Η τελευταία
ελληνική ταινία, που έκανε πρεμιέρα
στους αθηναϊκούς κινηματογράφους το
1932, ήταν η «Κοινωνική σαπίλα» του
Τατασόπουλου. Είναι μια από τις ελάχιστες
προπολεμικές ταινίες που διασώζονται,
ενώ γενικά θεωρείται - και όντως είναι
- μια από τις πρωτοπόρες ταινίες του
ελληνικού κινηματογράφου, αν και δεν
είχε εκτιμηθεί στην εποχή της. Αξίζει
όμως να την αναζητήσετε.
Η
περίληψη του σεναρίου (βάσει κυρίως των
επεξηγηματικών καρτελών της ταινίας):
«ΑΘΗΝΑ 1931.
Μετά τον Μικρασιατικό πόλεμο του 1921
ενάμιση εκατομμύριο προσφύγων κατέφυγαν
στην Ελλάδα. Χιλιάδες απ’ αυτούς
εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Έτσι η
πρωτεύουσα της Ελλάδος πήρε τη μορφή
μεγαλούπολης». Αυτό διαβάζει ο θεατής
στην πρώτη, εισαγωγική καρτέλα. Κεντρικό
πρόσωπο της ταινίας ήταν ο Ντίνος
Βρεσθένης, ένας φοιτητής από την επαρχία,
ο οποίος στην αρχή περνούσε μια ανέμελη,
φοιτητική ζωή στην πρωτεύουσα. Ωστόσο,
η ξεγνοιασιά αυτή διακόπηκε σύντομα,
όταν ο πατέρας του του έστειλε γράμμα,
με το οποίο τον ενημέρωνε ότι αδυνατούσε
πλέον να του στέλνει χρήματα για τις
σπουδές.
Ο Ντίνος
ψάχνει να βρει δουλειά, αφενός για να
συντηρηθεί και αφετέρου για να μπορέσει
να σπουδάσει, όμως αυτό είναι δύσκολο
λόγω της μεγάλης ανεργίας. Καταλήγει
σ’ ένα θέατρο, όπου γνωρίζεται με την
πρωταγωνίστρια, Νίκη. Γρήγορα αναγνωρίζεται
το ταλέντο του Ντίνου και γίνεται
πρωταγωνιστής του θιάσου. Εν τω μεταξύ,
ανάμεσα στον Ντίνο και τη Νίκη αναπτύσσεται
έρωτας.
Σε κάποια
έξοδο των ηθοποιών, ο βιομήχανος
Στρατάκης, γνωστός γλεντζές και γυναικάς,
ζητάει από τη Νίκη να χορέψουν και της
υπόσχεται ότι θα την κάνει μεγάλη
πρωταγωνίστρια με δικό της θέατρο. Μια
μέρα ο Ντίνος, που ήδη ζήλευε το βιομήχανο,
βλέπει τη Νίκη να κάθεται σε κάποιο
καφενείο μαζί του. Την εγκαταλείπει,
όπως και το θέατρο. Η ανεργία τον αναγκάζει
να πουλήσει ακόμη και τα ρούχα του,
ωστόσο αρνείται να επιστρέψει στο θέατρο
παρά την έκκληση του θεατρώνη.
Ο Ντίνος
καταντά αλήτης και βρίσκεται μεταξύ
εμπόρων ναρκωτικών. Επί της οθόνης
αναπαριστάται ακόμη και σνιφάρισμα
ηρωίνης, μια πρωτοποριακή σκηνή ακόμη
και για τα σημερινά δεδομένα. Οι έμποροι
προσπαθούν μάταια να τον κάνουν βαποράκι
ναρκωτικών στα νοσοκομεία. Μια μέρα ο
Ντίνος, άρρωστος και εξαντλημένος από
την πείνα, λιποθυμά στο δρόμο. Καπνεργάτες
τον βρίσκουν και τον περιποιούνται.
Εκείνος τους διηγείται την ιστορία του
κι αισθάνεται τόσο όμορφα μαζί τους,
ώστε αποφασίζει να γίνει καπνεργάτης.
Γρήγορα
εξελίσσεται σε ηγέτη του συνδικάτου,
όμως αυτό απαγορεύεται από την αστυνομία
και ο Ντίνος καταλήγει στη φυλακή του
Παλιού Στρατώνα, όπου οι πολιτικοί
κρατούμενοι συνυπάρχουν με τους ποινικούς
και τους αλήτες. Ο Στρατάκης διαβάζει
στις εφημερίδες για τη φυλάκιση του
Ντίνου και σπεύδει να πληροφορήσει
σχετικά τη Νίκη. Εκείνη τρέχει παντού
για να πετύχει την αποφυλάκισή του.
Πηγαίνει στη φυλακή για να τον συναντήσει
την ώρα του επισκεπτηρίου, όμως ο Ντίνος
αρνείται να τη δει.
Περνά αρκετός
καιρός. Η Νίκη αρχίζει να αισθάνεται
άβολα με την έκφυλη ζωή του Στρατάκη,
τον οποίο και εγκαταλείπει, όταν τον
πιάνει να γλεντά με δυο γυναίκες. Όμως
ένας σωματέμπορος καραδοκεί και προσφέρει
στέγη στη Νίκη. Σύντομα αποφυλακίζεται
κι ο Ντίνος, έχοντας εκτίσει την ποινή
του. Ξανά η Νίκη πηγαίνει στη φυλακή για
να τον συναντήσει, αλλά και πάλι εκείνος
της αρνείται.
Όμως η Νίκη
έχει σοβαρότερα προβλήματα στο κεφάλι
της. Ασκώντας βία, ο σωματέμπορος
προσπαθεί να την εξωθήσει στην πορνεία.
Εκείνη φωνάζει βοήθεια και πολλοί
τρέχουν να βοηθήσουν. Μεταξύ αυτών κι
ο Ντίνος, που περνούσε τυχαία από την
περιοχή. Όταν βλέπει ότι επρόκειτο για
τη Νίκη, της αφήνει λίγα χρήματα, ώστε
να ξεφύγει από τον σωματέμπορο, και στη
συνέχεια φεύγει. Δεν θέλει να έχει την
παραμικρή σχέση με το παρελθόν. Ο Ντίνος
ξέρει τον προορισμό του. Οι σύντροφοί
του τον περιμένουν. Μαζί τους θα αγωνιστεί
ενάντια στη σαπίλα της κοινωνίας. Έτσι
θα βρει τη λύτρωση, αφού θα παλεύει για
το γκρέμισμα της ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΑΠΙΛΑΣ.
Την παραγωγή
της ταινίας (διάρκειας περίπου 45 λεπτών)
είχε αναλάβει η «Φύζιο Φιλμ», αντιπρόσωπος
της γερμανικής «Ανατόλ φιλμ» στην
Ελλάδα. Η επεξεργασία του φιλμ έγινε
στα στούντιο Τζανέτη. Οπερατέρ ήταν οι
Εμμανουήλ Τζανέτης, Μιχάλης Δημητροκάλης
και Κώστας Παπαδόπουλος. Τη σκηνογραφία
επιμελήθηκε ο Κώστας Λογαριαστάκης,
ενώ βοηθός σκηνοθέτη και μακιγιέρ ήταν
ο Κίμων Σπαθόπουλος. Ως διευθυντής
παραγωγής αναφέρεται ο Κώστας
Εξαρχόπουλος.
Το σενάριο
έγραψε ο Στέλιος Τατασόπουλος, που
επίσης ανέλαβε τη σκηνοθεσία, αλλά και
τον πρωταγωνιστικό ρόλο δίπλα στους
Δανάη Γρίζου, Τάσο Κεφαλά, Τζόλη Γαρμπή,
Καίτη Οικονόμου, Σπύρο Λαφαζάνο, Ελένη
Λάβδα, Γιώργο Καβουκίδη, Νικόλαο Σπύρου,
Γεράσιμο Αρσένη, Κώστα Λογαριαστάκη,
Γιώργο Μουχτούρη, Νίκη Παππά και Ρίκα
Καρουζάκη.
Από
τις εφημερίδες της εποχής αντλούμε
ελάχιστες πληροφορίες για τα γυρίσματα.
Αυτά ξεκίνησαν στις 6 Δεκεμβρίου 1931 στο
θέατρο «Έσπερος» επί της οδού Πατησίων.
Συνεχίστηκαν το επόμενο απόγευμα, οπότε
και «πολλοί
των παρακολουθησάντων καλλιτεχνών και
συγγραφέων συνεχάρησαν την Διεύθυνσιν
διά την φυσικότητα των σκηνών και την
αρτίαν εμφάνισιν των παιζόντων».
Τέλος, σκηνές στις κενές φυλακές του
Παλιού Στρατώνα γυρίστηκαν το πρωί της
17.01.1932.
Σύμφωνα με
το βιβλίο-σταθμός «Ελληνικός κινηματογράφος»
της Αγλαΐας Μητροπούλου, η «Κοινωνική
σαπίλα» είχε προγραμματιστεί να κάνει
πρεμιέρα στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ»,
όμως αυτό δεν συνέβη ύστερα από παρέμβαση
της αστυνομίας και τελικά η πρεμιέρα
δόθηκε σε κινηματογράφο της Κοκκινιάς.
Η ακριβής ημερομηνία είναι δύσκολο να
προσδιοριστεί, ωστόσο γνωρίζουμε με
σιγουριά ότι το διήμερο 21 και 22 Ιουνίου
1932 - προφανώς όχι για πρώτη φορά - η ταινία
προβλήθηκε στο συνοικιακό κινηματογράφο
«Ετουάλ» της Καλλιθέας.
Η «Κοινωνική
σαπίλα» ταξίδεψε
μέχρι τη Θεσσαλονίκη (από 30.05.1932 στα «Κυβέλεια»), την Καλαμάτα (03.08.1932
στο «Δεσποτικόν») και το Αγρίνιο (αρχές Σεπτεμβρίου 1932 στον κινηματογράφο «Θέσπις»).
Τον Ιανουάριο του 1933, οι εφημερίδες της Καβάλας διαφήμιζαν την ταινία στα
«προσεχώς» του τοπικού κινηματογράφου «Ολύμπια». Ωστόσο, για αδιευκρίνιστο λόγο
δεν προβλήθηκε ποτέ εκεί.
Η μεγαλύτερη προώθηση της ταινίας
έγινε στην Καλαμάτα, ίσως επειδή ο πατέρας του Τατασόπουλου καταγόταν από την
περιοχή. Άλλωστε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης και ηθοποιός βρέθηκε στην πόλη με
αφορμή την προβολή της ταινίας του δίνοντας μάλιστα συνέντευξη σε τοπική
εφημερίδα, στην οποία αναφέρθηκε στις σπουδές του στο Παρίσι και στις
συμμετοχές του σε έργα των εταιριών Γκωμόν, Γκαριφαλόν Πατέ κλπ.
«[..] Αν και ήμασταν προκατυλημμένοι ότι θα συναντούσαμε μια
συνειθισμένοι ελληνική ταινία εν τούτοις μείναμε κατάπληκτοι διά το άρτιο
παίξιμο όλων ανεξαιρέτως των ηθοποιών διά τους οποίους όπως εμάθαμεν ότι οι
περισσότεροι εξ αυτών είναι ερασιτέχναι. Εξαιρετικώς εθαυμάσαμεν την φυσικότητα
του κ. Στυλ. Τατασοπούλου και της μικρούλας Καίτης Οικονόμου η οποία δεν
φαίνεται να είναι περισσότερον των 8 ετών. Ο καρατερίστας κ. Τάσος Κεφαλάς πολύ
καλός και αρκετά καλά βαστά τον ρόλον του εκφύλου αριστοκράτου αλλά λιγάκι
υπερβολικός στας κινήσεις του. Ίσως διότι είναι ηθοποιός του θεάτρου. Η
υπόθεσις γραμμένη από τον κ. Τατασόπουλον έγινε σενάριο εκ του ιδίου τη
συνεργασία του σκηνοθέτου του έργου. Αι σκηναί πολύ καλά συνδεδεμέναι μας παρουσιάζουν
την σύγχρονον ελληνικήν ζωήν με τας καντάδας των φοιτητών, γλέντια, φτώχεια,
κρίσι, ανεργία και... συγκρούσεις αστυνομίας και εργατών.
Όταν ετελείωσε το
έργον βρέθηκε μπροστά μας ο κ. Τατασόπουλος. Ήτο καθ’ όλη την διάρκεια της προβολής
εις την καμπίνα του μηχανικού παρακολουθώντας τον συγχρονισμό. Εκαθίσαμεν
περίπου μια ώρα και συνομιλήσαμε διά διάφορα ζητήματα απάνου στον
κινηματογράφο. Μεταξύ των άλλων μας είπε ότι είναι αισιόδοξος διά το μέλλον της
κινηματογραφίας της Ελλάδος. Άλλως τε μας ετόνισεν έχουμε όλα εκείνα τα μέσα
που δεν έχουνε οι Ευρωπαίοι. Ο ουρανός και τα τοπεία της Ελλάδος δεν αλάσσονται
με πολλά εκατομμύρια. Ας ελπίσουμε ότι θα δούμε και μεις ένα δεύτερο Χόλλυγουντ
στην Ελλάδα. Γιατί όχι; Έχουμε όλα τα μέσα και την μεγάλη όρεξι. Δεν μας
λείπουν ούτε οι... υποψήφιοι αστέρες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου