«Δεσποινίς δικηγόρος»

Αμέσως μετά την τεράστια επιτυχία του «Αγαπητικού της βοσκοπούλας», η «Ολύμπια φιλμ» προκήρυξε διαγωνισμό καλύτερου σεναρίου, ενώ διοργάνωσε κι ένα «μεγάλο χορό των πρωταγωνιστών του κινηματογράφου» στο κέντρο Delice στις 2 Απριλίου 1932, όπου θα γινόταν η εκλογή τριών κοριτσιών και 3 αγοριών, οι οποίοι θα πρωταγωνιστούσαν στις μελλοντικές ομιλούσες ταινίες της εταιρίας.

Τελικά η επόμενη ταινία της «Ολύμπια» θα καθυστερούσε πάνω από ένα χρόνο, θα πρωταγωνιστούσαν επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά θα αποτύγχανε παταγωδώς. Ήταν η «Δεσποινίς Δικηγόρος», κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου του Θ. Συναδινού, ένα σενάριο αρκετά παρωχημένο ακόμη και για την εποχή του, καθώς παρουσίαζε μια νεαρή δικηγόρο ως νευρωτική γεροντοκόρη, που στο τέλος θα υποκύ­ψει στον έρωτα.

Αυτή ήταν μια απόλυτα καυστική περίληψη του θεατρικού έργου διά χειρός Γρ. Ξενόπουλου:

Ένα κορίτσι σε κάποια επαρχία, η Φώφη Καντρή, τελειώνει το Γυμνάσιο και κατόπιν έρχεται στην Αθήνα, σπουδάζει στο πανεπιστήμιο Νομικά, παίρνει το πτυχίο της, την άδειά της, ξαναγυρίζει δικηγόρος πια και περιμένει την πρώτη υπόθεση. Όσο έμενε στην Αθήνα, ο καλύτερος νέος του τόπου της –κάποιος Αριστείδης Καντούνης, γιός βουλευτή, πλούσιος κι όμορφος, που σπούδαζε γιατρός– την ερωτεύτηκε και της πρότεινε γάμο. Αλλά αυτή αρνείται, γιατί θέλει ν’ αφοσιωθεί στην επιστήμη της. Κι αφοσιώνεται πραγματικά.

Ώσπου να βρει την πρώτη υπόθεση, συγγράφει και τυπώνει με δικά της έξοδα ένα νομικό βιβλίο, που θα έμενε απαρατήρητο κι απούλητο, αν ο ερωτευμένος Αριστείδης δεν αγρυπνούσε. Γράφει κριτικές στις αθηναϊκές εφημερίδες και αγοράζει με τρόπο όλα τα αντίτυπα, κάνοντας την κουτή κοπέλα να πιστεύει πως το σύγγραμά της γίνεται ανάρπαστο παντού και τον ηλίθιο πατέρα της να υπερτιμήσει τα τελευταία αντίτυπα.

Επιτέλους η Φώφη μαθαίνει την αλήθεια. Κι αντί να δει τον έρωτα, την έγνοια και τη θυσία του νέου, δεν βλέπει παρά την απάτη! Τον βρίζει τον κακόμοιρο, που έχει επιστρέψει στην επαρχία, και τον διώχνει. Και για να του πετάξει στα μούτρα τα λεφτά του –18.000 δρχ. από την ψευτοπώληση των βιβλίων, τις οποίες η δεσποινίς δικηγόρος είχε ξοδέψει κιόλας για ν’ αγοράσει άλλα βιβλία της επιστήμης της– αναγκάζεται να δεχτεί την πρόταση κάποιου άλλου ερωτευμένου συντοπίτη, του Πίτερ Τροχάνη, που μόλις είχε γυρίσει με δολάρια απ’ την Αμερική, και να πάρει απ’ αυτόν το ανάλογο τσεκ ως προγαμιαία δωρεά.

Την τελευταία όμως ώρα, ο Αριστείδης της δείχνει ότι μ’ αυτό που έκαμε, πουλήθηκε στον προστυχάνθρωπο, που δεν ήταν γι’ αυτήν και που σίγουρα δεν τον αγαπούσε. Η Φώφη έρχεται σε συναίσθηση, συγκινείται, κλονίζεται. Και για να μην πέσει κάτω, διώχνει τον Αχέπα και πέφτει στην αγκαλιά του Αριστείδη.

Ιδιαίτερο ρόλο διαδραμάτιζαν στην ιστορία η μητέρα της ηρωίδας, την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας περιέγραφε ως «εκπρόσωπο της στενοκεφαλιάς και οπισθοδρομικότητος», καθώς και μια ξαδέρφη της, η οποία «την ζωήν την αντελήφθηκε ως ένα σύντομο τραγούδι και τίποτε περισσότερον». Σύμφωνα με το Συναδινό, «ανάμεσα στους τρεις αυτούς γυναικείους τύπους προβάλλει και κινείται, χωρίς όμως και να λαμβάνη μέρος καθόλου στην υπόθεσιν του έργου, ο ισορροπημένος τύπος της γυναίκας».

Τη «δεσποινίδα δικηγόρο» υποδύθηκε η Μιράντα Θεοχάρη, που είχε ερμηνεύσει τον ίδιο ρόλο και στο θέατρο τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Η Ζωζώ Νταλμάς υποδύθηκε τη δίδα Αργίνη, την ξαδέρφη της δικηγόρου, με την οποία ήταν ερωτευμένοι όλοι οι άνδρες, όμως εκείνη κυνηγούσε τον ελληνοαμερικανό που ήταν ερωτευμένος με τη Φώφη, και στο τέλος καταφέρνει να τον κατακτήσει!

Στην ταινία πήραν μέρος και οι: Σαπφώ Αλκαίου, Μαρία Θέκλα Παπαγεωργίου, Μαρία Ραυτοπούλου, Γοργώ Λούη, Καίτη Ίζερμαν, Ν. Παπαγεωργίου, Χρήστος Ευθυμίου, Αρώνης, Κ. Κα­ρούσος (στο ρόλο του Αριστείδη), Άγγελος Χρυσομάλλης, Ηλ. Δεστούνης, Π. Χατζηπέτρος κ.ά. Όλοι ήταν επαγγελματίες ηθοποιοί.

Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν στις αρχές Φεβρουαρίου 1933. Όλα ήταν εσωτερικά και πραγματοποιήθηκαν στο στούντιο της «Ολύμπια» στους Αμπελοκήπους, που διέθετε 30 ηλεκτρικούς προβολείς έντασης 4.000 έως 7.000 κηρίων ο καθένας, φωτιστικά μηχανικά τρικ για την παραγωγή ηλιακού φωτός και φωτός υπαίθρου, μηχα­νές λήψης κλάινγκ κλπ.

Η σκηνοθεσία έγινε από τον Πέλο Κατσέλη, οπερατέρ ήταν ο Χαντς Αντράσιν από τη Γερμανία με δεκάδες ταινίες στο ενεργητικό του, το ντε­κόρ κατασκεύασε ο Τ. Μπακόπουλος, ενώ μακιγιέρ ήταν ο Κ. Παπαδόπουλος. Η φωνητική εγγραφή έγινε στη Βιέννη με το σύστημα Μούβιτον, όμως ο συγχρονισμός ήταν ανεπιτυχής.

Η «Δεσποινίς Δικηγόρος» ξεκίνησε να προβάλλεται στο «Πάλλας» της Αθήνας και στα «Ηλύσια» της Θεσσαλονίκης από τις 17 Απριλίου 1933. Ως «Δικηγο­ρίνα» προβλήθηκε στις Σέρρες (από 25.08.1933 στο θερινό σινεμά «Έσπερος»), στη Δράμα (από 30.06.1934 στα «Τιτάνια»), πιθανόν και σε άλλες πόλεις.

Η ταινία προβλήθηκε και στη Λευκωσία (κινηματογράφος Παπαδόπουλου, έως 25.10.1933).

Σε συνέντευξή της η Σαπφώ Αλκαίου έκανε λόγο για «μεγάλη περιπέτεια», καθώς οι ηθοποιοί όχι μόνο δεν πληρώθη­καν για τη δουλειά τους, αλλά πλήρωσαν κι από την τσέπη τους. Και καλλιτεχνικά όμως, «όταν είδα την ταινία, σιχάθηκα τον εαυτό μου» θα παραδεχόταν η σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου.

Τον κακό συγχρονισμό της φωνητικής εγγραφής ανέδειξε το περιοδικό Κινηματογραφικός Αστήρ: «Παρακολουθεί, επί παραδείγματι, ο θεατής την υποτιθεμένην συνομιλίαν δύο επί της οθόνης ηθοποιών και καθ’ ον χρόνον τελειώνει η ομιλία του πρώτου και αρχίζει να ομιλεί ο δεύτερος, τότε ακούεται η φωνή του πρώτου, πράγμα το οποίον προκαλεί γέλωτας και σφυρίγματα εκ μέρους των ζωηροτέρων θεατών».

Αδυσώπητη ήταν η κριτική του Γ. Ν. Μακρή στο φιλολογικό περιοδικό Νέα Εστία. Καλό λόγο είχε μόνο για τη Μιράντα Θεοχάρη, την οποία μάλιστα αξιολογούσε ως την «καλλίτερη –χωρίς αμφιβολία– ηθοποιό του ελληνικού κινηματογράφου», όπως και για τη Σαπφώ Αλκαίου. Για όλα τ’ άλλα –από το σενάριο και τις ερμηνείες των υπόλοιπων ηθοποιών (ειδικά της Ζωζώς Νταλμάς) μέχρι τις εμφανείς τεχνικές αδυναμίες της ταινίας και τη σκηνοθεσία του Κατσέλη– ο Μακρής ήταν κόλαφος. Ορισμένα αποσπάσματα από το άρθρο του:

«Ο Μαδράς νικήθηκε. Ο “Μάγος της Αθήνας” του έπαψε να είναι το αριστούργημα του κακού κινηματογράφου. Η “Δεσποινίς Δικηγόρος” του πήρε τη θέση. Είναι ζήτημα αν απ’ όλες τις ταινίες που είδαμε ως τώρα, από τον καιρό που υπάρχει κινηματογράφος, είδαμε άλλη χειρότερη. Χρειάζεται πραγματική αντοχή για να την υποστή κανείς ως το τέλος. [..] Όλα συνωμοτούν για να δημιουργηθή αυτό το αποτέλεσμα: το σενάριο, ο φρικτός συγχρονισμός, η κακή σκηνοθεσία, το ασυνάρτητο ντεκουπάζ, το εκζητημένο και ακαθοδήγητο παίξιμο των περισσοτέρων ηθοποιών, το κακό γούστο που κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος, η χειρίστης ποιότητος φιλολογία που δίνει στα νεύρα, το “γελεκάκι” και οι ανοητότατες “τολμηρές” σκηνές, η επίμονη μίμηση των ευρημάτων ξένων ταινιών, οι σκηνογραφίες, και αυτό ακόμα το πανηγύρι του χωριού, που μόνο χωριάτικο πανηγύρι δεν είναι. [..] Χωρίς ψυχολογία, με μιάν εύκολη αλλά και ανόητη πλοκή, με τύπους ψεύτικους, με διάλογο που είναι ένα κοινότατο κουβεντολόι, γεμάτο συμβατικότητες και κακό γούστο, το σενάριο [..] δεν μπορούσε να προσφέρη αξιόλογο υλικό για μιάν έστω και μέτρια ταινία. Σα να μην έφτανε, όμως, το σενάριο, κακοποιήθηκε και από τους περισσότερους ηθοποιούς. [..]

Από την αρχή –αν εξαιρέσουμε τους τίτλους, που είναι το μόνο καλό μέρος της ταινίας– η “Δις δικηγόρος” σοκάρει. [..] Ούτε μια καλή σκηνή δεν υπάρχει σ’ ολόκληρη την ταινία. Ίσως αυτό να είναι κατόρθωμα. Γι’ αυτό στην αρχή έγραψα ότι νικήθηκε ο Μαδράς. Αλλά είναι αξιοθρήνητο το κατάντημα της κινηματογραφικής παραγωγής μας να επιδιώκη τέτοια κατορθώματα. Και τι να πη κανένας για το συγχρονισμό, που κάνει εντελώς ακατάληπτη την ομιλία; Οι φράσεις ακούονται τρία και τέσσερα δευτερόλεπτα αφού ειπωθούν, και το ασυγχρόνιστο κινήσεως χειλέων και λόγων κυριαρχεί από την πρώτη σκηνή ως την τελευταία. [..]

Η “Δις Δικηγόρος” είναι ένα ακόμη παράδειγμα της προχειρότητος, που γυρίζονται οι ελληνικές ταινίες. Οποιοσδήποτε ασχολήθηκε κάποτε με το θέατρο, νομίζει ότι είναι και σκηνοθέτης. Παίρνει το πρώτο τυχόν έργο [..] το κακοποιεί, γυρίζει χωρίς να έχη καλά καλά λογαριάσει τι πρόκειται να κάνη (το ντεκουπάζ, η βάση αυτή κάθε σκηνοθεσίας, είναι άγνωστο στην Ελλάδα), χρησιμοποιεί ηθοποιούς που δεν ξαίρουν ότι υπάρχει κολοσσιαία διαφορά μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου, και στο τέλος –αν ληφθούν, μάλιστα, υπ’ όψιν και τα ελάχιστα τεχνικά μέσα που διαθέτει– μας δίνει ταινίες που θα ήταν χίλιες φορές καλλίτερα για τον τόπο να μην είχαν γυριστεί ποτέ [..]».

[Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]

1 σχόλιο: