Ένα απρόσμενο, δυσάρεστο γεγονός στις 4
Αυγούστου 1932 θα επιβεβαίωνε το τέλος εποχής του «ελληνικού Χόλιγουντ». Η
Μαίρη Σαγιάννου, η μοναδική μέχρι τότε γυναίκα ηθοποιός που έπεισε καθ'
ολοκληρία θεατές και κριτικούς ότι είχε αξιόλογο κινηματογραφικό ταλέντο,
έφυγε από την ζωή σ' ένα κρεβάτι του Ερυθρού Σταυρού ύστερα από ένα μήνα πάλης
με τον τυφοειδή πυρετό, που κάθε καλοκαίρι μάστιζε την Αθήνα. Στο ίδιο νοσοκομείο
νοσηλευόταν την ίδια περίοδο και η νεαρή Κατίνα Παξινού, η οποία ωστόσο θα γλίτωνε
από τον τύφο.
Έφταιγε η ιδιωτική εταιρία Ούλεν, που
διαχειριζόταν το νερό της πρωτεύουσας και χρησιμοποιούσε το νερό του Αδριάνειου
υδραγωγείου παρά τη σχετική απαγόρευση του υπουργείου Συγκοινωνιών ή ήταν
δημοσιογραφικές υπερβολές σε μια εποχή, που ο κιτρινισμός των εφημερίδων
χτυπούσε κόκκινο;
Τα δημοσιεύματα του αντιπολιτευόμενου τύπου, που
αναδείκνυαν και σχολίαζαν τα κρούσματα τυφοειδούς πυρετού στην πρωτεύουσα,
συμπτωματικά συνέπεσαν με το θάνατο της ηθοποιού. Το υπουργείο Υγιεινής προσπαθούσε
να υποβαθμίσει το θέμα αποδίδοντας τα κρούσματα στη μόλυνση κάποιου πηγαδιού,
που μεταχειρίζονταν ελάχιστοι μόνο Αθηναίοι, οι οποίοι και είχαν εμβολιαστεί
προληπτικά. Οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες δημοσίευαν στοιχεία, που αποδείκνυαν
ότι σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά ο αριθμός των νεκρών εξαιτίας του τυφοειδούς
πυρετού ήταν μικρότερος – για μηδενικό αριθμό θυμάτων ούτε λόγος! Από την
άλλη, ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών υποστήριζε ότι υπήρχε όντως
επιδημία, επισημαίνοντας ότι οι ιδιωτικοί γιατροί απέφευγαν ν’ αναφέρουν τους
ασθενείς που έπασχαν από τύφο, λόγω των ανοργάνωτων υπηρεσιών του υπουργείου.
Πού βρισκόταν ακριβώς η αλήθεια, δεν έχει νόημα
να μας απασχολήσει εδώ. Μόνο την παρακάτω αγγελία, που δημοσιεύτηκε στον
τύπο, αξίζει να κρατήσουμε ως τέλος εποχής:
Την πολυαγαπημένη μας κορούλα και
αδελφή
Μαίρην Σαγιάνου
Ηθοποιόν του Εθνικού Θεάτρου
Ετών 23
που πέθανε ξαφνικά χθες, κηδεύομε
σήμερα από τον Άγιο Κωνσταντίνο
στο Α' Νεκροταφείο στις 4 ½ το απόγευμα.
Ο πατέρας: Γεώργιος Σαγιάνος. Ο
αδελφός: Νικόλαος Σαγιάνος
Αθήναι 5 Αυγούστου 1932
Η οικογένεια
Σαγιάνου ήρθε από τα Δαρδανέλλια στον Πειραιά το 1922. Η Μαίρη γράφτηκε στο
Ωδείο Πειραιά, όπου παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και απαγγελίας. Τελείωσε το
Γυμνάσιο και το 1924 πέρασε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, όμως
γρήγορα μεταπήδησε στα θρανία της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου μαζί με το
μετέπειτα σύζυγό της, Πέλο Κατσέλη. Πρωτόπαιξε στο έργο «Δεν παίζουμε με τον
έρωτα» με το Θεατρικό Φοιτητικό Όμιλο. Περιόδευσε στην Αίγυπτο με την Εταιρεία
Ελλήνων Καλλιτεχνών δίπλα στους Δενδραμή, Κυβέλη κ.ά., ενώ η πρώτη επίσημη θεατρική
εμφάνισή της στην Αθήνα έγινε στο έργο «Εμείς τα ζώα» του Συναδινού. Αργότερα προσελήφθη
στο Εθνικό Θέατρο, όπου ξεχώρισε ως Κασσάνδρα στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου
και ως Γρούσσα στο «Γλέντι, κρασί, αγάπη» του Οστρόφσκυ, που ήταν και ο
τελευταίος της ρόλος.
Η ίδια
εκμυστηρευόταν στην αυτοβιογραφία της: «Αν
βγήκα στο θέατρο, αυτό το χρωστάω στον κινηματογράφο. Το ξύπνημά μου το
καλλιτεχνικό συντελέσθηκε μέσα στις σκοτεινές σάλες του κινηματογράφου, όταν
ακόμη παιδί, πλάι στον πατέρα μου με την αναπνοή στο στόμα, όλη λαχτάρα,
παρακολουθούσα το πρωτάφαντο εκείνο όραμα της ζωής, που ξανοιγόνταν με τόση
αίγλη μπροστά μου, πάνω στην οθόνη».
Η πρώτη
πρόταση για τον κινηματογράφο ήρθε μόλις το καλοκαίρι του 1926, όταν βρισκόταν
στο τρίτο έτος της σχολής και έπαιζε στο θέατρο «Κυβέλης» με το θίασο «Νέων»
της Ελένης Χαλκούση. Δύο Αμερικανοί, αντιπροσώποι μεγάλων κινηματογραφικών
εταιριών, βρέθηκαν για λίγο στην Αθήνα ταξιδεύοντας για την Κωνσταντινούπολη
και έτυχε να την προσέξουν σε μια παράσταση. Της πρότειναν συμβόλαιο αρκετών
δολλαρίων, όμως, όπως θυμόταν η Σαγιάνου, «δεν
μπορούσα να φύγω χωρίς συνοδό από την Αθήνα και έτσι διαλύθηκε το όνειρο που
λίγο έλειψε να γίνη πραγματικότης... Ό,τι έμεινε από την περιπέτεια εκείνη
είνε, ότι κάπως πίστεψα στον εαυτό μου για τον κινηματογράφο. Κάτι θα μπορούσα
να φκιάσω, αν μου δινότανε άλλη μια φορά η ευκαιρία. Και η ευκαιρία ήλθε με τα
πρώτα φιλμ τα Ελληνικά».
Έπαιξε σε
τρεις ταινίες: «Μακρυά απ’ τον κόσμο, «Απάχηδες των Αθηνών» και «Φίλησέ με,
Μαρίτσα». Καθώς όμως «ο κινηματογράφος
είνε περισσότερο τεχνική» και ο ηθοποιός «υποταγμένος στα τεχνικά μέσα», συνειδητοποίησε έγκαιρα πως όταν τα
μέσα αυτά είναι ατελή, «ατελής
προσφέρεται στο κοινόν και η έκφρασίς του όσο και αν αυτός πάσχισε να δώση όλη
του την ψυχή». Έτσι, παρά τις αποθεωτικές κριτικές που είχε λάβει, η
Σαγιάνου αποστασιοποιήθηκε νωρίς από τον κινηματογράφο και αφοσιώθηκε στο θέατρο.
Τον
Αύγουστο του 1931, γράφοντας την αυτοβιογραφία της για το περιοδικό Παρλάν ομολογούσε
αθώα:
«Η δημοσιότης [..] σου στερεί το πιο γλυκό
αγαθό της ζωής. Να μη σου ανήκη η ύπαρξίς σου! Ο κόσμος που σε χειροκροτεί
θέλει να ξέρη ποιάν ή ποιόν χεροκροτεί. Οι τροφοδότες της απληστίας του κοινού
– άλλοι μάρτυρες κι αυτοί – οι δημοσιογράφοι, πρέπει να βρουν τρόπο να
εισχωρήσουν στα μυστικά σου. Αν τους κλείσης την πόρτα θα ιδούν από χαραμάδες ή
από κλειδαρότρυπες. Όσα δεν βλέπουν, τα.. φαντάζονται. Και τότε, ίσως να έχη
κανείς χειρότερη τύχη και από τη μεγάλη μας Γκρέτα Γκάρμπο... Ν’ ακούση όσα
ποτέ του δεν εφαντάσθηκε. [..]
Η ζωή μου δεν έχει ακόμη παρασκήνια. Και ο λόγος
γιατί δεν έχει παίξει ακόμη το δράμα της ή την κωμωδία της. Οι συνάδελφοί μου
όταν μιλάνε για μένα λένε: - «Α, η Μαίρη είνε παιδί!».
Με το δίκηο τους όμως. Όλο μούρλες παιδιάστικες
φτιάνω. Μαρτυράνε από τα πειράγματά μου και από τις φάρσες μου. Όπως το μικρό
παιδί ευχαριστιέται σαν σκοτώνει την πεταλούδα, έτσι κι εγώ διασκεδάζω όταν
τους φέρνω σε δύσκολη θέσι. Προχτές ακόμη έκλεισα στο καμαρίνι του έναν πρωταγωνιστή
του θιάσου μας την ώρα που θ’άνοιγε η αυλαία. Μην τ’ αρωτάτε τι γίνηκε!... Το
κακό όμως είνε ότι από τα πολλά γέλια άρχισα να φτιάνω δυο ρυτίδες μεγάλες στα
μάγουλα! Κακό αυτό για τον κινηματογράφο! Μα ως που να γίνη κάτι σοβαρό με τον
Ελληνικό κινηματογράφο εγώ έτσι ή αλλοιώς θα έχω, από τα χρόνια, χαρακιές πολλές
στο πρόσωπο! Γιατί λοιπόν να στερήσω τον εαυτόν μου από την τωρινή χαρά, μια
και στο θέατρο δε με βλάφτει;».
Πλήθος
κόσμου παρευρέθηκε στην κηδεία της, που πραγματοποιήθηκε με έξοδα του Εθνικού
Θεάτρου. Αρκετά αποχαιρετιστήρια άρθρα δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες ενώ
ενδεικτικά θ’ αναπαραχθεί εδώ ένα απόσπασμα από το άρθρο του Αλέξανδρου
Λιδωρίκη στην εφημερίδα Ακρόπολις:
«Το λουλούδι μαράθηκε κι' όσα κι' αν πη κανένας,
μια μέρα θα κρατήσουν, μια μέρα μόνο θα ψιθυριστούν, μια μέρα μονάχα θα
ζήσουν... Αύριο δεν θα υπάρχη τίποτα πια.. Ή μάλλον θα υπάρχουν δυο τάφοι...
Ένας τάφος κορμιού εκεί κάτω στον τόπο των κυπαρισσιών, κι' ένας τάφος ονείρων
στην κενή θέσι του «Εθνικού» που εγκατέλειψε η Σαγιάνου. Ονείρων που είχαν μέσα
τους: φιλοδοξίες, δίκαιες κι' ασυγκράτητες, πόθους ενός μεγάλου φτασίματος που
θα ξεπερνούσε - αν ήταν δυνατόν - Κυβέλη και Μαρίκα, ελπίδες για ρόλους
μεγάλους, φωτεινούς, αφάνταστα ωραίους, ζωή, έρωτα, δάφνες, χειροκροτήματα,
αποθέωσι, λουλούδια, λουλούδια, άπειρα λουλούδια.. Και δεν απόμειναν παρά μόνον
αυτά... Κακόμοιρο κορίτσι...».
Όμως δεν
ήταν μόνο η Αθήνα που έκλαψε για τη Σαγιάνου. Στη Λήμνο, ο ηθοποιός Ι. Βαλέττας,
που βρισκόταν στο νησί στα πλαίσια περιοδείας, διέκοψε την παράσταση για ν’
ανακοινώσει το θάνατό της στους θεατές. Σε ένδειξη πένθους κρατήθηκαν τρία
λεπτά σιγής, στη διάρκεια των οποίων «πολλαί
κυρίαι και Δίδες, αι οποίαι είχαν γνωρίση την Μαίρην από τας κινηματογραφικάς
ταινίας, εθεάθησαν δακρυσμέναι». Στις Σέρρες, δυο γνωστοί φωτογράφοι της
πόλης τοποθέτησαν στη βιτρίνα του καταστήματός τους μια εικόνα της ηθοποιού ως
φόρο τιμής και η τοπική εφημερίδα Αλήθεια σχολίαζε το βλέμμα της, που είχε «μια λυπημένη ματιά σαν ν’ αποχαιρετούσε
όλους εμάς που τη θαυμάσαμε και την χειροκροτήσαμε όταν έπαιζε επάνω στη σκηνή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου