«Στα κύματα του Βοσπόρου»

Ποδαρικό στο 1934 έκανε μια ελληνοτουρκική –ή μήπως σωστότερα θα την λέγαμε μόνο τουρκική;– ται­νία, γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Κωνσταντινούπολη: στα στούντιο της «Ιπέκ Φιλμ» και σε διάφορα σημεία της πόλης. Είχε τίτλο «Στα κύματα του Βοσπόρου» (με υπότιτλο «Το μπαρμπεράκι») ή «Cici Berber», δηλ. «Ωραίο μπαρμπεράκι» στα τουρκικά. Το σενάριό της αφορούσε έναν ελληνοτουρκικό έρωτα, πλήρως εναρμονισμένο με το κλίμα ελληνοτουρκικής φιλίας, που δέσποζε εκείνη την εποχή. Αυτή είναι μια γενική ιδέα της ιστορίας:

Ο διευθυντής μιας εφημερίδας αναθέτει σ’ έναν από τους δημοσιογράφους του, τον Σελίμ, να γράψει μια έρευνα με θέμα «Πώς ζουν». Μετά από μια πρώτη άτυχη απόπειρα, κάνοντας τη βόλτα του ο Σελίμ περνάει μπροστά από ένα κουρείο του Πέραν, απ’ όπου ακούγεται μουσική, οι δε εργαζόμενοι σ’ αυτό χορεύουν. Ιδιαίτερη εντύπωση του κάνει η κόρη του ιδιοκτήτη, η Ελένη, η οποία καθόταν στο ταμείο, κι έτσι μπαίνει για ένα ξύρισμα. Τον υποδέχεται ο Μουαμέρ Ρουσέν, ο οποίος αρχίζει το ξύρισμα. Όμως ο Ρουσέν προσέχει ότι ο Σελίμ κοιτάζει από τον καθρέφτη την Ελένη, με την οποία ο ίδιος είναι ερωτευμένος. Έτσι τον σαπουνίζει θυμωμένα, ο δε Σελίμ βγάζει από την τσέπη του μια εφημερίδα και ανοίγει μια τρύπα, μέσα από την οποία κοιτάζει την κοπέλα.  Τότε μπαίνει στο μαγαζί ο ιδιοκτήτης, ο οποίος είδε την εφημερίδα στο χέρι του Σελίμ και τον πλησιάζει θυμωμένος λέγοντάς του ότι τρία πράγματα δεν επιτρέπονται στο μαγαζί του: οι εφημερίδες, οι δημοσιογράφοι και τα ξυραφάκια.

Επιστρέφοντας στην εφημερίδα, ο Σελίμ λέει στο διευθυντή του ότι θα γράψει ένα θέμα για τη ζωή των μπαρμπέρηδων και ζητάει λίγες μέρες προθεσμία. Επιστρέφει λοιπόν στο μπαρμπέρικο, όπου πιάνει δουλειά ως βοηθός. Όμως ο ίδιος δεν ξέρει να ξυρίζει και τραυματίζει τους πελάτες.

Ο Σελίμ, η Ελένη και ο Ρουσέν γίνονται φίλοι και ένα βράδυ πηγαίνουν σ’ ένα χορό κρυφά από τον πατέρα της Ελένης, ο οποίος υποτίθεται ότι κοιμόταν. Μετά από λίγο όμως, στο χορό έρχεται και ο πατέρας της, που είχε καταφέρει να το σκάσει από τη σύζυγό του, με την ερωμένη του. Την ώρα που η Ζωζώ τελειώνει το τραγούδι της και ετοιμάζεται να κάτσει, ο Σελίμ βλέπει το αφεντικό του, τον χαιρετά και παράλληλα διώχνει κρυφά την Ελένη με τον Ρουσέν. Κάποια στιγμή, στο κέντρο διασκέδασης έρχεται ένας συνάδελφος του Σελίμ και του λέει ότι ο διευθυντής θέλει από εκείνον να πάρει συνέντευξη από έναν πρεσβευτή. Ο μπαρμπέρης καταλαβαίνει τότε ότι ο Σελίμ είναι δημοσιογράφος και τον απολύει.

Ο Σελίμ πηγαίνει και πάλι στο μπαρμπέρικο, αυτήν τη φορά ως πελάτης, και απειλεί το αφεντικό. Μια μέρα, του στέλνει φωτογραφία με την ερωμένη του από εκείνη τη βραδιά στο χορό και του γράφει ότι αν δεν του δώσει την κόρη του, για να παντρευτούν, θα δείξει τη φωτογραφία στη γυναίκα του και παράλληλα θα την δημοσιεύσει στην εφημερίδα. Κι έτσι, ο μπαρμπέρης δίνει την Ελένη στον Σελίμ.

Πρωταγωνιστούσε η Ζωζώ Νταλμάς, στο πλευρό ηθοποιών του τουρκικού Εθνικού Θεάτρου, όπως οι Μουαμέρ Καρατσά (Ρουσέν), Φέρντυ Ταϊφούρ (Σελίμ), Ισμαήλ Γκαλίπ Αρκάν, Σεφκιέ Μαΐ κ.ά.

Σεναριογράφος ήταν ο Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ υπό το ψευδώνυμο Μουμτάζ Οσμάν, όμως ελληνική εφημερίδα εμφάνιζε ως σεναριογράφο τον Κώστα Καπετανάκη, μια πληροφορία ελάχιστα αξιόπιστη, καθώς οι διάλογοι της ταινίας φαίνεται ότι ήταν κατά βάση τουρκικοί. Ενδεχομένως ο Καπετανάκης βοήθησε στους ελληνικούς διαλόγους, ενώ υπέγραψε τους στίχους των ελ­ληνικών τραγουδιών, που ακούστηκαν στην ταινία: «Γελεκάκι», «Όταν μεθά», «Αχ! Αυτός ο έρως», «Σαν πιω κρασί», «Τα ματάκια σου τα ψεύτικα» και «Στην εξοχή ο έρωτας». Τις μουσικές συνέθεσαν ο Γιάν­νης Κυπαρίσσης και ο Μουσούτ βέης, ενώ ο δεύτερος έκανε και τη σκηνοθεσία. Χορούς εκτέλεσαν τα κορίτσια του τουρκικού Μουσικού Θεάτρου.

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις αρχές Απριλίου 1933, όμως δημοσιεύματα του τουρκικού τύπου ήθελαν την ταινία να τιναζόταν στον αέρα με αφορμή την ανάκριση της Ζωζώ Νταλμάς από την τουρκική αστυ­νομία στο πλαίσιο έρευνας για την εξάρθρωση σπείρας λαθρεμπορίου ναρκωτικών. Με εξ ολοκλήρου φανταστικά ρεπορτάζ οι τουρκικές εφημερίδες ήθελαν την ηθοποιό μεταξύ των αρχηγών της σπείρας, όμως αυτά δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε στον κινηματογράφο «Μελέκ» της Κωνσταντινούπολης από τις 29 Νοεμ­βρίου 1933.

Στην Ελλάδα προβλήθηκε (ενδεικτική αναφορά):

από 01.01.1934 Αθήνα   «ΠΑΝΘΕΟΝ»

από 08.01.1934 Πειραιάς                «ΧΑΪ-ΛΑΪΦ»

από 12.02.1934 Θεσσαλονίκη      «ΗΛΥΣΙΑ»

από 26.02.1934 Πάτρα   «ΠΑΝΘΕΟΝ»

από 17.09.1934 Ηράκλειο              «ΑΛΚΑΖΑΡ»

από 21.11.1935 Καβάλα «ΔΙΟΝΥΣΙΑ»

ως ; 29.12.1935 Σέρρες   «ΠΑΝΘΕΟΝ»

από 16.01.1936 Μυτιλήνη             «ΠΑΝΘΕΟΝ»

από 26.02.1936 Πύργος «ΤΙΤΑΝΙΑ»

από 30.03.1936 Χανιά    «ΠΑΝΘΕΟΝ»

Την εβδομάδα προβολής της στην ελληνική πρωτεύουσα, η ταινία έκοψε 15.907 εισιτήρια, μια επίδοση αρκετά κακή, καθώς το «Πάνθεον» βρέθηκε πέμπτο μεταξύ των εφτά κεντρικών κινηματογράφων της Αθήνας· η ταινία ήταν πέμπτη μεταξύ των έξι έργων που προβλήθηκαν σ’ αυτούς την εβδομάδα 1 έως 7 Ιανουαρίου 1934 και κατατάχθηκε στην 42η θέση μεταξύ των 167 ταινιών α΄ προβολής στην Αθήνα την κινηματογραφική σεζόν 1933-34.

Στην Καβάλα διαφημίστηκε ως «Στα γαλανά νερά του Βοσπόρου», ενώ υπό τον τίτλο «Αχ! αυτός ο έρως» προβλήθηκε αρκετές φορές  στην Αλεξάνδρεια (πρώτη προβολή στον κινηματογράφο «Λίδο» το Μάιο του 1934), όπου σημείωσε μεγάλη επιτυχία, καθώς και στο Κάιρο.

Τον Ιούνιο του 1934 η ταινία προβλήθηκε και στην Κύπρο: τουλάχιστον σε Λευκωσία (κινηματογράφοι Χατζηχαμπή και Μακρίδη) και Λεμεσό («Πάνθεον»).

Σε γενικές γραμμές οι κριτικοί αγνόησαν την ταινία. Μόνο ο Γ. Ν. Μακρής περιορίστηκε να σημειώσει στη στήλη του στο φιλολογικό περιοδικό Νέα Εστία ότι  «Εκτός από το συγχρονισμό του, το φιλμ αυτό είναι τόσο κάτω από κάθε τι μέτριο και ως σενάριο και ως σκηνοθεσία και ως ηθοποιία, ώστε να καταντά συγκατάβαση και ότι γράφονται οι γραμμές αυτές για τέτοιο τερατούργημα».

Οι παραγωγοί των «Κυμάτων του Βοσπόρου» σχεδίαζαν να γυρίσουν παράλληλα και μια δεύτερη κινηματογραφική οπερέτα σε σενάριο Κίμωνα Καπετανάκη και μουσική Γιάννη Κυπαρίσση. Ο τίτλος της θα ήταν «100 εκατομμύρια προίκα» ή «Εκατομμύρια προίκας» και θα πρωταγωνιστούσαν Έλληνες ηθοποιοί: οι Ζαζά Μπριλλάντη, Χριστόφορος Νέζερ, Άρτεμις Κυπαρίσση, Π. Γαβριηλίδης κ.ά. Τα εσωτερικά γυρίσματα θα πραγματοποιούνταν όλα στο στούντιο της «Ιπέκ», ενώ τα εξωτερικά στην Αθήνα. Ωστόσο η Μπριλλάντη αρρώστησε και υποχρεώθηκε από τους γιατρούς να μείνει κλινήρης για αρκετό διάστημα. Πιθανόν αυτός ήταν κι ένας λόγος που τελικά η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ.

[Η ανάρτηση ενημερώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε στο: protestainies.blogspot.com/p/2025.html]


1 σχόλιο: