«Κόκκινος Βράχος»

Πρώτη παραγωγή της «Σπέντζος Φιλμ», και τρίτη κινηματογραφική διασκευή νουβέλας του Γρηγορίου Ξενόπουλου (μετά τη «Στέλλα Βιολάντη» το 1931 και τον «Κακό δρόμο» το 1933).

Το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γρ. Ξενόπουλου είχε διασκευαστεί για το θέατρο υπό τον τίτλο «Φωτεινή Σάντρη» το 1908. Ωστόσο ο σεναριογράφος της ταινίας Γρηγόρης Μιχ. Γρηγορίου βασίστηκε περισσότερο στο πεζογράφημα φιλοδοξώντας να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη «τον έντονο αισθησιασμό του βιβλίου, που δεν είναι ορατός, αλλά υποφώσκει σε κάθε αδιάφορη κουβέντα, σε κάθε κίνηση, σε κάθε ματιά» (όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Μνήμες σε άσπρο και μαύρο» - 1.Τα ηρωικά χρόνια», εκδόσεις Αιγόκερως, 1988), ενώ από το θεατρικό επέλεξε να κρατήσει μόνο όσους διαλόγους εξυπηρετούσαν την εξέλιξη της δράσης.

Ο Γρηγόρης Γρηγορίου ανέλαβε και τη σκηνοθεσία της ταινίας, αν και στην αρχή ο παραγωγός είχε υποβάλει πρόταση να συνσκηνοθετήσει τον «Κόκκινο Βράχο» και στον Κάρολο Κουν, ο οποίος εγκατέλειψε το σχέδιο ύστερα από δύο εβδομάδες συνεργασίας (όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Θανάση Αγάθου «Η κινηματογραφική όψη του Γρηγορίου Ξενόπουλου» από τις εκδόσεις Γκοβόστη, 2016).

Η ιστορία εξελίσσεται στη Ζάκυνθο του 1883, δηλαδή μεταφέρθηκε είκοσι χρόνια πριν το χρόνο της νουβέλας, και περιστρέφεται γύρω από την έλξη που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε μια νεαρή νησιωτοπούλα, τη Φωτεινή Σάντρη, και τον πρώτο ξάδελφό της, Άγγελο Μαρίνη, που έρχεται από την Αθήνα και αναστατώνει την καρδιά της Φωτεινής μην μπορώντας τελικά να κρατήσει τις μεγαλόστομες υποσχέσεις του, με αποτέλεσμα την αυτοκτονία της Φωτεινής, που έπεσε από τον Κόκκινο Βράχο.

Πήραν μέρος οι:

Ίντα Χριστινάκη ……….       Φωτεινή Σάντρη

Λυκούργος Καλλέργης …     Άγγελος Μαρίνης

Θεόδωρος Μορίδης …….      Αλφρέδος Σάντρης, πατέρας της Φωτεινής

Μαρίκα Ανθοπούλου …..      Ερμίνα Σάντρη, μητέρα της Φωτεινής

Ντίνος Φιλιππόπουλος …      Μίμης Σάντρης, αδερφός της Φωτεινής

Λίντια Στεφανίδου ……...     Γιούλια Βροκίνη, ξαδέρφη της Φωτεινής

Στέφανος Φωτιάδης …….     Τώνης Βροκίνης, ξάδερφος της Φωτεινής

Μαρίνα Εμμανουήλ …….     Μαριέττα

Μαρία Μαρσέλλου ……..     κυρία Φλογατώρου

Μαρία Φωκά ……………     δεσποινίς Φλογατώρου

Σταύρος Κουτρουπής …...     Στέφανος

Τζένη Ρουσσέα

Κούλα Ευστρατοπούλου

Λοιποί συντελεστές:

Διευθυντής παραγωγής …     Ευάγγελος Βακογιάννης

Οπερατέρ ……………….      Δημήτρης (Μπέμπης) Γαζιάδης

Μουσική ………………..      Μάνος Χατζιδάκις

Ντεκόρ - Κουστούμια ….      Γιώτης Στεφανίδης

Μακέτες ………………..       Γιώτης Στεφανίδης

Μακιγιάζ ……………….      Γ. Σταυρακάκης

Μοντάζ …………………      Κ. Δρίτσας

Ηλεκτρολόγοι ………….       Ι. Γράσος, Δημ. Τρίμπαλης

Μηχανικός ήχου ………..      Μάρκος Ζέρβας

Η εκτέλεση της μουσικής έγινε από συμφωνική ορχήστρα, την οποία διηύθυνε ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις.

Η τεχνική επεξεργασία και η φωνοληψία έγιναν στα στούντιο της «Φίνος Φιλμ».

Το σύνολο των εξωτερικών γυρισμάτων έλαβε χώρα στη Ζάκυνθο, ώστε τα σχετικά πλάνα απέκτησαν ξεχωριστή αξία, καθώς αποτελούν τα μοναδικά «κινούμενα» οπτικά τεκμήρια της εικόνας που είχε το νησί πριν τον καταστρεπτικό σεισμό του 1953. Διήρκεσαν περίπου ενάμιση μήνα. Ως έπαυλη της οικογένειας Σάντρη χρησιμοποιήθηκε η εξοχική έπαυλη, όπου ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε τον «Ύμνο στην ελευθερία».

Η λήψη των εσωτερικών σκηνών ξεκίνησε το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1948 στη σκηνή του θερινού θεάτρου «Ακροπόλ», που για τις ανάγκες της κινηματογράφησης μετατράπηκε σε πρόχειρο στούντιο.

ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ - ΔΙΑΜΑΧΕΣ

Οι προβολές ξεκίνησαν στις 3 Ιανουαρίου 1949 σε τρεις κινηματογράφους της Αθήνας: «Ρεξ», «Κοτοπούλη» και «Άστυ». Κόπηκαν συνολικά 64.240 εισιτήρια (32.512 στο «Ρεξ» που είχε τη μεγαλύτερη κίνηση απ’ όλους τους κεντρικούς κινηματογράφους της πρωτεύουσας, 21.040 στο «Κοτοπούλη» και 10.688 στο «Άστυ»).

Κάποιες από τις προβολές του «Κόκκινου Βράχου» στον κινηματογράφο «Κοτοπούλη» την πρώτη μέρα (03.01) σημαδεύτηκαν από τη λάθος τοποθέτηση της τρίτης σκηνής, που προβλήθηκε πριν τη δεύτερη! Η εταιρία απέδωσε το λάθος στους μηχανικούς της αίθουσας, οι οποίοι όμως απάντησαν ότι «αποκλειστικώς υπεύθυνος» ήταν ο παραγωγός, Χρ. Σπέντζος, ο οποίος «αφού 10 π.μ. έως 12 επαίχθηκε κανονικώς η ταινία του, ανέβηκε το μεσημέρι ακριβώς εις τον θάλαμον της προβολής και εξήτασε μόνος του μίαν προς μίαν τας πράξεις του έργου [...] διά να εξακριβώση τι συνέβαινε και εις την οθόνην διεκρίνετο μία λευκή γραμμή από το “μούβιτον”. Εφοβείτο, όπως μας εδήλωσεν, ότι θα του είχε γίνει... σαμποτάζ κατά την αποτύπωσιν της φωνοληψίας εις το εργαστήριον της “Φίνος Φιλμς”. Κάνοντας όμως τον έλεγχον ανακάτεψεν απλούστατα μόνος του τις διάφορες πράξεις του έργου. Εμείς μη υποπτευόμενοι ότι ο ίδιος ο παραγωγός θα εδημιουργούσε ανωμαλίαν εις την δική του την ταινία συνεχίσαμε την προβολήν».

Στο θέμα, που είχε ανακύψει, πήρε θέση ο δημοσιογράφος Γιώργος Λαζαρίδης, ο οποίος από τη στήλη του στην εφημερίδα Εμπρός υπερασπίστηκε τον Φιλοποίμενα Φίνο σημειώνοντας ότι ο παραγωγός, που είχε κάνει την επεξεργασία του φιλμ, είχε ενδιαφερθεί για την εν λόγω  ταινία «περισσότερον ίσως από ό,τι θα εκουράζετο διά ταινίαν εντελώς ιδικήν [του]. Αρκεί να αναφερθή ότι τόσον κατά την ημέραν των Χριστουγέννων όσον και της Πρωτοχρονιάς ειργάσθη συνεχώς χωρίς διακοπήν ούτε δι’ ύπνον και τούτο για να προλάβη να προβληθή η ταινία του κ. Σπέντζου κατά την εβδομάδα των Θεοφανείων. Γνωρίζομεν ακόμη ότι ο κ. Φίνος υπέδειξε και ωρισμένας βελτιώσεις εις την ταινίαν –αι οποίαι και εγένοντο– μόνον και μόνον για να εμφανισθή ο “Κόκκινος Βράχος” κατά τον αρτιώτερον δυνατόν τρόπον. Απόπειρα συνεπώς επιρρίψεως των ευθυνών εις τον κ. Φ. Φίνον δεν ευσταθή ούδ’ επ’ ελάχιστον».

Οι προβολές συνεχίστηκαν για δύο ακόμη εβδομάδες στο «Άστυ», οπότε κόπηκαν 9.505 εισιτήρια από 10 έως 16.01 και 4.869 εισιτήρια το διάστημα 17 έως 23.01.1949.

Έκοψε συνολικά 78.614 (σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευε κάθε εβδομάδα η εφημερίδα Έθνος) ή 78.477 εισιτήρια (σύμφωνα με το βιβλίο του Θανάση Αγάθου «Η κινηματογραφική όψη του Γρηγορίου Ξενόπουλου, εκδόσεις Γκοβόστη, 2016) στους κινηματογράφους α΄ προβολής της πρωτεύουσας και ήταν η δεύτερη εμπορικότερη ελληνική ταινία της σεζόν 1948-49 (μετά τους «Χαμένους αγγέλους»).

Στη Θεσσαλονίκη, ο «Κόκκινος Βράχος» προβλήθηκε πρώτη φορά στα «Διονύσια» από τις 10 Ιανουαρίου για δύο εβδομάδες.

Το Φεβρουάριο, περίπου ενάμιση μήνα μετά την πρώτη προβολή της, η ταινία απέκτησε κάποιες συμπληρωματικές σκηνές (ζακυνθινές καντάδες από τη χορωδία Καψάσκη), αλλά και καινούριο φινάλε! Ο λόγος; Μήπως η ταινία γίνει ακόμη πιο εμπορική και μειωθεί το ύψος της ζημίας, καθώς –ανεξαρτήτως του αριθμού των εισιτηρίων που κόπηκαν– οικονομικά η ταινία είχε σημειώσει αποτυχία, σύμφωνα με τον παραγωγή της, Χρήστο Σπέντζο, αναφερόμενος προφανώς στην αναλογία εξόδων και εσόδων.

Παρότι ο Γρηγόριος Ξενόπουλος δεν κατέστη εφικτό να παρακολουθήσει διά ζώσης την ταινία εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, ενημερώθηκε σχετικά και έγραψε ένα λιτό ευχαριστήριο σημείωμα, που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα Ελευθερία την επομένη της πρεμιέρας και εν συνεχεία αναπαράχθηκε αρκετές φορές στο πλαίσιο της διαφημιστικής προώθησής του έργου.

Από διαφήμιση με αφορμή την προβολή της ταινίας στην Πάτρα

Ήταν όμως ικανοποιημένος  ο λογοτέχνης μας από τη χρηματική αποζημίωση που είχε λάβει; Χωρίς να διευκρινίζει αν εκπροσωπούσε τον Γρηγόριο Ξενόπουλο ή αν εξέφραζε απλά τη δική του θέση, ο Πέτρος Μαρκάκης έστειλε επιστολή στην εφημερίδα Έθνος, όπου και δημοσιεύτηκε στις 10.02.1949, καταγγέλλοντας ότι «οι ευφυείς επιχειρηματίες της ταινίας αυτής κατάφεραν να τον αποστερήσουν από κάθε δικαίωμα πάνω σ’ αυτήν, προσφέροντάς του το ασήμαντο ποσό ενός εκατομμυρίου εφ’ άπαξ» και κάνοντας λόγο για «ηθική υποχρέωση» των επιχειρηματιών της ταινίας «ν’ αποκαταστήσουν την θέσι τους απέναντι στον πατριάρχη των νεοελληνικών γραμμάτων».

Στην απάντησή του ο Χρήστος Σπέντζος, παραγωγός του «Κόκκινου Βράχου», άφησε βέβαια κάποιες αιχμές διά της πλαγίας οδού («Δεν θα ασχοληθώ με την σύμβασίν μου μετά του συγγραφέως της “Φωτεινής Σάντρη”, ούτε τον ερωτώ πώς ύστερα από δέκα μήνες από της υπογραφής της συμβάσεώς μας –ην ιδιοχείρως έγραψε και εις ην ιδιαιτέρως τονίζει ότι ουδεμίαν άλλην αξίωσιν έχει– τώρα ανεκάλυψεν ότι ηδικήθη»), επικαλέστηκε ωστόσο την εμπορική αποτυχία της ταινίας «λόγω των τεραστίων εξόδων τα οποία απητήθησαν προς αρτιωτέραν απόδοσιν του έργου και της εποχής του, και αφ’ ετέρου λόγω της μικράς εμπορικότητος του θέματος περιοριζομένου διά κύκλον ανεπτυγμένου σχετικώς κοινού».

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ενδιαφέρουσα ήταν η προσέγγιση του Αλέκου Σακελλάριου, ο οποίος συμπεριέλαβε τον «Κόκκινο βράχο» στις καλύτερες ελληνικές ταινίες παρά τα όποια προφανή ελαττώματά της, εστιάζοντας αφενός στην έλλειψη των κατάλληλων τεχνικών μέσων και αφετέρου στο γεγονός ότι οι συντελεστές, αν και άπειροι από τον κινηματογράφο, παρόλα αυτά απέδειξαν ότι οι ελληνικές ταινίες μπορούσαν να είναι «πολλά σκαλοπάτια παραπάνω από την Τούρκικη παραγωγή, που εν τούτοις διαθέτει περίφημα στούντιο, έκτακτα μηχανήματα, κρατική επιχορήγηση και Τούρκους τεχνικούς που μαθήτευσαν χρόνια και χρόνια δίπλα στους Γερμανούς τεχνικούς, στους οποίους και χρωστάνε τις τεχνικές τους εγκαταστάσεις, που είναι αρτιώτατες».

Ένα απόσπασμα από την κριτική του Αλ. Σακελλάριου στον Εθνικό Κήρυκα:

«Τα πρωτόπειρα παιδιά που βάλθηκαν να κινηματογραφήσουν τη Φωτεινή Σάντρη, χωρίς κανένα άλλο εφόδιο εκτός από το κέφι τους για δουλειά, την κινηματογραφική τους διαίσθησι και το ταλέντο τους, μπορεί να μην κατάφεραν να φιάξουν ένα αριστούργημα, έκαναν όμως μια ακόμα Ελληνική ταινία αξιόλογη.

Αν εξαιρέσουμε τον κ. Μπέμπη Γαζιάδη, που είναι ένας οπερατέρ πείρας, όλοι οι άλλοι, από τον σκηνοθέτη και τον συνθέτη ως τον σκηνογράφο και τους ηθοποιούς, πρώτη φορά καταπιάνονται με την τέχνη του κινηματογράφου. Και θάταν άδικος και κακόπιστος εκείνος που δεν θα τους αναγνώριζε την επιτυχία τους, που είναι αναμφισβήτητη. Είπαμε: Ελαττώματα από την νέα ταινία δεν λείπουνε. Αυτό όμως τι σημασία μπορεί νάχη για την Ελληνική παραγωγή, που οι περισσότερες ταινίες της είναι ανοσιουργήματα που δεν προκαλούν παρά μόνο την ντροπή και την αγανάκτηση; Και να σκεφθή κανείς ότι αυτά τα τερατώδη κατασκευάσματα τα φτιάχνουν άνθρωποι, που ασχολούνται δεκαετίες ολόκληρες με τον κινηματογράφο και που αν όχι τίποτα άλλο, είχαν υποχρέωση να έχουν, επί τέλους, κάποια πείρα. Ενώ τον “Κόκκινο Βράχο” τον φιάξανε παιδιά χωρίς πείρα, άρα με ταλέντο. Κι είναι γεγονός ότι αν στην πρώτη τους ταινία έχουν μερικά ελαττώματα, στην δεύτερη θάχουν λιγώτερα, στην τρίτη ακόμα πιο λίγα και κάποτε δεν θα έχουν κανένα. [...]».

Σύμφωνα με την Ελένη Βλάχου στην εφημερίδα Καθημερινή, επρόκειτο για ένα «ευγενικό ελληνικό έργο». Η ίδια ξεχώρισε το ζακυνθινό χρώμα στη μουσική του Μ. Χατζιδάκι, αλλά και τη φωτογραφία του φιλμ: «Για μια φορά ο φακός κοίταξε λιγάκι γύρω του, έχασε τη δειλία του, την ακαμψία του, χάζεψε, είδε παλιές γρίλλιες και βρύσες σκαλιστές, είδε δάση από ελιές, ακρογιάλια, είδε τη Ζάκυνθο, είδε τα αρχοντικά της». Αντίθετα οι ηθοποιοί φάνηκαν «άτονοι, άψυχοι, σκληροί, αφύσικοι», ώστε «προδίδουν και τη Ζάκυνθο και το ωραίο μυθιστόρημα του Ξενόπουλου».

Ο Φ. στην εφημερίδα Η Βραδυνή σημείωσε ότι η ταινία «ζωντανεύει παραστατικά και λεπτομερειακά το πασίγνωστο δραματικό ρομάντζο, μέσα σε μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, που δημιουργούν οι φυσικές καλλονές της Ζακύνθου». Χαρακτήρισε την πρωταγωνίστρια Ίντα Χριστινάκη ως «καινούργια αποκάλυψη του ελληνικού κινηματογράφου» και «μικρογραφία της [σ.σ. αμερικανίδας ηθοποιού] Τζόαν Φονταίν». Ενδιαφέρον έχει το σχόλιό του και για τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, η οποία ήταν «ανάλογη με τη δραματικότητα του έργου» και συντελούσε στην «πλήρη επιτυχία» του έργου.

Η Ροζίτα Σώκου περιέγραψε ένα έργο «γυρισμένο με προσοχή και αξιόλογες προθέσεις», που όμως «καθυστερεί λαχανιάζοντας χωρίς να φθάνη τις προθέσεις του σκηνοθέτη, τις οποίες, ευτυχώς, μαθαίνουμε από το πρόγραμμα». Και διευκρίνιζε: «Μας πληροφορεί π.χ. το πρόγραμμα ότι η Φωτεινή “ζη τριγυρισμένη από τον θαυμασμό των νέων του κύκλου της” και ότι ο Άγγελος είναι ένας “ωραίος και πολύπειρος άνδρας που την πολιορκεί κάθε μέρα με τέχνη”. Στο φιλμ όμως άλλος νέος εκτός από τον βοηθό του σταύλου δεν εμφανίζεται, ούτε άλλωστε κανένα ίχνος Ζακυνθινής κοινωνίας. Όσο για τον Άγγελο, οι θεαταί δεν καταλαβαίνουν ούτε προς στιγμήν τον ξαφνικό έρωτα της Φωτεινής για έναν άνδρα που εμφανίζεται, αντιθέτως προς το πρόγραμμα και προς κάθε λογική απαίτησι, ως αφελής ανθρωπάκος που φέρεται στις γυναίκες με μαθητικήν άγνοιαν πολύ κατωτέραν ασφαλώς της δεξιοτεχνίας που επιδεικνύει ο μικρός Μίμης με τις... υπηρέτριες».

Σύμφωνα με τη Ρ. Σώκου, ο ηθοποιός Ν. Φιλιππόπουλος ήταν «το πιο άξιο λόγου κινηματογραφικό στοιχείο που διαθέτομε» και δήλωνε θετικά έκπληκτη από «τη χάρη, τη μελετημένη φυσικότητα και ιδίως την άνεσή του στο φακό». Σ’ ό,τι δε αφορά την πρωταγωνίστρια Ίντα Χριστινάκη, σχολίασε ότι είχε μεν «πολλή χάρη και γλυκύτητα», όμως «δεν αντέχει στη σύγκρισι με την ανάμνησι της καλύτερης Φωτεινής του ελληνικού θεάτρου, της Βάσως Μανωλίδου».

Ο Μάριος Πλωρίτης μέσω της εφημερίδας Ελευθερία αναγνώρισε «πολλές, σε πολλούς τομείς, προσπάθειες, ειλικρινείς κι έντιμες», όπως «προσπάθεια του σεναρίστα να μην προδώσει το πρωτότυπο, προσπάθεια του σκηνοθέτη ν’ αποδώσει την εποχή, προσπάθεια του οπερατέρ ν’ αποτυπώσει την ομορφιά του “Φιόρε του Λεβάντε”, προσπάθεια του μουσικοσυνθέτη, των ηθοποιών…», μια εν γένει «προσπάθεια σοβαρή» παρόλα τα ελαττώματά της. Πόσο καλά όμως τα κατάφεραν;

Σύμφωνα με τον Πλωρίτη, ο σεναριογράφος «στάθηκε πιστός στο σκελετό του μύθου της “Φωτεινή Σάντρη”», ωστόσο «ούτε τον “ηθογραφικό ρεαλισμό” του Ξενόπουλου “πιάνει”, ούτε και κινηματογραφικό έργο συγκροτεί». Ο λόγος; «Οι συγκρούσεις της [ταινίας] είν’ “εσωτερικές”, ισχνές, και προβαίνουν μόλις στο τέλος του έργου. [...] Για να βρει μια διέξοδο, για να δώσει κάποια χεροπιαστή δραματικότητα, καταφεύγει στους “εσωτερικούς μονολόγους” (στις φωνές της συνείδησης που ακούνε οι ήρωες ή στη φωνή των αναμνήσεων), που χρησιμοποιούνται όμως με τόση κατάχρηση και τόση αδεξιότητα ώστε καταντούν σχεδόν κωμικοί», ενώ παράλληλα «η κατάτμηση της δράσης σ’ άπειρες μικρές σκηνές –που συχνά δε δικαιολογεί την ύπαρξή τους– θρυμματίζει το ενδιαφέρον και καταστρέφει την “οικονομία” του σεναρίου».

Από κει και πέρα, σύμφωνα με το Μ. Πλωρίτη: το κινηματογραφικό αποτέλεσμα –εξαιτίας και των πενιχρών τεχνικών μέσων– δεν παρέπεμπε στη Ζάκυνθο του 1880 πλην μιας-δυο εξαιρέσεων, ενώ «η αργή σκηνοθεσία, η έλλειψη ποικιλίας, η αδιάκοπη χρησιμοποίηση μερικών ευρημάτων (εκείνα τ’ ανυπόφορα γέλια που κλείνουν κάθε σχεδόν σκηνή του έργου) υπογράμμισαν τις αδυναμίες του σεναρίου»· η φωτογραφία του Δ. Γαζιάδη «σε πολλά εξωτερικά είναι αξιόλογη, αλλά και στα εσωτερικά δεν υστερεί, δεν δείχνει καμιάν “αναζήτηση” στις γωνίες των λήψεων, έχει όμως ενότητα και καθαρότητα –κι αυτό είναι κάτι»· ο Μάνος Χατζιδάκις «μ’ όλο που δεν αποφεύγει ωρισμένες επιδράσεις κι επαναλήψεις του παλιότερου εαυτού του, η υπόκρουσή του –για πρώτη φορά στην Ελλάδα– σημειώνει μιαν επιτυχία στο σημείο αυτό»· τέλος, οι ερμηνείες ήταν «όπως πάντα, η πιο αδύνατη πλευρά του έργου», καθώς «οι ηθοποιοί μας δε λυτρώθηκαν ακόμα απ’ τον τρόμο του φακού».

«Βλέπεται όχι μόνο χωρίς αγανάκτηση, αλλά και με συμπάθεια. Να είναι άραγε η πρώτη ελληνική ταινία; Είναι οπωσδήποτε η πρώτη που δείχνει ότι είναι αποτέλεσμα μιας ευσυνείδητης προσπάθειας» σημείωσε ο Γ. Ν. Μακρής στο φιλολογικό περιοδικό Νέα Εστία. «Ο κ. Γρηγορίου χρησιμοποίησε με αρκετήν ικανότητα τα λίγα τεχνικά μέσα που υπάρχουν εδώ, έμεινε πιστός στο έργο που μας έδωσε την κινηματογραφικήν αφήγησή του, επιχείρησε μιάν ενδιαφέρουσα ως ένα βαθμό αναπαράσταση μιας περασμένης εποχής, κατόρθωσε ν’ αποφύγει το μελόδραμα, προτίμησε τα εξωτερικά από τα εσωτερικά, που είναι η τραγική αδυναμία του ελληνικού κινηματογράφου, κράτησε μιάν ικανοποιητική συνοχή. Η φωτογραφία του κ. Γαζιάδη είναι αληθινά εξαίρετη –όπου το θέμα είναι υπαίθριο. Η μουσική του κ. Χατζιδάκη είναι αξιόλογη και στερεώνει την πεποίθηση ότι ο νέος αυτός μουσικός θα πάρει πολύ γρήγορα μια ξεχωριστή θέση. Η ηθοποιία έχει το συνηθισμένο ελάττωμα των ελληνικών ταινιών: είναι θεατρική. Εξαίρεση κάνει η δνίς Ίντα Χρηστινάκη, που παίζει αβίαστα, έχει πολύ ευχάριστη εμφάνιση, μερικές πολύ καλές στιγμές και ίσως την καλλίτερη άρθρωση και φωνή που ακούσαμε ως τώρα σ’ ελληνική ταινία».

Όσον αφορά τα ελαττώματα της ταινίας, κατά τον Γ. Ν. Μακρή αυτά ήταν: «πλαδαρότητα, κάποια επίδειξη (παράδειγμα η αρχή, όπου είναι σα να θέλει να μας πείσει ότι γυρίσθηκε πραγματικά στη Ζάκυνθο), πολυλογία, υπερβολές (καταντούν ενοχλητικά τα γέλια που ακούονται κάθε τόσο), κακή φωτογραφία και κακός φωτισμός στα εσωτερικά, απλοϊκότητα, έλλειψη ρυθμού που να δίνει στις εικόνες ένα προσωπικό ύφος», παρόλα αυτά η ταινία αποτελούσε «μια ευχάριστη πρόοδο, προ πάντων γιατί μαρτυρεί ευσυνειδησία όλων, όσοι πήραν μέρος στο γύρισμά της».

 Ο Γιώργος Λαζαρίδης στο Εμπρός, αφού αξιολόγησε αρνητικά το αποτέλεσμα ως προς τη μεταφορά της δράσης στα τέλη του 19ου αιώνα, παραδεχόταν ότι «Ο κ. Γρηγορίου είναι φανερό πως καταλαβαίνει από κινηματογράφο. Βλέπει με το μάτι του φακού και γνωρίζει ποια είναι και τι θα πη “κινηματογραφική κίνησις”. [...] Ίσως βιάστηκε να πη πράγματα περισσότερα των δυνατοτήτων του, αλλ’ αυτό δεν είναι σφάλμα, αλλά καλοπροαίρετη πρόθεσις. Πρώτα-πρώτα έβγαλε την “Φωτεινή” από το θεατρικό της κουτί και από το μονοσάλονο σκηνικό της και την κίνησε έξω, μακρυά στο ύπαιθρο. Την άφησε να εκφρασθή και να κινηθή ανθρώπινα και όχι μόνον με τα απλά ομιλητικά μέσα του θεατρικού λόγου. Τις ανησυχίες της, τους πόθους της και το περιβάλλον της το έδωσε ψυχολογικά και εσωτερικά». Σ’ αυτό το τελευταίο όμως ο Γ. Λαζαρίδης εστίασε την αρνητική κριτική του: «Οι τρόποι, τα φερσίματα και οι πόθοι της Φωτεινής και του Άγγελου δόθηκαν εσωτερικά και ψυχολογικά. Ως ένα σημείο η πρόθεσις αυτή είναι άριστη. Απαράδεκτη όμως είναι η συνεχής επανάληψις του κινηματογραφικού αυτού “τρυκ”».

Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Εμπρός αποθέωσε τη μουσική υπόκρουση από το Μάνο Χατζιδάκι: «Για πρώτη φορά σε ελληνικό φιλμ παρουσιάστηκε τότε τέλεια σονιετά. Η μουσική πλέον εδώ λαμβάνει θέσιν, υπογραμμίζει καταστάσεις, τονίζει και χρωματίζει την ατμόσφαιραν». «Άριστοι» και «με επίγνωσι της αποστολής των» κρίθηκαν οι ηθοποιοί Θ. Μορίδης και Λ. Καλλέργης, ενώ η πρωταγωνίστρια Ι. Χριστινάκη διέθετε μεν «καλά εκφραστικά μέσα», ωστόσο «θέλει ακόμα κι άλλο δραματικό “φροντιστήριο”».

Τέλος, ο Αχιλλέας Μαμάκης στο Έθνος έκανε λόγο για μια ταινία «ενδιαφέρουσα», μια «αξιόλογη και συμπαθητική προσπάθεια κυρίως στον τεχνικό τομέα». Και εξηγούσε: «Ο κ. Γαζιάδης έκαμε μικρά θαύματα από πλευράς φωτογραφίας και οι λήψεις του (και στα εσωτερικά ακόμη) έχουν προσεκτικούς φωτισμούς και ικανοποιητική γενική απόδοσι. Ο νέος επίσης σκηνοθέτης κ. Γρηγορίου δείχνει αρκετή φαντασία και έχει διανθίσει το έργο με μικρά τεχνικά τρυκ, που η πείρα του κ. Γαζιάδη τα επραγματοποίησε κατά ευτυχή τρόπον, τέτοιον που δεν μας έχει πολυσυνηθίσει η ελληνική παραγωγή. [...] Όλες οι γραφικότητες του νησιού του Σολωμού και του Ξενοπούλου έχουν φωτογραφηθή κατά τρόπον που παρεμβάλλονται στην δράση χωρίς ενοχλητική “τουριστική” διαφημιστική τοποθέτηση».

Ο Αχ. Μαμάκης επισήμανε την «δια πρώτην φορά εις ελληνικό φιλμ αξιόλογη μουσική επένδυσι» από το Μάνο Χατζιδάκι, ενώ στα σημαντικότερα μειονεκτήματα της ταινίας κατέταξε τις ερμηνείες των ηθοποιών. Για παράδειγμα, «Ο κ. Λυκούργος Καλλέργης, που είνε άριστος δραματικός ηθοποιός, είνε εντελώς ακατάλληλος διά να υποδυθή ένα... καρδιοκατακτητή των αθηναϊκών σαλονιών, έστω και των προ μισού αιώνος», η δε Ίντα Χριστινάκη «απεδείχθη τελείως ασήμαντη, δεν είχε καμμιά σχέσι με την πρόσχαρη, ζωηρή, όλο μπρίο και ωμορφιά Φωτεινή Σάντρη. [...] Έχει ένα ψυχρό, ανέκφραστο, ερασιτεχνικό ύφος και όχι μόνον σχεδόν ποτέ δεν παίζει, δεν ερμηνεύει και δεν εξωτερικεύει τις ψυχικές καταστάσεις της ηρωίδος [...], αλλ’ ο  φακός φαίνεται ότι την αδικεί και έτσι η ηρωίδα του πρυτάνεως των νεοελληνικών γραμμάτων, από έλλειψι φωτογένειας παρουσιάζεται κι άσχημη. Έγινε ασήμαντο κοριτσάκι, που όταν μιλή ψιθυρίζει απλώς το μάθημά της, χωρίς το παραμικρότερο χρώμα...». 

Διαφήμιση με αφορμή την προβολή της ταινίας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου