«Η γροθιά του σακάτη»: Η πρώτη ελληνικά ομιλούσα ταινία

Το 1930 η ελληνική γλώσσα ακούστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, χάρη στη «Γροθιά του σακάτη». Πώς έγινε αυτό το τεχνολογικό θαύμα σε μια χώρα που δεν διέθετε καν στούντιο; Πολύ απλά, η ταινία ήταν πρακτικά μια (ελληνο)αμερικανική παραγωγή, γυρισμένη εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Universal για λογαριασμό της «Orthophonic Picture Corporation» με πρόεδρο τον Τζον Μάρσιτς.
«Πέρυσι σαν σήμερα το φανταζόσαστε ποτέ ότι μετά ένα χρόνο θ’ ακούαμε και θα βλέπαμε εις τας Αθήνας την πρώτην ελληνικήν ομιλούσαν ταινίαν;» ρωτούσε με ενθουσιασμό τους αναγνώστες της η Πατρίς, που με υπερβολική αισιοδοξία προέβλεπε ότι σύντομα ο ελληνικός κινηματογράφος «παρ’ όλας τας δυσχερείας που συναντά και το στενόν έδαφος της καταναλώσεώς του, θα έχη γενικευθή εις την Ελλάδα και εις το εξωτερικόν όπου υπάρχουν ισχυραί ελληνικαί παροικίαι».

Ποια ήταν όμως η πλοκή της πρώτης ταινίας που μιλούσε ελληνικά;
Η ιστορία υποτίθεται ότι διαδραματιζόταν στην Αθήνα. Ο εκ γενετής ανάπηρος Ανδρέας είναι εφευρέτης, δημιουργός μιας περιζήτητης μηχανής, την οποία όμως αρνείται να πουλήσει. Ζει μαζί με την κατάκοιτη μητέρα του, τη θεία Λίνα και τον αδερφό του Γιώργο, οι οποίοι εξαρτώνται οικονομικά από αυτόν. Τα δυο αδέρφια είναι αντίθετοι χαρακτήρες. Ο Ανδρέας είναι εργατικός, ενώ ο Γιώργος ζει μια πιο ανέμελη ζωή, εκμεταλλευόμενος τις σκληρές προσπάθειες του αδερφού του.
Ο Ανδρέας λαγοκοιμάται στον καναπέ ύστερα από ακόμη μια νύχτα σκληρής δουλειάς. Στο σαλόνι μπαίνει η θεία Λίνα και τον ξυπνάει. «Γιατί δεν είσαι περισσότερο προσεκτικός με την υγεία σου; Ο γιατρός είπε να μην κουράζεσαι πολύ» του λέει, προκαλώντας την αντίδραση του Ανδρέα, που γενικά δεν έχει και την καλύτερη άποψη για τους γιατρούς μετά την αρρώστια της μητέρας του. Εκφράζει μια πικρία για την αναπηρία του, όμως ταυτόχρονα καμαρώνει για την εφεύρεσή του. Όπως λέει στη θεία του: «Δεν είχα τίποτε, παρά μια φλόγα στην ψυχή μου, μια φλόγα που προσπαθούσε να εκφραστεί μέσα από μια σκουριασμένη, αργοκίνητη, ελαττωματική μηχανή, αυτό εδώ το σώμα. Έπρεπε να έχω δύναμη... Λοιπόν! Ορίστε, τη δημιούργησα. Αυτή εδώ η μηχανή είναι η δύναμη, τα πρόσθετα χέρια με τα οποία θα προκαλέσω τη Μοίρα και θα την κάνω να γονατίσει σαν ασήμαντος σκλάβος στα πόδια μου».
Η συζήτηση φτάνει στο Γιώργο. Ο Ανδρέας είναι θυμωμένος από τη συμπεριφορά του αδερφού του κι εμφανίζεται έτοιμος να τον διώξει από το σπίτι, όμως η θεία Λίνα τον μεταπείθει· πρέπει να σκεφτεί την άρρωστη μητέρα τους και πόσο θα στενοχωρηθεί.
Ο ήχος ενός τραγουδιού από μακριά σηματοδοτεί τον ερχομό του Γιώργου και της φίλης του, Λίζας, ενώ ο Ανδρέας και η θεία Λίνα έχουν φύγει από το σαλόνι. Ζαλισμένοι από το βραδινό τους μεθύσι, οι δυο ερωτευμένοι νέοι συζητάνε και ο Γιώργος αποκαλύπτει πως πλαστογράφησε την υπογραφή του αδερφού του, ώστε να πουληθεί η εφεύρεσή του και να πάρει ο ίδιος τα χρήματα. Χάρη στα χρήματα αυτά, άλλωστε, κατάφερε να αγοράσει στη Λίζα το καινούριο της κολιέ. Ο Γιώργος κάθεται μπροστά στο πιάνο, λέει ένα τραγούδι και οι δυο τους κοι­μούνται. Η ώρα είναι ήδη τρεις.
Επτά ώρες μετά, ο Ανδρέας έχει ήδη ξυπνήσει, μπαίνει στο σαλόνι και βλέπει τον αδερφό του να κοιμάται στον καναπέ με την κοπέλα. Τους ξυπνάει και τα δυο αδέρφια μαλώνουν. («Μου κάνεις τη χάρη να μην χώνεσαι στα προσωπικά μου θέματα; Είμαι υπεύθυνος για την προσωπική μου ζωή κι αυτό είναι όλο» λέει ο Γιώργος. «Τέρας! Όμως ξεχνάς ότι εγώ είμαι αυτός που πληρώνει τους λογαριασμούς σου! Ναι, ναι εγώ είμαι αυτός, εγώ ο σακάτης»! του απαντάει ο Ανδρέας). Τα πνεύματα οξύνονται και ο Γιώργος αποκαλύπτει στον αδερφό του ότι πλα­στογράφησε την υπογραφή του. Του λέει ότι θα του επιστρέψει τα χρήματα στο μέλλον και σπρώχνει τον Ανδρέα, ο οποίος πέφτει στο πάτωμα.
Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο αγοραστής της μηχανής, που θέλει να πει στον Ανδρέα ότι όλα πήγαν καλά και παρέλαβε τα σχέδια. Στο δωμάτιο μπαίνει η θεία Λίζα, που ενημερώνει τον Γιώργο ότι η μητέρα του θέλει να τον δει. Η κατάσταση της υγείας της χειροτέρεψε δραματικά. Ο Ανδρέας ξεσπάει: «Μπορείς να πεις στη μητέρα μου ότι ο Γιώργος θα πάει στη φυλακή σήμερα», όμως το μετανιώνει, όταν η θεία Λίνα τον προειδοποιεί ότι μια τέτοια εξέλιξη θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα την υγεία της άρρωστης.
Ξαφνικά, ο Γιώργος μεταστρέφεται. Αρπάζει το τηλέφωνο και ομολογεί την πλαστογραφία. Είναι έτοιμος να παραδοθεί στην αστυνομία και να παραδεχτεί την ενοχή του μέσα στην επόμενη μισή ώρα. Μάταια η Λίζα προσπαθεί να τον μεταπείσει. Τα δυο αδέρφια συμφιλιώνονται σε μια τόσο δραματική στιγμή και η ταινία τελειώνει μ’ ένα μονόλογο του Γιώργου: «Μπορεί να είσαι σακάτης, αγαπητέ μου αδερφέ, όμως εσύ, και όχι άνθρωποι σαν εμένα, είσαι ο πυλώνας της κοινωνίας. Θα σφίξεις το χέρι μου, μόνο όταν αισθανθώ ικανός να σε αντικρίσω σε ηθικό επίπεδο. Συνέχισε, Ανδρέα, συνέχισε! Η μοίρα της ανθρωπότητας βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων όπως εσύ». Και φεύγει.

Την ταινία, διάρκειας 25 λεπτών, παρακολούθησε συντάκτης του Variety, ο οποίος δεν κατάλαβε τίποτε, καθώς έλλειπαν οι αγγλικοί υπότιτλοι. Όλα του φάνηκαν... ελληνικά, όπως φαίνεται και από το κριτικό του σημείωμα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό:
«Η έναρξη της ταινίας γίνεται στο σκηνικό ενός κακόγουστου σαλονιού, μ’ έναν από τους γιους και τη μητέρα [σ.σ. στην πραγματικότητα η θεία] να είναι αφοσιωμένοι σε μια συζήτηση, που διαρκεί ακριβώς 10 λεπτά χωρίς κινήσεις οποιουδήποτε είδους. Ο άλλος αδερφός και η κοπέλα του ακολουθούν με μια παρόμοια συζήτηση και μετά όλο το καστ συνεχίζει σ’ ένα διαλεκτικό κουαρτέτο. Το μόνο περιστατικό που διακόπτει το διάλογο είναι ένα ερωτικό τραγούδι συνοδεία πιάνου από τον έναν αδερφό, απευθυνόμενο στην κοπέλα του. Η αναπαραγωγή είναι ένα μουγκρητό, όπως σε περίπτωση φωτιάς σε διαμέρισμα».

Το σενάριο υπέγραφε ο Ορφέας Καραβίας, ένας από τους βασικούς συντελεστές της θεατρικής «άνοιξης» που είχε παρατηρηθεί στην ελληνοαμερικανική κοινότητα της Νέας Υόρκης τα προηγούμενα χρόνια, αφ’ ενός ως καλλιτεχνικός διευθυντής του μουσικοδραματικού θιάσου «Ελληνικόν Θέατρον» και αφ’ ετέρου ως συγγραφέας σειράς θεατρικών έργων, όπως «Ο πόνος της μάννας», «Η αποκεφάλισις του αγίου Ιωάννου», «Η ξελογιάστρα», «Κουβέντα να γίνεται» κλπ.

Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Ουίλιαμ Σάλζμαν, ενώ αρχιοπερατέρ ήταν ο Φρανκ Ζούκερ, «ο πρώτος που εγύρισε την πρώτην ομιλούσαν ταινίαν εις την Αμερική», όπως δημοσιεύτηκε στον ελληνικό τύπο, μια πληροφορία που ωστόσο δεν ήταν απολύτως ακριβής.

Ποιοι ήταν όμως οι τέσσερις ηθοποιοί της «Γροθιάς του Σακάτη»; Οι διαφημίσεις στον ελληνοαμερικανικό τύπο ανέφεραν τους Νίκο Δελάρμη, Λίνα Φούλη, Άννα Γιολάντη (ή Γιολάνδη) και τον Τέτο Δημητριάδη. Ο Δημητριάδης, που ήταν ήδη γνωστός τραγουδιστής (τόσο στον ελληνισμό της Αμερικής όσο και στην Ελλάδα) και είχε συνθέσει τη μουσική της ταινίας, προφανώς υποδύθηκε το Γιώργο, που άλλωστε τραγούδησε και συνοδεία πιάνου.

Αυτό ήταν το τραγούδι του Γιώργου προς τη Λίζα. Είχε τίτλο "Έλα να νοιώσεις".

Κι αυτό ήταν ένα δεύτερο τραγούδι της ταινίας, που ακουγόταν ως μουσικό χαλί στη μεταβατική σκηνή, όταν ο Ανδρέας με τη θεία αποχωρούσαν από το σαλόνι, μέχρι να μπουν ο Γιώργος με τη Λίζα. Τίτλος: "Ζωή τρελή". Ερμηνευτής και πάλι ο Δημητριάδης, ενώ τους στίχους (και των δύο τραγουδιών) υπέγραφε ο Ορφέας Καραβίας.

Ενώ, όμως, τα ονόματα του Δελάρμη και του Δημητριάδη επιβεβαιώνονταν και από το Variety, σε δημοσίευμα του Εθνικού Κήρυκα το ρόλο του Ανδρέα φερόταν να παίζει «αριστοτεχνικά» ο σεναριογράφος Ορφέας Καραβίας, η Λίνα Δώρου φερόταν να υποδύεται «πιστά και τεχνικά» την ζωηρή Λίζα, ενώ κάποια Πάτση περιγραφόταν ως «φυσικωτάτη» στο ρόλο της γηραιάς θείας.
Ο Τέτος Δημητριάδης

ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Η πρεμιέρα της «Γροθιάς του σακάτη» δόθηκε στο «Earl Caroll Theatre» της Νέας Υόρκης στις 13 Απριλίου 1930. Τη μέρα εκείνη πραγματοποιήθηκαν έξι προβολές, τις οποίες φέρονταν να είχαν παρακολουθήσει συνολικά περισσότερα από 1600 πρόσωπα.

Κατά την προβολή της στις ΗΠΑ συνοδευόταν κι από άλλες δύο ταινίες μικρού μήκους. Η μία, που προβλήθηκε και στην Ελλάδα, είχε τον τίτλο «Μια πρόβα στα γρήγορα» και προσδιοριζόταν ως ένα «κωμικό φωνοκινηματογραφικό σκίτσο με μοντέρνα ελληνικά τραγούδια». Η δεύτερη ταινία (βουβή, με υπότιτλους σε ελληνικά και γαλλικά) είχε τίτλο «Ελληνικά κάλλη» και ήταν περιηγητική: έδειχνε τουρίστες να επισκέπτονται ελληνικά τοπία, γυμναστικές επιδείξεις στο στάδιο από μαθητές γυμνασίου της Αθήνας, χωρικούς να εκτελούν παραδοσιακούς χορούς και αποσπάσματα από αναπαραστάσεις αρχαίων δραμάτων. Μάλιστα, συντάκτης του αμερικανικού Variety εντυπωσιάστηκε από τις παραδοσιακές φορεσιές, περιγράφοντας «σοκαριστικά κοντές» τις ανδρικές φουστανέλες και «αξιοσημείωτα μακριά» τα γυναικεία φορέματα! Συνεκτικό στοιχείο των τριών ταινιών ήταν η εμφάνιση του ηθοποιού που υποδυόταν τον σακάτη, απευθυνόμενου στους θεατές μιλώντας ελληνικά. Η συνολική τους διάρκεια έφτανε τη μία ώρα.

Στα αρχεία της αμερικανικής πολιτείας της Νέας Υόρκης, η «Γροθιά του Σακάτη» καταχωρήθηκε με τον αγγλικό τίτλο «The Hunchback Αnd His Might». Ωστόσο δημοσιεύματα του αμερικανικού τύπου, επιχειρώντας μια απευθείας μετάφραση του ελληνικού τίτλου στα αγγλικά, την ανέφεραν επίσης ως «The Punch of the Hunchback», «The Blow of the Lame One» και «Hunchback’s Might».

Στην Αθήνα η ταινία έκανε πρεμιέρα στο «Αττικόν» στις 12 Μαΐου 1930, ενώ στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε να προβάλλεται στον κινηματογράφο «Διονύσια» από την 1η Δεκεμβρίου.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Κι ενώ θα περιμέναμε βομβαρδισμό σχολίων στις εφημερίδες για την πρώτη «ελληνικά ομιλούσα» ταινία, αυτό δεν συνέβη. Η Πατρίς σημείωσε απλά ότι οι θεατές εκφράστηκαν «ενθουσιωδώς διά την θαυμασίαν απόδοσιν της γλώσσης μας εις τον ομιλούντα κινηματογράφον», ενώ περιέγραφε την ταινία ως ένα «ευχάριστο δραματάκι που εξελίσσεται μεταξύ της αστικής τάξεως των Αθηνών».

Συντάκτης του Ημερήσιου Τύπου επισήμανε ότι από τεχνικής και καλλιτεχνικής απόψεως η ταινία «έχει επιτύχει απολύτως» και οι ηθοποιοί στάθηκαν «εις το ύψος των και ζωντανεύουν τους ρόλους», ενώ ενθουσιασμένος παρατηρούσε ότι «ειδικώς εμείς οι Έλληνες πρέπει να αισθανώμαστε υπερηφάνειαν, διότι κατορθώσαμε να παρουσιάσουμε ομιλούσαν ταινίαν γρηγορώτερα, όχι μόνον από τα άλλα βαλκανικά κράτη, αλλά και από τους Ισπανούς και τους Ιταλούς. Θα μπορέσουμε έτσι με την νέαν ταινίαν να πάρουμε μια τιμητική θέσι εις την βιομηχανίαν του κινηματογράφου, εάν δεν μπορέσουμε να επιβληθούμε εις τους κύκλους των μεγάλων κινηματογραφικών επιχειρήσεων».

Η Ίρις Σκαραβαίου μέσω της στήλης της στην Εσπερινή αξιολογούσε θετικά τη «διαυγή και θαυμαστή» σε συγχρονισμό απόδοση των φωνών και των τραγουδιών της ταινίας, ωστόσο αυτό ήταν... το μόνο θετικό. Ο ενθουσιασμός της μετριάστηκε από την «επιπολαία διανομή των ρόλων» σε συνδυασμό με την «μετρίαν σκηνοθετικήν άποψιν του φιλμ». Ειδικότερα, οι ηθοποιοί - με μοναδική εξαίρεση τον Δημητριάδη - απήγγειλαν κατά τρόπο «αφορήτως θεατρικόν» που θύμιζε «τέλη δεκάτου ενάτου αιώνα», επιδίδονταν σε «μελοδραματισμούς και σπασμωδικότητας», ενώ η σκηνοθεσία μετέφερε στην οθόνη «το προ­πολεμικόν θέατρον με όλα του τα ελαττώματα».
Εν κατακλείδι, η Σκαραβαίου περιέγραψε μια ταινία γυρισμένη «εις το γόνατο» και με ατέλειες, που μάλλον την ζημίωσαν και επισκίασαν το γεγονός ότι ακούστηκε για πρώτη φορά η ελληνική γλώσσα στον κινηματογράφο. «Διά τούτο και το κοινόν όχι μόνον δεν συνεκινήθη από την μελοδραματικήν θεατρικότητα της υποκρίσεως των ηθοποιών (εξαιρέσει του ιδίου κ. Δημητριάδη, ο οποίος ήτο φυσικώτατος) αλλά και εκουράσθη από την μονοτονίαν του πράγματος και την σκηνοθετικήν πτωχείαν της τέχνης».

Στην «τόσην επιτυχίαν» που δήθεν είχε σημειώσει η ταινία σε Ευρώπη κι Αμερική αναφέρθηκε η Ακρόπολις, περιγράφοντάς τη ως «παρμένη από την ελληνικήν οικογενειακήν ζωήν» με «το σπάνιον προσόν ότι διαφεύγει του ρωμαντικού τύπου των μέχρι σήμερα προβληθεισών ελληνικών ταινιών».

Η αλήθεια ήταν ότι η «Γροθιά του Σακάτη» σημείωσε εμπορική αποτυχία στην Ελλάδα, όπως χωρίς αναστολές σημείωνε το αμερικανικό Variety, αποδίδοντάς τη στη μικρή διάρκεια και τη «μονοτονία» του φιλμ. Άλλωστε, το αμερικανικό περιοδικό περιέγραφε τόσο τη «Γροθιά του Σακάτη», όσο και τις υπόλοιπες, συνοδευτικές ταινίες ως «κουραστική επίδειξη κακής τεχνικής στούντιο με υποκριτική όχι πολύ καλύτερη», που θύμιζαν «σπιτική ταινία». Κι ενώ για τους δυο άνδρες τα σχόλια ήταν θετικά, η κοπέλα που υποδυόταν τη Λίζα περιγραφόταν ως «μάλλον τρομακτική για το γούστο της αμερικανικής οθόνης, μια στρουμπουλή ξανθιά, που ζυγίζει 140 (σ. μ.: δεν προσδιοριζόταν μονάδα βάρους) και φοράει λευκές κάλτσες, ώστε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τα γενναιόδωρα γόνατα και τις γάμπες».

ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: «Μια πρόβα στα γρήγορα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου