Το
Μάιο του 1927, όταν ξεκίνησε η «επίθεση
δημοσιότητας»
της «Νταγκ
Φιλμ»,
το σενάριο της πρώτης ταινίας ήταν ήδη
γραμμένο· ο τίτλος αρκετά ποιητικός:
«Έρως
και κύματα».
Το έγραψε ο ποιητής Λάμπρος Αστέρης
(καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη
Καραχάλιου), ενώ σκηνοθέτης και διευθυντής
φωτογραφίας ήταν αντίστοιχα ο Δημήτρης
και ο Μιχάλης Γαζιάδης. Διαφημιζόταν
ως ένα έργο με υπόθεση από τη σύγχρονη
εποχή, που παράλληλα περιείχε ήθη και
έθιμα του τόπου και φυσικά αναδείκνυε
τις φυσικές ομορφιές της χώρας - σταθερή
αξία όλων των ταινιών της πρώτης περιόδου
του ελληνικού κινηματογράφου.
Η
ιστορία
είχε ως εξής:
Σ’ ένα μακρινό
νησάκι του Αιγαίου, όπου οι άνθρωποι
είναι ακόμη καλοί, τίμιοι και αυστηροί,
ζει ο γέρο-Πούντας, ένας φτωχός ψαράς,
που μόνη περιουσία του και στήριγμα των
γηρατειών του έχει την ωραία του κόρη,
Ρήνα. Η Ρήνα είναι μνηστευμένη με τον
Πάνο Φιλικό, ένα γερό και γενναίο
παλικάρι, που την αγαπά μ’ όλη την τρέλα
της νεότητάς του και την τραχύτητα του
σκληρού επαγγέλματος του ψαρά. Σε μια
θαλάσσια εκδρομή που ο πλούσιος εκδότης
Πέτρος Δούκας κάνει με τη θαλαμηγό του
στα νησιά του Αιγαίου, γνωρίζεται με τη
Ρήνα, της οποίας η ομορφιά, η χάρη και η
αφέλεια τον μαγεύουν και προσπαθεί να
την κατακτήσει.
Τη συνάντηση
της Ρήνας με τον Πέτρο Δούκα αντιλαμβάνεται
ο μνηστήρας της, ο οποίος και της κάνει
δριμύτατες παρατηρήσεις, διότι τόλμησε
να συνομιλήσει μ’ έναν άγνωστο νέο. Τη
συνοδεύει στο φτωχικό της και κατόπιν
σφοδρής λογομαχίας, εξαφανίζεται
εγκαταλείποντας τη Ρήνα στην περιφρόνηση
των αυστηρών χωρικών του νησιού, που
σχολιάζουν το επεισόδιο της συνομιλίας
της με τον άγνωστο νέο ποικιλοτρόπως
και κακόβουλα. Ο πατέρας της Ρήνας, γέρος
και φιλάσθενος, αρρώστησε από τη λύπη
του και πέθανε. Η Ρήνα, μόνη κι έρημη
στον κόσμο, αναγκάζεται να εγκαταλείψει
το νησί της για ν’ αποφύγει τις κακολογίες
των συμπατριωτών της κι έρχεται στην
Αθήνα για να εργασθεί και να ζήσει.
Μια μέρα, ενώ
η Ρήνα περιπλανιόταν στους αθηναϊκούς
δρόμους, ο Πέτρος Δούκας την παρασύρει
με το αυτοκίνητό του και την τραυματίζει.
Την αναγνωρίζει και τη μεταφέρει στο
σπίτι του, όπου και την περιποιείται με
την υστεροβουλία να την κάνει ερωμένη
του, ενώ της κρύβει ότι είναι προ πολλού
μνηστευμένος. Θέτει στη διάθεσή της τον
πλούτο του, ούτως ώστε σε πολύ λίγο καιρό
να μεταβληθεί σε μια κομψή και χαριτωμένη
νέα του συρμού. Εν τω μεταξύ, ο μνηστήρας
της Ρήνας, Πάνος Φιλικός, μην μπορώντας
να κατανικήσει το διακαή έρωτα που
αισθάνεται για εκείνη,
επιστρέφει στο νησί και την αναζητά.
Εκεί πληροφορείται από τη φίλη της,
Σταυρούλα, ότι η Ρήνα έχει φύγει στην
Αθήνα κι έρχεται να την αναζητήσει. Ο
Πέτρος Δούκας, στον οποίο απευθύνεται,
του δηλώνει ότι δεν είδε ποτέ του τη
Ρήνα. Ο Πάνος απελπίζεται και μεταβαίνει
σε μια ακτή του Σουνίου. Χτίζει μια
καλύβα στους βράχους για να ζήσει με
τις δυο μεγάλες του αγάπες: τη θάλασσα
στα μάτια του και τη Ρήνα στην καρδιά
του.
Εν τω μεταξύ,
ο Δούκας ήταν απελπισμένος ν’ αποκτήσει
την αγάπη της Ρήνας και αποφασίζει να
την κατακτήσει με τη βία. Ένα βράδυ την
πείθει να κάνουν μια εκδρομή με το γιότ.
Δίνει διαταγή στον πλοίαρχο να ξεμακρύνουν
όσο μπορούν περισσότερο από την ακτή.
Κι όταν είναι πια ανοιγμένοι στη θάλασσα,
το δράμα ξεσπάει. Ο Δούκας κλειδώνεται
μέσα στην καμπίνα της Ρήνας, με σκοπό
να την κάνει δική του. Αυτή αντιστέκεται,
μα στο τέλος πέφτει λιπόθυμη στα χέρια
του. Εκείνος είναι έτοιμος προς δράση,
όμως εκείνη την ώρα ένα άλλο δράμα
ξεσπάει: η θάλασσα, που διαρκώς αγριεύει,
απειλεί από στιγμή σε στιγμή να βυθίσει
τη θαλαμηγό, που αρχίζει να μπάζει νερά.
Παρά τις προσπάθειες του πληρώματος, η
θαλαμηγός αρχίζει να βυθίζεται. Την
τελευταία στιγμή, ο Δούκας συνέρχεται
και με το παρ’ ολίγον θύμα του επιβιβάζεται
στη ναυαγοσωστική βάρκα.
Την ίδια ώρα,
η μανιασμένη θάλασσα δέρνει αλύπητα
την καλύβα του Πάνου Φιλικού με τεράστια
κύματα. Ενώ εκείνος απολάμβανε το θέαμα
της θύελλας, βλέπει από την ανταύγεια
μιας αστραπής να βυθίζεται λίγο πιο
πέρα μια θαλαμηγός. Χωρίς δισταγμό
πέφτει στη θάλασσα και τρέχει να βοηθήσει
τους ναυαγούς. Η θαλαμηγός που
καταποντιζόταν, ήταν του Δούκα· μεταξύ
δε των θυμάτων βρισκόταν και η Ρήνα, την
οποία σώζει από τη μανία των κυμάτων
και την κρατά για πάντα στην αγκαλιά
του.
Στους βασικούς
ρόλους εμφανίστηκαν οι:
Μιράντα
Θεοχάρη ..........
|
Ρήνα
|
Δημήτρης
Τσακίρης .......
|
Πάνος
Φιλικός
|
Νίκος
Δενδραμής ............
|
Πέτρος
Δούκας
|
Γιώργος
Παπαχρήστος ...
|
γέρο-Πούντας
|
Άννα
Σταυρίδου ..............
|
Σταυρούλα
|
Συμμετείχαν
επίσης οι: Ντίνα Σαρρή, Φιλιώ Ναούμ,
Εμμανουήλ Βαρούχας, Κώστας Μουσούρης,
Ορέστης Λάσκος, Πανωραία Τουλινά (ή
Τσωλινά), Κριτσελής, Παππάς, Κεφαλάς,
Μεταξάς, Μενεζής, Θεοδωρακάκος κ.ά.
ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ
Τα
γυρίσματα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του
1927. Στις αρχές Αυγούστου γυρίστηκε μια
σκηνή στο κότερο «Δέλλω» του Μπενάκη.
Παραλειπόμενα από το συγκεκριμένο
γύρισμα δημοσίευσε η εφημερίδα Κυριακή
του Ελευθέρου Βήματος, ώστε έχουμε μια
ιδέα για τις ιδιαίτερες συνθήκες των
γυρισμάτων - και μάλιστα σ' ένα δύσκολο
περιβάλλον, όπως είναι η θάλασσα:
«Οι
καλλιτέχναι, οι μηχανικοί κλπ. επεβιβάσθησαν
εις το κόττερο στην Καστέλλα και το
σκάφος έπλευσε προς την Αίγιναν. Αμέσως
μετά τον απόπλουν, οι καλλιτέχναι και
αι καλλιτέχνιδες άρχισαν να μακιγιάρωνται.
Πρώτα δηλαδή πασαλείφτηκαν με μια άσπρη
αλοιφή, που κάνει το δέρμα εξαιρετικά
λευκό και λείον, και κατόπιν έβαψαν τα
χείλια και τα μάτια. Έπειτα αρχίζει το
γύρισμα.
Το
έργο προχωρούσε λαμπρά έως ένα σημείο,
αλλ' έξαφνα το κόττερο ήρχισε να
κλυδωνίζεται.. Και ολοέν το κούνημα
εγίνετο αγριώτερο... Έτσι το "γύρισμα"
ετελείωσε με μίαν σκηνήν κωμικοτραγικήν
κατά την οποίαν η μηχανή έπαυσε να γυρίζη
ενώ εις μάτην αι καλλιτέχνιδες ανέκραζαν
απεγνωσμένως: "Καμαρότο! Καμαρότο!».
Όμως αυτό
δεν ήταν το μοναδικό απρόοπτο, καθώς
από τις πρώτες μέρες χρειάστηκε να γίνει
αντικατάσταση της πρωταγωνίστριας!
Αρχικά, για το ρόλο της Ρήνας είχε
επιλεγεί μια μαθήτρια της σχολής με το
ψευδώνυμο Μίρβα Βιολάντη, το πραγματικό
όνομα της οποίας ήταν Αθηνά Μοσχονά.
Μάλιστα, είχαν γραφτεί εξ αρχής επαινετικά
σχόλια για το ταλέντο της, παρόλο που
κανείς δεν την είχε δει να υποδύεται
κάποιο ρόλο - ίσως γιατί ήταν κόρη ενός
δημοσιογράφου, του Δημήτρη Μοσχονά,
κάτι που της εξασφάλιζε μια μορφή ασυλίας
από τον τύπο. Χαρακτηριστικά, η εφημερίδα
Εσπερινή έσπευδε να την παρομοιάσει με
«σπάνιο
καλλιτεχνικό αστέρι [που] στάθηκε πάνω
από την Ελληνικήν Βηθλεέμ»,
προτού καν επιχειρήσει το κινηματογραφικό
της ντεμπούτο!
Μόνο που το
«άστρο» αυτό δεν θα έλαμπε ακόμη στη
μεγάλη οθόνη, αλλά αποχώρησε από τις
αρχές των γυρισμάτων. Δεν υπήρχε κάποια
καλλιτεχνική ή οικονομική διαφορά, αλλά
όλα οφείλονταν σε μια ιδιοτροπία της
κοπέλας σε συνδυασμό με τα συντηρητικά
ήθη της εποχής. Τι είχε συμβεί; Μετά την
ολοκλήρωση κάποιων γυρισμάτων στη
Βουλιαγμένη, ο σκηνοθέτης Δημήτρης
Γαζιάδης οργάνωσε ένα γλέντι για τους
συντελεστές. Αυτό που θα ερμηνεύαμε
σήμερα ως μια προσπάθεια δημιουργίας
φιλικής ατμόσφαιρας μεταξύ των μελών
του συνεργείου, ώστε να γνωριστούν
καλύτερα και να δημιουργηθεί ένα φιλικό
κλίμα στα παρασκήνια, δεν άρεσε στη
Μοσχονά, η οποία διαπίστωσε ότι... δεν
θα προλάβαινε να φτάσει στο πατρικό της
πριν τις 8 το βράδυ!
«Ξέρετε
πόσα χιλιόμετρα διανύσαμε για να φθάσουμε
από την Βουλιαγμένη στην Αθήνα, νύκτα
και μόνες μας, εγώ και μία άλλη δεσποινίς,
η φίλη μου Κλειώ Ιωαννίδου, διότι ο
ρεζισέρ μας ήθελε μετά την εργασία
να μείνουμε και να γλεντήσουμε και μας
έδειξε το δρόμο να έρθουμε μόνες, παρά
την υπόσχεσιν που είχε δώσει στον πατέρα
μου ότι θα είμαστε πίσω το πολύ στις 8
το βράδυ;»,
υπεραμύνθηκε της παραίτησής της η κοπέλα
σε συνέντευξη που έδωσε, διευκρινίζοντας
ότι «Επήγα
εις τη δουλειά αυτή, κινουμένη από το
καλλιτεχνικό μου ιδεώδες, για να εργασθώ
και όχι για να γλεντήσω»!
Κάπως έτσι,
η Αθηνά Μοσχονά - ή Μίρβα Βιολάντη -
αποχώρησε από το καστ και τη θέση της
πήρε η έμπειρη θεατρικά Μιράντα Θεοχάρη
(αργότερα Μιράντα Μυράτ), κόρη της
ηθοποιού Κυβέλης.
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Η πρεμιέρα
δόθηκε στους κινηματογράφους «Σπλέντιτ»
και «Μοντιάλ»
στις 30 Ιανουαρίου 1928. Κατά
την προβολή, μια ορχήστρα, συνοδευόμενη
από χορωδία, εκτελούσε τη βαρκαρόλα
«Έρως
και κύματα»
του Δημήτρη Ροδίου, που είχε συντεθεί
ειδικά για την ταινία.
Μια μέρα
νωρίτερα, στο «Ιντεάλ»
είχε
πραγματοποιηθεί με μεγάλη επιτυχία η
δοκιμαστική προβολή για τους δημοσιογράφους,
οι οποίοι έφυγαν ενθουσιασμένοι,
κάτι που αποτυπώθηκε και στις θετικές
κριτικές, όπως δημοσιεύτηκαν στον τύπο
τις επόμενες ημέρες. Μεγάλη όμως ήταν
η ανταπόκριση και του κοινού, που ήδη
από την πρεμιέρα πολιόρκησε τις δυο
κινηματογραφικές αίθουσες, ενώ οι
αστυνομικοί μάταια προσπαθούσαν να
συγκρατήσουν το πλήθος.
Μάλιστα, οι προβολές συνεχίστηκαν για
δεύτερη εβδομάδα, παρότι το αθηναϊκό
κοινό είχε τη φήμη ότι γενικά ήταν
δύσκολο και απαιτητικό.
Στη Θεσσαλονίκη,
το «Έρως
και κύματα» έκανε πρεμιέρα στις 5 Μαρτίου
(κινηματογράφος «Παλάς»),
ενώ οι σχετικές διαφημίσεις ισχυρίζονταν
ότι την ταινία είχαν παρακολουθήσει
περίπου 100.000 Αθηναίοι και Πειραιώτες,
ένα πραγματικά εντυπωσιακό νούμερο, αν
αναλογιστούμε τον πληθυσμό του
λεκανοπεδίου εκείνη την εποχή. Είχε
προηγηθεί η Πάτρα: από 27 Φεβρουαρίου
στο «Ιντεάλ».
Μια
από τις πρώτες επαρχιακές πόλεις, όπου
προβλήθηκε η ταινία, ήταν κι ο Βόλος
(από τις 27 Μαρτίου στου «Αργύλλα»).
Νωρίτερα, στις
21 Μαρτίου, έκανε πρεμιέρα και στην
Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στον κινηματογράφο
«Ζόσυ
Πάλας».
Πολλά χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του
1936, στην Αλεξάνδρεια (τουλάχιστο) θα
προβαλλόταν και μια ηχητική έκδοση του
«Έρως
και κύματα».
ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: «Έρως και κύματα»: Η πρώτη “σοβαρή” ελληνική ταινία. Μέρος δεύτερο: Η κριτική του τύπου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου