιο χτυπητή.

Τελειότης τεχνική από πάσης πλευράς, επιμελημένο ανέβασμα, άψογη απόδοση εκ μέρους των πρωταγωνιστών του, προσοχή στη λεπτομέρεια που μπορεί να ανεβάση το μέτριο και να ρίξη το καλύτερο φιλμ, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της καινούργιας αυτής δημιουργίας του κινηματογράφου μας, πράγματα τα οποία γίνονται χτυπητά, αντιληπτά σε οποιαδήποτε σκηνή του έργου.

Ο συμπολίτης μας σκηνοθέτης του έργου κ. Τάκης Μουζενίδης απέδειξε με το ανέβασμα της “Σουσούς” ότι και ο κινηματογράφος βρίσκεται μέσα στην περιοχή της δράσεώς του. [...] Έτσι η παρουσία και η δράσις του πλούσιου σε πείρα, εμπνεύσεις και γνώσεις σκηνοθέτου –πράγμα που δεν παρετηρήθη σε κανένα ελληνικό φιλμ ως τώρα– γίνονται αντιληπταί και στον πιο αδαή στην τέχνη θεατή.

Καμμιά υπερβολή, κανένα τρενάρισμα, καμμιά, η παραμικρότερη έστω κίνηση πρωταγωνιστών και κομπάρσων χωρίς έλεγχο [...]».

Μια εξαιρετικά θετική κριτική δημοσίευσε και η εφημερίδα Μακεδονία:

«Μια σειρά επεισοδίων της ζωής της Σουσούς, περίφημης ηρωίδος του ευθυμογράφου κ. Δ. Ψαθά είνε το σενάριο του έργου. Του λείπει η σπονδυλική στήλη. Ως τόσο όμως την ουσιώδη αυτή έλλειψη σκεπάζουν ολότελα, έτσι που να μη μπορεί να την διακρίνει το πιο απαιτητικό έμπειρο μάτι, η ακτινοβολία του ξεχωριστού χιούμορ του Ψαθά, η αριστοτεχνική σκηνοθεσία του Μουζενίδη, το άψογο παίξιμο των κυριών Μαρίας Νέζερ και Λέλας Χατζηαργύρη και των κ.κ. Γιώργου Παπά, Βασίλης Λογοθετίδη, Τσαγανέα, Σταρένιου και άλλων άσσων του θεάτρου μας, γιατί, εν αντιθέσει με εκείνο που γίνεται σ’ άλλα ελληνικής παραγωγής έργα, πραγματική συρροή άσσων του θεάτρου παρατηρείται στη “Μαντάμ Σουσού”.

Ύστερα από το άριστο έμψυχο υλικό, έρχεται ένας άλλος, βασικός και αυτός, παράγων της επιτυχίας. Ο πλούτος των τεχνικών μέσων, τα οποία πλαισιώνουν την πρωτοφανή επιτυχίαν του φιλμ και των οποίων γίνεται μελετημένη και εντατική εκμετάλλευσις.

Ζωηρή φωτογραφία, καλός φωτισμός, άψογος φωνοληψία, πρωτοφανής εις τα χρονικά του κινηματογράφου μας συγχρονισμός, πλούσια ντεκόρ, αριστοτεχνικά ντεκουπάζ, άλλα ένα σωρό τεχνικά στοιχεία υποπίπτουν αμέσως στην αντίληψη του θεατού και τον προδιαθέτουν ευνοϊκώς για το φιλμ.

Έτσι η “Μαντάμ Σουσού”, που στη βάση της είνε μόνο ένα ευχάριστο σκηνικό παιγνίδι, μεταβάλλεται, αυτομάτως, σε κινηματογραφικό έργο με αξιώσεις, ικανό, όχι μόνο να χαρίση δύο ώρες χαρούμενου θεάματος, αλλά να ανθέξη και στην πιο απαιτητική κριτική. [...]». 

Ο Αχιλλέας Μαμάκης στο Έθνος εξέφρασε την επιφύλαξή του κατ’ αρχάς για την ιδέα της κινηματογραφικής μεταφοράς μιας τόσο δημοφιλούς, πλην όμως υπερβολικής ηρωίδας (μιας «καρικατούρας»), όπως η Σουσού: «Στο πανί είνε, βλέπετε, πιο ρεαλιστική η αναπαράστασις όλων των λεπτομερειών, αρχίζοντας από τον “ιστορικό” Βύθουλα και προχωρώντας στο κάθε τι που αποτελεί στις σελίδες του κ. Ψαθά το πλαίσιον της ζωής της Σουσούς. Στο βιβλίο –αναντίρρητο– η υπερβολή διασκεδάζει. Στην οθόνη όμως φέρνει το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα. Όχι μόνον δεν πείθει, αλλά και αμέσως ξενίζει. Κατόπιν –όσο μάλιστα εκτραχηλίζεται η υπερβολή– η εντύπωσις γίνεται ακόμη δυσμενέστερη και αρχίζει σχεδόν να ενοχλή. Καταντά, δηλαδή, προφανές ότι η Μαντάμ Σουσού δεν προσφέρεται να γίνη ταινία».

Πέρα όμως από τις όποιες θεωρητικές αντιρρήσεις του, ο Αχ. Μαμάκης εκφράστηκε αρνητικά και για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα επί της οθόνης: «Πρώτον –κ’ εάν παραμερισθή το εξωφρενικό και το απαράδεκτον του τύπου έτσι όπως εξειλίχθη στην οθόνη– το σενάριο σαν πλοκή στερείται εντελώς ενδιαφέροντος. Ένας ασήμαντος μύθος με υποτυπώδη “δράσι”, χωρίς κινηματογραφική υφή, γεμάτος συμβατισμούς, απιθανότητες και χοντροκομμένες φαρσοειδείς εκτροπές. Έπειτα η “Σουσού” είνε κακή ταινία και από τεχνικής απόψεως. Σκοτεινή στις περισσότερες σκηνές –ακόμη και εις μερικά “εξωτερικά”!–, έχει ελαττωματικήν φωνοληψίαν (τουλάχιστον με το μηχάνημα του “Ρεξ” που την άκουσα) με αντηχήσεις εις την απόδοσιν των φωνών, που μερικές φορές έχουν ένα περίεργο “βαρύγδουπον” τόνον... Και ακόμη είνε κακή, διότι ο σκηνοθέτης κ. Μουζενίδης –που πρώτη φορά “γύρισε” ταινία– αντί να διορθώση τα σφάλματα άλλων ελληνικών “δημιουργιών”... τα έκαμε εντονώτερα: Οι ηθοποιοί λ.χ., κατά κανόνα, δεν παίζουν. Απλώς ποζάρουν προ του φακού και μιλούν –ή μάλλον κατά το πλείστον απαγγέλουν– με στομφώδη και βραδύν ρυθμόν. Εκτελεσταί που σε άλλες ταινίες έπαιξαν καλά και άρεσαν, εδώ είνε σχεδόν αγνώριστοι και καταντούν θύματα της όλης ελαττωματικής ατμοσφαίρας. Θα ήμουν μόνον άδικος εάν δεν εσημείωνα ότι η γνωστή θεατρική πείρα του ρεζισέρ του επέτρεψε απλώς να κινήση ανετώτερα από άλλες εγχώριες παραγωγές το “πλήθος” στη σκηνή της δεξιώσεως, όπως επίσης να χρησιμοποιήση με φυσικότητα και ζωντάνια τα παιδιά του Βούθουλα σε δυο-τρεις εμφανίσεις τους. Στους βασικούς εκτελεστάς όμως –στην ουσία δηλαδή– απέτυχε. Και συμπαρέσυρε στην αποτυχία την όλη προσπάθεια, διά την οποίαν οι χορηγοί από φιλότεχνον στοργήν –όπως είθισται να λέγεται– “δεν εφείσθησαν δαπανών”».

Για μια ταινία «πολύ κατωτέρα των προσδοκιών» έκανε λόγο το κριτικό σημείωμα στην εφημερίδα Εμπρός: «Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως εις την αντικινηματογραφικότητα του θέματος, δεδομένου ότι ενώ η “Μαντάμ Σουσού” εις τα περιοδικά που εδημοσιεύετο ως ηρωίδα αυτοτελών διηγημάτων είχε και ενδιαφέρον και σχετικήν κωμικήν γραμμήν, εις την κινηματογραφικήν της έκδοσιν εστερήθη, ως ήτο φυσικόν, της ενότητος που απαιτούσεν η δράσις και εν γένει το ενδιαφέρον της εχαλαρώθη εις βαθμόν ανίας. Κατόπιν, μέρος της αποτυχίας οφείλεται και εις την διαχείρισιν του θέματος από τον σκηνοθέτην, ο οποίος άφησε τους ηθοποιούς να περιορισθούν εις μίαν απλήν και άψυχην απαγγελίαν του διαλόγου και εις ένα μονότονο και παγερό ποζάρισμα μπρος στον κινηματογραφικό φακό. [...] Η κυρία Μ. Νέζερ και ο κ. Γ. Παπάς προσεπάθησαν με όλας των τας δυνάμεις να σώσουν το ναυάγιον. Μετά την θριαμβευτικήν της πορείαν στα περιοδικά και στο θέατρο η ηρωίδα του Ψαθά επέπρωτο να αποτύχη εις τον κινηματογράφον για να αποδειχθή διά μιάν ακόμα φοράν ότι κάποτε και οι πολύ δημοφιλείς ήρωες... πατούν την πεπονόφλουδα και μάλιστα οδυνηρά!».

Την αντίθεση ανάμεσα στην τεράστια δημοτικότητα που είχε ο χαρακτήρας της Σουσούς στα διηγήματα του Δημήτρη Ψαθά και στην απογοήτευση για την απόδοσή της στον κινηματογράφο επισήμανε και ο Γιάννης Μάρης με το κριτικό σημείωμά του στην εφημερίδα Η Μάχη:

«Ο κόσμος έτρεξε σ’ όλες τις αίθουσες που ταυτόχρονα την επρόβαλαν. Ηθοποιοί γνωστοί έπαιρναν μέρος, όλη η δουλειά γινότανε κάτω από τον κ. Μουζενίδη, ένα σκηνοθέτη που απ’ το θέατρο ήταν –τουλάχιστο– γνωστός, ακόμα λεγότανε πως ξοδευτήκανε πολλά λεφτά για την παραγωγή, όσα για καμμιά άλλη ελληνική ταινία.

Δυστυχώς η ταινία είναι μια πλήρης και πανηγυρική αποτυχία. Όλα τα γνωστά ελαττώματα του Ελληνικού κινηματογράφου κάνουνε τη μεγαλοπρεπή τους εμφάνιση και στην τελευταία αυτή πολυφημισμένη ταινία. Αντικινηματογραφικότητα, κακή φωτογραφία, κακή ηγητική και κυρίως θέατρο, πολύ κακό θέατρο.

Και το χειρότερο, ούτε σαν φωτογραφημένο θέατρο η ταινία δεν διασκεδάζει. Η Σουσού της ταινίας είναι πολύ μακρυά από τον τύπο που τα κομματιαστά επεισόδια και οι ιστορίες του Ψαθά έχουνε δημιουργήσει.

Η αποτυχία της ταινίας είναι πλήρης. Αποτυχία στο σενάριο, αποτυχία στην εκτέλεση. [...]». 

Σε μια «καλή ταινία, χωρίς να πρόκειται βέβαια περί αριστουργήματος» αναφέρθηκε ο «Α.». στην εφημερίδα Ελληνική Πνοή: «Ο σκηνοθέτης κ. Μουζενίδης απέφυγε τον πειρασμό να μεταβάλη, με υπερβολική υπογράμμιση τα πρόσωπα σε γελοιογραφίες. Οι καλλίτερες επιτυχίες του είναι οι λαϊκές σκηνές του πρώτου μέρους, που αποδίδουν την ατμόσφαιρα της Πλάκας. Η αναχώρηση της Σουσούς από το φτωχό της περιβάλλον για να κατακτήση το Κολωνάκι, μέσα σ’ ένα προϊστορικό σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο, είναι ένα αληθινό εύρημα. Επίσης το στυλιζάρισμα, κατά την Αμερικανογερμανική τεχνική, των σκηνών πολυτελείας μάς κάνει να ξεχάσωμε την έλλειψιν μέσων. Κακό γούστο η εμφάνισις, στη σκηνή του γάμου, του κομψευόμενου γαμπρού με σκληρό, αντί του επιβαλλομένου υψηλού πίλου. Δευτερεύουσες λεπτομέρειες αρκούν για να βλάψουν ένα καλό έργο. Το ολιγώτερον επιτυχημένο είναι το φωτογραφικό μέρος του έργου. Αυτό είναι ιδίως αισθητό στα εσωτερικά σπιτιών, όπου λείπει η καθαρότης και το βάθος. Αντιθέτως, λαμπρά κατανομή των φωτισμών στις φωτογραφίες υπαίθρου. Εξαιρετικώς επιτυχημένες οι σκηνές του μπάνιου και το πέρασμα του αεροπλάνου επάνω από την Αθήνα, με την σκιά του στην Ακρόπολη».

Αναφορικά δε με τις ερμηνείες των βασικών πρωταγωνιστών, ο Α. παρατήρησε ότι «Η κ. Νέζερ στον ρόλο της Σουσούς έχει αναμφισβήτητα αέρα, ίσως περισσότερον απ’ ό,τι χρειάζεται. Τα τσακίσματά της είναι περίφημα, προδίδουν όμως άθελα την πρόθεση, την μελέτη. Ο κ. Παπάς είναι άξιος επαίνων για την συγκράτησή του. Ίσως κάποτε την κάνει να φαίνεται υπερβολική η αντίθεσις εις τον συνεχή πληθωρισμόν της κ. Νέζερ. Ο κ. Λογοθετίδης είναι πολύ συχνά ακατανίκητος. Έχει όμως και αυτός την τάση να εκχυδαΐζη τον τύπο του. Στον ρόλο του “αγαθού ανθρώπου” έφθασε την απόλυτη επιτυχία. Άλλως τε, έχει το προσόν να παρασύρη το κοινόν, και αυτό αρκεί να θέση σε δεύτερη μοίρα κάθε επιφύλαξη».

Ο Γιώργος Λαζαρίδης περιέγραψε τη «Μαντάμ Σουσού» ως την «τραγικώτερη αποτυχία» της σεζόν 1947-48: «Για την ταινία αυτή πολλά τα... “καλά” εγράφησαν, είναι δε το χάλι της τόσο ανεκδιήγητο που λυπούμεθα και τον χώρον ακόμα να κατασπαταλήσουμε. Απλώς και μόνο απορούμε για τον σκηνοθέτη Μουζενίδη, που τόσο ευσυνείδητος και εργατικός είναι στις θεατρικές του εμφανίσεις και που τόσες και τόσες φορές διεκήρυξε διά του Τύπου τις μεγαλεπήβολες και αυστηρές απόψεις του για την εβδόμη τέχνη, πώς έπεσε σε τέτοια ασυγχώρητα λάθη... [...] Οι τόσο μεγάλες αποτυχίες και μάλιστα από ανθρώπους φτασμένους, μοιάζουν σαν τους τελειοφοίτους φοιτητάς που γράφουν την “θάλασσα” με... τρία λάμδα». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου