«Η προίκα της Αννούλας»: Το πρώτο “άξιο του ονόματος” ελληνικό έργο

Το 1920 η μυθοπλασία επέστρεψε δριμύτερη στον ελληνικό κινηματογράφο με την «Προίκα της Αννούλας», ένα φιλμ μήκους 650 μέτρων, που κάπως αυθαίρετα διαφημίστηκε ως «η πρώτη ελληνική ταινία». Ως ένα βαθμό, η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαφημιστική, επειδή μεταξύ άλλων αναφερόταν στα ευεργετικά αποτελέσματα του λαχειοφόρου δανείου ύψους 800 εκατομμυρίων, που εξέδωσε η ελλη­νική κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1920 (8-25 Απριλίου), παράλληλα με τις προβολές του κινηματογραφικού έργου.

Η σκηνοθεσία έγινε από το Δήμο Βρατσάνο. Οπερατέρ ήταν ο Φίλιππο Μαρτέλλι, ενώ στην υλοποίηση της ταινίας συνέβαλε το Τμήμα Δημοσιότητος. Το σενάριο έγραψε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου.

Τι ακριβώς, όμως, διαδραματιζόταν επί της μεγάλης οθόνης;

Η Αννούλα, νέα και ωραία χωρική των Μεσογείων της Αττικής, περιμένει τον ονειρευτό γα­μπρό από την Αμερική. Είναι ο Νικ Καμπ, δηλαδή Νικόλαος Καμπουρόπουλος, του οποίου η άφι­ξη αναμένεται από στιγμή σε στιγμή στο χωριό. Στο μεταξύ, την Αννούλα αγαπά ένας συγχωριανός της, ο Γιάννης. Αλλά το παλικάρι αυτό του Σκρα και της Δοϊράνης δειλιάζει μπροστά της. Είναι τραυματίας, είναι κουτσός και ένας κουτσός –λέει– πρέπει να κρύβει τον έρωτά του. Όμως η Αννού­λα, η οποία μαντεύει το αίσθημά του, τον συμπαθεί, τον πονά, ίσως τον αγαπά.

Επιτέλους, με συνοδεία πομπής φτάνει ο περίφημος Αμερικάνος. Πηγαίνει στο σπίτι της Αννούλας, ανανεώνει την υπόσχεσή του και αρχίζει τα γλέντια στα μαγαζιά του χωριού. Σε κάποιο από αυτά τα γλέντια ψιθυρίζεται ότι ο Νικ Καμπ θα πάρει τα βιολιά κατά τα έθιμα του τόπου και θα πάει στο σπίτι της Αννούλας να την ζητήσει. Κατά τη διάρκεια, όμως, του γλεντιού, ο φίλος του, ο Σουφρωμένος, τον μεταπείθει να πάρει την πλούσια κόρη του παπά του χωριού. Το γλέντι τε­λειώνει, η πομπή ξεκινά με τα βιολιά επικεφαλής και όλοι περιμένουν ότι θα κατευθυνθεί στο σπίτι της Αννούλας. Εκείνη περιμένει με αγωνία στο παράθυρο. Αλλά η πομπή παρακάμπτει το σπίτι της και κατευθύνεται προς το σπίτι του παπά. Τα λόγια του Σουφρωμένου έπιασαν.

Η Αννούλα κλαίει την εγκατάλειψή της μαζί με τη γριά μητέρα της και οι ημέρες περνούν θλι­βερές μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Ο Γιάννης έχει πάρει κι αυτός των ομματιών του και βρίσκεται στην Αθήνα ζητώντας ένα περίπτερο ως τραυματίας πολέμου, για να ζήσει. Πηγαίνει στο υπουργείο κι εκεί τον αποπαίρνουν. Παρουσιάζει όμως σεμνά το στρατιωτικό του φυλλάδιο, ο τμηματάρχης διαβάζει ότι ο άγνωστος αυτός είναι τραυματίας του Σκρα, ο οποίος κατά την υποση­μείωση του σωματάρχη του «εξηκολούθει να μάχηται και πληγωμένος ακόμη» και αφήνει αμέσως την άλλη υπηρεσία του για να τον συγχαρεί, να τον βάλει να καθίσει κοντά του και να διατάξει αμέσως να του δοθεί το περίπτερο. Έτσι, ο Γιάννης εγκαθίσταται στο περίπτερό του, όπου έρχονται και του κάνουν συντροφιά άλλοι φίλοι του τραυματίες, σύντροφοι στη δόξα, ενώ αυτός ονειροπο­λεί θλιμμένος τις ειδυλλιακές σκηνές του πικρού του έρωτα.

Στο μεταξύ, μια αιφνίδια μεταβολή συντελείται στη ζωή της Αννούλας εκεί πάνω στο πράσι­νο χωριό, όταν κερδίζει το λαχείο. Πλούσια τώρα και ευτυχισμένη, αποφασίζει να συμπληρώσει την ευτυχία της με τον αγνό έρωτα του φτωχού Γιάννη. Η μητέρα της παρακαλά τον ιεροψάλτη του χωριού να του γράψει την απόφασή τους αυτή. Ένας χωρικός φέρνει το ωραίο μήνυμα στο περίπτε­ρό του και ο Γιάννης, τρελός από τη χαρά του, επιστρέφει στο χωριό και παντρεύεται την Αννούλα, ενώ ο Αμερικανός, που αποδείχθηκε απένταρος και χάνει την παπαδοπούλα, κατηγορεί το Σου­φρωμένο, ο οποίος διαμαρτύρεται ότι δεν μπορούσε να τα βάλει με την τύχη. Και η ταινία τε­λειώνει με μια σκηνή αγροτικής χαράς του ευτυχισμένου ζευγαριού, της Αννούλας και του Γιάννη.

Στους βασικούς ρόλους εμφανίστηκαν οι:

Κούλα Ζερβού ........................          Αννούλα

Ιωάννης Δεστούνης ...............          Γιάννης

Συριόπουλος ...........................          Νικ Καμπ

Οικονόμου ..............................         παπαδοπούλα

Βελισσάριος Κοντογιάννης ... Σουφρωμένος

Παντόπουλος ..........................          παπάς

Όλοι οι ηθοποιοί προέρχονταν από το θίασο του Ωδείου Αθηνών των Γεώργιου Νάζου και Θωμά Οικονόμου.  Εμφανίζονταν επίσης γνωστές προσωπικότητες της εποχής, όπως και κάτοικοι από τα Κιούρκα, όπου γυρίστηκαν οι περισσότερες σκηνές. Μεταξύ αυτών ο πρόεδρος, η δασκάλα, ο δάσκαλος, οι βιολιτζήδες, αλλά και οι «μανδηλωμένες γριούλες», οι «με­λαχρινές κουμπάρες», τα «ξυπόλητα ζωηρά παιδάκια και κοριτσάκια» και οι «θαυμαστοί λευκοί γέροι των αττικών χωριών», κατά την παραστατική περιγραφή της εφημερίδας Εμπρός.

 

ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Καθώς οι περισσότεροι κομπάρσοι δεν είχαν ιδέα από κινηματογράφο, δεν έλειψαν τα ευτράπελα. Για παράδειγμα, κατά το γύρισμα της σκηνής του γάμου της Αννούλας με το Γιάννη έξω από την εκκλησία των Κιούρκων, ο πρόεδρος του χωριού παρασύρθηκε τόσο πολύ, ώστε έτρεξε προς τη μεριά της νύφης μπαίνο­ντας στο πλάνο. Ωστόσο η κίνηση αυτή ήταν τόσο φυσική, ώστε το γύρισμα δεν επαναλήφθηκε.

Στα παρασκήνια του γυρίσματος μιας από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας μετέφερε τους αναγνώστες της Εστίας ο Παύλος Νιρβάνας το Μάρτιο του 1920 αποκαλύπτοντας το μυστικό πίσω από τα δάκρυα χαράς που έπρεπε να χύσει η Κούλα Ζερβού στο τέλος του έργου, όταν η ηρωίδα της έβρισκε την πολυπόθητη ευτυχία:

«[...] - Προσοχή! φωνάζει έξαφνα ο σκηνοθέτης. Εδώ θα κάμωμεν “ταμπλώ Αμερικαίν”. Το πρόσωπόν σας θα γεμίση ολόκληρην την οθόνην. Εμπρός λοιπόν! Συγκινηθήτε, φουσκώστε, προσπαθήστε να κρατήσετε τους λυγμούς σας. Λαμπρά! Χαμογελάστε τώρα ένα γλυκύπικρον μειδίαμα. Ωραία!

Ο οπερατέρ γυρίζει εν τω μεταξύ την μηχανήν του, παίρνει όλας αυτάς τας εναλλαγάς της φυσιογνωμίας και σταματά. Θα συνεχίση αμέσως, όταν έλθουν τα δάκρυα. Εις τον κινηματογράφον, ως γνωστόν, έχει κανείς την ευκολίαν να κόβη μίαν σκηνήν, όπου θέλη, και να την συνεχίζη, όταν θέλη. Σταματά λοιπόν και περιμένει τα δάκρυα.

- Πού είνε τα δάκρυα; φωνάζει πάλιν έξαφνα ο σκηνοθέτης προς τους ανθρώπους του. Τι τα κάμετε, μωρέ, τα δάκρυα;...

- Εδώ τα είχα! Ποιος τα πήρε; απαντά ένα παιδί.

Η γόησσα εν τω μεταξύ περιμένει τα δάκρυά της.

- Για κυττάχτε μέσα στο μαγαζί!.... φωνάζει ένας άλλος. Νομίζω πως τ’ ακούμπησε εκεί πέρα ο μικρός και τα ξέχασε.

Διάφοροι τρέχουν τότε προς το μαγαζί και μετ’ ολίγον φθάνει τρεχάτος, επί τέλους, ένας, κρατών εις τα χέρια του τα παραπλανηθέντα δάκρυα. Τα δάκρυα ευρίσκονται μέσα εις ένα κοινότατον ποτήρι νερού, από εκείνα που γράφουν εις τον πυθμένα: “Πιέτο όλο”. Φαντασθήτε να πιή κανείς ένα ποτήρι δάκρυα! Αι αρχαίαι λήκυθοι δεν απαιτούσαν τουλάχιστον παρόμοια τρομερά πράγματα. Οπωσδήποτε η γόησσα θα έχη μετ’ ολίγον τα δάκρυά της. Ο σκηνοθέτης αρπάζει το ποτήρι των δακρύων, βγάζει από την τσέπην του ένα σταγονόμετρον, το βουτά εις το ευγενές υγρόν, παίρνει μίαν δόσιν και την σταλάζει επιμελώς εις τους δύο κανθούς [σ.σ. οι άκρες των βλεφάρων] των ωραίων, θλιμμένων ματιών της Αννούλας. Δύο υγρά μαργαριτάρια λαμπυρίζουν αμέσως εις τας πηγάς των δακρύων και κυλούν προς τα χλωμά μάγουλα.

- Ον τουρν! φωνάζει ο οπερατέρ.

Και αρχίζει να περιστρέφη γοργά την χειρολαβήν της μηχανής του.

- Ευχαριστώ! Ετελείωσε...

Τα δάκρυα της Αννούλας ανήκουν πλέον εις την οθόνην. Πόσες φορές είδαμεν να χύνουν τα πικρά ή τα γλυκά αυτά δάκρυα η Μπερτίνι, η Μενικέλλι, η Μπορέλλι, όλαι αι αγαπηταί μας γόησσαι! Και εκλαύσαμεν κ’ εμείς από συμπάθειαν κάτω εις τα καθίσματά μας, κρύπτοντες τα ιδικά μας δάκρυα μέσα εις το προστατευτικόν σκότος της αιθούσης. Ποίος σπαραγμός! Αύριον θα τα ιδούμε τα ίδια δάκρυα εις τα μάτια της Αθηναίας γοήσσης, και θα κλαύσωμεν πάλιν μαζή της, και θα μουσκέψωμεν τα μαντήλια μας μέσα εις το σκότος.

Η καϋμένη η Αννούλα! Τι συμπαθητικούλα, που είνε η καϋμένη! Και τι δάκρυα! Τα βλέπει κανείς, που αναβρύζουν από τα βάθη της μικρής αυτής καρδούλας...

Δεν υπάρχει, εννοείται, καμμία ανάγκη να μάθη τώρα όλος ο κόσμος ότι τα δάκρυα της Αννούλας είχαν λησμονηθή μέσα εις το μαγαζί. Αυτό ήταν εντελώς τυχαίον. Μία κυρία, που δεν θα θέλη να πάθη τα ίδια, ημπορεί κάλλιστα να έχη το μπουκαλάκι με τα δάκρυά της και το σχετικόν σταγονόμετρον μέσα εις το τσαντάκι της, ώστε να μην υπάρχη φόβος να τα λησμονήση σε κανένα μαγαζί. Το μπουκαλάκι, επί τέλους, δεν είνε ανάγκη να έχη την χωρητικότητα του ποτηριού των Κιούρκων. Ένα μπουκαλάκι τριάντα γραμμαρίων υποθέτω ότι φθάνει διά μίαν ημέραν. Και πάλιν, εν ανάγκη, το ξαναγεμίζει κανείς από την βρύσιν.»

 

ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η «Προίκα της Αννούλας» ξεκίνησε να προβάλλεται στον αθηναϊκό κινηματογράφο «Σπλέντιτ» στις 5 Απριλίου 1920 και από την επομένη στο «Αττικόν». Ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που προβλήθηκε παράλληλα σε δύο κινη­ματογραφικές αίθουσες.

Τις επόμενες μέρες ακολούθησαν:

10 - 12.04.1920   Πάτρα                «ΙΝΤΕΑΛ»

από 13.04.1920   Σμύρνη               σ’ όλους τους κινηματογράφους της πόλης

13 - 16.04.1920   Πειραιάς             «ΟΛΥΜΠΙΑ» και «ΠΑΝΘΕΟΝ»

από 19.04.1920   Βόλος                 «ΑΡΓΥΛΛΑ»

20 - 21.04.1920   Θεσσαλονίκη    «ΣΠΛΕΝΤΙΤ»

από 02.05.1920   Λάρισα

από 07.05.1920   Αθήνα                 «ΣΠΛΕΝΤΙΤ»

09 - 10.05.1920   Τρίκαλα              «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ»

από 11.05.1920   Αθήνα                 «ΑΤΤΙΚΟΝ»

στις 12.05.1920   Καλαμπάκα

Στη Θεσσαλονίκη διαφημίστηκε με τον τίτλο «Η τύχη της Αννούλας από την Πε­λοπόννησο».

Για τα Τρίκαλα, η προβολή της ελληνικής ταινίας ήταν μια ανάσα, καθώς λίγες μέρες νωρίτερα τοπική εφημερίδα παραπονιόταν για την «αισθητή» έλλειψη θεαμάτων εκτιμώντας ότι «Το ωραίον φύλον αναμφιβόλως θα έκαμε την έξοδόν του και τας νυκτερινάς ώρας αν υπήρξε κανένα θεατράκι ή κανένας κινηματογράφος». Δεδομένη πρέπει να θεωρηθεί η προβολή της στην Καρδίτσα και σε άλλες περιοχές της Θεσσαλίας, όπως ήταν ο σχεδιασμός του επιχειρηματία Ν. Φραγκουδάκη, ο οποίος είχε αποκτήσει τα δικαιώματα για όλη την περιοχή.

Η «Προίκα της Αννούλας» προβλήθηκε και στους ομογενείς της Αμερικής: τουλάχιστον στο «Lowell Opera House» της πόλης Λόουελ της Μασαχουσέτης στις 26 Δεκεμβρίου 1920.

………………………………..

Τα σχόλια του τύπου ήταν εξαιρετικά θετικά. Για την εφημερίδα Νέα Ελλάς, ήταν «το πρώτον άξιον του ονόματος Ελληνικόν κινηματογραφικόν έργον», ο δε οπερατέρ Μαρτέλλι «εδέχθη θερμότατα συγχαρητήρια διά την επιτυχίαν και την καθαρότητα της ταινίας».

Σε μια «πιστοτάτη Ελληνική ηθογραφία εις φιλμ εξόχως καθαρόν» αναφέρθηκε η Εστία, ενώ η Πατρίς μνημόνευσε την «αχόρταστον περιέργειαν» των θεατών και επαινούσε την «εκτύλιξιν της Ελληνικής ζωής, το κοπάδι, το χωριό, τον χορόν, της χωριατοπούλες, τον τραυματίαν του Σκρα, σεμνόν σύμβολον των αγώνων του Ελληνικού Λαού, τον μετανάστην, την παπαδοπούλα, τα βιολιά..». Η επιτυχία της ταινίας αποδόθηκε στη «σοφή σκηνοθεσία» και το «λαμπρόν μηχάνημα, χάρις εις το οποίον η πρώτη Ελληνική ταινία εβγήκε καθαρωτάτη». Πολύ θετικά τα σχόλια για την Ζερβού που αποτελούσε «υπόδειγμα χάριτος και Ελ­ληνικής τέχνης», ενώ «άξιους συγχαρητηρίων» έκρινε η εφημερίδα τους Δεστούνη και Κοντογιάννη.

Ένα πρώτο σχόλιο στο Εμπρός εξήρε την ερμηνεία της Κούλας Ζερβού στη σκηνή της προσευχής μπροστά σ’ ένα εικόνισμα παρομοιάζοντάς την «με πίνακα του Γκύζη», που προκάλεσε «γενικό ενθουσιασμό».

Στην ίδια εφημερίδα ο συγγραφέας Δημήτρης Χατζόπουλος, που υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Πεζοπόρος», περιέγραφε την ταινία ως μια «γενική ηθογραφία του αγροτικού αττικού βίου», αν και τα Κιούρκα «μπορούσαν ίσως να δώσουν καλλιτέρας απόψεις» κατά τη γνώμη του. Στα μάτια του η Ζερβού έμοιαζε με «αληθινή χωριατοπούλα του ορεινού αττικού χωριού», ενώ σ’ όλη την ταινία διατηρούσε «αφελή έκφρασιν, όπως σπανίως παρατηρείται εις το ελληνικόν θέατρον».

Ένα «αξιομίμητον παράδειγμα, φιλοπατρίας, πίστεως και ελπίδος» διέγνωσε η Ελευθερία του Βόλου, ενώ θετικά σχόλια έγραψε και ο Κόσμος της Σμύρνης: «Η υπόθεσις χωρίς να έχη τίποτε το κοινόν με τας άλλας ταινίας θα συγκινήση βαθέως την καρ­δίαν με την απλότητά της, και την ιδιοτροπίαν της Τύχης που ευνοεί μιαν κόρην πτωχήν κερδίζουσαν ένα από τους λαχνούς του λαχειοφόρου δανείου της Μ. Ελλάδος και μαζί μ’ αυτήν και τον λεβέντην της, ένα ηρωικόν φαντάρον του Σκρα».

Ωστόσο, η πιο ενδιαφέρουσα και εμπεριστατωμένη κριτική ως προς τις ερμηνείες των ηθοποιών ήταν αυτή του Παύλου Νιρβάνα, που δημοσίευσε ο ελληνοαμερικανικός Εθνικός Κήρυξ:

«Η κ. Κούλα Ζερβού εις τον ρόλον της Αννούλας, ημπορεί ωρισμένως να διεκδικήση πλέον και τον τίτλον της «γοήσσης». Τον δύσκολον ρόλον της τον απέδωκε με μίαν εσωτερικότητα εντελώς εξαιρετικήν. Η δεσποινίς, η υποκριθείσα την μητέρα της Αννούλας, έπαιξε με πολλήν φυσικότητα, χα­ρακτήρα και αίσθημα. Εξαιρετική είναι επίσης η επιτυχία των δύο κυρίων ανδρικών ρόλων. Ο κ. Δε­στούνης έκαμεν ένα Γιάννην συμπαθητικώτατον απ’ αρχής μέχρι τέλους και ο κ. Συριόπουλος έναν Αμερικανόν αντιπαθητικώτατον. Αλλά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα δεν υστέρησαν εις το αρμονικόν σύνολον, με το οποίον μας έχει συνειθίσει ο θίασος του Ωδείου. Η δις Οικονόμου, ως παπαδοπούλα, που έσυρε και τον χορόν, δροσερωτάτη εμφάνισις εις τον μικρόν της ρόλον, αληθινή παπαδοπούλα. Ο κ. Κοντογιάννης, παρ' όλον τον δευτερεύοντα ρόλον του Σουφρωμένου, υπήρξε και επί της οθόνης ο Κοντογιάννης της σκηνής. Ο κ. Παντόπουλος θα ήτο λαμπρός παπάς, αν δεν του έφταιγαν το ράσο και η περούκα του. Αλλά δεν θα είχε κανείς, παρά ένα καλόν λόγον και διά τα τριτεύοντα ακόμη πρόσωπα, τα οποία κατώρθωσαν να προσαρμοσθούν προς το σύνολον, μηδέ των πραγματικών χωρι­κών εξαιρουμένων. Ό,τι κατώρθωσαν όλοι, διά πρώτην φοράν παίζοντες ενώπιον φακού, είναι σχε­δόν ανέλπιστον.[...] Το πρώτον πείραμα επέτυχε. Δεν λείπει, παρά να συνεχισθή. Και αξίζει τον κόπον, υπό πολλάς επόψεις».

 [Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου