ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 15: Επικήδειοι για τη Μαίρη Σαγιάνου, την πρώτη, εγχώρια κινηματογραφική σταρ.

Ο θάνατος της Μαίρης Σαγιάνου, της πρώτης σημαντική; πρωταγωνίστριας του ελληνικού κινηματογράφου, τον Αύγουστο του 1932, συνοδεύτηκε από σειρά δημοσιευμάτων στις εφημερίδες τις επόμενες ημέρες, αφιερωμένα στην πρόωρα χαμένη ηθοποιό, που αποτελούσε μεγάλη ελπίδα του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Απ' όσα γράφτηκαν, έγινε επιλογή τριών κειμένων, που εστίαζαν περισσότερο στο ταλέντο της Σαγιάνου ως ανερχόμενης ηθοποιού.

α. Στην Ακρόπολις (06.08.1932) ο Αλέξανδρος Λιδωρίκης αναφερόταν στο πλήθος κόσμου που συνόδεψε την αδικοχαμένη ηθοποιό και σχολίαζε το πολλά υποσχόμενο ταλέντο της:

ΜΑΙΡΗ ΣΑΓΙΑΝΟΥ
Ένας κόσμος ολόκληρος από ανθρώπους του θεάτρου, από ανθρώπους της Σκέψης συνώδευσε χθες το απόγευμα, στον τόπο των κυπαρισσιών, ένα ωραίο κορίτσι, μια γλυκειά ύπαρξι, μια ελπίδα της τέχνης...
Θλιβερά, αργά, πίσω απ’ τα πένθιμα άλογα που έσερναν, κέρινη πια ωμορφιά, τη Μαίρη Σαγιάνου, αγαπημένοι συνάδελφοί της, συγγραφείς και κριτικοί, τύποι των παρασκηνίων και θαυμασταί της καλλιτεχνικής της δροσιάς, τράβηξαν μελαγχολική συντροφιά, ως το τέρμα του τελευταίου της περιπάτου κι’ αποχαιρέτησαν με πόνο, με αληθινό σπαραγμό το ιδανικό κορίτσι που τόσα υποσχόταν στη ζωή...
Αμείλικτα, σκληρά, χωρίς καμμιά διάκρισι, νειότης κι ωμορφιάς - μήπως δεν είνε το αιώνιο κοινό παραμύθι; - κτυπάει ο θάνατος εκεί που θάπρεπε να ντρεπόταν να φανή... Πόσες χαρές, πόσες ελπίδες δεν είχε δικαίωμα ακόμα, το άμοιρο αυτό παιδί, να τρυγήση απ’ το χρόνο και πόσο κατάλληλα, έξοχα δεν ήταν ωπλισμένο για να κερδίση τη μάχη του ανθρώπου, τη μάχη της γυναίκας, της τέχνης τον αγώνα;... Μα ήρθε ο τύφος. Μια φρικτή αρρώστεια, μια σκληρή γρουσουζιά και την καλή αρτίστα, τη γυναίκα που τόσοι και τόσοι θαύμαζαν, την έρριξε στο κρεββάτι του πόνου...
Τι να της πη κανένας και πώς να την αποχαιρετίση... Είνε τόσο ανιαρές, τόσο τριμμένες, τόσο κοινότυπες η φράσεις που χαρίζουν οι ζωντανοί στους πεθαμένους, που δεν θάπρεπε, νέοι άνθρωποι εμείς, να τις επιστρατεύσωμε για να πούμε το τελευταίο “αντίο” στη Μαίρη Σαγιάνου. Αλλά μόνο, ειλικρινά, παίρνοντας την σαν ένα σύμβολο λυπητερό, σαν τον κύκνο του υπέροχου χορού που τον βρίσκει η σκληρή τουφεκιά την ώρα που λούζεται στα γάργαρα νερά που παίζει με τις πανέμορφες αχτίνες του φωτός, θα χαιρετίσωμε την αδικημένη νειότη που λουζόταν κι αυτή στη δροσιά των ελπίδων, της πιο ώμορφης, της πιο φανταχτερής εξελίξεως κι’ απότομα, άγρια, τραγικά είδε τις ακτίνες να σβύνουν, να χάνωνται μέσα στην πίσσα του αιώνιου σκοταδιού...
Πρέπει να γράψη κανένας για τη Μαίρη Σαγιάνου. Πρέπει να γράψη, γιατί της αξίζει. Μα τι να πη; Να πη πως ήταν μορφωμένη θαυμάσια, πως άφησε επιστήμες για την τέχνη της, πως διέπρεψε γρήγορα, ταχειά κι' απρόσμενα, πως ήταν καλή και γλυκειά στον κινηματογράφο και έκτακτη, με άπειρες ελπίδες, στο μεγάλο μας θέατρο;.. Να πη πως ήταν μια Κασσάνδρα ζηλευτή στον «Καίσαρα» και μια Γρούσσα που συγκλόνιζε στο «Γλέντι, κρασί, αγάπη».. Να τα πη όλ' αυτά;.. Μα είνε γνωστά, γράφτηκαν χθες κι' αν ξαναγραφτούν σήμερα, σε τίποτα δεν θα ωφελήση.
Το λουλούδι μαράθηκε κι' όσα κι' αν πη κανένας, μια μέρα θα κρατήσουν, μια μέρα μόνο θα ψιθυριστούν, μια μέρα μονάχα θα ζήσουν... Αύριο δεν θα υπάρχη τίποτα πια.. Ή μάλλον θα υπάρχουν δυο τάφοι... Ένας τάφος κορμιού εκεί κάτω στον τόπο των κυπαρισσιών, κι' ένας τάφος ονείρων στην κενή θέσι του «Εθνικού» που εγκατέλειψε η Σαγιάνου. Ονείρων που είχαν μέσα τους: φιλοδοξίες, δίκαιες κι' ασυγκράτητες, πόθους ενός μεγάλου φτασίματος που θα ξεπερνούσε - αν ήταν δυνατόν - Κυβέλη και Μαρίκα, ελπίδες για ρόλους μεγάλους, φωτεινούς, αφάνταστα ωραίους, ζωή, έρωτα, δάφνες, χειροκροτήματα, αποθέωσι, λουλούδια, λουλούδια, άπειρα λουλούδια.. Και δεν απόμειναν παρά μόνον αυτά... Κακόμοιρο κορίτσι...

β. Δεν ξέρουμε ποιος κρυβόταν πίσω από το ψευδώνυμο «Κάθισμα 13», όμως αξίζει να συμπεριληφθεί ένα μεγάλο απόσπασμα και από το δικό του άρθρο, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πατρίς (06.08.1932). Ένα άρθρο ισορροπημένο, χωρίς εξάρσεις, αλλά αποκαλυπτικό των προσδοκιών που η νεαρή ηθοποιός είχε δημιουργήσει, χωρίς να προλάβει να τις επιβεβαιώσει ή να τις διαψεύσει στο πέρασμα του χρόνου:

Αστέρια που σβύνουν – Μαίρη Σαγιάνου
[..] Χάνουν το θέατρο κι' η τέχνη, χάνοντας τη Μαίρη Σαγιάνου; Όχι βέβαια όσο θάχαναν με την απώλεια ενός ωρίμου ταλέντου. Χάνουν κάτι λιγώτερο, πολύ λιγώτερο απ' αυτό, προκειμένου για σήμερα. Χάνουν όμως - θέατρο και τέχνη - χάνουν ίσως κάτι περισσότερο, κάτι πολύ περισσότερο προκειμένου για αύριο. Προκειμένου για αύριο, οπότε μοιραία και αναπότρεπτα δεν θα υπάρχη πια Μαρίκα, ούτε μια Αλκαίου, ούτε μια Κυβέλη. Προκειμένου για αύριο οπότε θα είχαν αναπτυχθή στο αναμεταξύ τα νεαρά ταλέντα που έχουν ήδη εκδηλωθή σήμερα, όπως η Μαίρη Σαγιάνου, η Ελένη Παπαδάκη, η Αλίκη. Δεν ξεύρω άλλες για την ώρα. Και ενώ, όπως το πιστεύω ακράδαντα, η Ελένη Παπαδάκη συνεχίζοντας ακλόνητα τη σταθερή αλματώδη της πρόοδο θα έχη φθάση στο μεσουράνημα της ωριμότητος του δημιουργικού της ταλέντου, ενώ, όπως το ελπίζω ή όπως δεν το αποκλείω τουλάχιστον, η τέχνη θα έχη κερδίση την Αλίκη διεκδικώντας την από την «πιάτσα», από την «πόρτα», από τις «πιέννες» που δεν ενδιαφέρουν παρά μόνο τον μπεζαχτά και τους Φιλισταίους, η Μαίρη Σαγιάνου - η τρίτη χθεσινή μεγάλη ελπίδα - θα λείπη. Όχι γιατί την πρόδωσε το ταλέντο της ή γιατί το πρόδωσε αυτή. Μα γιατί πέθανε. Γιατί πέθανε τόσο νέα.
Τα επίκτητα χαρίσματά της ήταν αξιόλογα. Και δεν θαρρώ να μειώνει αυτό το ορμέμφυτο ταλέντο της. Είχε μια μόρφωση. Μια γενικώτερη μόρφωσι και μαζί με αυτήν την ειδική τεχνική και καλλιτεχνική. Μόρφωσι, όχι βέβαια τέτοια όση μπορούσε να φαίνεται δίπλα στην αφάνταστη αμορφωσιά και στα πασαλείμματα και των παλαιοτέρων συναδέλφων της - αν εξαιρέση κανείς τη Μαρίκα. Άρτια μπορεί να μην ήταν η μόρφωσι αυτή. Μα σε τούτο δεν έφταιγε η Σαγιάνου. Έφταιγαν και φταίνε εκείνοι που δε δημιούργησαν ακόμη μιαν πραγματική καλλιτεχνική σχολή θεάτρου. Απ' την ατελέστατη αυτή σχολή πήρε η Μαίρη Σαγιάνου ό,τι το καλό ήταν δυνατό να πάρη. Και είχε πληρεστάτη επίγνωσι για το τι της έλλειπε. Δεν πήγε - θαρρώ - ούτε στο Παρίσι, ούτε στην Ευρώπη. Κι' αυτό της βγήκε στο καλό. Την εμπόδισε αυτό να φουσκώνη όπως άλλες για τα επιπόλαια πασαλείμματά τους. Ίσως αν πήγαινε, ίσως να έκαμε σοβαρές σπουδές. Και θ' αποτελούσε φυσικά εξαίρεσι, μπρος στα αποκρουστικά φούμαρα εκείνων που πουλούν ρεκλάμα με τη σέσουλα. Ως τόσο η μόρφωσί της βοήθησε το ταλέντο της. Με τη «Θυσία Αβραάμ», το άχαρο και αχάριστο αυτό έργο, αποκαλύφθηκε η Σφραγίδα της Δωρεάς και η φλόγα της τέχνης που φώλευε μέσα της. Στο «Στοιχειό του Πύργου» βρήκε καλλίτερη ευκαιρία να εκδηλωθή πιο ελεύθερα. Κι' όταν έπειτα από συνεχείς εμφανίσεις, τόσο εδώ όσο και στην Αίγυπτο, ανέβηκε στο «Εθνικό», οι επιτυχίες της ήσαν η μια μεγαλείτερη απ' την άλλη. Μας έδωσε την Κασσάνδρα στον «Αγαμέμνονα». Το ζωντανό ταλέντο της υποτάχθηκε δύσκολα στο νεκρό για την εποχή μας ρόλο. Αλλά η Σαγιάνου δεν έχασε την ευκαιρία. Μας έδωσε το μέτρο της ευσυνειδησίας της. Κορύφωμα επιτυχίας είχε στο «Γλέντι, κρασί, αγάπη» του Οστρόφσκυ. Εκεί έσβυσε απ' τη «βεντέττα» την άρτι κατασκευασθείσαν πρωταγωνίστρια και έκαμε να σιγήσουν οι «γκραν-κάσσες» της ρεκλάμας.
Ντεμπουτάρισε και στον κινηματογράφο. Κ' επέτυχε. Φυσικά της χαρίσματα ήταν η ωμορφιά της, η πραγματική ωμορφιά. Επίσης η δροσιά, η ζωτικότης, που ασφαλώς θα επιζούσαν και μετά τα είκοσί της χρόνια. Για πολύ καιρό η Σαγιάνου θα έμενε νέα. Ίσως να την αδικούσε κάπως το μέτριο ανάστημά της. Αλλά οι αρμονικές γραμμές της όλης σιλουέττας ήταν ένα σημαντικό αντισήκωμα στο μειονέκτημα αυτό. Κ' έπειτα η αυτοκυβέρνησι. Η χρησιμοποίησις όλων των χρησιμοποιήσιμων στοιχείων. Μιλούσαν τα χέρια της. Μιλούσαν τα... μαλλιά της. Τα ατίθασσα εκείνα μαλλιά της Σαγιάνου δεν ήταν άψυχος διάκοσμος στο κεφάλι της. Κι' ο χορός της, ήταν ποίημα. Η μεγάλη πέτρα σκανδάλου ήταν η φωνή της Σαγιάνου. Συγκεκριμένα το τέμπρο. Άρθρωσις ίσως όχι άψεχτη ακόμη, μα φυσική, ευσυνείδητη. Αλλά το τέμπρο... Αυτό πολλοί συνάδελφοι το εύρισκαν μονότονο. Δεν συμμερίζουμαι τη γνώμη. Ή καλλίτερα, να τι λέω: Είχε δροσιά, νειάτα, μουσικότητα και γλύκα, αφάνταστα, άφθονα όλα αυτά, το «τέμπρο» της Σαγιάνου. Ξεχειλούσαν όλα μαζί. Αυτό ήταν εκείνο που εξελάμβαναν ως «μονότονο». Να, τι της έλειπε ακόμη: λίγη τεχνική εξοικείωσι, λίγη μαεστρία για μια πιο πειθαρχημένη πλαστικότητα της φωνής. Αυτό ήταν όλο. Αυτό θα ερχόταν πολύ γρήγορα με λίγη ακόμη εξάσκηση. Και δίχως ακριβώς να περιορισθούν διόλου οι ανεκτίμητοι θησαυροί της φωνής της.
Μα η Σαγιάνου πέθανε...»

γ. Έντονα λυρικό και χαρακτηριστικό του δέους, που ο θάνατος προκαλεί στην ανθρώπινη φύση, ήταν το κείμενο της “Κυρίας που ξέρει” στη Βραδυνή, η οποία πολλές φορές είχε γράψει ύμνους για το ταλέντο της Σαγιάνου τα προηγούμενα χρόνια. Σχολιάζει ελάχιστα την ηθοποιό Σαγιάνου, όμως είναι ένα κείμενο που εκφράζει δυνατά συναισθήματα και έκρινα ότι έχει μια θέση σ’ αυτό το αφιέρωμα.

ΤΟ ΜΗ ΜΕ ΛΗΣΜΟΝΕΙ...
Σ’ αυτόν τον κόσμου όπου η προνομιούχες φύσεις είνε τόσο σπάνιες, το σβύσιμο κάθε εξαιρετικού ανθρώπου, εκτός από τη βαθύτατη λύπη που είναι φυσικό να μας κάνη, προξενεί συνάμα σ’ εμάς που απομένομε, την εκμηδενιστική συναίσθησι του ανεπανορθώτου της παντοτεινής του στερήσεως.
Ίσως γι’ αυτό κι εγώ, που δεν κατώρθωσα ακόμη να συνέλθω από την οδυνηρή εντύπωση του θανάτου της Σαγιάνου, έκλαψα στο ατένισμα της ατάραχης γαλήνης του αιωνίου της ύπνου, όλους τους θησαυρούς της, των οποίων δεν θα ξαναγνωρίσω ποτέ πειά την άνθησι της θαυματουργής δημιουργικής της δυνάμεως. Έκλαψα το φωτεινό μαζύ και λουλουδένιο χαμόγελό της που δεν θα ξανανθίση ποτέ στα αγνά χείλη της, που δεν έλεγαν ψέμματα, τη μελωδικότητα του γέλιο της που δεν θα ηχήση ποτέ πλέον στ’ αυτιά μου, παρά σαν υπέρκοσμη μελωδία, σπαρακτική σαν τη νοσταλγία, τα ολόδροσα νειάτα της τα σαν λουλουδένιο ανοιξιάτικο φίλημα, το οποίο δεν θα χαρούν πειά από προχθές βράδυ παρά οι προνομιούχοι του Παραδείσου. Έκλαψα ακόμη το ταλέντο της, το ευγενικό, το πλούσιο, το απείρως νεανικό ταλέντο της, που χάθηκε μέσα στην άβυσσο της αδιάκοπης νύκτας, όπου θα ταξειδεύη.
Κι’ αντί όλων αυτών των δώρων, εφίλησα χθες τ’ απόγευμα μια κέρινη κούκλα, μια χλωμή κούκλα που έμοιαζε πλασμένη από διάφανα πέταλλα ωχρών ρόδων. Κι η κούκλα αυτή κοιμόταν μέσα στα λουλούδια, - το μόνο αντάξιό της στόλισμα. Την ώρα που φιλούσα το μέτωπό της, επρόσεξα, ω, με πόση εκμηδένιση!, το σαρκασμό του μισανοιγμένου της στόματος, για το ανόητο δράμα της ζωής, τη σκληρότατη για μας ικανοποίησι της μικρής ιερείας της τέχνης, γιατί ο χάρος που έκοψε τόσο νωρίς το νήμα του νευροσπάστου της, την εσχόλασε από τον κωμικοτραγικό θίασό μας του θεάτρου της ζωής. Μα όσο κι αν ήτανε εγωίστρια την τελευταία ώρα που την ατενίσαμε, όσο κι’ αν εκώφευσε μετά το τέλος του ρόλο της, στους θρήνους των συμπρωταγωνιστών του ιδίου της δράματος, κι ακόμη περισσότερο στο ήρεμο κλάμα μας, εμάς των θλιβερών κομπάρσων του δράματος αυτού, δεν της ψιθυρίσαμε κανένα πικρό παράπονο. Μονάχα, εμακαρίσαμε την απέραντη γαλήνη της, προσευχηθήκαμε για την ανάπαυσι της ψυχούλας της που ποτέ δεν μας ελύπησε, κι’ εφιλήσαμε το κέρινο λείψανό της, κάνοντας μια ευχή: να είνε απαλό το χώμα αυτό που θα το σκεπάση. Κι’ όταν το χώμα αυτό έπεσε ανατριχιαστικά πάνω στην κάσσα με την πολύκλαυστη νεκρωμένη άνοιξι, όταν το “αιωνία της η μνήμη”, μας έκανε να νοιώσωμε το θλιβερό “τίποτε” που απομένει από το καθημερινό δράμα του βίου μας τότε, εγυρίσαμε στην πόλι, όπου μας εκαλούσε ο ρυθμός της ζωής μας, της οποίας ο θάνατος της Σαγιάννου δεν ήταν παρά ένας στιγμιαίος σταθμός, την αφίσαμε μονάχη, να κοιμάται δίχως πόνο, δίχως όνειρα, δίχως ανοιξιάτικους καϋμούς, αφού τα ανθρώπινα πάθη είχαν πειά σιγήσει μέσα στην καρδιά της που μας απαρνήθηκε. Αλλ’ όταν η νοσταλγία της μας ξαναφέρη στο νωπό της μνήμα, εκεί όπου εκύλησαν τα μαργαριτάρια των πικρών χαιρετιστηρίων δακρύων μας, θα έχουν ανθίσει μη με λησμόνει, - που τόσο αγαπούσε. Θα σκύψωμε τότε ευλαβικά, θα κόψωμε ένα και θα το κρύψωμε ανάμεσα στα φύλλα της καρδιάς μας όπου η τρυφερή, η αγαθή, η ευγενική, η λουλουδένια ανάμνησις της Σαγιάννου, θα βασιλεύση σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου