Συμπαραγωγή της
«Φίνος Φιλμ» με την «Απόλλων Φιλμ» σε σενάριο και σκηνοθεσία Νίκου Τσιφόρου.
Μια περίληψη της
ιστορίας:
Μια κοπέλα χτυπά
το κουδούνι ενός διαμερίσματος και περιμένει. Μόλις μια γυναίκα ανοίγει την
πόρτα, την πυροβολεί. Στην αστυνομία, η δράστης ομολογεί: η γυναίκα αυτή ήταν η
μητέρα του. Σε λίγο αρχίζει να διηγείται στην ανάκριση…
Κόρη ενός Έλληνα
αξιωματικού, τον καιρό της κατοχής προπέμπει το πατέρα της, που δραπετεύει
κρυφά για την Αίγυπτο, με τη βοήθεια ενός νέου αξιωματικού. Η κοπέλα μένει στην
Κηφισιά με τη μητέρα της και τον αξιωματικό, μυστικό πράκτορα των Συμμάχων, με
τον οποίο την συνδέει ένα τρυφερό αίσθημα. Η δράση του πατέρα αρχίζει ν’
ανησυχεί πολύ το γερμανικό στρατηγείο, το οποίο αναθέτει στην Κομαντατούρ της
Κηφισιάς να παρακολουθήσει την οικογένεια του Έλληνα συνταγματάρχη. Ο φρούραρχος
Κουρτ φον Σίραχ συλλαμβάνει ένα σχέδιο δράσης και αναθέτει στο νεαρό και κομψό
λοχαγό Φρίντριχ Πλάτε να το εφαρμόσει, δεδομένου ότι ο Πλάτε ομιλεί καλά την
ελληνική γλώσσα. Μια μέρα που γυρίζουν από τον περίπατο, ο
πράκτορας-αξιωματικός και η κοπέλα βρίσκουν στο σπίτι τον Πλάτε, ο οποίος –κατά
διαταγή του γερμανικού φρουραρχείου– έχει επιτάξει ένα δωμάτιο και πρόκειται να
εγκατασταθεί εκεί... Η μητέρα υποκύπτει στο φλερτ του Γερμανού αξιωματικού και
φτάνει στο σημείο να προδώσει όσα γνώριζε για τη δράση του συζύγου τους, όταν
αυτός επιστρέφει από την Αίγυπτο για να βοηθήσει την αντίσταση κατά των
κατακτητών με άλλο τρόπο.
Πήραν μέρος οι:
Σμαρούλα Γιούλη, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Μιράντα Μυράτ, Νίκος Τζόγιας, Ρένος
Κούλμασης, Σόφη Λίλα, Δήμος Σταρένιος, ο μικρός Κίμων Φλέτος (Φλεμωτόμος) και
σε μικρότερους ρόλους οι Θανάσης Τζενεράλης, Ευάγγελος Πρωτοπαππάς, Σπ.
Καλλιμάνης, Γιώργος Χαμαράτος, Μ. Τακατάκης, κ.ά.
Λοιποί συντελεστές:
Οπερατέρ ………. Ζοζέφ Χεπ
Σκηνικά ………… Ι. Σιμ
Μηχανικός ήχου ... Μάρκος Ζέρβας
Μακιγιάζ ……….. Σταύρος Κελεσίδης
Φωτογραφία ……. Ι. Νισύριος
Βοηθός σκηνοθέτη ..Φίλιππος Φυλακτός
Μακέτες ………… Β. Ασημάκης.
Ηλεκτρ. Εγκαταστάσεις .. Π. Νικολάου
Μουσική ………... Κώστας Γιαννίδης
Τα γυρίσματα
διήρκεσαν από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου 1948 μέχρι τα μέσα Μαρτίου
1949. Πραγματοποιούνταν κυρίως τις νυχτερινές ώρες, λόγω των θεατρικών
υποχρεώσεων του πρωταγωνιστή, Βασίλη Διαμαντόπουλου (το πρωί πρόβες και το
βράδυ παραστάσεις στο «Θέατρο Τέχνης»).
Την περίοδο των
γυρισμάτων η ταινία αναφερόταν και με τον τίτλο «Εκτελεστικό απόσπασμα».
Καινοτομία αποτέλεσε
η χρησιμοποίηση τεχνητής βροχής για πρώτη φορά στον ελληνικό κινηματογράφο.
Και λίγα παρασκήνια…
Ο Β.
Διαμαντόπουλος ήταν η αρχική επιλογή τόσο του Ν. Τσιφόρου, όσο και του
παραγωγού, Φ. Φίνου. Στην πορεία, ωστόσο, ανέκυψαν πρόσκαιρες οικονομικές
διαφορές και αναζητήθηκε αντικαταστάτης του. Μεταξύ των προσώπων που
εξετάστηκαν, προβάδισμα είχε ο Δημήτρης Μυράτ. Ωστόσο ανέκυψαν οικονομικές
διαφορές και με τον Δ. Μυράτ, ενώ ταυτόχρονα γεφυρώθηκε η όποια διαφορά υπήρχε
με το Βασίλη Διαμαντόπουλο, ο οποίος τελικά και υπέγραψε το συμβόλαιο με τη
«Φίνος Φιλμ».
Σ’ ένα αφιέρωμα
της εφημερίδας Έθνος στα παρασκήνια του ελληνικού κινηματογράφου στο φύλλο της
31.05.1949, ο Νίκος Τσιφόρος μοιράστηκε κάποια παραλειπόμενα των γυρισμάτων της
«Τελευταίας Αποστολής»:
- Όταν επρόκειτο
να γυριστεί η σκηνή της εκτέλεσης, ο οδηγός του φορτηγού, που είχε μεταφέρει
τους «Γερμανούς» της ταινίας στο χώρο του γυρίσματος, ξέχασε προφανώς ότι επρόκειτο
για κινηματογραφικό γύρισμα και μόλις άκουσε το «πυρ» πετάχτηκε φωνάζοντας «Για
όνομα του Θεούς, τους ανθρώπους»!
- Στην ίδια σκηνή,
οι σφαίρες που έριχναν τα όπλα, ήταν προφανώς ψεύτικες. Για ν’ ακουστεί όμως ο
ήχος σαν να επρόκειτο για εκπυρσοκρότηση αληθινής σφαίρας, έκαναν το εξής:
άλειφαν τα σκάγια με κερί. Το θέμα ήταν ότι ένα από τα σκάγια πέτυχε την
ηθοποιό που υποτίθεται ότι θα εκτελείτο (τη Σοφία Λίλη, που υποδυόταν την
υπηρέτρια) στο λαιμό και της δημιούργησε έγκαυμα, επειδή το κερί είχε αρχίσει
να λιώνει από τη μεγάλη θερμότητα.
- Η ίδια ηθοποιός,
η Σοφία Λίλη, είχε ζητήσει κατά το γύρισμα των βασανιστηρίων της στο
υποτιθέμενο αρχηγείο της Γκεστάπο να την δείρουν... πραγματικά, ώστε να παίξει
με φυσικότητα –και αυτό έγινε!
ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ
Πρώτη προβολή από τις 4 Απριλίου 1949 στους κινηματογράφους «Ορφεύς», «Παλλάς» και «Τιτάνια» κόβοντας αθροιστικά 72.523 εισιτήρια (29.326 στο «Τιτάνια», 26.618 στον «Ορφέα» και 16.579 στο «Παλλάς), όταν η δεύτερη εμπορικότερη ταινία της εβδομάδας (η γαλλική «Γυναίκες στο πεζοδρόμιο), που βέβαια παιζόταν μόνο σε μία αίθουσα, είχε κόψει μόλις 18.254 εισιτήρια.
Οι προβολές της «Τελευταίας Αποστολής» συνεχίστηκαν στον κινηματογράφο «Τιτάνια» πέραν του εφταημέρου, μέχρι τις 12 Απριλίου, οπότε διακόπηκαν ξαφνικά και την επομένη άλλαξε το πρόγραμμα της αίθουσας. Δεδομένης της αιφνιδιαστικής αλλαγής του προγράμματος του «Τιτάνια», δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των εισιτηρίων που έκοψε συνολικά η «Τελευταία Αποστολή», πέραν του ότι την εβδομάδα 11 έως 17 Απριλίου στη συγκεκριμένη αίθουσα κόπηκαν συνολικά 15.758 εισιτήρια, χωρίς να είναι σαφές πόσα αντιστοιχούσαν στην ελληνική ταινία. Σύμφωνα πάντως με τα επίσημα νούμερα, όπως αναπαράγονται από την επίσημη ιστοσελίδα της «Φίνος Φιλμ», σε πρώτη προβολή στους αθηναϊκούς κινηματογράφους η «Τελευταία Αποστολή» έκοψε 78.318 εισιτήρια.
Οι προβολές της «Τελευταίας Αποστολής» στον «Τιτάνια» συνεχίστηκαν στις... 7 Νοεμβρίου, οπότε μέσα σε μία εβδομάδα την ταινία παρακολούθησαν 16.435 θεατές (σύμφωνα με τα νούμερα που δημοσίευσε η εφημερίδα Ακρόπολις)!
Στη Θεσσαλονίκη οι
προβολές ξεκίνησαν στις 31 Οκτωβρίου στις αίθουσες «Παλλάς» και «Τιτάνια» και
συνεχίστηκαν για δεύτερη εβδομάδα στην τελευταία.
Τι κρυβόταν όμως
πίσω από την ξαφνική διακοπή των προβολών τον Απρίλιο του 1949 και την
επανάκαμψη της ταινίας λίγους μήνες αργότερα; Σύμφωνα με την πρώτη κινηματογραφημένη
εκδοχή του σεναρίου, η μητέρα της ηρωίδας ήταν Ελληνίδα. Ωστόσο το κοινό
αντέδρασε και επήλθε η αλλαγή εθνικότητας της μητέρας, που συνεργάστηκε με τους
κατακτητές, σε Ουγγαρέζα!
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Η ανυπόγραφη
κριτική που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις, έκανε λόγο για την «αρτιώτερη τεχνική ελληνική ταινία», που
«φανερώνει κόπο» από όλους τους
συντελεστές της: «Όσοι εργάσθηκαν για το
γύρισμα της ταινίας, θα πρέπει να δοκιμάζουν μεγάλη ικανοποίησι, σήμερα που οι
κόποι τους δικαιώθηκαν και αναγνωρίσθηκαν και εκτιμήθηκαν από το κοινό». Η
όποια επιφύλαξη αφορούσε μέρος του σεναρίου, το οποίο «είνε αναμφισβήτητα κινηματογραφικό, με γοργή εξέλιξι και
χαρακτηριστικούς τύπους», όμως «η
δολοφονία μιας μητέρας από την κόρη της είνε κάτι το τραβηγμένο κι αυτό είνε που
“σοκάρει” τον θεατή», η δε «τελευταία
σκηνή του θανάτου της μητέρας, σε πολύ δραματικό τόνο, μείωσε την αλήθεια της
όλης ταινίας».
Στο κριτικό του
σημείωμα στην εφημερίδα Η Βραδυνή, ο Φερ. βρήκε το θέμα της ταινίας «κάπως τολμηρό αλλά πολύ ενδιαφέρον, παρ’ ότι
το φινάλε του έργου δεν ικανοποιεί απόλυτα με την λύσιν που δίδεται από πλευράς
ηθικής υποστάσεως». Η σκηνοθεσία δίδει «τίτλους
τιμής» στην ταινία, καθώς κινείται «επάνω
στα αχνάρια του αμερικανικού κινηματογράφου, με πολλά “τρουβάιγ” και ζωντανές δραματικές
σκηνές που κρατούν σε αγωνία τον θεατή και που ημπορούν να συγκρίνουν την
“Τελευταία Αποστολή” με ξένα φιλμ». Η μουσική του Γιαννίδη ήταν «επιβλητική και ανάλογη με το δραματικό
σύνολο», ενώ θετικά ήταν τα σχόλια και για τις περισσότερες ερμηνείες –πλην
της Μ. Μυράτ, η οποία «δεν παύει από του
να δίδη πάντα την εντύπωσιν ότι παίζει περισσότερο θέατρο και ολιγώτερο
κινηματογράφο». Ειδικά δε για την ερμηνεία της Σμαρούλας Γιούλη, ο Φερ.
σημείωσε ότι «με το δραματικό της ταλέντο
και το φυσικό της παίξιμο, επιβάλλεται με την δημιουργία της αυτή, ως υπ’
αριθμόν 1 σταρ του ελληνικού κινηματογράφου».
Ενθουσιασμένος ο
Μάριος Πλωρίτης στην εφημερίδα Ελευθερία ξεχώρισε την εκλογή του θέματος της
ταινίας ως «100 % σωστή», ως μια
ιστορία «που είναι, στην αντιστασιακή
γραμμή της, ιστορία άπειρων ελλήνων, γι’ αυτό και πειστική»: «Ο κ. Τσιφόρος τοποθέτησε την Κατοχή μέσα σε
μια οικογένεια. Περιορίζει το φακό του στις επιδράσεις που είχε το τετράχρονο
δράμα της δουλείας πάνω στο σπιτικό ενός Έλληνα αξιωματικού. Την πάλη των
“κατακτητών”, των “αντιστεκόμενων” και των “συνεργαζόμενων” την κλίνει μέσα
στους τοίχους ενός κηφισιώτικου σπιτιού. Δε δίνει το δράμα της Κατοχής, αλλά το
δράμα ενός σπιτιού στην Κατοχή. Περιορισμός μοιραίος, γιατί τα ελληνικά μέσα
δεν του επιτρέπανε ν’ απλωθεί και να δώσει κάπως γενικώτερα την εικόνα της
ελληνικής τραγωδίας. Άλλωστε, κι απ’ τους ξένους, ελάχιστοι το καταφέρανε αυτό.
Γιατί να ζητάμε λοιπόν απ’ τον άγουρο ελληνικό κινηματογράφο το μείζον, όταν οι
υπερώριμοι ξένοι βρίσκονται ακόμα στο έλασσον;».
Στα αρνητικά, ο Μ.
Πλωρίτης ανέδειξε το «μελοδραματισμό»
και τον βερμπαλισμό» του σεναρίου,
που τα απέδιδε σε «παραχωρήσεις για χάρη
της “εμπορικότητας” της ταινίας», που όμως είχαν αντανάκλαση και σε
ορισμένες σκηνοθετικές επιλογές. Όταν όμως ο Τσιφόρος «λυτρώνεται απ’ τις τροχοπέδες των ωραίων λόγων, το έργο του παίρνει
κίνηση, ρυθμό, ζωντάνια, η μηχανή του έχει ευλυγισία, οι σκηνές του
συναρπαστικότητα: προπάντων δυο, το κυνηγητό της ψυχοκόρης κι η γροθοπατινάδα
Τζόγια-γερμανού. Ο Τσιφόρος σκηνοθέτης εδώ ξεπερνάει τον Τσιφόρο-σεναρίστα κατά
πολύ». Ο δε οπερατέρ Ζ. Χεπ «επηρεασμένος
απ’ το γαλλικό κινηματογράφο και χρησιμοποιώντας με κάποιαν υπερβολή ίσως, αλλά
με τεχνικήν επιδεξιότητα τους πλάγιους φωτισμούς, έδωσε και πάλι όγκο κι αναγλυφικότητα
στα πρόσωπα κι υποβλητικότητα στις σκηνές. Κι αν στη φωτογραφία του κυριαρχεί,
περισσότερο απ’ όσο θα ταίριαζε στην ελληνική ατμόσφαιρα, το μαύρο κι όχι το
άσπρο, η “μαύρη” εποχή όπου το έργο τοποθετείται, δικαιολογεί αυτή τη ζοφερή
υπερτροφία».
Τέλος, ως προς τις
ερμηνείες των πρωταγωνιστών, ο Μάριος Πλωρίτης ξεχώρισε με «αισθητότατη διαφορά» το Νίκο Τζόγια, ο
οποίος «δείχνει πως κατάλαβε πολύ καλά τι
θα πει κινηματογραφική ηθοποιία, απαλλάχθηκε απ’ τις θεατρικές προκαταλήψεις
του, απαρνήθηκε τα σκηνικά ελαττώματά του (μια νευρικότητα, κάποιο σφίξιμο) και
παρουσιάστηκε μπρος στο φακό ολότελα ανανεωμένος: αδρός, λιτός, απέριττος, με
δυο λόγια, κινηματογραφικός». Αντίθετα, η ηθοποιία του Β. Διαμαντόπουλου «δεν παρουσίασε καμιά διαφοροποίηση απ’ τη
θεατρική», το ίδιο υποστήριξε και για τη Μιράντα Μυρτάτ, ενώ για τη
Σμαρούλα Γιούλη ο κριτικός της Ελευθερίας σημείωσε ότι «έχει συμπαθητική εμφάνιση κι αφέλεια, οι δραματικοί όμως ρόλοι δείχνουν
πως της λείπει ακόμα η υποκριτική πλαστικότητα, η ικανότητα να χρωματίζει
αρκετά το λόγο της, η δύναμη και το νεύρο».
Η Ροζίτα Σώκου
βρήκε «κοινό» το σενάριο, που όμως «βαδίζει σωστά και λογικά μέχρι της στιγμής
που ο αρραβωνιαστικός της μικρής την στέλνει να παραδοθή στον Γερμανό»· στη
συνέχεια «φαίνεται σαν να μην ξέρη το
έργο πώς να συνδεθή με την εντυπωσιακή αρχή του και χαλαρώνει αισθητά για να
καταλήξη σ’ ένα δακρύβρεκτο μελοδραματικό και πρόχειρο τέλος. Γενικώς, το μόνο
σοβαρό ελάττωμα της ταινίας είναι η εξαντλητική και χωρίς καμμία διάκρισι και
τέχνη εκμετάλλευσις των ιερωτέρων ανθρωπίνων αισθημάτων, της αγάπης στην
Οικογένεια και στην Πατρίδα. Η συγκίνησις, την οποίαν προκαλούν τα συνεχή
“Μπαμπά μου!”, “Μαννούλα!”, “Για την Ελλάδα!” δεν είναι καλής ποιότητος και δεν
ταιριάζει σ’ ένα έργο τόσο άρτιο».
Αναφορικά δε με
τις ερμηνείες των ηθοποιών η Ροζίτα Σώκου ξεχώρισε τον Ρένο Κούλμπαση ως
Πλάττεν, «γιατί είναι ο μόνος που παίζει
με στυλ και άνεσι ξένου ηθοποιού». Ο Β. Διαμαντόπουλος «κάνει ό,τι μπορεί (και μπορεί πάρα πολλά)
για να δώση ανθρωπιά στον αρκετά σχηματικό χαρακτήρα του αξιωματικού», η Σ.
Γιούλη «κατορθώνει κάτι αρκετά σημαντικό:
δεν περιορίζεται σε μια συμβατική ερμηνεία, αλλά δίνει στο ρόλο της μιαν
έντασι, ένα πάθος και μία κακία που θυμίζουν την αλύγιστη και εγκληματική
τιμιότητα της Ηλέκτρας και που, αν έλειπαν, ο απάνθρωπος φόνος θα έμενε
αδικαιολόγητος», η Μιράντα Μυράτ «αποδίδει
με τον καλύτερο τρόπο τον αχάριστο ρόλο της», ενώ «περίφημος» ήταν ο Τζόγιας· η δε σκηνή της πάλης του μ’ έναν Γερμανό
αποτελούσε –κατά τη Ρ. Σώκου– «το
καλύτερο σημείο της ταινίας».
Σύμφωνα με τον
Αχιλλέα Μαμάκη ήταν «η αρτιωτέρα ως
σήμερα εγχώριος ταινία από τεχνικής πλευράς» («Η φωτογραφία, οι φωτισμοί, ακόμη και στα εσωτερικά έρχονται στιγμές που
σε κάνουν να ξεχνάς ότι βλέπεις ελληνικό φιλμ»), ωστόσο το σενάριο «δεν έχει δημοκοπική εκζήτησι σαν υπόθεσις,
αλλά το χαρακτηρίζει ένας υπερβολικός μελοδραματισμός κ’ ένας ρητορισμός που
έρχονται στιγμές που η ιστορία παίρνει στις λεπτομέρειες αντιπαθητικό χρώμα».
Και εξηγεί: «Οι ήρωές του κάνουν
αντίσταση με πάρα πολλά λόγια. Η νέα κοπέλλα που φθάνει εις το σημείον να
αποπειραθή να δολοφονήση την μητέρα της διότι αν και γυναίκα ενός ήρωος Έλληνος
συνταγματάρχου πέφτει στην αγκαλιά ενός Γερμανού αξιωματικού και τον προδίδει,
μεταχειρίζεται τέτοιο έντονο υβρεολόγιο εναντίον της μητέρας της και της
φέρεται κατά τρόπο που καταντά απαράδεκτος και ενοχλητικός. Ενοχλεί και η
ψυχολογία της μητέρας, που γίνεται έτσι αφορμή να αδικηθή και η κ. Μιράντα, η
οποία κατεδικάσθη εις ένα άχαρι ρόλο χωρίς να έχη και εύνοια του φακού».
Από κει και πέρα,
σύμφωνα με τον Αχιλλέα Μαμάκη, η Σμαρούλα Γιούλη «εξοικειούται διαρκώς και περισσότερο με την εβδόμη τέχνη χωρίς να
μπορούμε βέβαια να πούμε ότι εκτός απ’ τη φυσική της εμφάνισι πείθει απολύτως
και με τα υποκριτικά της προσόντα», ο δε Βασίλης Διαμαντόπουλος «έχει ευτυχείς στιγμές προ πάντων σαν έκφρασι
φυσιογνωμίας εις τις στιγμές του μαρτυρίου του».
Μετά από
γνωμάτευση του προέδρου της Ενώσεως Εισαγωγέων φιλμ, η ταινία ήταν υποψήφια να
εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο φεστιβάλ του Κνοκ στο Βέλγιο το 1949, όμως
αποκλείστηκε λόγω ζητημάτων που υπήρχαν με τη λογοκρισία. Τελικά, τον Απρίλιο
του 1951, η «Τελευταία Αποστολή» συμμετείχε στο φεστιβάλ κινηματογράφου των
Καννών –η πρώτη ελληνική ταινία μυθοπλασίας που συμμετείχε στο συγκεκριμένο
φεστιβάλ, όπου τα προηγούμενα χρόνια είχαν προβληθεί δύο ντοκιμαντέρ του Ίωνα
Νταϊφά («Κρήτη, το ηρωικό νησί» το 1947 και «Σχολή Μετεκπαιδεύσεως» σε παραγωγή
της «Μέγας Φιλμς» το 1949).
Σύμφωνα με την εφημερίδας Νις Ματέν της 17.04.1951, «Είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία, που την παρήγαγε ένα μικρό έθνος, που δοκιμάστηκε τόσο. Συγχαρητήρια και σεβασμός γι’ αυτήν την ηρωική Ελλάδα, της οποίας η ταινία έδωσε μια εικόνα των δεινών που τόσο σκληρά τη δοκίμασαν…».
Αντίστοιχα, την ίδια μέρα η Εσπουάρ ντε Νις έγραψε: «Αν ληφθούν υπόψη τα φτωχά μέσα που διαθέτει η ελληνική παραγωγή, η ταινία αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια, για την οποία αξίζουν θερμά συγχαρητήρια σ’ εκείνους που την πραγματοποίησαν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου