Συμπαραγωγή της
«Φίνος Φιλμ» και της «Τζέλλα Φιλμ».
Πριν την προβολή της
μνημονευόταν και με τον τίτλο «Άγγελοι στο βούρκο».
Η υπόθεση με πολύ
λίγα λόγια:
Ύστερα από
υπόδειξη του Λουκά, εραστή της μητέρας της, η Έλλη δέχεται να μεταφέρει ύποπτα
πακέτα, για να εξοικονομήσει τα έξοδα της κλινικής, όπου εκείνη νοσηλεύεται.
Εργοδότης της είναι κάποιος Χρήστος Τεράκης, πλούσιος ομογενής αφιχθείς από την
Αίγυπτο. Η ερωμένη του Τεράκη, η Λιάνα, θέλει να μπλέξει στα δίχτυα της ένα
νεαρό φοιτητή ιατρικής, τον Ανδρέα, ο οποίος όμως έχει σχέση με την Έλλη εδώ
και δύο χρόνια. Μετά τη δολοφονία του Λουκά από τον πλούσιο ομογενή, η Έλλη
χάνει τα λογικά της, ενώ κατηγορείται άδικα για το φόνο του, μετά από πλεκτάνη
που έστησε σε βάρος της η αντίζηλός της, Λιάνα. Τελικά, όμως, στο κακουργιοδικείο
αποκαλύπτεται ο πραγματικός ένοχος, όταν ο Τεράκης ομολογεί την πράξη του
γεμάτος τύψεις, καθώς πρόσφατα έμαθε ότι η Έλλη ήταν... κόρη του!
Πήραν μέρος οι:
Σμαρούλα Γιούλη ………. Έλλη
Χρήστος Τσαγανέας …… Χρήστος Τεράκης
Ειρήνη Παπά …………… Λιάνα
Άννα Χριστοφορίδου …... Φανή (μητέρα της Έλλης)
Μίμης Φωτόπουλος ……. Λουκάς
Νίκος Καζής ……………. Ανδρέας
Θόδωρος Μορίδης ………εισαγγελέας
Περικλής Χριστοφορίδης
και σε μικρότερους
ρόλους οι Ευάγγελος Πρωτοπαπάς, Νίκος Ρίζος (στην πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση),
Γιάννης Ιωαννίδης, Μιχάλης Παπαδάκης, Αλέκος Λεμός, Νίκος Φέρμας, Γιώργος
Βλαχόπουλος, Κίμων Δημόπουλος, Ανδρέας Παντόπουλος, Σταύρος Παρθενιάδης, Τάκης
Καραβασίλης κ.ά.
Συμμετείχαν επίσης
ως κομπάρσοι περίπου 200 ερασιτέχνες ή μαθητές της κινηματογραφικής σχολής
«Μίτσα Φιλμ».
Ήταν η δεύτερη κινηματογραφική εμφάνιση της Ειρήνης Παπά, αλλά η πρώτη σε μεγάλο ρόλο. Η επιλογή της έγινε από το σεναριογράφο και σκηνοθέτη της ταινίας, Νίκο Τσιφόρο, ο οποίος στο παρελθόν είχε επιλέξει την Ειρήνη Παπά για μια άλλη ταινία με τίτλο «Δυο σε ξύλινο σπίτι», τα γυρίσματα της οποίας έμειναν στη μέση.
Τη μουσική των
«Χαμένων αγγέλων» συνέθεσε ο Γιάννης Βέλλας, ενώ εμφανίστηκαν και δύο
ορχήστρες: η τζαζ του Γ. Βέλλα και η ορχήστρα λαϊκών οργάνων (κοινώς «μπουζούκια»)
του Μανόλη Χιώτη. Μάλιστα ακούγεται και το τραγούδι «Εσύ σαι η αιτία που
υποφέρω», ερμηνευμένο από τον ίδιο το Μ. Χιώτη μαζί με τον κιθαρίστα και
συνεργάτη του, Χρήστο Λαβίδα.
Λοιποί
συντελεστές:
Σκηνικά: ……………..... Γιάννης Σιμ
Μηχανικός ήχου: ……… Γιώργος Κριάδης
Μακιγιάζ: ……………… Σταύρος Κελεσίδης
Φωτισμοί: ……………… Μάρκος Ζέρβας
Μοντάζ: ………………… Φιλοποίμην Φίνος
Μακέτες: ……………….. Βασίλης Ασημάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: ……. Φίλιππος Φυλακτός
Φροντιστής: ……………. Π. Χριστοφορίδης
Οπερατέρ: ……………… Ζοζέφ Χεπ
Διευθυντής παραγωγής: ... Φιλοποίμην Φίνος
Σενάριο - Σκηνοθεσία: …. Νίκος Τσιφόρος
Η αρχική πρόθεση
ήταν η προβολή της ταινίας στους αθηναϊκούς κινηματογράφους από την Κυριακή του
Πάσχα του 1948. Τελικά, όμως, η πρεμιέρα αναβλήθηκε μερικούς μήνες. Πιο
συγκεκριμένα, η πρώτη προβολή πραγματοποιήθηκε σε στενό κύκλο το πρωί της 11ης Νοεμβρίου και έντεκα μέρες αργότερα ξεκίνησαν επίσημα οι προβολές των «Χαμένων
Αγγέλων» για το κοινό στις αίθουσες «Ορφεύς» και «Τιτάνια» με κύριο αντίπαλο τον «Άμλετ» με
πρωταγωνιστή τον Λόρεν Ολίβιε, που παιζόταν σε τέσσερις αίθουσες.
Η ελληνική ταινία
τα κατάφερε περίφημα με 62.826 εισιτήρια (33.484 στον «Ορφέα», αριθμός-ρεκόρ
για την αίθουσα, και 29.342 στον «Τιτάνια» –αμφότεροι στις δύο πρώτες θέσεις
μεταξύ όλων των κεντρικών αθηναϊκών κινηματογράφων), όταν ο «Άμλετ» σε
διπλάσιες αίθουσες έκοψε συνολικά 73.017 εισιτήρια στο ίδιο εφταήμερο.
Για τους
«νουμεράκηδες», που αγαπούν τις λεπτομέρειες: την πρώτη μέρα προβολών
(22.11.1948) ο «Ορφεύς» ήρθε πρώτος με 5.335 εισιτήρια, ακολούθησε η «Τιτάνια»
με 4.725 εισιτήρια και έπονταν το «Ρεξ» με 4.350 και το «Αττικόν» με 3.249
εισιτήρια θεατών του «Άμλετ».
Οι προβολές των
«Χαμένων αγγέλων» συνεχίστηκαν στο «Τιτάνια» για ακόμη δύο εβδομάδες κόβοντας
25.721 εισιτήρια το εφταήμερο 29.11 έως 05.12.1948 και 19.020 εισιτήρια την
εβδομάδα από 06.12 έως 12.12.1948.
Συνολικά δηλαδή
κόπηκαν 107.567 (σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευε κάθε εβδομάδα η εφημερίδα
Έθνος) ή 107.508 εισιτήρια (σύμφωνα με την ιστοσελίδα της «Φίνος Φιλμ») στους
αθηναϊκούς κινηματογράφους α΄ προβολής και ήταν η πιο επιτυχημένη εμπορικά
ελληνική ταινία της σεζόν 1948-49.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Πολλούς μήνες πριν
την επίσημη προβολή της ταινίας για το κοινό, ο Γιώργος Λαζαρίδης περιέγραψε
μια ταινία «στρωτή, δεμένη, συναρπαστική,
ανάγλυφη» με «μερικές σκηνές που σε
κάνουν κυριολεκτικά κι ανατριχιάζεις από τον πόνο τους [σ.σ. των παιδιών
που «κυλιούνται ακούσια μέσα στον βούρκο
της κοινωνίας»]», κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στη σκηνή όπου η
πρωταγωνίστρια Σμαρούλα Γιούλη, κατηγορούμενη για ένα έγκλημα που δεν έκανε και
πιεζόμενη από τον εισαγγελέα να ομολογήσει, υφίσταται σοκ. Ο Γ. Λαζαρίδης
σχολίαζε ότι «εδώ ακριβώς φαίνεται η
σκηνοθετική ικανότης του κ. Τσιφόρου, ο οποίος όλη αυτή την εσωτερική πάλη της
ηρωίδας του την δίνει τέλεια κινηματογραφικά, δίνοντας στον φακό του τα μάτια
της ηρωίδας του. Δηλαδή παρουσιάζει στην οθόνη αυτά ακριβώς που επάνω στον
παροξυσμό της βλέπει η μικρή κατηγορουμένη. Μεγάλο τόλμημα, το πρώτο
κυριολεκτικώς για ελληνική ταινία».
Ο Αχιλλέας
Μαμάκης, αφού πρώτα ξεκαθάρισε ότι το σενάριο δεν του είχε πολυαρέσει, επαίνεσε
τη σκηνοθεσία του Νίκου Τσιφόρου: «Με
διευθυντή της παραγωγής τον κ. Φίνο κατώρθωσαν κάτι που δεν είχε παρουσιάσει
έως τώρα άλλο εγχώριο φιλμ: Σχετική τεχνική αρτιότητα. Οι “Χαμένοι Άγγελοι”
είνε η πρώτη αθηναϊκή ταινία, που είνε όχι μόνον “γυρισμένη” με σύγχρονη
φωνοληψία –υπάρχουν λάθη, αλλ’ ολιγώτερα από άλλοτε– αλλά ολόκληρη είνε παρμένη
μέσα σε στούντιο. Φυσικά σ’ ελληνικό στούντιο, με τα πενιχρά τεχνικά μέσα που
διαθέτει η δική μας βιομηχανία και με τις οικονομικές δυνατότητες μοιραίως πολύ
περιωρισμένες. Εν τούτοις, ενώ δεν είνε, όπως άλλες προηγούμενες, ταινία
υπαίθρου ή κάτι σαν τουριστικό ζουρνάλ και ενώ το μεγαλύτερο μέρος της δράσεως
βασίζεται σ’ “εσωτερικά”, ο κ. Τσιφόρος και η “Φίνος Φιλμς” (με οπερατέρ τον
εργασθέντα άλλοτε στην “Ούφα” κ. Ζοζέφ Χεπ) έφθασαν σε τεχνικό αποτέλεσμα
εξαίρετο»[...] Οι φωτισμοί –του κ. Ζέρβα– είνε ικανοποιητικοί και ο σκηνοθέτης
για πρώτη φορά σ’ ελληνική ταινία κατάλαβε ότι οι προβολείς πρέπει να φωτίζουν
και να παρουσιάζουν καθαρά, φωτεινά, έντονα τις φυσιογνωμίες των ηθοποιών, διά
να παρακολουθή ο θεατής τις μεταπτώσεις της υποκριτικής αποδόσεώς τους».
Ενδιαφέρον και
απόλυτα εναρμονισμένο με το γενικότερο κλίμα δυσπιστίας –ή μήπως ενοχικής
απόλαυσης;– μεταξύ των μεγαλοαστών της εποχής απέναντι στο λαϊκό τραγούδι ήταν
το σχόλιο του Αχ. Μαμάκη για τα τραγούδια της ταινίας: «Ήθελε, νομίζω, άλλου είδους συνοδεία και υπόκρουσι το θέμα [σ.σ. των
τραγουδιών της ορχήστρας Βέλλα], έτσι που μουσικώς ενδιαφέρον παρουσιάζουν
μόνον... τα μπουζούκια του κ. Χιώτη».
Τέλος, αναφορικά
με τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, ο δημοσιογράφος του Έθνους σχολίασε
ενδεικτικά: για τη Σμαρούλα Γιούλη ότι «ίσως
να μη φθάνη στην δραματική έντασι που αξιοί σε μερικές σκηνές ο ρόλος,
ζωντανεύει εν τούτοις με φυσικότητα και συμπαθητική απλότητα την νεαρή ηρωίδα»,
για τον Χρ. Τσαγανέα ότι «έχει καλές
στιγμές, δίνει όμως με αταίριαστη επιβλητικότητα τον τύπο του τυχοδιώκτου και
με τον αργό ρυθμό της ομιλίας [...] γίνεται ακόμη ολιγώτερον πειστικός»,
για την Ειρήνη Παπά ότι «παρακάνει την
μοιραία και παίζει μ’ ένα ύφος αγέρωχο, το οποίον πολύ την αδικεί, [και]
παρουσιάζεται ενδιαφέρουσα –οπτικώς– μόνον την ώρα της δίκης», ενώ για το
Μίμη Φωτόπουλο παρατήρησε ότι «κοντεύει
σε όλα του να τυποποιήση την έκφραση του περιφήμου “Θα κααάθεσαι”, που ήταν
βέβαια απολαυστικό, αλλά που δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραμείνη μόνιμον κλισέ
εκφράσεως στον συμπαθέστατο αυτόν καλλιτέχνη».
Σε παρόμοιο
πλαίσιο κινήθηκε στην κριτική του και ο Γιάννης Μαρής στην εφημερίδα Η Μάχη.
Δεν τον ικανοποίησε το «απίθανο κι
αναχρονιστικό σενάριο», όμως αποθέωσε το τεχνικό μέρος και τη σκηνοθεσία,
χάρη στα οποία η ταινία αποτελούσε «πραγματικά
πρόοδο για τον ελληνικό κινηματογράφο». Και εξηγούσε:
«Τεχνικά
είναι μια από τις καλύτερες αν όχι η καλύτερη ελληνική ταινία. Η φωτογραφία της
έρχεται ώρες που θυμίζει ξένα έργα κι ο τρόπος με τον οποίον περνάει από τη μια
σκηνή στην άλλη δείχνει πως ο παραγωγός της δεν άφησε να πάει χαμένη η πείρα
που ο ξένος κινηματογράφος έχει δώσει.
Το
αυτοκίνητο που έρχεται μέσα στη νύχτα, η αγωνιώδης πορεία του πατέρα για το
δικαστήριο, χωρίς να είναι πρωτότυπες, νομίζω πως μπορούσαν να σταθούν σε
οποιαδήποτε ξένη καλή ταινία.
Η
φωνοληψία κι αυτή από τις καλύτερες χωρίς να έχει όμως γλυτώσει από την
συνηθισμένη τραχύτητα των ελληνικών ταινιών, τραχύτητα που δεν ξέρω αν
οφείλεται στα μηχανήματα ή σε αντικινηματογραφική άρθρωση των ηθοποιών.
Υπάρχουν
φυσικά τα λάθη που θα μπορούσαν να λείπουν τεχνικά. Ο διάλογος της Λιάνας με το
νεαρό τραγουδιστή γίνεται με τρόπο που θά πρεπε νά χει ξεκουφάνει ολόκληρη την
πελατεία. Ο θεατής απορεί πώς τέτοια πράγματα γίνονται φωναχτά κι οι διπλανοί
μένουν αδιάφοροι. Η διαδικασία στο δικαστήριο με τρόπο που δεν θα μπορούσε ποτέ
να γίνει σε ελληνικό δικαστήριο.
Αυτά
όμως είναι λεπτομέρειες. Εκείνο που εμποδίζει την ταινία να είναι αυτό που
μπορούσε να είναι, η καλύτερη ελληνική ταινία, είναι το μελοδραματικό θέμα της.
Και είναι περίεργο που η ευθύνη βαραίνει τον ίδιον στον οποίον χρωστιέται και
το καλό μέρος της ταινίας μια και σεναρίστας και σκηνοθέτης είναι ο ίδιος, ο κ.
Τσιφόρος».
Τέλος, αναφορικά
με τα σχόλια του Γιάννη Μαρή για τις ερμηνείες των ηθοποιών, αξίζει να σταθούμε
στη διόλου εύστοχη παρατήρησή του για την Ειρήνη Παπά, την αποκαλούμενη και «νέα δόξα» του ελληνικού σινεμά, για την
οποία ο δημοσιογράφος, μην μπορώντας να μαντέψει τη διεθνή καριέρα που θ’
ανοιγόταν μπροστά της λίγα χρόνια αργότερα, σημείωσε πως «είναι κάπως μονοκόμματη και πολύ μεγαλόσωμη για τον κινηματογράφο»!
Σε παρόμοιο μήκος
κύματος η κριτική και του Μάριου Πλωρίτη, ο οποίος ανέδειξε ως βασικό ελάττωμα
της ταινίας του Ν. Τσιφόρου το θέμα του σεναρίου της: «Γιατί επιμένουμε να παρουσιάζουμε την Αθήνα σαν κέντρο λαθρεμπόρων και
γκάγκστερς; Γιατί σκαρώνουμε υποθέσεις αντεγραμμένες από ξένα πρότυπα και ξένες
στην ελληνική ζωή; Γιατί γυρνάμε και ξαναγυρνάμε στα δακρύβρεκτα θέματα της
“Μαζούρκας” και του Ντ’ Εντρύ; Μέχρι σήμερα δυο μονάχα ταινίες μας αντίκρυσαν
σωστά τον ελληνικό κινηματογράφο από άποψη θέματος: το “Παπούτσι απ’ τον τόπο
σου” του κ. Σακελλάριου και ο “Μαρίνος Κοντάρας” του κ. Τζαβέλλα. Ξεκίνησαν απ’
την ελληνική γη και περιόρισαν σ’ αυτήν τη ματιά τους. Μόνο έτσι ο ελληνικός
κινηματογράφος μπορεί να υπάρξει: άμα είναι έντονα ελληνικός. Άμα οι άνθρωποι
κι οι ιστορίες του είναι γέννημα-θρέμμα αυτού του τόπου κι όχι λαθραίες
εισαγωγές εκ του εξωτερικού».
Από κει και πέρα,
στα θετικά: «Ο σκηνοθέτης κ. Τσιφόρος
έδειξε πως βλέπει “κινηματογραφικά”. Δίνει ρυθμό και κίνηση στις σκηνές του,
δέσιμο στα επεισόδια, ξέρει να τοποθετήσει τα πρόσωπά του, να “σπάσει” την
“κατά μέτωπο σκηνοθεσία”, που βασιλεύει ακόμα στην Ελλάδα. Έχει κινηματογραφική
φαντασία. Και προσπάθησε να ζεστάνει τους ηθοποιούς, να τους αποσπάσει απ’ το
ανδρεικελοειδές παίξιμο που παραμένει κι αυτό προίκα του κινηματογράφου μας.
[...] Δεν θα σχολιάσω την ηθοποιία: δεν απομακρύνθηκε, βασικά, απ’ το γνωστό
στυλ των ελληνικών φιλμ. Υπάρχει κάποια βελτίωση, μα όχι ουσιαστική.
Οπωσδήποτε, από την καθαυτό φωνοληπτική άποψη, η δουλειά του κ. Φίνου είναι
καθαρή και προσεγμένη: φωνές και θόρυβοι έχουν διαύγεια πρωτογνώριστη για μας.
Η φωτογραφία του κ. Χεπ είναι, ίσως, η πιο χειροπιαστή νίκη της ταινίας. Έλειψε
πια εκείνος ο απαίσιος κατά πρόσωπο φωτισμός που μεταμόρφωνε τους ηθοποιούς σ’
αλευρωμένες μάσκες, έλειψε ο φόβος της σκιάς και του μισόφωτου και, πρόσωπα και
πράγματα, χάρη στους πλάγιους, μελετημένους, ισορροπημένους φωτισμούς, πήραν
αναγλυφικότητα και όγκο. Ακόμα, η φωτογραφία έχει ενότητα, δεν είναι στη μια
εικόνα ασπριδερή και στην άλλα κατάμαυρη, όπως τόσες φορές σε ταινίες μας
απολαύσαμε. Τέλος τα ντεκόρ, μ’ όλη την πενιχρότητα των ελληνικών μέσων, δε
θυμίζουν επαρχιακό θέατρο –όπως συνήθως– ο σκηνογράφος μάλιστα φρόντισε να τα
εφοδιάσει και με τα κατάλληλα “φόντα” (φωταγωγημένα σπίτια στο βάθος κλπ.) που
δίνουν την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας».
Δεν
διαφοροποιείται επί της ουσίας η πολύ πιο συνοπτική κριτική της Ροζίτας Σώκου
στην εφημερίδα Οι Καιροί: «Ω του
θαύματος! Η μηχανή κινείται με σταθερότητα και κάποια άνεσι και –πρωτοφανές– ο
οπερατέρ ξέρει τι σημαίνει η λέξις “καντράζ” και μας δίνει μια εξαιρετική
φωτογραφία: τον μουσικό με το όργανο που κόβει στη μέση το πανί του
κινηματογράφου. Δυστυχώς, από την υπόθεσι, και πάλι δεν λείπουν τα παράνομα
παιδιά και οι δήθεν φιλολογο-κοινωνικές αγορεύσεις. Εκτός δε από την Σμαρούλα
(ευαίσθητη με αυθεντική συγκίνησι ηθοποιό) και τον πεπειραμένο Χ. Τσαγανέα, οι
υπόλοιποι ηθοποιοί είναι μελοδραματικοί και η Ειρήνη Παπά θυμίζει τεχνικήν
εποχής Φραντσέσκα Μπερτίνι».
Ο συντάκτης της
Βραδυνής, που υπέγραφε ως «Φερ», δεν είχε την παραμικρή επιφύλαξη για το
σενάριο των «Χαμένων αγγέλων», για το οποίο σχολίασε ότι ήταν «γεμάτο αγωνία, συγκίνησι και ρεαλισμό, με
σκηνές από την καθημερινή μας ζωή [και] βλέπεται έως το τέλος με πολύ
ενδιαφέρον». Η σκηνοθεσία αξιολογήθηκε ως «αρκετά επιτυχημένη παρά τα ελλειπή τεχνικά μέσα», ενώ «πολύ καλός» ήταν επίσης ο φωτισμός, όπως
και η φωτογραφία. Όσον αφορά τις ερμηνείες, ο Φερ. αποθέωσε τον Χρ. Τσαγανέα («με την φινέτσα ξένου ηθοποιού, είναι
πραγματικά περίφημος στο ρόλο του») και τη Σμαρούλα Γιούλη («αληθινή αποκάλυψις»), όμως δεν έκρυψε
τις «επιφυλάξεις» του για την Ειρήνη
Παπά, η οποία «ενώ σε μερικές σκηνές
είναι έξοχη, σε πολλές άλλες δεν είναι διόλου καλή».
Ο Γιώργος
Λαζαρίδης στην εφημερίδα Εμπρός μετά την έναρξη των προβολών εκφράστηκε επίσης
θετικά για το σενάριο («μια υπόθεσις
ομαλή που κυλάει γρήγορα και με ενδιαφέρον», «καταφέρνει να συγκινή –ιδιαίτερα το μεγάλο κοινό!– και αυτό είναι
σπουδαίο χάρισμα για μια ταινία που φιλοδοξεί να επιτύχη μεγάλες εμπορικές
επιτυχίες», «ζωντανός ο διάλογός του
και το ενδιαφέρον προχωρεί “κρεσέντο” ως το τέλος») και αποθέωσε τη
σκηνοθεσία σημειώνοντας ότι «είναι το
πρώτο ελληνικό φιλμ που έχει έκδηλη επάνω του την παρουσία του σκηνοθέτη.
Φαίνεται καθαρά εδώ ο άνθρωπος που εκίνησε τους πάντας και τα πάντα. Μερικές
σκηνές του, μάλιστα, είναι εξαιρετικές σε κίνησι».
Ο Γ. Λαζαρίδης δεν παρέλειψε ν’ αποθεώσει την ερμηνεία της Σμαρούλας Γιούλης («έχει ψυχή», «νοιώθει τον ρόλο της και μπαίνει στο νόημα αυτού που ερμηνεύει»), αλλά και τη συνεισφορά του «ακούραστου» Φιλοποίημενα Φίνου στην καλλιτεχνική επιτυχία της ταινίας, περιγράφοντάς τον ως τον «μόνο, που θα σώση τον ελληνικό κινηματογράφο», παρότι «εργάζεται, προσπαθεί, αγωνίζεται, χωρίς καμμιά υποστήριξι».
Στην ίδια εφημερίδα, ο Αθ. Σαράφης σημείωσε για την ταινία ότι «δεν είναι βέβαια αριστουργηματική, είναι όμως καλή, τόσο που ο θεατής να την παρακολουθή από την αρχήν έως το τέλος με πολύ ενδιαφέρον», η δε σκηνοθεσία του «αυτοδίδακτου» Ν. Τσιφόρου «είναι αξιοπρόσεκτος και αποδεικνύει ότι ο νέος αυτός συγγραφεύς διαθέτει αντίληψιν και δημιουργικήν φαντασίαν». Εκείνο όμως που καθιστούσε την ταινία «εξαιρετική» ήταν το τεχνικό κομμάτι: «Η καθαρά φωτογραφία και η αρτίως συγχρονισμένη φωνοληψία της, είναι στοιχεία τα οποία συναντούμε για πρώτη φορά εις ελληνικήν ταινίαν. Αλλά και από της πλευράς της ηθοποιίας, παρουσιάζεται σημαντική βελτίωσις. Οι ηθοποιοί δεν κινούνται, όπως συμβαίνει εις τας περισσοτέρας των προηγουμένων ελληνικών ταινιών, σαν ανδρείκελα. Η κίνησίς των είναι φυσική κι άνετος. Και το παίξιμο των περισσοτέρων πολύ καλό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου