Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΡΙΚΑΣ - ΚΥΒΕΛΗΣ
Τον Ιανουάριο
του 1932, η Μαρίκα Κοτοπούλη επέστρεψε
στην Ελλάδα μετά από μακρά περιοδεία
στις ΗΠΑ. Λίγες μέρες μετά έσκασε μια
είδηση «βόμβα»: η Μαρίκα θα συνεργαζόταν
με τη μεγάλη της «αντίπαλο»,
Κυβέλη. «Είδα
μεγάλες, πολύ μεγάλες καλλιτέχνιδες
στην Αμερική, την περίφημη Ναζίμοβα
π.χ. Ε! Σας βεβαιώ λοιπόν, σε μερικούς
ρόλους καμιά δεν φθάνει την Κυβέλη»
είχε εξομολογηθεί η ηθοποιός,
που σε συνέντευξή της αποκάλυπτε το
παρασκήνιο της συνεργασίας:
«Παρακολουθούσα
ένα βράδυ το τελευταίο έργο του Ο’Νιλ,
που φέρει τον τίτλο «Το πένθος ταιριάζει
στην Ηλέκτρα» και δεν είναι τίποτε άλλο
ή η αρχαία τραγωδία συγχρονισμένη.
Τραγωδία όμως που συγκλονίζει τον
άνθρωπο και ταράσσει το είναι του. Εκείνο
εκεί το βράδυ συνοδευόμουν από μια
Ελληνίδα και σ’ αυτήν, χωρίς να έχω
τίποτε υπ’ όψι μου, είπα σε μια στιγμή:
«Τι καλά που θα παίζαμε με την Κυβέλη
το έργο αυτό». Μετά λίγους μήνας επέστρεψα
στην Ελλάδα και την σκέψη μου εκείνη
την είπα στον άνδρα μου. Ο άνδρας μου
χαμογέλασε και μου απάντησε: «Κι εμείς
το ίδιο λέγαμε με τον Θεοδωρίδη» (σ.σ.
ο σύζυγος της Κυβέλης).
Τίποτε άλλο. Προ τριημέρου εν τούτοις
μ’ επεσκέπτετο ο δημοσιογράφος και
λόγιος που ανέλαβε να φέρει σ’ επαφή
την Κυβέλη κι εμένα. Τα λοιπά τα ξέρετε.
Προχθές συναντήθηκα με την Κυβέλη και
εκεί καταλήξαμε στην απόφαση της
συμπράξεως. Το πράγμα ήταν φυσικό. Έφθασε
ο καιρός που έπρεπε να γίνει..».
Κι ενώ όλοι
στην Αθήνα στοιχημάτιζαν για την
ημερομηνία λήξης αυτής της ιστορικής
συνεργασίας, οι δυο κυρίες του ελληνικού
θεάτρου την επέκτειναν στην Κωνσταντινούπολη,
όπου ξεκίνησαν περιοδεία το Δεκέμβριο
της ίδιας χρονιάς. Ήταν ένα στοίχημα
και για τις δύο: η Κυβέλη είχε τύχει
ψυχρής υποδοχής δυο χρόνια νωρίτερα,
ενώ η Κοτοπούλη δεν είχε ξεχάσει τις
αποδοκιμασίες στο πρόσωπό της το
καλοκαίρι του 1920. Όχι απλά το κέρδισαν,
αλλά ύστερα από 46 παραστάσεις στο «Τεάτρ
Φρανσαί» παρέτειναν τη διαμονή τους
για το γύρισμα μιας ταινίας, βασισμένης
στο ηθογραφικό διήγημα του Γρηγορίου
Ξενόπουλου «Ο κακός δρόμος».
Η ΤΑΙΝΙΑ
Ήταν το
δεύτερο έργο του Ξενόπουλου που
μεταφερόταν στον κινηματογράφο μετά
τη «Στέλλα Βιολάντη». Επρόκειτο για
ελληνοτουρκική συμπαραγωγή των εταιριών
«Ιπέκ»και
«Ίρις
φιλμ». Η χρηματοδότηση
έγινε από τους θιασάρχες Χέλμη, Θεοδωρίδη
και τον υιό Μαδρά, οι οποίοι διέθεσαν 5
εκατομμύρια δραχμές. Όλα τα εσωτερικά
γυρίσματα έγιναν στο στούντιο της
«Ιπεκτσί Καρντασλάρ», που διέθετε στο
Νισάντας τα μοναδικά στούντιο σ’
ολόκληρη την Ανατολή. Τα εξωτερικά
πραγματοποιήθηκαν το Φεβρουάριο του
1933 σε Αθήνα, Πάτρα και φυσικά στην
Ζάκυνθο, όπου άλλωστε εξελισσόταν η
υπόθεση του έργου.
Τον «Κακό
δρόμο» σκηνοθέτησε ο Ερτογρούλ Μουρσίν,
σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου της
Τουρκίας («Ντάρουλ Μπενταή»). Βοηθός
του ήταν ένας Έλληνας, ο Νίκος Γαλάτης,
ο οποίος χρησίμευε περισσότερο
ως διερμηνέας μεταξύ των Ελλήνων ηθοποιών
και του Μουρσίν. Οπερατέρ ήταν ο Δζεμζή
βέης, το ηχητικό σκέλος ανέλαβε ο Γερμανός
Μοραίμ, ενώ η σκηνογραφία έγινε από τον
Βεδάτ βέη.
Ποιος, όμως,
υπέγραφε το κινηματογραφικό σενάριο;
Η ίδια πηγή - μια σειρά άρθρων αυτόπτη
μάρτυρα στην δεκαπενθήμερη εφημερίδα
του Σ.Ε.Η. «Ελληνικόν
Θέατρον»
- μας δίνει δύο εκδοχές: ότι η διασκευή
έγινε από τον Ξενόπουλο με μικρές
«διορθώσεις»
του σκηνοθέτη Ερτογρούλ Μουρσίν ή ότι
όλο το σενάριο συνέγραψε ο διάσημος
Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ.
Το
σενάριο της κινηματογραφικής διασκευής:
Η Χριστίνα
και η Χρυσούλα είναι δυο έφηβες, φίλες
από μικρά παιδιά, κυρίως επειδή μεγάλωσαν
στο ίδιο ζακυνθινό καντούνι. Κατά τ'
άλλα ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες.
Η Χριστίνα ήταν άσχημη και τίμια, ενώ η
Χρυσούλα όμορφη και «παραστρατημένη»,
σκανδαλίζοντας τη γειτονιά με τη
διαχυτική συμπεριφορά της. Η Χριστίνα
ζούσε με το φτωχό και χήρο πατέρα της,
μαστρο-Δήμο, ενώ είχε κι έναν αδερφό, το
Νιόνιο, που ζούσε στον Πύργο και είχε
ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Η Χρυσούλα
ζούσε σ' ένα πιο ευκατάστατο περιβάλλον
με τον μπακάλη πατέρα της, κυρ-Λάμπρο,
και τη μητέρα της, Φιορέτα. Ένα βράδυ η
Χριστίνα, που όλοι τη συμβούλευαν να
σταματήσει να κάνει παρέα μ' ένα τόσο
ανήθικο κορίτσι σαν τη Χρυσούλα,
παραφύλαγε και είδε τη φίλη της να
γυρνάει πολύ αργά, συνοδευόμενη από ένα
αγόρι.
Αυτό ήταν: η
Χρυσούλα είχε πλέον πάρει τον «κακό
δρόμο». Από
το σημείο αυτό ξεκινάει ουσιαστικά η
ταινία:
το αμέσως επόμενο πρωινό από τη νύχτα
που η Χριστίνα, παραμονεύοντας πίσω από
τις γρίλιες του παραθύρου της, έπιασε
τη Χρυσούλα να γυρίζει αργά παρέα μ’
ένα αγόρι (μάλλον ο Μενεγής, με τον οποίο
η Χριστίνα ήταν κρυφά ερωτευμένη). [Στην
πράξη η ταινία ξεκινούσε μ’ ένα τραγούδι
(Τραβώ το μονοπάτι, γλυκιά μικρούλα/
Κάτω στην ακρογιαλιά που σπάει το κύμα/
Στης ερημιάς τη σιγαλιά/ Τραβώ το μονοπάτι
το στενό/ που πάει το ψηλό βουνό...) και
ακολουθούσαν σκηνές της γειτονιάς, που
δημιουργούσαν κλίμα στους θεατές.]
Οι
δυο κοπέλες τσακώνονται και παύει η
φιλία τους. Τότε εμφανίζεται
ο Αλεξόπουλος, ένας ξενόφερτος, που
προσποιείται τον πλούσιο αναζητώντας
νύφη. Με τη βοήθεια της προξενήτρας
κυρα-Νικολέτας προσεγγίζει τη Χρυσούλα,
την οποία και παντρεύεται. Προχωρημένη
για την εποχή της ήταν η σκηνή, το πρώτο
βράδυ μετά το γάμο, όταν ο Αλεξόπουλος
καλεί τη Χρυσούλα να πάνε στην κάμαρά
τους για «να σου δείξω εκείνο που σε
είπα πρωτύτερα», όπως της λέει - μια
φράση που κόπηκε από τη λογοκρισία κατά
την προβολή της ταινίας στις ΗΠΑ.
Περνούν λίγοι
μήνες και ο Αλεξόπουλος πεθαίνει, χωρίς
φυσικά ν’ αφήσει περιουσία, αφού τα
πλούτη του ήταν ανύπαρκτα. Εν τω μεταξύ,
επιστρέφει στο νησί ο Νιόνιος, στον
οποίο είχε γράψει η Χριστίνα λέγοντας
πόσο τον είχαν ανάγκη τόσο η ίδια όσο
και ο πατέρας τους. Κι ενώ η Χριστίνα
βάζει τον αδερφό της να ορκιστεί ότι
δεν θα σηκώσει ποτέ τα μάτια του να
κοιτάξει τη Χρυσούλα, εκείνος την
ερωτεύεται από την πρώτη στιγμή που
συναντιούνται οι ματιές τους. Με τη
βοήθεια της κυρα-Νικολέτας μαθαίνει
ότι κι η Χρυσούλα είναι ερωτευμένη μαζί
του και μάλιστα θα ήθελε πολύ να τον
παντρευτεί στην εκκλησία με μεγαλοπρεπή
γάμο σοκάροντας την κλειστή κοινωνία
του νησιού, μιας και είχε ήδη παντρευτεί
μια φορά με τον Αλεξόπουλο.
Η Χριστίνα
κάνει ό,τι μπορεί για να μην γίνει αυτός
ο γάμος απειλώντας ακόμη και ν’
αυτοκτονήσει. Αρχικά τα δυο αδέρφια
μαλώνουν άσχημα, με τον Νιόνιο να τονίζει
στην αδερφή του την ασχήμια της, όμως
μετά της υπόσχεται ότι όλα είναι διαδόσεις
του κόσμου και ότι ο ίδιος δεν σκοπεύει
να παντρευτεί τη Χρυσούλα.
Τελικά, η
Χρυσούλα με τον Νιόνιο το σκάνε. Πηγαίνουν
στον Πύργο, όπου παντρεύονται, όμως ο
γάμος τους δεν διαρκεί πολύ. Εκείνος
την ζηλεύει και τελικά η Χρυσούλα το
σκάει μ’ έναν Νίκο για την Αθήνα. Ωστόσο,
ο Νίκος χάνει τα χρήματά του στο
χρηματιστήριο και σιγά-σιγά αρχίζει να
δοκιμάζεται η σχέση τους. Ένας παλιός
φίλος του θείου της Χρυσούλας την πείθει
να γυρίσει πίσω στον άντρα της.
Η
Χρυσούλα και η Χριστίνα ξανασυναντιούνται
και γίνονται και πάλι φίλες. Η Χρυσούλα
της υπόσχεται ότι θα κάνει τον Νιόνιο
πολύ ευτυχισμένο: «Έχεις το λόγο μου.
Το λόγο μιας γυναικός που έχει μεταμεληθεί
και πιστεύει πως ο κακός δρόμος βλάπτει».
Αλλά και η Χριστίνα, που μετά το φευγιό
του αδερφού της και το γάμο του με τη
Χρυσούλα προσπάθησε μάταια να πάρει
τον «κακό δρόμο», αντιλαμβάνεται ότι
«Δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει κανείς το
δρόμο που θέλει, θα πάρει εκείνον που
είναι γραφτό» και δέχεται την πρόταση
γάμου του Γιάννη, που ήταν ο μπακαλόγατος
του κυρ-Λάμπρου.
[Στο
διήγημα του Ξενόπουλου υπήρχαν αρκετές
διαφορές. Ο Αλεξόπουλος ήταν ένας
πλούσιος έμπορος, παντρεμένος, που
έψαχνε γυναίκα για να του χαρίσει
απογόνους, αφού η σύζυγός του δεν μπορούσε
να τεκνοποιήσει. Εξάλλου, στο διήγημα
η Χρυσούλα δεν επιστρέφει στο
Νιόνιο. Παντρεύεται
έναν άλλο, πλούσιο άνδρα, ενώ δεν
συμφιλιώνεται ποτέ με τη Χριστίνα.]
Στους κύριους
ρόλους εμφανίζονταν οι:
Μαρίκα
Κοτοπούλη ........................ Χριστίνα
Κυβέλη
............................................. Χρυσούλα
Βασίλης
Λογοθετίδης ...................... Αλεξόπουλος
Δημήτρης
Μυράτ (υιός) .................. Νιόνιος
Χρήστος
Τσαγανέας ........................ Δήμος
Αντώνης
Γιαννίδης .......................... μπάρμπα-Λάμπρος
Μ.
Κωνσταντινίδου.......................... Φιορέττα
Ν.
Παπαδοπούλου ........................... Νικολέτα
Π.
Παναγιώτου (ή
Παναγιωτίδου) ... Νενέ
Γεώργιος
Γαβριηλίδης ..................... Γιάννης
Σπ.
Μουσούρης ................................ Μενεγής
Γεώργιος
Παπάς ............................... Νίκος
Νίνα
Βιτσώρη ................................... Έλενα
Ν.
Βάχλας ......................................... σύζυγος
της Έλενας
Σωτηρία
Ιατρίδου ............................. Νινέτα
Επίσης
συμμετείχαν οι ηθοποιοί: Γεώργιος
Γεωργόπουλος, Στέφανος Μουσούρης, Νίνα
Σημηριώτη, Δώρα Γεωργοπούλου κ.ά. Η
Σωτηρία Ιατρίδου υπέγραφε και τη μουσική
της ταινίας, ενώ ερμήνευσε το τραγούδι
«Αχ! Έρωτα», το οποίο κινηματογραφήθηκε
πάνω στο βαπόρι, την ημέρα της αναχώρησης
από την Κωνσταντινούπολη. Τραγούδια
ερμήνευσε και ο Λ. Καβαφάκης. Καθώς δε
στο επίκεντρο της ιστορίας βρισκόταν
η Ζάκυνθος, τα τραγούδια ήταν κυρίως
μαντολινάτες, βαρκαρόλες και καντάδες,
αλλά υπήρχαν και κομμάτια «ευρωπαϊκής»
μουσικής.
Η λήξη των
γυρισμάτων της ταινίας σήμανε και τη
λήξη της συνεργασίας της Μαρίκας
Κοτοπούλη με την Κυβέλη, που οφειλόταν
περισσότερο στην επιθυμία της δεύτερης
να ξεκουραστεί. Ωστόσο οι δυο τους θα
ξανασυνεργάζονταν (θεατρικά) στο μέλλον.
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Οι προσδοκίες
ήταν πολύ μεγάλες κι έτσι ο «Κακός
δρόμος», που διαφημιζόταν ως «η πρώτη
ελληνική ταινία ομιλούσα 100%», έκανε
πρεμιέρα στις 20 Μαρτίου 1933 σε τρεις
αίθουσες: «Σπλέντιτ», «Ούφα» και
«Απόλλων». Σε δύο αίθουσες ταυτοχρόνως
προβλήθηκε η ταινία στη Θεσσαλονίκη:
«Ηλύσια» και «Πατέ» από τις 8 Μαΐου.
Η απήχηση
πάντως δεν ήταν η αναμενόμενη. Μεγάλο
μέρος της αποτυχίας οφειλόταν σε κάποιες
ακραίες - για τα δεδομένα της εποχής -
σκηνές. Το 1936 η ταινία θα προβαλλόταν
σε νέα έκδοση με τον τίτλο «Το
πεπρωμένον»,
αφού προηγουμένως είχαν αφαιρεθεί όλες
οι «ελεύθερες»
σκηνές
και φράσεις.
Την ίδια
χρονιά, εξάλλου, το σενάριο υποβλήθηκε
δύο φορές προς έγκριση στην επιτροπή
λογοκρισίας της πολιτείας της Νέας
Υόρκης υπό τους τίτλους «The
Wrong Road»
και «The
Wrong Road Is Harmful».
Την
πρώτη φορά απορρίφθηκε, ενώ τη δεύτερη
έγινε δεκτό με επιφυλάξεις.
Η
έκταση της λογοκρισίας ήταν τόσο μεγάλη,
ώστε κόπηκαν σκηνές μήκους 900 ποδών -
κυρίως οι εμφανίσεις της Κυβέλης.
Ειδικότερα,
η επιτροπή λογοκρισίας ζήτησε την
αφαίρεση όλων των πλάνων με τον Αλεξόπουλο
και τη Χρυσούλα στο κρεβάτι, καθώς και
φράσεις γεμάτες υπονοούμενα (π.χ. «κάθομαι
σ’ αναμμένα κάρβουνα» λίγο πριν τη
σκηνή του κρεβατιού, «είναι κακό κορίτσι»,
«παντρεύτηκε μια βρώμα», «είμαστε μαζί
μόλις δυο-τρεις μήνες») ως «απρεπείς»,
που «έτειναν σε διεφθαρμένα ήθη».
Ως
«οδυνηρό»
λάθος σχολιάστηκε από το Variety
η
επιλογή μιας τόσο «τολμηρής»
ιστορίας. «Είναι
εμφανές ότι τα ψαλίδια κρατήθηκαν την
τελευταία στιγμή σε πολλές περιπτώσεις»,
σχολίαζε το αμερικανικό περιοδικό, που
ωστόσο εκτιμούσε ότι «κάποιο
από το αυθεντικό σφρίγος διατηρήθηκε,
ειδικά οι πιο χιουμοριστικές σκηνές».
Κατά τ’ άλλα, το Variety
σχολίαζε
αρνητικά... τα πάντα: τη σκηνοθεσία, τους
διαλόγους (που «προκαλούσαν
το γέλιο, κρίνοντας από την αντίδραση
του κοινού»),
την ηχοληψία, αλλά και την Κυβέλη, η
οποία «αν
και επιδεικνύει μια καλή φωνή σε αρκετά
τραγούδια, δεν είναι υπερφορτωμένη με
δραματικό ταλέντο»·
αντίθετα η Κοτοπούλη «πρακτικά
συνεισφέρει όλη την ερμηνεία».
Στην
Ελλάδα οι προσδοκίες ήταν πολύ μεγάλες για την «πρώτη ελληνική ταινία ομιλούσα
100%» (δηλαδή χωρίς επεξηγηματικές κάρτες). Η απήχησή της πάντως δεν ήταν η
αναμενόμενη, ενώ αγνοήθηκε και από την κριτική. Μεγάλο μέρος της αποτυχίας
οφειλόταν σε κάποιες ακραίες – για τα δεδομένα της εποχής – σκηνές.
Ωστόσο για το Γ.Ν. Μακρή, συγκρίνοντάς
τον με τις μέχρι τότε ελληνικές ταινίες και τα ελλιπή μέσα των εγχώριων
κινηματογραφικών εταιριών, ο «Κακός Δρόμος» έπρεπε τεχνικά να χαιρετιστεί «ως ένας σταθμός και ως μια υπόσχεση»
παρά την ύπαρξη ελαττωμμάτων (τα οποία πάντως ήταν «λιγώτερα, παρά σε οποιαδήποτε άλλη ελληνική ταινία»), όπως «το κακό γούστο του τούρκου σκηνοθέτου»
(το οποίο ο Μακρής είχε εντοπίσει και σε προηγούμενες ταινίες του), «η προχειρότητα της φωτοληψίας», «το τραινάρισμα των σκηνών», η «ανικανότητα του οπερατέρ» (ο οποίος «για να μας κάνη να παρακολουθήσουμε μια
συνδιάλεξη, μας δείχνει διαδοχικά τους συνομιλητές, πράγμα αντιαισθητικώτατο»),
αλλά κυρίως «η κακοποίηση του έργου του
Ξενόπουλου». Κατηγορούσε το σεναριογράφο ότι «κακομεταχειρίσθηκε τρομερά το καλλίτερο έργο
του κ. Ξενοπούλου και το έκαμε αγνώριστο. Του έσβυσε κάθε αξία, του δυνάμωσε
μέχρι υπερβολής τα ωρισμένα ρεαλιστικά του σημεία, που είναι τόσο διακριτικά
στη νουβέλλα [..] και γίνονται τόσο αντιαισθητικά στην ταινία» καταλήγοντας
στο συμπέρασμα ότι «ο κ. Ξενόπουλος έχει προδοθεί κατά τρόπο
τραγικώτατο».
Κατά το Μακρή, οι καλύτεροι ηθοποιοί της ταινίας ήταν η
Νανά Παπαδοπούλου, ο Γιώργος Γαβριηλίδης και ο Βασίλης Λογοθετίδης. Ο Τσαγανέας
– αν και «με αξιόλογη κινηματογραφική
εμφάνιση» – καταστράφηκε από το «κακό
μακιγιάρισμα», ενώ η Κυβέλη και η Μαρίκα Κοτοπούλη δεν μπόρεσαν «να ξεχάσουν το θέατρο. Και είναι πολύ φυσικό
αυτό. Δεν ξεχνά κανείς έτσι εύκολα μιάν ολόκληρη ζωή γεμάτη καλλιτεχνικούς
θριάμβους».
Φανερά ενοχλημένος από την κακοποίηση του σεναρίου του ο
Ξενόπουλος – παρότι θεωρούσε την ταινία ως την «τεχνικώτερη ως τώρα απ’ όλες τις ελληνικές» με «απαράμιλλη» φωνοληψία, «λαμπρές» ερμηνείες, μερικούς «νόστιμους» διαλόγους, ενώ έβρισκε «τέλεια» και την τελευταία σκηνή στην
εκκλησία – αισθάνθηκε την ανάγκη ν’ απολογηθεί στους συντοπίτες του Ζακυνθινούς
με επιστολή στην τοπική εφημερίδα Πρόοδος:
«[Η ταινία] τίποτα
το Ζακυνθινόν δεν έχει, εκτός από ένα τραγούδι και από τα ζακυνθινά τοπεία που
προβάλλονται στην αρχή. Ευτυχώς στο πρόγραμμα δεν γράφεται ότι είναι έργο δικό
μου, αλλά ότι έγινε απλώς επί τη βάσει του ομωνύμου διηγήματός μου. Είναι
αλήθεια, ότι στην Εταιρεία έδωσα κι ένα σχέδιο σεναρίου, χωρίς διαλόγους,
βγαλμένο από το διήγημά μου. Αλλά το σενάριο αυτό λίγο το σεβάστηκε ο Τούρκος
σκηνοθέτης στην Πόλη (όπου γυρίστηκε η ταινία). Έκοψε κι’ επρόσθεσε όσα ήθελε,
οι διάλογοι – το κυριώτερο – γράφθηκαν από άλλους, εγώ δεν ήμουν εκεί να
επιστατήσω, να κόψω τουλάχιστο τα χονδρά. Και το αποτέλεσμα ήταν να παρουσιασθή
το έργο μου ολωσδιόλου αλλοιωμένο, και μάλιστα ασχημισμένο από σκηνές άσεμνες,
που ούτε στο βιβλίο υπάρχουν, ούτε στο σενάριο που έδωσα.
Μερικοί είπαν ότι η ταινία αυτή δυσφημίζει την Ζάκυνθο.
Δεν το παραδέχομαι. Η πατρίδα μου στέκεται τόσο ψηλά, ώστε τίποτα δεν θα ήταν
ικανό να τη θίξη. Είναι όμως αλήθεια ότι η ταινία αυτή, όπως έγινε, κάθε άλλο
παρουσιάζει παρά ζακυνθινή ζωή και, το χειρότερο, παρουσιάζει μια ζωή άσεμνη.
Κάποιος θα έλεγε: «Ο σκελετός, κύριε, είναι από το διήγημά σου». Αλλά τι σημαίνει;
Δος μου και το Ευαγγέλιο ακόμα να σου βγάλω, την πιο άσεμνη... ταινία του
κόσμου. Φθάνει να κόβω και να προσθέτω...».
* * *
ΤΑ ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΙΠΕΚΤΣΙ
Η Μαρίκα
Κοτοπούλη δήλωνε εντυπωσιασμένη από
τα τουρκικά στούντιο: «Οι
Τούρκοι σ’ αυτό το κεφάλαιο μας νίκησαν.
Το στούντιο του «Ιπεκτσί» πλησιάζει σε
τελειότητα να συναγωνίζεται και τα
ευρωπαϊκά».
Την
εκτίμηση αυτή επιβεβαίωνε σειρά άρθρων
του - παρόντα στα γυρίσματα - «Ανταποκριτή»,
που
δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Το Ελληνικόν
Θέατρον το Μάρτιο και τον Απρίλιο του
1933.
Το τουρκικό
στούντιο περιγραφόταν ως «εφάμιλλον
των ευρωπαϊκών με τέλεια μηχανήματα
και ακόμη τελειότερα μηχανήματα της
φωνοληψίας, τα οποία διευθύνονται παρά
Γερμανού μηχανικού». Παλιότερα το
κτίριο («τεράστιο [...] με μίαν τεραστίαν
καπνοδόχον») ήταν εργοστάσιο παραγωγής
άρτου. Η παραπομπή στην προηγούμενη
χρήση του γινόταν σαφέστερη στο εσωτερικό,
όπου δίπλα στις κινηματογραφικές μηχανές
διατηρούνταν σκουριασμένα κάποια
μηχανήματα ζαχαροπλαστικής, ενώ
εξαρτήματα ζυμωτηρίου υπήρχαν ακόμη
και στην οροφή του στούντιο!
Η αγορά του
κτιρίου από τους αδελφούς Ιπεκτσί είχε
γίνει το Φεβρουάριο του 1932, ενώ η
μεταμόρφωσή του σε κινηματογραφικά
στούντιο απαίτησε τη διάθεση μισού
εκατομμυρίου τουρκικών λιρών. Ήταν ένα
ποσό τεράστιο εκείνη την εποχή, όχι όμως
για τους Ιπεκτσί, οι οποίοι ήταν ιδιοκτήτες
δύο κινηματογραφικών αιθουσών της
Κωνσταντινούπολης: «Αλάμπρα» και
«Μελέκ».
Σε ειδική
αίθουσα υπήρχαν κομμάτια χρήσιμα για
τις σκηνογραφίες των διαφόρων ταινιών:
από έπιπλα και πάγκους ταβερνιάρηδων
μέχρι... αληθινή βάρκα! Σε άλλη αίθουσα
υπήρχε το βεστιάριο με ρούχα παντός
καιρού: κουρέλια, σμόκιν, στολές,
παπούτσια, κοσμήματα κλπ. Και καθώς τα
στούντιο Ιπεκτσί παρήγαγαν ομιλούσες
ταινίες, υπήρχε ειδική καμπίνα για τον
έλεγχο του ήχου.
Με... «της
τρελλής τα μαλλιά» παρομοίαζε το χάος
του στούντιο ο «Ανταποκριτής»: «Φαντασθήτε
μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη ντεκόρ, πανιά,
ξύλα, καρτόνια, προβολείς, σχοινιά,
μηχανήματα, σύρματα· και στο δάπεδον
εγκατεσπαρμένοι οι λαστιχένοι σωλήνες
με τα καλώδια φωτισμού και ήχου σαν
ατελείωτα φείδια, που προχωρούν προς
όλας τας διευθύνσεις. Τρομάζετε να
πατήσετε, σαν να ήσαν πραγματικά ερπετά».
Επίσης,
μετέφερε μια ακριβή εικόνα της σκηνογραφίας
που είχε στηθεί για την ελληνική ταινία:
«Σε μια
γωνία του, είναι στημένο ένα ντεκόρ
δωματίου επαρχιακού σπιτιού. Σε μια
άλλη το εσωτερικό ενός παρεκλησίου -
όλα αυτά για τον «Κακό Δρόμο» - πλάι του
σκαρώνεται το μαραγκούδικο του πατέρα
της Χρηστίνας, ενώ αντίκρυ του ένα πιάνο
με ουρά του κάνει συντροφιά. Τέλος στην
απέναντι γωνία έχει κιόλας στηθεί το
μπακαλικάκι του κυρ Λάμπρου, του πατέρα
της Χρυσούλας. Δεν του λείπει τίποτε,
ούτε η αφίσα με το «ούζο Τυρνάβου». Όλα
εκεί μέσα είναι αληθινά. Τα βαρελάκια
με τα παστά, το καλάθι με τ’ αυγά, και
τα άλλα είδη.
Ο Βεδάτ
βέης, ο σκηνογράφος, ρίχνει μια ματιά
στο σύνολο, κάτι λείπει ακόμη: η παληωσύνη.
Μερικά πράγματα φαίνονται πολύ καινούργια,
πολύ φρέσκα. Πρέπει να παληώσουν για να
είναι η αληθοφάνεια πλήρης. Το μέσον
είναι απλούστατον, ένα βαποριζατέρ με
λίγη μαύρη νερομπογιά. Ο Βεδάτ βέης
μπουφάρει με αυτό τα καθίσματα, τους
τοίχους και η μπακάλικη λίγδα έχει
επικαθήσει παντού [...]».
Είχε διαμορφωθεί
ολόκληρο ζακυνθινό καντούνι, όπου
φαίνονταν (χάρτινα) σπιτάκια με μπαλκόνια,
κεντημένες κουρτίνες στα παράθυρα, αλλά
και γλάστρες με βασιλικό και ορτανσίες.
Σε μια άκρη υπήρχε μια μόνιππη καρότσα,
που κάποιες φορές διέσχιζε το δρομάκο,
ενώ για τις ανάγκες κάποιας σκηνής οι
παραγωγοί κατασκεύασαν ακόμη και τεχνητή
βροχή. Πόσο μεγάλη η διαφορά με τα
ανύπαρκτα ή προχειροφτιαγμένα (μιας
χρήσης) στούντιο των ελληνικών ταινιών
της εποχής!
Ο Τούρκος
σκηνοθέτης κέρδισε το γενικό θαυμασμό:
«Ούτε φωνές, ούτε νεύρα, ούτε ιδιοτροπίες.
Κάμνει με την μεγαλειτέραν ησυχίαν την
δουλειά του, λεπτότατος προς τον
τελευταίον ηθοποιόν και τεχνίτην, αλλά
και αυστηρότατος συνάμα». Αλλά κι ο
ίδιος δήλωνε «πολύ ευτυχής»
για τη συνεργασία με τις δύο πρωταγωνίστριες:
«Οι εντυπώσεις μου τώρα είναι
άριστες. Έχω να κάνω μ’ ένα πρώτης τάξεως
κινηματογραφικό υλικό, πειθαρχικό,
ακούραστο, ευρείας αντίληψης».
Οι
συνθήκες εργασίες ήταν πρωτόγνωρα
δύσκολες για τους Έλληνες ηθοποιούς
και ο αρθρογράφος κατέληγε ότι ο
κινηματογραφικός σταρ «είναι
η τυραννικωτέρα εργασία που μπορεί να
γίνη και με το δίκηο τους οι καλλιτέχναι
του κινηματογράφου γίνονται νευρικοί
και ιδίως αι γυναίκες»,
με μόνο θετικό «τα
δολλάρια με τα οποία αλογάριαστα σχεδόν
αμοίβονται αλλού οι αστέρες»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου