«Οχυρό 27»

Μια παραγωγή της «Νόβακ Φιλμ» σε σενάριο και σκηνοθεσία του παραγωγού Μαυρίκιου Νόβακ, το οποίο επεξεργάστηκε λογοτεχνικά ο Δημήτρης Γιαννουκάκης.

Σε γενικές γραμμές, η πλοκή είχε ως εξής:

Το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου 1940, το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας, ο Γιώργος, παντρεύεται την αγαπημένη του. Το επόμενο πρωί όμως ξεσπάει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και εκείνος αναχωρεί για το μέτωπο, όπου υπερασπίζεται το Οχυρό 27. Τραυματίζεται σοβαρά και επίσημα θεωρείται σκοτωμένος, όμως στην  πραγματικότητα έχει αμνησία. Επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του μετά από πέντε χρόνια. Ο φίλος του, Κώστας, που είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του Γιώργου, τον συναντά τυχαία τη στιγμή που νόμιζε ότι την είχε πείσει να παντρευτούν. Επακολουθεί ψυχική τρικυμία στο μυαλό του Κώστα, όμως το καθήκον νικά, ο Γιώργος ξαναγυρίζει στη γυναίκα του και γίνεται καλά.

Πρωταγωνιστούσαν οι Μπίλι Κωνσταντοπούλου, Γιώργος Λουκάκης, Κώστας Παπαχρήστος, Ανθή Μηλιάδου, Μάριος Παλαιολόγος, Γιώργος Τζιφός, Πέτρος Γιαννακός κ.ά.

Πρώτη προβολή στους κινηματογράφους «Ρεξ», «Άστυ» και «Κοτοπούλη» από τις 13 Δεκεμβρίου 1948.

Την πρώτη μέρα κόπηκαν 4.000 εισιτήρια στο «Ρεξ και 3.676 εισιτήρια στον κινηματογράφο «Κοτοπούλη», ενώ δεν έχουν καταγραφεί τα αντίστοιχα νούμερα από το «Άστυ». Τη μία και μοναδική εβδομάδα προβολής του «Οχυρού 27» στις τρεις αθηναϊκές αίθουσες α΄ προβολής κόπηκαν συνολικά 41.459 εισιτήρια: 19.026 στο «Ρεξ», 17.866 στο «Κοτοπούλη» και 4.567 στο «Άστυ».

Στη Θεσσαλονίκη το «Οχυρό 27» προβλήθηκε για πρώτη στα «Διονύσια» από τις 4 Απριλίου 1949, ενώ την επόμενη εβδομάδα οι προβολές της ταινίας συνεχίστηκαν στο «Ίλιον».





















ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο Γιώργος Λαζαρίδης έκανε λόγο για μια ταινία «τόσο θλιβερά, τόσο πρόχειρη και τόσον ασυνάρτητη», ώστε απηύθυνε στους αρμοδίους το ερώτημα «πώς επιτρέπουν την προβολήν τοιούτων κακογούστων θεαμάτων, όταν, κατά τον πλέον ασύδοτον τρόπον, θίγωνται η καλαισθησία και η αξιοπρέπεια της Χώρας μας και η ανεκτικότης του θεατριζομένου κοινού».

Σύμφωνα με τη Ροζίτα Σώκου στην εφημερίδα Οι Καιροί, ήταν «ένα από τα πολύ μέτρια ελληνικά έργα που έχομε δει. Κουραστικό (η μηχανή χορεύει ακατάπαυστα) πολλές φορές ακατανόητο (ο ήλιος ανατέλλει και δύει από τη μια κουβέντα στην άλλη), και μ’ ένα καλό σημείο: το ιστορικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα άφθονα επίκαιρα που έχουν κολλήσει ασύνδετα στην ταινία».

Αντίθετα, ο συνεργάτης της Βραδυνής περιέγραψε «ένα ζωντανό δράμα [...] με παραστατικές σκηνές από τον αγώνα της αντιστάσεως γεμάτες αγωνία, που συγκινούν κάθε ελληνική ψυχή. Ωραίες φωτογραφίες, ευχάριστος διάλογος και ελληνικώτατες σκηνές. Μόνον η σκηνή του “Οχυρού” θα έπρεπε να έχη περισσότερη ζωή και μεγαλύτερη δράσι. Χαρακτηριστικό σκηνοθετικής ατελείας, πράγμα που είναι και το μοναδικό μειονέκτημα του έργου». Αναφορικά με τις ερμηνείες των ηθοποιών, η Μπίλι Κωνσταντοπούλου «κρατά απλά και φυσικά τον ρόλο της πρωταγωνιστρίας και προσθέτει μία δεύτερη επιτυχία στην καριέρα της», ο Λουκάκης «πολύ καλός και συμπαθέστατος», το ίδιο και ο Παπαχρήστος «παρ’ ότι φαίνεται διαρκώς συνωφρυομένος», ενώ «διασκεδαστικοί σε χαρακτηριστικούς ρόλους» οι Γιαννακός και Τζιφός.

«Σημασία δεν θα είχε το ασήμαντον του μύθου, εάν η υπόθεσις [...] παρείχετο κατά τρόπον ικανοποιητικόν», παρατήρησε ο Αχιλλέας Μαμάκης στην εφημερίδα Έθνος. Και συνέχισε: «Δυστυχώς το “Οχυρόν 27” είνε από τα προχειρότερα πράγματα που παρουσίασεν έως τώρα η ελληνική παραγωγή. Παραλείπω τον σχεδόν κωμικό τρόπο με τον οποίον αναπαρίσταται το οχυρό και τα αφελή μέσα αντιστάσεως –ανατινάξεις τανκς με δυναμίτιδα προχείρως τοποθετουμένην από δυο φαντάρους [...] που εμφανίζονται ότι εχρησιμοποιούσαν οι Έλληνες και δεν μιλώ διά την προβολήν σκηνών γερμανικών ζουρνάλ, τα οποία αναφέρονται καταφανώς εις άλλα μέτωπα και όχι στην ελληνική μεθόριο. [...] Καμμιά ατμοσφαίρα ελληνογερμανικού πολέμου, μωσαϊκό στις εικόνες, λόγω της συνεχούς συναρμολογήσεως από εδώ και από εκεί παρμένων σκηνών ζουρνάλ –όπου κοντεύει να ξεχάση κανείς τους ήρωας του έργου, που φυσικά σ’ αυτές δεν εμφανίζονται...– κακοί φωτισμοί (από την πλευρά των Ελλήνων π.χ. βλέπει κανείς σε μια στιγμή πυκνό, αδιαπέραστο, ερεβώδες σκοτάδι και σ’ απόστασι 100 μέτρων οι Γερμανοί πολεμούν υπό φωτεινόν ουρανόν!), σπανιώτατος συγχρονισμός στη φωνοληψία, μαζί με κάτι το άτονο στην απόδοσι της ομιλίας των περισσοτέρων προσώπων και –διά να μη τα πολυλογούμε– μια γενική προχειρότης απερίγραπτος».

Το κριτικό σημείωμα του Αχιλλέα Μαμάκη, ιδίως στο κομμάτι της φωνοληψίας, προκάλεσε την έντονη αντίδραση του παραγωγού της ταινίας, Μαυρίκιου Νόβακ, ο οποίος με επιστολή του προς την εφημερίδα Έθνος επισήμανε ότι η φωνοληψία είχε γίνει «διά συγχρόνων μηχανημάτων εκτελούντων την λήψιν φωνής και φωτογραφίας κατά την ιδίαν στιγμήν, μηχανημάτων διά των οποίων επλουτίσθη εσχάτως το εργαστήριόν μου και υπεβλήθη προς τούτο εις τεραστίας δαπάνας διά την απόκτησίν των». Παράλληλα, ο Μ. Νόβακ αντέκρουσε τις μομφές για τα πολεμικά ζουρνάλ υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για εικόνες σκηνοθετημένες, οι οποίες μάλιστα είχαν γυριστεί στο νομό Αττικής ειδικά για την ταινία, με μέσα που είχε παραχωρήσει το Γενικό Επιτελείο Στρατού.

Εν τω μεταξύ, την ίδια μέρα που δημοσίευσε την επιστολή του Μ. Νόβακ, η απογευματινή αθηναϊκή εφημερίδα δημοσίευσε και την επιστολή ενός εκ των πρωταγωνιστών του «Οχυρού 27», του Πέτρου Γιαννακού, ο οποίος όχι απλά συμφωνούσε με την κριτική του Αχ. Μαμάκη, αλλά έδινε και συγχαρητήρια στο δημοσιογράφο! Έγραφε:

«Θα μου επιτρέψετε [...] να σας εκφράσω τα συγχαρητήριά μου, διότι με τόσην αντίληψιν και απόλυτον γνώσιν των ζητημάτων εγράψατε τα όσα εγράψατε διά το νέον ελληνικόν αυτό φιλμ. Θα φανή ίσως παράδοξον πώς ένας από τους ίδιους τους βασικούς ερμηνευτάς της ταινίας ευρίσκει ορθάς τας επικρίσεις που διατυπούνται εναντίον του έργου. Δυστυχώς όμως το φιλμ αυτό μας αδικεί τόσο πολύ όλους τους ηθοποιούς, που ελάβαμε μέρος εις το “γύρισμά” του, ώστε είνε υποχρέωσις περιφρουρήσεως της καλλιτεχνικής μας οντότητος και αξιοπρεπείας αυτή η δήλωσις. Ο κ. Μαυρίκιος Νόβακ είναι ένας άριστος τεχνικός. Ίσως –επειδή συνέβη να εργασθώ και με άλλους ειδικούς μας– να είνε ο καλύτερος από όσους έχουμε. Ατυχώς όμως, εις την περίπτωσιν του “Οχυρού 27” ηθέλησε να υποκαταστήση τους πάντας και τα πάντα. Έκαμε, δηλαδή, ο ίδιος τον σεναρίστα, τον σκηνοθέτη, τον φωνολήπτη, τον μακιγιέρ, και έκαμεν ο ίδιος και το μοντάρισμα και το ντεκουπάζ... Ακόμη έκαμε και τον... χορογράφο και ήθελε να διδάξη σε μένα λαϊκούς χορούς, που –όπως τουλάχιστον έχει διαπιστώσει η κριτική– εσημείωσα τόσην επιτυχίαν εις την απόδοσιν των χορευτικών σκηνών με λαϊκό χρώμα εις τα φιλμ “Μαντάμ Σουσού” και “Μαρίνος Κοντάρας”. Έτσι, με αυτόν τον πληθωρισμόν ιδιοτήτων και την συγκέντρωσιν όλων των αρμοδιοτήτων από τον κ. Μαυρίκιον Νόβακ εφθάσαμεν εις το πενιχρόν αποτέλεσμα που διεπιστώσατε. Βέβαια, ο παραγωγός είχε και ωρισμένες ατυχίες, που πρέπει να του αναγνωρισθούν. Π.χ. ενώ διέθετε μηχανήματα συγχρόνου λήψεως, με τας διακοπάς του ρεύματος υπεχρεώθη πολλές φορές να “γυρίση” ωρισμένες σκηνές βωβές, που τις “ντουμπλάραμε” φωνητικώς κατόπιν. Συγκεκριμένως, το μέρος όπου με το προσωπείον κτυπούν την πόρτα του σπιτιού της ηρωίδας, η συνομιλία του κ. Παπαχρήστου και της κ. Μηλιάδου έξω από το σπίτι της, η σκηνή της πρωταγωνιστρίας με την μητέρα της, όταν κτυπάμε το παράθυρο, μερικά σημεία του γλεντιού στην ταβέρνα, ελήφθησαν χωριστά και η φωνοληψία έγινεν αργότερα και δεν επιτυγχάνεται μοιραίως απόλυτος συγχρονισμός. Αυτό όμως –σας είπα– οφείλεται εις διακοπάς τους ρεύματος και υπήρξαν ατυχία του. Τα άλλα όλα όμως ήσαν ατυχία δική μας, που υπό άλλους όρους αρχίσαμε, άλλα μας είπαν και άλλα παρήχθησαν. Τόσον εγώ, όσον και η δνις Μπίλλυ Κωνσταντοπούλου και ο κ. Λουκάκης διαμαρτυρηθήκαμε πολλές φορές διά την καλλιτεχνικήν μας κακοποίησιν και του εζήτησα μάλιστα εγώ –συγκεκριμένως– να προσλάβη τον κ. Τζαβέλλα ως σκηνοθέτην, διά να τελειώση το “Οχυρόν 27”. Δυστυχώς δεν μας ήκουσε. Είμαι ως εκ τούτου υποχρεωμένος να φέρω αυτά τα πράγματα εις την δημοσιότητα, διά να αντιληφθή το Κοινόν ότι είμεθα αθώοι και αμέτοχοι του αποτελέσματος, που δικαίως και αντικειμενικώς επικρίνατε». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου