ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 13: Πως γυριζόταν ένα ελληνικό φιλμ του 1930

      Μια ακόμη ακτινογραφία του «Ελληνικού Χόλιγουντ» και των δυσκολιών που αυτό αντιμετώπιζε, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις στις 9 Φεβρουαρίου 1931. Στο εκτενέστατο άρθρο, που έφερε την υπογραφή του Α. Κ. Ευαγγελίδη, γίνεται μια σύντομη αναδρομή στην κινηματογραφική παραγωγή των προηγούμενων ετών, ενώ μαθαίνουμε λεπτομέρειες για τα γυρίσματα των ταινιών και τις τεχνικές που χρησιμοποιούνταν, όπως επίσης και για τους συντελεστές μπροστά και πίσω από την κάμερα.

ΕΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΟΛΛΥΓΟΥΝΤ
Το ελληνικόν Φιλμ.- Η μέχρι σήμερον παραγωγή.- Πώς γυρίζονται η ταινίες στην Ελλάδα.- Τι δυσκολίας αντιμετωπίζει ο κινηματογραφικός φακός. - Προετοιμασίαι, έλλειψις μέσων και έξοδα.- Τα τεχνικά ζητήματα.- Οι αστέρες μας.- Ελπίδες και κρίσεις.
ΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΤΗΣ ΟΘΟΝΗΣ

Το «Ελληνικόν Χόλλυγουντ»!
Τι βαρύς, τολμηρός, πρωτότυπος, εντυπωσιακός τίτλος! Στην Ελλάδα, τη μικρή μας Ελλάδα που μοιάζει με συμπαθητικό παπαγάλλο της Διεθνούς Κοινωνίας, μ' ένα χαριτωμένο πίθηκο που μιμείται τ' άλλα ανθρωπόμορφα ζώα που τα χωρίζει με γραμμές και διάφορα χρώματα ο χάρτης της Υδρογείου - η τέχνη, η φιλολογία, το θέατρο, το φιλμ, δεν μπορεί νάνε ποτέ δικά της.
Τον τόπο μας δεν τον παραδεχθήκαμε ποτέ για τίποτ' άλλο από ένα θαμπό, σκονισμένο καθρέφτη κακής ποιότητος, εις τον οποίον πετυχαίνουν μέτρια οι αντανακλάσεις της Ευρωπαϊκής ζωής.
Το φιλμ στην Ελλάδα, ήταν πάντα, απ' την αρχή που πρωτοπαρουσιάστηκε, κάτι πολύ αρεστό, πολύ συμπαθές, πολύ ελκυστικό. Σιγά-σιγά, εξελισσόμενο, μετεβλήθη σε μόδα, κι' από μόδα σταθεροποιήθηκε σε ανάγκη. Τότε ακριβώς άρχισε κι η κίνησι γύρω απ' τον πόθο, την ιδέα της δημιουργίας Ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής.
Λίγη «Ιστορία» στην αρχή, - ας την υποστούμε: Πρώτη λοιπόν Ελληνική Κινηματογραφική Εταιρεία, η «Νταγκ Φιλμ», - είχε το θάρρος να σηκώση στην πλάτη της τα πάντοτε δυσβάστακτα βάρη του καινοτόμου, και να μας παρουσιάση την πρώτη δική της ταινία. Είχε τον τίτλο «Έρως και Κύματα» και πρωταγωνιστούσαν σ' αυτή πολλοί διαλεχτοί μας καλλιτέχνες. Πέτυχε; Ναι! Ο κόσμος σκέφθηκε πως έπρεπε οπωσδήποτε να πετύχη. Ύστερα, πολλοί ξεθαρρεύτηκαν. Κι' έχουμε κατά σειράν, μέσα σ' ένα μόλις τριετές χρονικό διάστημα, ταινίες εν συνόλω δέκα οχτώ!
Τις απαριθμώ αναγκαστικώς: «Έρως και Κύματα», «Λιμάνι των Δακρύων», «Μαρία η Πενταγιώτισσα», «Αστέρω», «Μακρυά απ' τον Κόσμο», «Μπόρα», «Γαλάζια Κεριά», «25η Μαρτίου», «Οδυσσεύς Ανδρούτσος», «Λαγιαρνί», «Παληάτσος της Ζωής», «Απάχηδες των Αθηνών», «Φίλησέ με, Μαρίτσα», «Δάφνις και Χλόη», - παιγμένες. Κι' έτοιμες να παιχτούν: «Ο Μάγος της Αθήνας», «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», «Κάιν και Άβελ», «Στέλλα Βιολάντη» και «Έτσι σαν αγαπήση κανείς...».
Πληθώρα παραγωγής δηλαδή. Αλλά... τι είδους παραγωγής άραγε; Να έγραφα αυτή τη στιγμή κινηματογραφική κριτική!... Πόσα και πόσα δε θάχα να πω!
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ
Πώς γυρίζονται τα φιλμ στην Ελλάδα; (Άσχετα απ' όσα ξέρουμε για το γύρισμα των Ευρωπαϊκών φιλμ).
Απάντησις: Δύσκολα! Πολύ, παρά πολύ, φοβερά δύσκολα!
Χρειάζεται όμως λίγο αφηγηματικό ύφος, λίγη συναρπαστικότης, και πολλή λεπτομέρεια. Τάχετε «με το πρώτο». Ιδού, φαντασθήτε προς στιγμήν τον εαυτόν σας να γίνη κινηματογραφικός επιχειρηματίας και μαζύ καλλιτεχνικός διευθυντής της οιασδήποτε «Τάδε-Φιλμ» Εταιρίας. Θα πρέπη βέβαια να «γυρίσετε» μια ταινία. Θα καλέσετε λοιπόν ένα σεναρίστα - παρντόν, ήθελα να πω ένα συγγραφέα, γιατί στην Ελλάδα σεναρίσται δεν υπάρχουν - και ο συγγραφεύς αυτός θα σας φέρη μια υπόθεσι, η οποία θα σας αρέση.
Από το σημείον αυτό αρχίζει το μαρτύριο. Πρώτον, το σενάριο, δηλαδή η υπόθεσις, πρέπει να γραφή τρεις κατ' ελάχιστον όρον φορές. Τη μια ως θέμα, αναλυτικά πάντοτε, με τρόπο που να δείχνωνται ανάγλυφοι οι τύποι και να δίδεται ακέραια η ιδέα του έργου μ' όλες τις διακοσμητικές λεπτομέρειες. Τη δεύτερη, ως σενάριο, χωρισμένο σε σκηνές, με περισσότερες σημειώσεις «ρεζύ», «ντεκορασιόν» και κινήσεις, και την τρίτη πια ως «τεχνικό σενάριο», που θα περιέχη και το ελάχιστο σημείο κατά τον πιο σαφή και εκτεταμένο τρόπο, χωρίς κενά ή σκοτεινά μέρη.
Για να επιτευχθή ήδη αυτό, έχει περάσει καιρός, πολύς καιρός, για το λόγο που εξέθεσα και επαναλαμβάνω: Δεν υπάρχουν σεναρίστες.
Όταν τέλος το σενάριο ετοιμασθή, αρχίζει το καινούριο, το πιο ουσιαστικό βάσανο. Η εκτέλεσις, το καθαυτό «γύρισμα».
Το σενάριο ορίζει σκηνές και «πλαν», δηλαδή εικόνες. Η σκηνές χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Σε «ύπαιθρα», σε «εσωτερικά» και σε «φουλ». Τα τελευταία σημαίνουν κόσμο πολύ, συγκεντρώσεις. Ο ρεζισέρ που αναλαμβάνει να σκηνοθετήση το «σενάριο» πρέπει πρωτίστως να βρη τα τοπεία που του χρειάζονται για να «γυρίση» τις υπαίθριες σκηνές. Αυτό απαιτεί ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα που συνοδεύεται με κόπους και δαπάνες. Διότι πρέπει να βρεθούν τα απολύτως κατάλληλα μέρη, ιδίως στην Ελλάδα που τα φιλμ - θα εξηγήσωμεν αμέσως παρά κάτω για ποιό λόγο - στηρίζονται στις φυσικές σκηνές. Ύστερα, πρέπει να διαλέξη το «στούντιο». Στην Ευρώπη και μάλιστα στην Αμερική, «στούντιο» σημαίνει ένας μεγάλος, εκτεταμένος χώρος, στεγασμένος, με πλήρη εγκατάστασι φωτισμού, με όλα τα «κομφόρ» της διακοσμητικής. Ένας μικρός κόσμος, τέλος πάντων, ολόκληρος κλεισμένος μέσα σε τέσσαρας απέραντους τοίχους. Γιατί όμως; Δεν υπάρχει φως, φυσικό φως, ηλιακές ακτίνες.
Στην Ελλάδα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για τους φυσικούς προβολείς του ουρανού μας. Φαίνεται πως ο Δημιουργός προέβλεψε ότι κάποτε το φιλμ θα μεσουρανήση στον τόπο μας! Δεν υπάρχει λοιπόν στην Ελλάδα, ανάγκη δημιουργίας «στούντιο» για τις σκηνές του υπαίθρου, όπως υπάρχει έξω. Μόνο τα «εντεριέρ» (τα εσωτερικά) δηλ. σαλόνια, ντάνσιγκ, θέατρα, μαγαζειά κλπ. πρέπει να γυρίζουνται κι' εδώ σε «στούντιο». Λείπουν όμως τα μέσα. Και κατά πρώτον λόγον οι προβολείς, και γενικώς τα μέσα του φωτισμού. Έτσι, οι Αθηναίοι, ρεζισέρ, δημιούργησαν δικά τους, πρωτότυπα «στούντιο». Μια μάντρα ισοπεδωμένη καλά, περιφραγμένη, εκτεθειμένη εντελώς στα ευεργετικώτατα λαμπιόνια του Αττικού Ηλίου που αντικαθιστούν όλους τους θαυμαστούς προβολείς και αντανακλαστήρας της «Φοξ-Φιλμ», και τίποτα περισσότερο. Μέσα σ' αυτή τη μάντρα, εγκαθίσταται μεγαλοπρεπώς όχι ο Αττίκ, αλλά το κινηματογραφικόν συγκρότημα. Σε μια γωνιά του στήνεται ένα σαλόνι - π.χ. «Λούι Κενζ», που δεν είνε παρά σκηνικό θεάτρου. Σ' αυτό το γενικό «ντεκόρ» τοποθετούνται κουρτίνες, έπιπλα, χαλιά, βάζα, λουλούδια, τα πάντα, και η σκηνή είνε έτοιμη. Οι «σταρ» καλούνται να παίξουν! Και εδώ, διακόπτεται προς στιγμήν το έργον του σκηνοθέτου για να αρχίση η δουλειά του οπερατέρ, η οποία σημειωτέον παίζει σπουδαιότατον ρόλον, μεγαλύτερον και από τον του... πρωταγωνιστού!
Από τον οπερατέρ εξαρτάται πώς θα βγη η ταινία. Αυτός πρέπει να ξέρη σε πόσα μέτρα απόστασι θα τοποθετήση τη μηχανή του, ώστε να κόψη το ταμπλώ στα σημεία ακριβώς που πρέπει για να πάρη η φωτογραφία το κομμάτι που χρειάζεται χωρίς περιττά περιθώρια, και ταυτοχρόνως να είνε αισθητική, όχι «φλου», δηλαδή θαμπή, αλλά ούτε και εξαιρετικά ζωηρή, σκληρή στο μάτι.
Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Αρχίζει λοιπόν το γύρισμα της ταινίας: Παίρνονται πρώτα τα «ύπαιθρα», ύστερα τα εσωτερικά και τελευταία τα φουλ. Η σκηνές γυρίζονται σύμφωνα με το σενάριο, το οποίον ορίζει τα είδη των εικόνων. Υπάρχουν έτσι τα «Γκρο-Πλαν» - εικόνες που φέρνουν κοντά πολύ τον ηθοποιό, χωρίς κανένα φόντο και κανένα ντεκόρ - τα «δεύτερα πλαν» που είνε προοπτικώτερα, και μετά τα «τρίτα», «τέταρτα» κλπ., τα οποία όσο προχωρούν στους αριθμούς γίνονται και πιο προοπτικά. Κάθε σκηνή, έχει έναν ωρισμένο αριθμό «πλαν», που πρέπει μεταξύ τους νάχουν αρμονία φωτός, ώστε να μη γίνεται μεγάλη αντίθεσις και να κουράζη το μάτι του θεατού. Απ' εναντίας κάθε σκηνή πρέπει να έχη και διάφορο φωτισμό για να επιτυγχάνεται η αισθητική ποικιλία.
Αφ' ετέρου, ο ρεζισέρ φροντίζει να στολίζη και να κάνη βέβαια όσο το δυνατό θεαματικώτερη την ταινία του, δεν επιτρέπεται όμως ποτέ μονοτονία, και παρατράβηγμα σκηνών. Η επιμονή σε μια σκηνή, προκαλεί την ανία στο θεατή, τον βασανίζει, του παραλύει το ενδιαφέρον. Η υπόθεσις λοιπόν, η πλοκή, πρέπει να εξελίσσεται μ' όση γρηγοράδα ξετυλίγεται κι' η κορδέλλα και να ποικίλλη φοβερά, νάχη εναλλαγές, αυθόρμητες όμως, όχι απότομες που να χαλούν την αρμονία του ματιού και τη ρέμβη της σκέψεως. Έτσι βλέπουμε πρώτα ένα τοπείο, ύστερα μια πόζα, κατόπιν, ένα οποιοδήποτε εύθυμο ταμπλώ, κι' έπειτα ένα ήρεμο, και στο τέλος ένα θορυβώδες. Επίσης τα «πλαν» πρέπει να εναλλάσσωνται μεταξύ τους. Δεν μπορεί να δείξη κανείς σειρά πρώτα πλάνα, ή δεύτερα. Πρέπει να τ' ανακατέβη. Ο θεατής πρέπει να χάνη από μπροστά του την εικόνα πριν τη χορτάση. Αυτό είνε το μυστικό που κρατεί το ενδιαφέρον, και το μεταβάλλει σε αγωνία πολλές φορές.
Οι Έλληνες ρεζισέρ - Λάσκος, Μαδράς, Τσακίρης, Γαζιάδης, Κουνελάκης - ξέρουν ευτυχώς πολύ καλά όλα αυτά τα πράγματα, και προσπαθούν να τα εφαρμόζουν. Άσχετο αν δεν το επιτυγχάνουν πάντα. Πολλές φορές η επιτυχία είνε ζήτημα μέσων, και όχι δεξιοτεχνίας ή ταλέντου ή θελήσεως.
Εκεί που όλες η Ελληνικές ταινίες - σχεδόν όλες - υστερούν είνε ο φωτισμός, - δεν προσέχουν οι οπερατέρ να κάνουν καλό χειρισμό - και το «ντεκουπάζ», δηλαδή το ξεκαθάρισμα της ταινίας που γίνεται μετά το «γύρισμα». Όταν το «γύρισμα» τελειώση και γίνη η κόπια, δηλαδή μεταφερθή η φωτογραφία από το αρνητικόν - πρώτη πλάκα συλλήψεως - στο θετικόν - καθαρή πλάκα προβολής -, γίνεται μια επιλογή των σκηνών, κόβονται η περιττές και συναρμολογούνται η υπόλοιπες. Αυτή η λεπτή δουλειά θέλει εξαιρετικό γούστο, πολλή πείρα κι' άλλη τόση τέχνη.
Άλλο πρόβλημα σπουδαίο για το Ελληνικό φιλμ, είνε το μακιγιάζ. Ο Έλλην ηθοποιός της οθόνης, είνε ή ερασιτέχνης ή επαγγελματίας που πρωτοεμφανίζεται, έχοντας ή όχι παίξη στη σκηνή. Συνεπώς δεν μπορεί να ξέρη να εφαρμόση στο πρόσωπό του το ειδικό μακιγιάζ του κινηματογράφου, τη στιγμή που πεπειραμένοι ηθοποιοί της ξένης οθόνης, όπως ο Κόνρατ Φάιτ, η Πόλα Νέγκρι, η Ντολορές Ντελ Ρίο, κ.ά., έχουν τους αποκλειστικούς μακιγιέρ τους.
Παρηκολούθησα το γύρισμα Ελληνικών ταινιών. Οι «αστέρες» μας, χρησιμοποιούν με μεγάλη απειρία τα ειδικά νουμερωτά κραγιόνια της Οθόνης. Υπάρχει κραγιόνι με ωρισμένο αριθμό που είνε για τους «Ζεν-πρεμιέ», δίνει το φως και τη λευκότητα της νεότητος στο πρόσωπο, κι' εξαλείφη τις ρυτίδες και τα σπασίματα. Υπάρχουν άλλα για ρόλους γέρων που μεταβάλλουν, αλλοιώνουν την ίδια την έκφρασι του ηθοποιού και του δίνουν ένα θαμπό, σκοτωμένο χρώμα. Όλ' αυτά όμως έχουν την τέχνη τους, τον τρόπο τους που χρησιμοποιούνται για να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αλλοιώς, φέρνουν το αντίθετο. Παρετήρησα στις Ελληνίδες καλλιτέχνιδες του κινηματογράφου ότι βάφουν πολύ τα χείλη τους, τα οποία έτσι, δείχνουν μαύρα στο πανί κι' ασχημίζουν το πρόσωπο. Το στόμα στην οθόνη βάφεται ελαφρά, και όχι όλο. Μόνο το περιθώριον. Επίσης το μάτι βάφεται ελαφρά και δε σκιάζεται, γιατί χαλάει, δημιουργεί λεκέδες στο πανί και στίγματα. Υπάρχουν ακόμη ειδικά κραγιόνια που σκιάζουν τη μύτη και τη μεγαλώνουν αν είναι κοντή, όπως τη μικραίνουν αν είναι μεγάλη.
Όλα αυτά όμως πάλι, εξαρτώνται απ' την έντασι του φωτός.
Έτσι, εφ' όσον δεν υπάρχουν οι «μαιτρ» για κάθε ειδικότητα, το Ελληνικό φιλμ χωλαίνει σ' αυτές τις πλευρές. Αλλά και αλλού, σε πολλά σημεία, υστερεί φοβερά. Άλματα, τρομακτικές σκηνές, επικίνδυνα «κόλπα» που στηρίζονται στην οφθαλμαπάτη και στην τέχνη, αλλά και στην εφευρετικότητα του ρεζισέρ και του οπερατέρ, δε μας έχει δείξει ως τώρα η Ελληνική ταινία. Επίσης χρώμα δεν έχει κανείς τολμήσει να βάλη στην ταινία του, λόγω οικονομιών ασφαλώς. Για τον ίδιο λόγο δε γίνονται και συχνές εμφανίσεις του «νεγκατίφ» κατά τμήματα, και πρόβες, και «ξαναγυρίσματα» των σκηνών που δεν πέτυχαν απολύτως.
Και δικαίως. Τα έξοδα του γυρίσματος μιας Ελληνικής ταινίας σήμερα κυμαίνονται μεταξύ 200.000 - 1.000.000. Και τα έσοδα είναι προβληματικά. Επομένως, για αρχή πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι, υπερευχαριστημένοι μάλιστα απ' την παραγωγή μας.
Η ΑΡΤΙΣΤΕΣ ΜΑΣ
Τι κάνουν όμως η αρτίστες μας στον κινηματογράφο;
Είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερώτησι που ασφαλώς θάχετε υποβάλει ήδη στον εαυτό σας, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές. Η αρτίστες μας λοιπόν κάνουν πολλά πράμματα, περισσότερα απ' όσα περιμέναμε, ή μάλλον απ' όσα θάπρεπε να περιμένουμε. Τους παίρνω με τη σειρά: Σ' Ελληνικά φιλμ, έπαιξαν μέχρι σήμερον η κυρίες: Μιράντα Θεοχάρη - η γλυκειά και σαγηνευτική πρωταγωνίστρια του «Έρως και Κύματα» - Μίρβα Βιολάντη - ένα αξιόλογο, δυνατό κινηματογραφικό ταλέντο που ενεφανίσθη στο «Λιμάνι των Δακρύων» - Αλίκη Θεοδωρίδου - η χαριτωμένη και τόσο καλή αρτίστα στην «Αστέρω» - Ρίτα Μυράτ - η γόησσα των «Γαλάζιων Κεριών» - Μαίρη Σαγιάνου, η Πόλα Νέγκρι της Ελλάδος που εμψύχωσε τόσο θαυμαστά την Τιτίκα των «Απάχηδων», κι' άλλες πολλές, αρτίστες κι' αρτιστούλες του θεάτρου μας, που όλες στάθηκαν στην Οθόνη. Υπάρχουν ακόμη κρυμμένα ταλέντα πάρα πολλά, μέσα στις σχολές και στις διάφορες εταιρίες, κορίτσια που καρδιοχτυπούν με την ιδέα της Οθόνης και στενάζουν με κρυφό πόθο, μένοντας ώρες εκστατικά μπροστά σε μια φωτογραφία της Ντελ Ρίο.
Απ' τους άντρες, αξιοσημείωτο κινηματογραφικό παρελθόν έχουν, ο Βεάκης, ο τόσο μοντέρνος και τεχνίτης στην κίνησι, στο ύψος, στη δράσι, Παρασκευάς Οικονόμου, ο ενθυμίζων τον Βίλλυ Φριτς, Τσακίρης, ο Λάσκος με τη δυνατή έκφρασι και τα ζωντανά χαρακτηριστικά, ο χαρακτηριστικώτατος Κυριακός, ο εκλεκτός τυπίστας Πρινέας, κλπ.
Υλικό λοιπόν για Ελληνική Οθόνη έχουμε, κι' όλο βρίσκουμε και καινούριο.
Η Λουκία Ματλή - λ.χ. - που πρωτοεμφανίσθηκε στο «Δάφνις και Χλόη» είναι ένα ταλέντο αξιοπρόσεκτο, μια πλαστική εμφάνισι, με δυσκολοεύρετη τάγια, με εκφραστικώτατο πρόσωπο, γεμάτη ευκαμψία, πλαστικότητα, ελληνική γραμμή. Της λείπει η πείρα. Αυτό όμως δε θα πη τίποτε. Είναι το μόνο που μπορεί ν' αποκτήση. Ο υπό το ψευδώνυμον Απόλλων Μαρσύας επίσης, κ. Έδισσων Βήχος - είναι βαφτιστιμιός του εφευρέτου Έδισσων - καλά θα κάνη ν' αφοσιωθή στην κινηματογραφική τέχνη. Έχει άπειρα και πολύτιμα προσόντα. Επίσης ταλέντο είναι κι' ο Παλαιολόγος. Αλλά και πόσοι άλλοι... Δε θάφταναν σελίδες για ν' ασχοληθώ μαζί τους.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Κάθε παρόμοιο δημοσίευμα έχει και... τα συμπεράσματά του, που δεν τ' αφήνει καν να υπονοηθούν μεσ' τις γραμμές. Τα λέει ξεκάθαρα, ωμά, «ντόμπρα» κατά την ελληνικωτάτην έκφρασιν. Στην προκειμένην περίπτωσι λοιπόν, τα συμπεράσματα είναι πολύ λίγα. Πρέπει να ενισχύσουμε το Ελληνικό φιλμ - που δεν υπάρχει κίνδυνος να δολοφονήση, όπως λένε μερικοί, το θέατρο, γιατί δεν έχει καμμιά σχέσι η τέχνη της σκηνής με τη θεαματικότητα της Οθόνης - αλλά και να εγείρουμε και μερικές αξιώσεις. Είναι σε «γύρισμα» Ελληνικής ταινίας να χρησιμοποιούν ως αντανακλαστήρες... (για να ρίχνουν το φως εντονώτερο εις τα πρόσωπα) σανίδες επιστρωμένες με χρυσόχαρτα από κουτιά τσιγάρων! Θα μπορούσαν φαντάζομαι να βρεθούν τρεις-τέσσαρες ειδικοί καθρέφτες.
Ύστερα οι οπερατέρ μας, θα μπορούσαν να είναι λίγο προσεκτικώτεροι, ώστε να μη μας αναγκάζουν πολλές φορές να κλείνουμε τα μάτια για ν' αποφύγουμε αντιαισθητικές σκηνές. Ακόμη, οι ρεζισέρ θάπρεπε νάχουν υπ' όψει τους ότι απευθύνονται σε κοινό που κινηματογραφικώς δεν ξέρει λιγώτερα πράμματα απ' το Ευρωπαϊκό, κι' οι Ιμπρεσσάριοι ότι θάπρεπε να θυσιάζουν μερικά πεντοχίλιαρα περισσότερο, για να δοκιμάζουν τις ταινίες τους και να «ξαναγυρίζουν» τις χαλασμένες σκηνές.
Τότε, και ατέλεια φόρου θα τους δοθή - μεγάλη υποστήριξι για τις Ελληνικές ταινίες - και ο κόσμος θα τους υποστηρίξη περισσότερο, και πολύ μεγαλύτερες ελπίδες θάχουν να πετύχουν ως επιχείρησις.
Το «Ελληνικό Χόλλυγουντ» - ας το πούμε έτσι, δε μας ενοχλεί - πρέπει να δημιουργηθή, έχει όλα τα εφόδια και όλες τις ελπίδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου