Περιγράφοντας
στους αναγνώστες του την εξέλιξη του κινηματογράφου στην Ελλάδα, το Δεκέμβριο
του 1926 το αμερικανικό περιοδικό The Film Daily σχολίαζε ότι «δεν
υπήρχε αξιοσημείωτη παραγωγή» στη χώρα μας· κινηματογραφούνταν γεγονότα
τοπικού ενδιαφέροντος (γιορτές, εκθέσεις και στρατιωτικές ασκήσεις), ενώ
κάποιες ταινίες μυθοπλασίας μικρού μήκους «αποδείχτηκαν αποτυχίες».
Παρά
το γεγονός, όμως, ότι ελάχιστες ελληνικές ταινίες γυρίζονταν, το όνειρο πολλών
αγοριών και κοριτσιών ήταν να γίνουν σταρ του σινεμά. Έτσι, μεγάλη ήταν η ανταπόκριση
που είχε ένας διεθνής κινηματογραφικός διαγωνισμός της «Φάναμετ» για την
ανάδειξη της επόμενης σταρ του σινεμά στα τέλη του 1926. Δεκάδες κοπέλες έστειλαν
τις φωτογραφίες τους, που εξετάστηκαν από ειδική επιτροπή (αποτελούμενη από
τους Μπάμπη Άννινο, Χ. Δαραλέξη, Θ. Συναδινό, Κλ. Γεωργιάδη, Θ. Θωμόπουλο, Ν.
Λύτρα, Καρ. Μπέντα και Κ. Αθάνατο) με κριτήριο όχι απλά την ομορφιά, αλλά τη
φωτογένεια, δηλαδή την εκφραστικότητα μπροστά στο φακό.
Τελικά
επελέγη η 17χρονη Ντίνα Σαρρή, μέχρι τότε υπάλληλος στα εκδοτικά καταστήματα
Σακελλαρίδου, η οποία από τη μια στιγμή στην άλλη έγινε το πρόσωπο των ημερών.
Ταπεινής καταγωγής, γεννημένη στο Κολωνάκι, αλλά κάτοικος Παγκρατίου (οδός Υμηττού
37), έγινε περιζήτητη από εφημερίδες και περιοδικά, που της ζητούσαν συνέντευξη
ή δημοσίευαν αφιερώματα για τη ζωή της σαν να ήταν ήδη μια μεγάλη σταρ.
Αμέσως
η Σαρρή απέκτησε θαυμαστές, που πολιορκούσαν το σπίτι της για να την δουν από
κοντά· μια κοπέλα που δεν είχε πετύχει κάτι στη ζωή της, δεν είχε καν
εμφανιστεί σε μια ταινία, ώστε να δικαιολογούταν έστω και στοιχειωδώς όλη αυτή
η φασαρία! Η εφημερίδα Βραδυνή περιέγραφε σουρεαλιστικές σκηνές:
«Την περασμένην Κυριακήν
το απόγευμα το σπίτι της δ. Ντίνας Σαρρή υπέστη πραγματικήν πολιορκίαν.
Περιπατηταί της πλατείας Παγκρατίου και άλλοι, που ήλθαν από διάφορα σημεία της
πόλεως, συνωστίζοντο έξωθεν του σπιτιού του υποψηφίου κινηματογραφικού αστέρος
και ζητούσαν να τον ιδούν. Ο μπαμπάς της την ωδήγησε τρεις φορές, αλλ’ επειδή
διαρκώς ήρχοντο και περισσότεροι και από τον συνωστισμόν έσπασαν δυο παράθυρα,
ηναγκάσθη να επέμβη η αστυνομία όπως απομακρύνη τους περιέργους. Το περίεργον
είνε ότι την ημέραν εκείνην η δ. Σαρρή είχε μείνει σπίτι της για ν' αναπαυθή!
Αν τέτοια είνε η ανάπαυσις των αστέρων θα ήτο ενδιαφέρον να μάθαινε κανείς τι
είνε το αντίθετον...».
Ακόμη και η σπουδαία Μαρίκα Κοτοπούλη έσπευσε να εκμεταλλευτεί όλη αυτήν τη δημοσιότητα γύρω από τη νεαρή κοπέλα, «παρουσιάζοντάς» την στο κοινό στα διαλείμματα παράστασης του θιάσου της.
Παρά
την αυξημένες προσδοκίες για επικράτηση της ελληνίδας υποψήφιας, νικήτριες του
διαγωνισμού της «Φάναμετ» αναδείχτηκαν η Αννίλα Λοτζόβκα από την Πολωνία και η
Στεφίκα Βιντάτσιτς από τη Σερβία. Καμιά από τις δύο δεν έκανε βέβαια ιδιαίτερη
κινηματογραφική καριέρα, αφού αυτή δεν εξασφαλίζεται απλά και μόνο από
διαγωνισμούς φωτογένειας, αλλά προϋποθέτει κι ένα στοιχειώδες υποκριτικό
ταλέντο. Το ίδιο αποδείχτηκε και για τη Σαρρή. Αρχικά είχε μικρές συμμετοχές σε
δυο-τρεις ελληνικές ταινίες, κατά καιρούς δημοσιεύονταν σε εφημερίδες και
περιοδικά οι περιπέτειές της στο εξωτερικό (συμμετοχή σε καλλιστεία, κάποιο
τροχαίο ατύχημα στους γαλλικούς δρόμους, οι επαφές της με παραγωγούς για να
συμμετάσχει σε γαλλικές ταινίες μικρού μήκους κλπ.), ώσπου ήρθε η πλήρης
απομυθοποίηση, όταν το 1932 πρωταγωνίστησε στην αποτυχημένη «Ελληνική Ραψωδία».
…………………………………………………………
Εν τω μεταξύ το 1927 αρχίζει η κυριαρχία της «Νταγκ
Φιλμ» των αδερφών Γαζιάδη (Δημήτρης, Μιχάλης και Κώστας), που τα επόμενα χρόνια
θα πρωταγωνιστούσαν στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή.
Ο πατέρας τους, Αναστάσιος Γαζιάδης, υπήρξε γνωστός
φωτογράφος της Αθήνας και του Πειραιά. Εξάλλου, ο Δημήτρης κι ο Μιχάλης
σπούδασαν σε κινηματογραφικές εταιρίες του εξωτερικού και είχαν εμπειρία από τα
γερμανικά στούντιο. Στην «Νταγκ Φιλμ» εργάζονταν αντίστοιχα ως σκηνοθέτης και
οπερατέρ, ενώ ο τρίτος αδερφός, ο Κώστας, είχε ρόλο διαχειριστή.
Από την επιστροφή τους στην Ελλάδα το 1919, ανέλαβαν
την αποστολή σχεδόν όλων των ελληνικών ζουρνάλ σε Ευρώπη και Αμερική, καθώς
επίσης τις βιομηχανικές εργασίες σε ταινίες κρατικής προπαγάνδας,
εκπαιδευτικές, στην κινηματογράφηση τοπίων και αρχαιοτήτων, ενώ το Μάιο του
1927 κινηματογράφησαν τις Δελφικές Γιορτές.
Το 1927, οι αδερφοί Γαζιάδη ήταν έτοιμοι να επεκταθούν
στη μυθοπλασία. Έτσι, αγόρασαν ένα μεγάλο γήπεδο στη συνοικία Μιχαήλ Βόδα με
σκοπό την ανέγερση των πρώτων ελληνικών στούντιο. Αρχικά, όμως, ως στούντιο
χρησιμοποιήθηκε η οικία Πάχη στην πλατεία Συντάγματος, όπου βρισκόταν το
οικογενειακό φωτογραφείο, με τους δυο πρώτους όροφους του κτιρίου να διατίθενται
αποκλειστικά για τις ανάγκες της κινηματογράφησης.
Προκηρύχτηκε διαγωνισμός ανάδειξης νέων ταλέντων, στον
οποίο ανταποκρίθηκαν χίλια άτομα. Οι καλύτεροι επελέγησαν από ειδική επιτροπή
και απέκτησαν καλλιτεχνικά ψευδώνυμα, που υποδήλωναν τον έντονο πόθο μιας
διεθνούς καριέρας (ή απλά μια ακατάσχετη ξενομανία), όπως: Attika, Wango
Menos, Marie Kirki, Aris Parnas, Mirva Violanti, Ras Staro, Ira Doris, Louis
Gris, Liko Olympo, Rita Osa, Man Oli, Doly Gray κλπ.
Όλοι ήταν ερασιτέχνες. Έτσι στα γραφεία της «Νταγκ»
λειτούργησε μιμική σχολή, όπου οι σπουδαστές παρακολουθούσαν μαθήματα
υποκριτικής από εξειδικευμένο καθηγητή, ώστε να συνηθίσουν να μιλούν με το
πρόσωπο (σα να μην έχουν γλώσσα) και εν γένει να εκτελούν διάφορες ψυχικές
μεταπτώσεις, χωρίς να είναι υπερβολικοί στις κινήσεις τους. Η εφημερίδα
Εσπερινή περιέγραφε την αίθουσα ως «καταλλήλως διασκευασμένη εις ένα απλό
αλλά κομψότατο σαλονάκι με όλα τα κομφόρ»:
«Όλα τακτοποιημένα
καλλιτεχνικώτατα και με μια ιδιαίτερη χάρι διαθέτουν ευθύς εξ αρχής ευμενώς τον
επισκέπτην εις τον οποίον επιβάλλουν συγχρόνως τον σεβασμόν. [...] Εις το ένα
μέρος είναι να πούμε η σκηνή όπου γίνεται η διδασκαλία, και εις το άλλο
παρακολουθούν και βλέπουν οι μέλλοντες πρωταγωνισταί του κινηματογράφου. Άκρα
ησυχία βασιλεύει. Κανείς ψίθυρος δεν ακούεται. Όλοι και όλες προσέχουν και
κυττάζουν στα μάτια τον καθηγητήν για να μάθουν ό,τι δεν ξέρουν. Νομίζει κανείς
ότι εκεί μέσα δεν υπάρχει ζωντανός άνθρωπος. Και όμως πόσα όνειρα και πόσες
ελπίδες φτερουγίζουν γύρω από εκείνο το ωραίον περιβάλλον».
[Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου