Στα τέλη του 1930,
στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης δημοσιεύτηκε η αγγελία μιας εταιρίας με έδρα
το χωριό Βαθύλακκος, η οποία είχε την επωνυμία «Ανώνυμος Ελληνομακεδονική
Κινηματογραφική Εταιρία (ΑΕΜΚΕ)» και αναζητούσε «δεσποινίδας ή αρτίστας
δυναμένας να παίζωσιν εις κινηματογραφικήν ταινίαν», υποσχόμενη μισθό «ικανοποιητικώτατο
ή ποσοστά εκ της ταινίας». Τελικά η ΑΕΜΚΕ βούλιαξε σε βαθύ λάκκο και δεν
έδωσε κάποιο δείγμα γραφής.
Παραμένουμε στη Θεσσαλονίκη, όπου
στα τέλη του 1931 ο Δημήτρης Καμινάκης, διευθυντής της νέας εταιρίας «Γκρέκα
Φιλμς», ετοίμαζε μια καινούρια ηχητική και άδουσα ταινία με τίτλο «Σαν τη νύχτα
εκείνη», η οποία είτε δεν ολοκληρώθηκε ποτέ είτε δεν βρήκε διανομή στις
κινηματογραφικές αίθουσες.
Το φθινόπωρο του 1931 εμφανίστηκε
μια νέα εταιρία με επωνυμία «Όλυμπος φιλμ», η οποία ανακοίνωσε την πρόθεσή της
να γυρίσει μια μουσική ταινία με τίτλο «Στέφανα Ματωμένα» σε σενάριο του
γιατρού και συγγραφέα Γ. Καμπόλη με σκηνοθέτη τον Ούγο Αραβαντινό και οπερατέρ
τον έμπειρο Εμμ. Τζανετή. Μάλιστα, το Νοέμβριο του 1931 η εταιρία εμφανιζόταν
έτοιμη να ξεκινήσει τις πρώτες δοκιμές σε μια αίθουσα του Ζαππείου, ενώ
δημοσιεύτηκαν και τα ονόματα του καστ: Γεώργιος Ρόης, Ευθ. Ηλιάδης, Γ.
Σκανδάμης, Μπατής, Ζωγράφος, Κατωπόδης, Εύα Ευαγγελίδου, Κουντούρης, Καλαντζής,
Καπάδαη κ.ά. Η συζήτηση γύρω από την ταινία συνεχίστηκε επί μήνες μέχρι το
Φεβρουάριο του 1932, όταν για άγνωστους λόγους η προετοιμασία αναβλήθηκε επ’
αόριστο.
Tον Απρίλιο του 1932 το Ελεύθερον Βήμα υποστήριζε
ότι «γνωστός Κρης, έμπειρος περί τα
κινηματογραφικά» ήταν μεταξύ των προσώπων που ετοιμάζονταν να γυρίσουν ένα κινηματογραφικό
σενάριο με θέμα την ανατίναξη της μονής Αρκαδίου το 1866, μέσα από το οποίο θ’
αναβίωναν ιστορικές προσωπικότητες του κρητικού αγώνα για την ελευθερία, όπως ο
Πάνος Κορωναίος, ο Δημακόπουλος, ο ηγούμενος Γαβριήλ, η δασκάλα Χαρίκλεια, οι
οπλαρχηγοί Σκουλάς, Πορτάλιος, Κούβος, Παμπουδάκης κ.ά. Τα γυρίσματα θα πραγματοποιούνταν
στο ιστορικό μοναστήρι. Εκκρεμούσε μια μικρή επιχορήγηση και η διάθεση αρκετών
στρατιωτών από το Σύνταγμα του Ρεθύμνου. Τελικά η ταινία δε γυρίστηκε ποτέ.
Μεγαλεπήβολα σχέδια ανακοίνωσε το
1932 και η νεοϊδρυθείσα «Μινέρβα Τονφιλμ», που διαφημιζόταν ως «η πρώτη ελληνική εταιρεία παραγωγής
ομιλουσών ταινιών», μια συνεργασία του Νόβακ με τον Αναστάσιο Μελετόπουλο και
Βιεννέζους κινηματογραφιστές. Κάθε ταινία της νέας εταιρίας θα γυριζόταν
παράλληλα στα ελληνικά και στα γερμανικά, ενώ ήδη ήταν έτοιμο το πρώτο σενάριο
με τίτλο «Κασσιανή», γραμμένο από το Νόβακ. Μάλιστα, η εταιρία σχεδίαζε
επίδειξη –σε θέατρο της πρωτεύουσας– του τρόπου φωνοληψίας μιας ταινίας, που στη
συνέχεια θα προβαλλόταν και ενώπιον κοινού. Η εταιρία ίδρυσε Κινηματογραφική
Σχολή και στη Θεσσαλονίκη, όμως δεν παρουσίασε κάποιο δείγμα γραφής το επόμενο
διάστημα.
Ενδεχομένως υπήρχε κάποια σχέση
της «Μινέρβα» με τον άνευ επωνυμίας κινηματογραφικό οίκο που ίδρυσε ο θεατρικός
επιχειρηματίας Α. Μακέδος, για τον οποίο έκανε λόγο το περιοδικό Κινηματογραφικός
Αστήρ το Σεπτέμβριο του 1932. Στην εταιρία του Α. Μακέδου είχαν προσληφθεί
–σύμφωνα με το δημοσίευμα– ο σκηνοθέτης Καρλ Νόβακ, ο Α. Μελετόπουλος ως βοηθός
σκηνοθέτη, ο Γιόζεφ Άμπορ ως οπερατέρ και ο Φραντς Γιάκομπερ ως φωνολήπτης, ενώ
φερόταν να έχει συναφθεί συμφωνία και με τον Ζόζεφ Χεπ για την εμφάνιση των
γυρισθέντων φιλμ στο εργαστήριό του. Ωστόσο, στα υπό εξέταση σενάρια το
περιοδικό δεν έκανε λόγο για την «Κασσιανή», αλλά για πιθανές κινηματογραφικές
διασκευές δύο θεατρικών έργων: η «Ιστορία της Αθήνας» του Τίμου Μωραϊτίνη και η
οπερέτα «Το κορίτσι της γειτονιάς» του Νίκου Χατζηαποστόλου.
Τον Οκτώβριο του 1932, το
περιοδικό Εβδομάς ανήγγειλε την έναρξη των γυρισμάτων μιας νέας ταινίας με
τίτλο «Μαχαραγιάς» από την εταιρία «Ακροπόλ Φιλμ» με πρωταγωνιστές την Τούλα
Δράκου και τον Μ. Κοφινιώτη· βοηθός σκηνοθέτη ήταν ο Α. Μελετόπουλος.
Στις αρχές του 1933, το περιοδικό
Κινηματογραφικός Αστήρ ανέφερε ότι σε προχωρημένο στάδιο βρίσκονταν τα
γυρίσματα μιας ηθογραφικής ταινίας με σκηνοθέτη τον Ορέστη Λάσκο και
πρωταγωνιστή τον Κίμωνα Σπαθόπουλο, ο οποίος εμφανιζόταν για ακόμη μια φορά ως
μιμητής του Σαρλώ. Προσωρινός τίτλος της ταινίας αυτής, που ουδέποτε προβλήθηκε
στο κοινό, ήταν «Ο βασιλεύς των αλητών», τίτλο που θα συναντήσουμε και
αργότερα.
Τον Ιούλιο του 1933, κινηματογραφικός
όμιλος Ελληνοαμερικανών εκατομμυριούχων φερόταν έτοιμος να γυρίσει μια ταινία
σε σενάριο του συγγραφέα Γ. Τσουκαλά. Ούτε τώρα έγινε κάτι, όπως ένα χρόνο
αργότερα δεν προχώρησε και η κινηματογραφική μεταφορά της «Λυσιστράτης» του
Αριστοφάνη από την «Νταγκ Φιλμ» –«κατ’
εντολήν μεγάλης ελληνοαμερικανικής εταιρείας»– με πρωταγωνιστή το δημοφιλή
μίμο, Μάριο Ροτζάιρον.
Το 1935 ήταν άλλη μια
χρονιά που θα μπορούσε να επιφυλάσσει εκπλήξεις. Το γαλλικό περιοδικό «Pour Vous» έγραφε ότι
ο Ηλίας Παρασκευάς θα γύριζε ταινία για τη ζωή του λόρδου Βύρωνα με
πρωταγωνίστρια τη Δώρα Βολονάκη. Στο ίδιο δημοσίευμα γινόταν εκτενής αναφορά
στην ηθοποιό Μαρίκα Φιλιππίδου, η οποία παρομοιαζόταν ως η Ελληνίδα Λίλιαν
Χάρβεϊ και φερόταν έτοιμη να πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφική οπερέτα.
Το 1936 έγινε λόγος για μια ταινία με τίτλο «Ραντεβού στο
Ζάππειο», που θ’ αποτελούσε «σταθμό εις
τα χρονικά του Βαλκανικού Κινηματογράφου». Την ίδια χρονιά το Ταχυδρομικό
Ταμιευτήριο σχεδίαζε το γύρισμα μιας ταινίας, που θα προπαγάνδιζε την
αποταμίευση και θα προβαλλόταν σε κινηματογραφικές αίθουσες και στα σχολεία την
Ημέρα της Αποταμιεύσεως (31 Οκτωβρίου). Φαίνεται ότι ούτε το σχέδιο αυτό
υλοποιήθηκε.
Θα μπορούσαμε όμως να είχαμε την πρώτη ελληνική ταινία
κινουμένων σχεδίων; Δημοσίευμα του αλεξανδρινού Ταχυδρόμου ισχυριζόταν ότι ο
γελοιογράφος Σοφό (Σοφοκλής Αντωνιάδης) είχε κατοχυρώσει με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
μια εφεύρεση, που επέτρεπε με ένα μόνο σχέδιο –και πολύ οικονομικότερα σε
σύγκριση με τις ταινίες του Ντίσνεϊ– την ταυτόχρονη κίνηση των ματιών, του
στόματος, των χεριών, των ποδιών και γενικότερα του σώματος των σκίτσων. Μάλιστα
ο Σοφό είχε έτοιμους τους ήρωές του (Νέτος, Σκέτος, Κλέτος και δις Συντροφία),
ενώ περίμενε σενάρια ευθυμογράφων και επιχειρηματικά κεφάλαια, που τελικά δεν
εισέρρευσαν, ώστε η
πρώτη ελληνική ταινία κινουμένων σχεδίων δημιουργήθηκε από το σκιτσογράφο
Σταμάτη Πολενάκη το 1942 με τίτλο «Ο Ντούτσε
αφηγείται».
[Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου