«Στέλλα Βιολάντη»: Η πρώτη ελληνική ταινία καθολικής αποδοχής

Σε μια εποχή που οι κινηματογραφικές εταιρίες ξεπηδούσαν από το πουθενά και περιορίζονταν στην παρουσίαση μιας μονάχα ταινίας, η «Ελλάς φιλμ» του Τάκη Μεγαρίτη αποτέλεσε μια από τις λίγες εξαιρέσεις. Μετά το «Λαγιαρνί» του 1930 όχι απλά δεν εξαφανίστηκε, αλλά έδωσε και δεύτερο δείγμα γραφής με τη «Στέλλα Βιολάντη», που βασιζόταν λιγότερο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου και περισσότερο στο διήγημα «Έρως Εσταυρωμένος» του ίδιου συγγραφέα, χωρίς βέβαια να λείψουν και καινούρια στοιχεία ή πρόσωπα στην πλοκή.

Η κινηματογραφική ταινία εξελισσόταν ως εξής:
Η Στέλλα Βιολάντη, ωραία κόρη αριστοκρατικής και πλούσιας οικογένειας της Ζακύνθου, ερωτεύεται με πάθος τον Χρήστο Ζαμάνο, κομψό και εξευρωπαϊσμένο νέο, αλλά φτωχό υπάλληλο του Αγγλικού Τηλεγραφείου στην Ζάκυνθο. Ο μυστικός δεσμός μεταξύ των δύο νέων δεν αργεί ν’ αποκαλυφθεί και ο πατέρας της Στέλλας, Παναγής Βιολάντης - τύπος αυταρχικού, αυστηρού, υπερήφανου, στενόμυαλου και συμφεροντολόγου οικογενειάρχη - αναγκάζει με δόλο τη θυγατέρα του να ομολογήσει τον έρωτά της προς τον Χρήστο Ζαμάνο. Μετά την ομολογία, μεταβάλλοντας την πρώτη δήθεν ευμενή προς τα αισθήματα της κόρης του διάθεση, επιδεικνύει τις πραγματικές του προθέσεις και καταδικάζει τη Στέλλα, ως προσβάλουσα την τιμή της οικογένειας με την ερωτική της εκδήλωση προς τον Ζαμάνο. Την υποβάλλει σε χίλια μαρτύρια, την περιορίζει σ’ ένα μικρό, σκοτεινό δωμάτιο και την τιμωρεί με νηστεία, απαιτώντας να ομολογήσει το σφάλμα της, να αποκηρύξει τον έρωτά της προς τον Ζαμάνο και να παντρευτεί έναν άλλο, πλούσιο Ζακυνθινό. Υπό τόσο δραματικές συνθήκες εξελίσσεται το έργο, μέχρι το ύψιστο σημείο του θανάτου της εξαντλημένης σωματικά και συντετριμμένης ψυχικά Στέλλας κατά τη στιγμή, που ψευδώς της αναγγέλλεται ότι ο Ζαμάνος δέχθηκε να παντρευτεί μια άλλη κοπέλα.

[Στο διήγημα ο Ζαμάνος δεν ήταν πραγματικά ερωτευμένος με τη Στέλλα, χωρίς αυτό βέβαια να αναιρεί τον αγώνα της κοπέλας να ζήσει την ζωή της ελεύθερη. Ούτε υπήρχε προξενιό με πλούσιο Ζακυνθινό. Στο τέλος η Στέλλα πεθαίνει από ασιτία, λίγο προτού ο πατέρας της σπεύσει να της ανακοινώσει ότι ο Χρηστάκης έκλεψε μια κοπέλα για να την παντρευτεί.]

Ο Ξενόπουλος ανέλαβε τη διασκευή του σεναρίου, η σκηνοθεσία έγινε από τον Ιωάννη Λούμο, ενώ οπερατέρ ήταν ο διάσημος Γάλλος κάμεραμαν Τζίμι Μπερλιέ, ο οποίος χρησιμοποίησε μια μηχανή Παρβώ Λ, που θεωρούταν ό,τι καλύτερο εκείνη την εποχή.

Τους βασικούς ρόλους ενσάρκωσαν οι:
Ελένη Παπαδάκη .............................
Στέλλα Βιολάντη
Αθανάσιος Μαρίκος ........................
Παναγής Βιολάντης
Φλερί Φριτς .....................................
Χρηστάκης Ζαμάνος
Στέφανος Νέζερ ...............................
Νταντής Βιολάντης
Αιμιλία Μαρίκου .............................
θεία Νιόνια
Γεώργιος Πλούτης ...........................
Στέφενσον
Ευτ. Παυλογιάννη ...........................
Μαρία Βιολάντη (μητέρα)
Χρήστος Γεωργιάδης ......................
Μένουλας
Καίτη Αρσένη ..................................
Κοντεσίνα Μαλκότση
Τιτίκα Σοφιάδου (ή Γεωργιάδου) ...
υπηρέτρια

Αιμιλία Μαρίκου και Ελένη Παπαδάκη


Ελένη Παπαδάκη και Φλερί Φιτς

Ο ρόλος της Στέλλας Βιολάντη αρχικά προτάθηκε στην περιζήτητη Μαίρη Σαγιάννου, όμως τελικά δόθηκε στην Ελένη Παπαδάκη, η οποία έκανε τη μοναδική, κινηματογραφική της εμφάνιση. Ο Ξενόπουλος, άλλωστε, είχε σχολιάσει για την Παπαδάκη ότι «παρέχει όλα τα εχέγγυα για μια επικράτησι σε προσεχέστατο μέλλον και εγώ θα της εμπιστευόμουν οποιοδήποτε έργο μου, είτε δράμα, είτε κωμωδία».

Ο Αθανάσιος Μαρίκος επαναλάμβανε το ρόλο, που είχε ερμηνεύσει πρώτος στο θεατρικό σανίδι. Ενθουσιασμένος μπροστά σ’ αυτήν την προοπτική, ο ηθοποιός δήλωνε: «Τι να σας πρωτοπώ για τον αγαπημένο μου αυτό ρόλο, που είναι ένας από τους προσφιλέστερους που δημιούργησα; [...] Θα παίξω με τον ίδιο ενθουσιασμό με τον οποίον τον πρωτοδημιούργησα τα παλιά εκείνα ωραία χρόνια. [..] Άλλωστε ο κινηματογράφος θα με βοηθήσει πολύ στην επανεμφάνισή μου στο ρόλο του Βιολάντη, διότι ο τελευταίος στηρίζεται στην εκφραστικότητα του ερμηνευτού του. Ο Βιολάντης περνά τόσο ραγδαίως εναλλασσόμενες δραματικές φάσεις στην αναστατωμένη οικογενειακή ζωή του, ώστε η μάσκα του προσώπου του αποτελεί τρόπον τινά τον καθρέπτη των αλληλοδιαδόχων συναισθημάτων ενός σκληρού πατέρα».

ΑΠΟ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ

Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν στις αρχές Απριλίου 1931, λίγες μέρες πριν την προβολή της ταινίας επί της οθόνης. Το στούντιο της «Ελλάς φιλμ», ο χώρος δηλαδή που χρησιμοποιήθηκε για τις εσωτερικές σκηνές, βρισκόταν στους Αμπελόκηπους. Περιγραφόταν ως «ένας αληθινός μικρός ναός της εβδόμης τέχνης» και «μια μικρογραφία των στούντιο της Γκωμόν», καθώς διέθετε προβολείς «πάσης δυνάμεως και φωτιστικής ιδιότητος», χημικό εργαστήριο, μακιγιέρ, βεστιάριο, καθίσματα με τα ονόματα των ηθοποιών για να ξεκουράζονται τις στιγμές των διαλειμμάτων, πινακίδες ότι απαγορεύονται το κάπνισμα και οι συνομιλίες κατά την ώρα του γυρίσματος, ενώ το πιο εντυπωσιακό ίσως στοιχείο ήταν η ύπαρξη θέρμανσης, κάτι το «άγνωστο όπως και τόσα άλλα στοιχειώδη κομφόρ εις τα λοιπά αθηναϊκά στούντιο»!

Στα παρασκήνια του γυρίσματος μιας από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας μετέφερε τους αναγνώστες της η εφημερίδα Βραδυνή. Στο κείμενο αποτυπωνόταν κατ’ αρχήν η ερμηνευτική δεινότητα της Παπδάκη, που είχε συνεπάρει τον παρόντα δημοσιογράφο, ενώ αναδεικνυόταν η σχετικά καλή οργάνωση της «Ελλάς φιλμ»: από το πώς είχε προμηθευθεί ένα ποντίκι για τις ανάγκες της σκηνής μέχρι τα μέτρα που έλαβε για να προλάβει τυχόν ιατρικές παρενέργειες από τα μικρόβια ή από τυχόν δάγκωμα του ποντικού, όπως άλλωστε και συνέβη.

«Μόλις λοιπόν αντηχήση το προστακτικό σφύριγμα του σκηνοθέτου, που αναγγέλει την έναρξιν της κινηματογραφήσεως, αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως την σοβαρότητα της συντελεσθησομένης εργασίας. Οι ηθοποιοί ξεύρουν καλά τι θα κάμη ο καθείς των. Το ενετυπώθησαν κατά την σύντομη πρόβα που προηγήθη. Είνε λοιπόν καθ’ όλα έτοιμοι... [...]
Πρόκειται ακριβώς να γυρισθή μία αχάριστη σκηνή, με μοναδικήν ηρωίδα την πρωταγωνίστριαν δ. Ελένην Παπαδάκη. Μια σκηνή, κατά την οποίαν μαζύ με το ταλέντο της θα δοκιμασθή και το κουράγιο της. Η Στέλλα Βιολάντη δηλαδή βρίσκεται στη σοφίτα του σπιτιού θεονήστικη και απομονωμένη, όπου την ωδήγησε η αδιαλλαξία του σκληρού πατέρα της, που δεν συμμερίζεται τις αισθηματικές της αδυναμίες.
Ζη λοιπόν ολομόναχη, με την απόγνωσί της και με την συντροφιά ενός ποντικού, που ορέγεται το ξεροκόμματο, το οποίον της απομένει. Αλλ’ ο ποντικός που χρησιμοποιείται στην προκειμένη σκηνή, έχει δανεισθή εις το στούντιο από μικροβιολογικόν εργαστήριον, όπου ως γνωστόν χρησιμοποιούνται δι’ εμβολιαστικά πειράματα. Είνε επομένως μια ζώσα εστία μικροβίων, πολλαπλασιαζομένων μέσα εις το αποκρουστικόν του σαρκίον. Και η καλλιτέχνις είνε υποχρεωμένη να πιάση αυτόν τον ποντικόν, αντί του ψωμιού που αναζητεί, για να κατευνάση την πείνα της ηρωίδος που ενσαρκώνει.
Η δ. Παπαδάκη έχει υπ’ όψιν της ότι ο θεόρατος αυτός ποντικός μπορεί να την δαγκώση. Ωστόσο δεν διστάζει να τείνη προς το μέρος του το χέρι της δυο ή τρεις φορές, όσο το απαιτεί η σκηνή, παρ’ όλον ότι δεν αγνοεί τις ολέθριες συνέπειες ενός δαγκώματός του. Και παίζει τον ρόλον της με όλην την δυνατήν ευσυνειδησίαν. Πράγματι δε ο ποντικός την εδάγκωσε. Το χέρι της αιμάτωσε, αλλ’ εξηκολούθει πάντοτε να παίζη. Η έκφρασις της φυσιογνωμίας της είνε καταπληκτική. Η μεταπτώσεις της τελευταίας αντικαθιστούν εις έννοιαν παραγράφους ολοκλήρους κινηματογραφικών τίτλων. Η σκηνή επέτυχε πλήρως. Τότε μόνον η ευσυνείδητος καλλιτέχνης συγκατατίθεται να περιθάλψη το χέρι της, θύμα του καλλιτεχνικού της καθήκοντος και του ποντικού.
Και στην περίπτωσι αυτή ακόμη η «Ελλάς Φιλμ» έχει προνοήσει. Υπάρχει ιώδιον και όλα τα αντισηπτικά είδη στο ειδικό διαμέρισμα του στούντιο. Αλλ’ η συμπαθής καλλιτέχνις θα εμφανισθή εντός ολίγων λεπτών σε άλλη σκηνή, όπου είνε αναγκασμένη να δείξη τα χέρια της. Ο σκηνοθέτης κ. Λούμος επεμβαίνει: «Θα χρησιμοποιήσετε αιθέρα και όχι ιώδιον, γιατί θα κηλιδώση τα χέρια σας και θα φανή στο φιλμ».
Σε λίγο η σκηνή αρχίζει. Η δοκιμή έγινε, ο φωτισμός εκανονίσθη όπως και η αποστάσεις. Κι όλα αυτά εντός ελαχίστων λεπτών. Το προστακτικό σφύριγμα του σκηνοθέτου αντηχεί. Επακολουθεί νεκρική σιγή για λίγες στιγμές κι ύστερα ακούεται το μονότονο γύρισμα της μανιβέλλας του κινηματογραφικού απαρέιγ που γυρίζει αυτομάτως. Την μονοτονία του διακόπτει από καιρού εις καιρόν η φωνή του σκηνοθέτου, για να δώση οδηγίες. Οδηγίες περιττές, αφού η πρωταγωνίστρια αυθορμήτως κάμνει εκείνο που διαισθάνεται ότι απαιτεί η σκηνή της. Έτσι το γύρισμα προχωρεί απροσκόπτως με θαυμαστήν γοργότητα και συνοχήν.
Εις δεδομένην ψυχολογικήν στιγμήν η ηρωίς εμπιστεύεται στον μοναδικό πτερωτό μάρτυρα της δυστυχίας της, ένα φυλακισμένο σαν κι εκείνην πουλί, το παράπονό της. Τότε μόνον αντελήφθην τι θησαυρόν χάνει η ταινία της «Στέλλας Βιολάντη» γιατί είνε βωβή. Γιατί η διαυγής φωνή της καλλιτέχνιδος, η τόσον αριστοτεχνικά χρωματισμένη με κάμνει να σχηματίσω μια ιδέα περί του τι θα μπορούσε να είνε η ταινία αν η δ. Παπαδάκη, μαζύ με τις άπειρες άλλες καλλιτεχνικές της αρετές, προσέφερε στην εβδόμη τέχνη και το μεγάλο δώρο του μετάλλου της φωνής της».

Και στο σημείο αυτό ο δημοσιογράφος θυμόταν τι του είχε εκμυστηρευτεί για τη φωνή της Παπαδάκη η διάσημη Γαλλίδα σκηνοθέτης Ζερμαίν Ντυλάκ με αφορμή μια συζήτηση περί ομιλούντος κινηματογράφου. Η Ντυλάκ είχε φέρει ως παράδειγμα την Ελληνίδα ηθοποιό:
«Μαζί της μάλιστα, θα ήμουν ευτυχής να γυρίσω ένα ομιλούν φιλμ. Γιατί η φωνή της εκφράζει πηγαία συγκίνηση και ένα αξιοπρόσεκτο παλμό ειλικρίνειας. Είναι μια θαυμαστή, αρμονική κλίμακα εκδηλώσεως συναισθημάτων, που συμπληρώνει την έκφραση της φυσιογνωμίας. Χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτε. Και είναι ελάχιστοι οι καλλιτέχνες που έχουν φωνή, που ν’ αποτελεί θησαυρό για το μικρόφωνο του κινηματογράφου. Μια απ’ τις προνομιούχους αυτές φωνές είναι και της δ. Παπαδάκη».

ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο «Αττικόν» στις 27 Απριλίου 1931, ενώ η προβολή της συνεχίστηκε για δύο εβδομάδες. Κατά την έναρξη παιζόταν το πρελούδιο που είχε συνθέσει ο Μ. Καλομοίρης ειδικά για το θεατρικό έργο. Στη συνέχεια, 25μελής ορχήστρα υπό τον Γ. Λομπιάνκο εκτελούσε το ταγκό της «Στέλλας Βιολάντη», που είχε συνθέσει ειδικά για την ταινία ο Κ. Λαζαρίδης, καθώς κι ένα φοξ του Γ. Βιτάλη. Τα δυο τραγούδια ερμήνευε η υψίφωνος του Εθνικού Μελοδράματος, Μιρέιγ Ανδρύ. Επίσης - τουλάχιστον στην πρεμιέρα - η Παπαδάκη απήγγειλε το ποίημα «Ψυχή του θρήνου», που είχε γράψει ο Παλαμάς για το μυθιστόρημα του Ξενόπουλου, όταν εκείνο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Παναθήναια το Φεβρουάριο του 1901.

Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου η ταινία ξεκίνησε να προβάλλεται την τελευταία μέρα του 1931, ενώ τον Ιούνιο του 1933 προβλήθηκε εκεί με τον τίτλο «Έρως Εσταυρωμένος».

Τη «Στέλλα Βιολάντη» παρακολούθησαν και οι Έλληνες της Αμερικής. Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη και πιο συγκεκριμένα στο «Lyric Theatre» από τις 6 Νοεμβρίου 1932 και για τουλάχιστον μία εβδομάδα, ενώ συνοδευόταν όχι μόνο με ελληνικούς, αλλά και με αγγλικούς τίτλους. Προβολές ακολούθησαν και σε άλλες αμερικανικές πόλεις τα επόμενα χρόνια.


Η ταινία περιλαμβανόταν στους εβδομαδιαίους καταλόγους της Motion Picture Herald με διαφορετικούς τίτλους - και διαφορετικές χρονικές διάρκειες - από το 1934 έως το 1938: «Stella Biolanti» (διάρκεια 115΄, 15.10.1934 έως 30.03.1935), «Crucified Love» (115΄, 15.12.1935 έως 26.09.1936), «Eros» (110΄, 07.09.1936 έως 19.06.1937) και «Reborn» (90΄, 05.12.1937 έως τον Απρίλιο του 1938).

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Πολλά ήταν τα κριτικά σημειώματα που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες και ήταν όλα διθυραμβικά, κάτι σπάνιο. Μάλιστα, αποσπάσματα χρησιμοποιήθηκαν και για τη διαφήμιση της ταινίας τη δεύτερη εβδομάδα προβολής της. Ήταν η πρώτη φορά, που μια ελληνική ταινία διαφήμιζε τις θετικές κριτικές, που είχαν γραφτεί για εκείνη.

«Επί τέλους είδαμε ένα καλό ντόπιο φιλμ» αναφωνούσε ο συντάκτης της Βραδυνής. «Είνε το πρώτο ελληνικό φιλμ με υπόθεσιν, που δεν αποτελεί ένα κράμα ανομοιογενών σκηνών «τραβηγμένων από τα μαλλιά». Αλλά και το μοναδικόν ελληνικό έργο που παρουσιάζει ικανοποιητικήν υπόκρισιν, καλή φωτογράφησι, επιμελημένη ρεζί και σοβαράν πλέον «τεχνικήν» εργασίαν» ειδικά σε σύγκριση με «την θλιβεράν ανάμνησιν των «Μάγων» και των λοιπών ατυχών εντοπίων κινημ. κατασκευασμάτων». Σύμφωνα με το συντάκτη, η επιτυχία βασιζόταν στα στούντιο της εταιρίας, που θύμιζαν εκείνα του εξωτερικού, στα ωραία τοπία της Ζακύνθου, όπου πραγματοποιήθηκαν τα εξωτερικά γυρίσματα, αλλά κυρίως στον «τόσον αριστοτεχνικό, τον ανεκτίμητο καλλιτεχνικό θησαυρό της τέχνης και της εκφραστικότητος της μοναδικής δραματικής μας καλλιτέχνιδος», Ελένης Παπαδάκη.

Παραδεχόμενος την αρχική του επιφύλαξη, ο «Εργένης» της Εσπερινής ομολογούσε ότι η ταινία γρήγορα του προκάλεσε αισθήματα «ενθουσιασμού», χαρακτηρίζοντας τη ως «το θαύμα του ελληνικού κινηματογράφου», που - παρά τα όποια λαθάκια - παρουσίαζε «μια τέτοια καλλιτεχνική και τεχνική αρτιότητα», ώστε να αναγορεύεται η «πρώτη ελληνική ταινία με αξιώσεις».

«Δυνατόν να έχη λάθη... αλλά πάντως αποτελεί την πρώτην πραγματικώς σοβαράν και αξιοπρεπή ελληνικήν ταινία» σχολίαζε η Καθημερινή εστιάζοντας στο ότι η «Στέλλα Βιολάντη» ήταν η πρώτη ταινία γυρισμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος σε στούντιο και μάλιστα με «φωτισμόν αξιόλογον, φωτογραφίαν σχεδόν παντού αρίστην και με σκηνοθεσίαν ελάχιστα διαφέρουσαν από ξένα έργα». Η δε ερμηνεία της Παπαδάκη «ενώ δεν μας ικανοποιεί εις την αρχήν κατόπιν παίζει με όλην την δύναμιν του ταλάντου της».

Στο «αριστοτεχνικό» παίξιμο των ηθοποιών εστίασε ο συντάκτης της Ακροπόλεως. Η Παπαδάκη τον συγκίνησε «με την άφθαστη τέχνη της μέχρι δακρύων», το ζεύγος Μαρίκου ήταν απλά «τέλειοι», «ωραία και γεμάτη αρχοντιά» η Παυλογιάννη ως Βιολάνταινα, ενώ ο Φριτς ήταν «ο ιδεώδης Χρηστάκης, όχι μόνο ως εμφάνσις, αλλά και ως παίξιμο, αν και... δεν είνε εξ επαγγέλματος ηθοποιός».

«Επιμέλεια, πλούτος, αρτιότης, προκειμένου περί ελληνικών κινηματογραφικών έργων, είνε λέξεις που έχασαν την σημασίαν των από τη στιγμή που τις παρέλαβεν ο ελληνικός ερασιτεχνισμός, και η προχειρολογία για να μας δείξη με τέτοια προσόντα μερικά έργα τα οποία μόνο απογοήτευση μπορούν να σκορπίσουν για την επιτυχή καλλιέργεια του νέου αυτού για την Ελλάδα είδους της τέχνης» επισήμαινε ο Ελεύθερος Άνθρωπος, διευκρινίζοντας ότι αυτά δεν ίσχυαν για τη «Στέλλα Βιολάντη», που ήταν «ίσως η πρώτη προ­σπάθεια που επέτυχε στην Ελλάδα». Ιδιαίτερα επαινέθηκε η «αρτία σκηνοθεσία» του Λούμου, ο οποίος έδωσε «όλην την τέχνην του» σε ό,τι αφορούσε «την σκηνικήν προσαρμογήν και υποταγήν του έργου εις τους νεωτέρους κανόνας της σκηνοθετικής επιστήμης».

Παρόμοιου ύφους ήταν και η κριτική που δημοσιεύτηκε στην Ελληνική. Ο συντάκτης (που υπέγραφε ως Ψ.) ξεκινούσε επισημαίνοντας ότι «στην περίπτωσι του ντόπιου κινηματογράφου έχουμε όλα τα ελαφρυντικά για το δισταγμό, με τον οποίο θα διαβάσουμε μία ρεκλάμα ντόπιας ταινίας. Γιατί είνε αδύνατο να μη σκεφθούμε, ότι μέσα σε επτά ολόκληρα χρόνια κινηματογραφικού οργασμού δημιουργικότητος (;) στην Ελλάδα, που έδωκε το φως σε δέκα πέντε ταινίες, δεν εβγήκε κανένα φιλμ υπέρτερο του άλλου ντόπιου», με αποτέλεσμα «το γκρέμισμα του γοήτρου της μεγαλειτέρας θεαματικής τέχνης του αιώνος μας στην Ελλάδα», ώστε το κοινό να «αλλάζει πεζοδρόμιο όταν ιδή στον κινηματογράφο όπου ετοιμάζεται να μπη, ότι παίζεται ελληνική ταινία, για να πάη στον αντικρυνό, όπου παίζεται ξένη». Αντίθετα, η «Στέλλα Βιολάντη» «χωρίς βέβαια να αποτελή ένα καύχημα για την ντόπια κινηματογραφική παραγωγή, είνε όμως αναμφισβήτητα η καλλίτερη ελληνική ταινία απ’ όσες είδαμε. Εξαιρετικά καλοπαιγμένη, Με καλή φωτογραφία. Επιτυχημένους φωτισμούς και σκηνοθετική επιμέλεια», με εξαίρεση κάποια σφάλματα που αποδίδονταν «στη βιασύνη του κ. Λούπου να παρουσιάση την ταινία του το ταχύτερο».
Ακόμη ένας ύμνος γράφτηκε για την ερμηνεία της Ελένης Παπαδάκη, που συνοψιζόταν σε τρία σημεία: α) στην «τόσο ραγδαία μετάπτωση της φυσιογνωμικής εκφράσεως [που] αντικαθιστά παραγράφους ολοκλήρους επεξηγηματικών τίτλων της ταινίας», β) στο ότι «δεν διστάζει να μορφάση ακόμη και στα μεγαλήτερα πλάνα, τόσο αχάριστα για τον ηθοποιό από αισθητικής απόψεως, για την πληρέστερη, την αληθοφανέστερη απεικόνισι του συναισθήματος της ηρωίδος που ενσαρκώνει» και γ) στο ότι «παρουσιάζεται τέλεια γνώστρια της κινήσεως του ηθοποιού του κινηματογράφου, μολονότι το θέατρο των σκιών, στο οποίο ντεμπουτάρει, απαιτεί λίγες κινήσεις διαφορετικής αρμονίας από της σκηνής, και πολλή πάρα πολλή φυσιογνωμική έκφρασι». Ο Αθανάσιος Μαρίκος «ανέζησε ένα παληό του φόρτε», «εξαιρετικά καλή» ήταν η Μαρίκου, ενώ «έβαλε τα δυνατά του για να φανή όσο μπορούσε καλλίτερος στο πλευρό της εκλεκτής πρωταγωνίστριας» ο Φιρστ.

Για την «πρώτην σοβαράν ελληνικήν ταινίαν» έκανε λόγο και ο κρυπτόμενος πίσω από το ψευδώνυμο «Ο ΦΑΚΟΣ» στην Πρωία, σημειώνοντας ότι η κινηματογράφησή της ήταν άθλος, διότι «ο βωβός κινηματογράφος έχει ν’ αντιμετωπίση μυρίας δυσκολίας προκειμένου να παρουσιάση ένα δραματικόν έργον με όλην του την δράσιν χωρίς να του μειώση την πνευματικήν του αξίαν».Το παίξιμο της Παπαδάκης αξιολογήθηκε ως «ψυχολογημένο, συγκρατημένο και ευγενικό μέχρι της τελευταίας στιγμής του ωραίου θανάτου της, που συγκινεί πραγματικά και κάμνει να δακρύσουν πολλά μάτια όπως τα δικά της». Στον Μαρίκο δόθηκε η ευκαιρία να επιδείξει «όχι μόνον την ηθοποιίαν του, αλλά και τας σπανίας φυσιογνωμικάς μεταμορφώσεις του, προσόν σπουδαιότατον διά τον κινηματογράφον», η Μαρίκου «μας υπενθύμισε την θαυμασίαν ηθοποιόν των παλαιών καλών ημερών», ο Φλερύ απέδειξε «ότι έχει ένα ταλέντο κινηματογραφικού ηθοποιού, που υπόσχεται πολλά», ενώ περισσότερο ή λιγότερο θετικά ήταν τα σχόλια και για τους υπόλοιπους ηθοποιούς.

Η «Στέλλα Βιολάντη» ήταν «ομολογουμένως η καλλιτέρα από όσας ελληνικάς ταινίας είδαμεν έως τώρα», σχολίαζε και το Έθνος, που ωστόσο τόνιζε και κάποια σοβαρά μειονεκτήματα. Ο συντάκτης εκτιμούσε ότι η διασκευή αδικούσε το έργο, γιατί δεν είχε γίνει με καθαρά κινηματογραφικούς όρους: «Δεν υπάρχει η γοργότης της δράσεως, η ταχεία διαδοχή σκηνών. Αντιθέτως υπάρχουν μακρότητες που κουράζουν, και φυσικά μειώνουν την εντύπωσιν», ενώ διαπιστώνονταν «επαναλήψεις εκνευριστικές», «απλώματα σκηνών» και «λεπτομέρειες άσκοποι». Αρνητικά σχολιάστηκε και το γεγονός ότι από την Ζάκυνθο δεν έβλεπε κανείς «παρά μόνον εις την αρχήν τον ανδριάντα του Σολωμού, τον λιμένα και μερικούς δρόμους. Τίποτε άλλο», ενώ ακόμη και το σπίτι του Παναγή Βιολάντη, «του ανθρώπου των παλαιών αντιλήψεων... υπερσυντηρητικού και ασυγχρονίστου ακόμη και εις την εποχήν του», ήταν επιπλωμένο «με την τελευταίαν λέξιν του παρισινού γούστου».
Ποιο ήταν το στοιχείο εκείνο, που ξεχώριζε τη «Στέλλα Βιολάντη» από τις υπόλοιπες ελληνικές ταινίες; Οι ερμηνείες! Η Παπαδάκη ήταν «πολύ καλή ιδίως εις τας τελευταίας σκηνάς», όπως και ο Μαρίκος (αν και «έπρεπε ν’ αυτοσυγκρατήται περισσότερον εις μερικάς σκηνάς, να μην γουρλώνη, φερ’ ειπείν, τα μάτια διαρκώς»), «αποκάλυψις» ο Φριτς και με «φωτογένεια» η Καίτη Αρσένη.

Στη κριτική του Έθνους απάντησε ο Ξενόπουλος, ο οποίος στάθηκε στο θέμα του «συγχρονισμού» της επίπλωσης, σημειώνοντας ότι «θα ήτο ακατόρθωτος η πιστή απόδοσις του τόπου και της εποχής εις ενδύματα, έπιπλα, σκεύη, και τύπους ακόμη ζακυνθινούς. Άλλως τε και εις το θέατρον, η «Στέλλα Βιολάντη» παίζεται πάντοτε με συγχρόνους ενδυμασίας και με έπιπλα, αν όχι τόσον πολυτελή όσον τα της ταινίας, αλλά πάντως και αυτά μοντέρνα».

Ενθουσιασμένος από την ταινία, ο συγγραφέας απέστειλε και μια ευχαριστήρια επιστολή στην κινηματογραφική εταιρία, που επίσης είδε το φως της δημοσιότητας:
Αγαπητοί Κύριοι,
Μετά την προβολήν της ταινίας «Στέλλα Βιολάντη», θεωρώ χρέος μου να σας εκφράσω την πλήρη ευαρέσκειάν μου διά την πιστοτάτην, πράγματι, απόδοσιν του σεναρίου μου. Ομολογώ ότι είχα πολλούς δισταγμούς αν θα κατωρθούτο να υπερνικηθούν αι μεγάλαι δυσκολίαι τας οποίας παρουσιάζει πάντοτε τοιαύτη εργασία. Αλλ’ οι δισταγμοί μου διελύθησαν άμα είδα την εργασίαν αυτήν επί της οθόνης. Συγχαίρω υμάς και ιδιαιτέρως τον άριστον σκηνοθέτην κ. Ιωάν. Λούμον, διά την σοβαράν προσπάθειαν την οποίαν κατεβάλατε ίνα παρουσιάσητε ταινίαν τιμώσαν τωόντι την ελληνικήν παραγωγήν, πράγμα το οποίον ευχαρίστως είδον διαπιστούμενον εκ της θερμής υποδοχής του Κοινού και του Τύπου. Σας παρακαλώ να δεχθήτε την έκφρασιν των θερμοτάτων μου ευχαριστιών.
Μετά πάσης τιμής
όλως υμέτερος
ΓΡΗΓΟΡ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ

Αποθεωτική ήταν η υποδοχή της ταινίας και από το ελληνόφωνο Φως του Καΐρου:
«Το παίξιμο των ηθοποιών είνε αφθάστου δυνάμεως. Είνε παίξιμο καθαρώς κινηματογραφικό και ουχί θεατρικό, πράγμα το οποίον διά πρώτην φοράν διαπιστώνομεν εις ελληνικήν ταινίαν. Ο φωτισμός άπλετος και ειλικρινής προς το περιβάλλον. Ντεκόρ αρκετά πλούσιο. Οι ηθοποιοί κινούνται και δρουν μέσα σε ένα ευρύχωρο και εκτεταμένο σκηνικό χώρο. Όλα αυτά τα προσόντα αφίνουν τον θεατήν πλήρως ικανοποιημένον. Όχι μόνον τον Έλληνα θεατή ο οποίος ημπορεί να ικανοποιηθή και με ολιγώτερα, διότι λαμβάνει υπόψη του τες οικονομικές δυσκολίες που συναντούν οι Έλληνες επιχειρηματίαι, αλλά και αυτόν τον ξένον ο οποίος είνε συνηθισμένος στον πλούτον και την αρτιότητα των ευρωπαϊκών και αμερικανικών φιλμ».

Με αφορμή τη «Στέλλα Βιολάντη», την οποία ο ίδιος αξιολογούσε ως «κατόρθωμα» και ως «μια σοβαρή υπόσχεση για μελλοντικό ελληνικό κινηματοθέατρο», ο Παύλος Νιρβάνας εξέφρασε το θαυμασμό του για τα όποια δείγματα γραφής είχε να επιδείξει μέχρι τότε η ελληνική κινηματογραφία δεδομένων των αντίξοων συνθηκών:
«[..] Τι σου είναι, τέλος πάντων, αυτός ο Ρωμιός! Καταπιάνεται με πράγματα, που ένας ξένος, με παρόμοια μέσα, δε θα τολμούσε ούτε να τα διανοηθή. Είναι τάχα το θάρρος της αγνοίας; Είναι η πεποίθησις στη διαβολεμένη του ικανότητα; Δεν το ξέρω. Το γεγονός είναι, ότι έφτιαξε κινηματογράφο «εκ των ενόντων», και κινηματογράφο παρουσιάσιμο, τέλος πάντων, όπως έφτιαξε θέατρο εκ των ενόντων, ηθοποιούς εκ των ενόντων, τραγουδιστές εκ των ενόντων, χορεύτριες και μπαλέττα εκ των ενόντων. Χωρίς σχολεία δηλαδή, χωρίς δασκάλους, χωρίς προπόνηση, χωρίς καλλιτεχνικά φυτώρια, χωρίς παράδοση καμμιά. Δεν επέτυχε, βέβαια, το τέλειο πουθενά, ούτε το επλησίασε. Και ό,τι επέτυχε όμως είναι κατόρθωμα, κι αν δεν έχη άλλη αξία, έχει την αξία του κατορθώματος. Μια αξία πολύ υπολογίσιμη, ως υπόσχεση τουλάχιστον, του τι μπορεί να δώση στο μέλλον με μια συστηματική καλλιέργεια και με τελειότερα μέσα. Και τούτο μονάχα είναι ήδη αρκετό και είναι ίσως πολύ [..]».

2 σχόλια: