«Γκρεμισμένα όνειρα»

Εταιρία παραγωγής: «Τζαλ Φιλμ» του Τζανή Αλιφέρη

Σενάριο: Ιάσωνας Βροντάκης, Γιάννης Ρούσσος

Σκηνοθεσία: Ιάσωνας Βροντάκης

Πήραν μέρος οι Πέτρος Επιτροπάκης, Βίκυ Μπέλλια, Καίτη Νταή, Γ. Ελευθεριώτης, Γιώργος Νέζος, Αφροδίτη Λαουτάρη κ.ά.

Οι θεατές όμως δεν άκουσαν τη φωνή της Καίτης Νταή, η οποία ντουμπλαρίστηκε από συμπρωταγωνίστριά της, ενώ αντί του Γιώργου Νέζου οι θεατές άκουσαν τη φωνή του σκηνοθέτη, Ιάσωνα Βροντάκη!





Η ταινία ξεκίνησε να προβάλλεται στις 9 Μαΐου 1949 στο «Ιντεάλ» της Αθήνας και το «Χάι Λάιφ» του Πειραιά. Ωστόσο το Μάιο η κίνηση ήταν πεσμένη ούτως ή άλλως στους χειμερινούς αθηναϊκούς κινηματογράφους, ώστε –σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η εφημερίδα Έθνος– μόλις 5.235 θεατές έσπευσαν στο «Ιντεάλ» καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας, που ήταν η όγδοη καλύτερη επίδοση μεταξύ των δεκατριών αθηναϊκών κινηματογράφων α΄ προβολής!

Το πρωτότυπο φιλμ της ταινίας κάηκε –μαζί μ’ εκείνο της «Μαντάμ Σουσούς»– τον Ιούνιο του 1949 μετά από πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει στα εργαστήρια της «Μέγας Φιλμς».

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

«Θα προκαλούσε το γέλιο, αν δεν ήταν τόσο τραγικό το γεγονός ότι άνθρωποι ολότελα ανίδεοι περί τα κινηματογραφικά επιμένουν να φτιάχνουν ταινίες αντί να ασχολούνται με χρησιμώτερα πράγματα, όπως π.χ. παπούτσια, έπιπλα κλπ. Αλλά βλέπετε, όλα αυτά απαιτούν ειδίκευσι και τεχνικές γνώσεις, ενώ ο κινηματογράφος φαίνεται δεν απαιτεί, παρά μια μηχανή, λίγα μέτρα ταινία, έναν χρηματοδότη που ονειρεύεται τον εαυτό του Σέλζνικ και μερικές κοπελλίτσες που δεν τις αφίνει να κοιμηθούν το “της Μπέργκμαν τρόπαιον” σχολίασε η Ροζίτα Σώκου στην εφημερίδα Οι Καιροί.

Σύμφωνα με τον Δ. Παπ., κριτικό του αθηναϊκού Εθνικού Κήρυκα, επρόκειτο για ένα «ασήμαντο φιλμ που δεν έχει κανένα στοιχείο προόδου απ’ αυτά που παρουσίασαν πολλές ταινίες της ντόπιας παραγωγής. [...] Έχουμε ένα κουτό σενάριο, (έρωτα πατέρα και γυιού στην ίδια γυναίκα) λες και χάθηκε ένα θέμα της προκοπής με γνήσιο ελληνικόν χρώμα, χωρίς κοσμοπολίτικους πιθηκισμούς... Σκηνοθεσία εκνευριστική, ηθοποιία φρικτή, εξαιρέσει μερικών δευτερευόντων προσώπων και μουσική υπόκρουσι ένα... πένθιμο εμβατήριο, που συνοδεύει την απώλεια δύο πολυτίμων ωρών του δύστυχου θεατή, για ένα ανοσιούργημα έναντι της κινηματογραφικής τέχνης».

«Ατυχώς είναι, χωρίς υπερβολή, η χειρότερη ελληνική από όσες είδαμε έως σήμερα. Ανιαρό σενάριο, πρόχειρη σκηνοθεσία και προ παντός ατελής φωνοληψία, έτσι ώστε να μ

\ην ακούει κανείς σχεδόν τίποτε, όταν ομιλούν οι ηθοποιοί. Αλλά δυστυχώς και η εκτέλεσις πολύ ατυχής. Ο Επιτροπάκης, μελοδραματικός και υπερβολικός εις όλες του τις εκδηλώσεις, απογοητεύει τους θαυμαστάς του. Ο Νέζος αντί κινηματογράφου παίζει θέατρον και οι δύο συμπαθητικές πρωταγωνίστριές του, εντελώς άπειρες, παρ’ ότι φαίνεται ότι συγκεντρώνουν αρκετά προσόντα», διαβάζουμε στην εφημερίδα Η Βραδυνή.

Σε παρόμοιο σκεπτικό και η σύντομη κριτική στην εφημερίδα Ακρόπολις: «Η νέα ελληνική ταινία που παίζεται στο “Ιντεάλ”, φαίνεται σήμερον περισσότερον κακή από άλλην φοράν. Ο λόγος είνε, ότι η ποιότης των ελληνικών ταινιών της νέας παραγωγής έδειχνε τόσον αναμφισβήτητη πρόοδο, ώστε δικαιούμεθα να υποθέσωμεν ότι περάσαμε το στάδιον του χονδρού και κακού γούστου, ότι εγκαταλείψαμε την προχειρότητα και καταπιαστήκαμε κάπως σοβαρώτερα με τον κινηματογράφο. Τα “Γκρεμισμένα όνειρα” έρχονται να μας πουν ότι συμβαίνει το αντίθετον».

Με περισσή συμπάθεια για τους πρωτοεμφανιζόμενους στον κινηματογράφο δημιουργούς, ο Γιώργος Λαζαρίδης έγραψε στο Εμπρός για την ταινία, ότι «παρά τα λάθη της και τις ελλείψεις της, παρουσιάζει εν τούτοις πολλά καλά σημεία με φιλοτιμία και γούστο. Οι Αθηναίοι λοιπόν ας την υποστηρίξουν από συμπάθεια στην φτώχεια μας, την στιγμή μάλιστα που οι πλούσιοι ξένοι με τα μεγαλεία των μας παρουσιάζουν ανοησίες».

Ο Αχιλλέας Μαμάκης σχολίασε στην εφημερίδα Έθνος: «Πρόκειται για μια ερασιτεχνική προσπάθεια η οποία ευτυχώς δεν κατέληξε σε ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Προ πάντων η φωνοληψία της –που δεν είνε με σύγχρονο γύρισμα– είνε τελείως αποτυχημένη, εις βαθμόν που με την προσθήκην και άλλων μειονεκτημάτων που υπάρχουν, καλύπτονται και τα μικροπροτερήματα που αναφαίνονται ωρισμένες στιγμές.». Ανέφερε μάλιστα και δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα της κακής φωνοληψίας: σε μια σκηνή ο πατέρας ζητά από το γιό του να σταματήσει, μόνο που οι θεατές είχαν ήδη δει το γιό να σταματάει, ενώ σε μια σκηνή στο τέλος η γυναίκα που σφουγγαρίζει, πρώτα σηκώνει τα μάτια της προς την πόρτα και μετά οι θεατές ακούνε το χτύπο της πόρτας!

Ως προς το σενάριο, ο Μαμάκης επέκρινε την προσπάθεια «να μεταφέρη εις την ελληνική οθόνη τους ψυχοπαθολογικούς τύπους προς τους οποίους τρέφουν αδυναμία ωρισμένοι σεναριογράφοι του Χόλλυγουντ και που ο εγκλιματισμός τους δεν είνε τόσο εύκολος». Αρνητικά σχολίασε και το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής Πέτρος Επιτροπάκης, αν και τενόρος, τραγούδησε ελάχιστα στην ταινία και μάλιστα προς το τέλος της, όταν «όλη την άλλη ώρα καλείται να υποδυθή τύπο δραματικών αξιώσεων με ψυχολογικές μεταπτώσεις τέτοιες που απαιτούν δυναμικό πρωταγωνιστή της πρόζας». Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς, ο Μαμάκης σχολίασε θετικά το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Ελευθεριώτη, αλλά και της ερασιτέχνη Καίτης Νταή, η οποία «παρουσιάζει άνεσι, χάρι και γενικά δείχνει ότι διαθέτει υποκριτικά προσόντα επιδεκτικά εξελίξεως». Αντίθετα, η –επίσης ερασιτέχνης– Βίκη Μπέλλια «δεν απέδωσε» στο ρόλο της («Εχρησιμοποιήθη ενώ είνε νέα κοπέλλα 22-23 ετών, σ’ ένα ρόλο ο οποίος απαιτεί σαραντάρα. Έτσι χωρίς κανένα μακιγιάζ ωριμότητος η δνις Μπέλια εμφανίζεται να έχη γυιό 25 ετών και φυσικά δεν πείθει κανένα ότι είνε η... μητέρα του! Έπειτα, αυτό καθ’ εαυτό το παίξιμό της και η σκηνική της εμφάνισις έχουν κάτι το ανέκφραστο και το ψυχρό»).

Όσον αφορά τα προτερήματα της ταινίας, «Προσπάθεια του σκηνοθέτου που μερικές στιγμές παρά την ανεπάρκειαν των τεχνικών μέσων παρουσιάζει εκλάμψεις που προδίδουν κάποιο ταλέντο. Ιδίως η ψυχογραφική ανάλυσις του ήρωος την στιγμήν που σκέπτεται να ρίξη στο γκρεμνό τον γυιό του είνε σκηνή που αποτελεί σύνθεσι με σφραγίδα ενδιαφερούσης δραματικής πυκνότητος». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου