Η τρίτη ταινία της «Tonis Φιλμ» σε σενάριο και σκηνοθεσία του ιδιοκτήτη της, Αντώνη Παπαδαντωνάκη.
Η ιστορία με λίγα
λόγια:
Η πρωταγωνίστρια (την
υποδυόταν η Βάσω Σαμαρά) πηγαίνει να καταθέσει λουλούδια στο σπίτι του Ελευθερίου
Βενιζέλου, όπου συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς. Ο πατέρας της την ξαναβρίσκει
και εκείνη του διηγείται την περιπέτειά της. Επειδή οι Γερμανοί την είχαν
ατιμάσει, ο πατέρας της καιροφυλακτεί το βράδυ και σκοτώνει δυο απ’ αυτούς. Την
επομένη οι Γερμανοί κάνουν μπλόκο και συλλαμβάνουν πολλούς χωρικούς για να τους
εκτελέσουν ως αντίποινα. Το πράγμα διαδίδεται στα γύρω χωριά και οι κάτοικοί
τους αποφασίζουν να απελευθερώσουν τους συλληφθέντες. Ένα παλικάρι (τον
υποδυόταν ο Τάκης Ζαχαριουδάκης) φοράει γερμανική στολή, χάρη στην οποία
κατορθώνει να κλέψει όπλα από το Φρουραρχείο. Οι χωρικοί οπλίζονται και στήνουν
ενέδρα, απελευθερώνουν τους μελλοθάνατους και σκοτώνουν τους συνοδούς τους.
Κατόπιν, οι μεν άνδρες φεύγουν για την Αίγυπτο, οι δε γυναίκες διασκορπίζονται
στα γύρω χωριά.
Έπαιξαν οι Βάσω Σαμαρά, Μιχ. Νικολόπουλος, Αλ. Καραβίτης, Τάκης Ζαχαριουδάκης, Ελευθέριος Καστρίτσιος, Δημ. Βλαχόπουλος, Ξιφαράς, Μαρίνα Ανδρουλιδάκη, Κοκκίνου, ενώ εμφανίστηκε και ο τραγουδιστής Σώτος Σιδηρόπουλος.
Η ταινία γυρίστηκε
στην Κρήτη και παρουσίαζε σκηνές από το Αρκάδι, το Ακρωτήρι, το Μάλεμε, το
Γεράνι, αλλά και από το σπίτι του Ελ. Βενιζέλου στις Μουρνιές.
Οπερατέρ ήταν οι
Τώνη Νόβακ και Τζανής Αλιφέρης.
Τη φωνοληψία έκανε
ο Μαυρίκιος Νόβακ
Τη μουσική έγραψε
ο Θ. Μώρος. Τις μαντινάδες, γραμμένες από τον Αλ. Καραβίτη, τραγούδησε ο Δ.
Φραντζεσκάκης.
Στην Αθήνα οι
προβολές ξεκίνησαν στις 31 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους «Πάνθεον», όπου
μάλιστα την πρώτη μέρα έκοψε 3.022 εισιτήρια, και «Άστυ».
Συνολικά, σε εφτά
μέρες την ταινία παρακολούθησαν 26.171 θεατές (19.085 στο «Πάνθεον» και 7.086
στο «Άστυ»).
Οι προβολές συνεχίστηκαν
στο «Πάνθεον» για δεύτερη εβδομάδα, κατά τη διάρκεια της οποίας κόπηκαν 14.158
εισιτήρια. Επομένως, κατά την προβολή της στους αθηναϊκούς κινηματογράφους
πρώτης προβολής η ταινία του Α. Παπαδαντωνάκη έκοψε συνολικά 40.329 εισιτήρια
(σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευε κάθε εβδομάδα η εφημερίδα Έθνος).
Στη Θεσσαλονίκη η
ταινία προβλήθηκε αρχικά από το κινηματογράφο «Πατέ» από τις 14.02 και την
αμέσως επόμενη εβδομάδα από το «Αττικόν».
Αποφεύγοντας να
σχολιάσει επί της ουσίας, ο κριτικός της εφημερίδας Η Βραδυνή έγραψε απλά ότι η
ταινία «εν τω μέτρω του δυνατού και παρά
τα πενιχρά μέσα του παραγωγού του, δίδει μίαν εικόνα του μαρτυρίου του Κρητικού
λαού, με όλους τους ηρωισμούς και τις αυτοθυσίες του».
Η Ροζίτα Σώκου
στην εφημερίδα Οι Καιροί περιορίστηκε να σημειώσει ότι «είναι ένα από τα ελληνικά φιλμ που μας προκαλούν μόνον απογοήτευσι,
θλίψι και μελαγχολία».
Σε τελείως
διαφορετικό μήκος κύματος ο κινηματογραφικός συντάκτης του αθηναϊκού Εθνικού
Κήρυκα υποστήριξε ότι «Η ταινία αυτή,
παρ’ όλες τις τεχνικές και καλλιτεχνικές ελλείψεις της, αρέσει χάρις στην
πατριωτική της υπόθεσι, η δε πρωταγωνίστριά της δις Βάσω Σαμαρά, σ’ ένα ρόλο
ηρωικής Κρητικοπούλας παρουσιάζει πολλά καλά σημεία ερμηνείας και φωτογένειας».
Αμφίθυμος
εμφανίστηκε στην κριτική του στην εφημερίδα Εμπρός ο Γιώργος Λαζαρίδης.
Αναγνώριζε βέβαια ότι επρόκειτο για ένα «κακό»
έργο, αν και «συγκριτικά σε πολύ ανώτερη
βαθμίδα από άλλες όψιμες ελληνικές παραγωγές». Από την άλλη, γνώριζε
προσωπικά τον παραγωγό, σεναριογράφο και σκηνοθέτη Αντώνη Παπαδαντωνάκη, ώστε
αδυνατούσε να του ρίξει την πέτρα του αναθέματος. Ξεχνώντας ότι αυτή δεν ήταν η
πρώτη ταινία του Α. Παπαδαντωνάκη, έγραφε μεγαλόθυμα: «Πρέπει να τον υποστηρίξουμε να προχωρήση, διότι αυτός ο μικρός μπορεί
αύριο να φτιάξη κάτι μεγάλο... Θα είναι κατακριτέος αν και στην επόμενη ταινία
του παρουσιασθή πάλι πρόχειρος και τσαπατσούλης!». Έτσι, ζητούσε από το
αθηναϊκό κοινό να τον υποστηρίξει «όχι
γιατί η ταινία του είναι καλή, αλλά γιατί είναι κι αυτός ένας μικρός διάβολος
σαν όλους εμάς τους μικρούς διαβόλους που ζούμε σ’ αυτόν τον ερημότοπο και
προσπαθούμε με το τίποτα (γεννηθήκαμε βλέπετε φτωχοί!) να φτιάξουμε κάτι».
Ο Αχιλλέας Μαμάκης
σχολίασε στο Έθνος:
«Είνε ένα ελληνικόν έργον μ’ όλα τα ελαττώματα και την προχειρότητα που έχουν οι ασήμαντες εγχώριες δημιουργίες, αλλά και μ’ ένα προτέρημα: Υπάρχει έντονη δράσις και ζωηρή εκτύλιξις πλοκής αντί του συνήθους αργού ρυθμού που χαρακτηρίζει τις ντόπιες ταινίες, καταβάλλεται δε προσπάθεια να δοθή σ’ όλο το έργο χρώμα Κρήτης και ατμόσφαιρα ηρωισμού προσηρμοσμένη στα τοπικά πλαίσια της ελληνικής μεγαλονήσου.
Υπογραμμίζω την μοναδική κινηματογραφική αρετή της ταινίας –την γοργότητα κινήσεως και δράσεως– διότι, μαζί με την πνοή της εθνικής αντιστάσεως, η οποία είνε διάχυτη σ’ όλο το σενάριο, κάνει την προσπάθεια του παραγωγού συμπαθητική. Κατά τα άλλα όμως, υπάρχει αφάνταστη λιτότης –διά να μη πω προχειρότης– και αποτέλεσμα πολύ κατώτερο από εκείνο που αξιούσε το μαρτύριο που εγνώρισεν η αιματοβαμμένη γη της Κρήτης από τους δημίους του Ναζισμού. Η παρεμβολή δε του τάφου και του σπιτιού που γεννήθηκεν ο Βενιζέλος γίνεται κατά τρόπον μάλλον ξεκάρφωτο και ασυγχρόνιστο. Από τους τους ηθοποιούς ξεχωρίζει ο καλλιτέχνης της πρόζας κ. Μιχ. Νικολόπουλος –ο οποίος υποδύεται αδρά έναν Γερμανόν αποσπασματάρχην– και η δνίς Σαμαρά [...] η οποία ζωντανεύει πολύ καλύτερα από διάφορες άλλες εγχώριες “σταρ” την κεντρικήν ηρωίδα».
![]() |
Διαφήμιση με αφορμή την προβολή της ταινίας στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1949 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου