Πρόκειται για τη
δεύτερη και τελευταία ταινία της «Χρίσκα Φιλμ», ιδιοκτήτες της οποίας ήταν οι
Χριστοδουλόπουλος και Καρύδης, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Καρύδη, με
μουσική του Γιάννη Βέλλα.
Η υπόθεση με λίγα
λόγια:
Τρεις φτωχοί
μουσικοί, που είναι και συγκάτοικοι, δεν έχουν τα χρήματα για να πληρώσουν το
νοίκι τους, με αποτέλεσμα ο σπιτονοικοκύρης τους να τους πετάξει στο δρόμο. Έτσι,
νοικιάζουν ένα δωμάτιο σε μια πανσιόν, η νοικοκυρά της οποίας έχει δυο κόρες, οι
οποίες δεν αργούν να ερωτευθούν δύο από τους μουσικούς. Μια μέρα πηγαίνουν
εκδρομή. Εκεί ο ένας μουσικός παίρνει το βιολί του και αρχίζει να παίζει. Τη
μέρα εκείνη, όμως, περνά με το αυτοκίνητό της μια αρτίστα μαζί με το θεατρώνη
της. Όταν ακούει το βιολί, ερωτεύεται το βιολιστή και ζητά από το θεατρώνη να
προσλάβει τους τρεις φίλους στο θέατρό του, όπου παίζει και η ίδια. Την ευτυχία
των δύο ζευγαριών έρχονται να χαλάσουν δύο πλούσιοι επαρχιώτες, που ζητούν τα
κορίτσια της σπιτονοικοκυράς των μουσικών σε γάμο. Εκείνα με κανέναν τρόπο δεν
τους θέλουν, όμως η μητέρα τους επιμένει. Στο τέλος, οι τρεις μουσικοί μαζί με
την αρτίστα και τα δυο κορίτσια μπαίνουν σ’ ένα κότερο και εκεί κάνουν ένα
γάμο... αμερικάνικου τύπου!
Τις δύο κόρες της νοικοκυράς
υποδύθηκαν η Μανόν Παλέτ και η Άννα Κυριακού, την αρτίστα η Νίκη Ντέμις, ο Βασίλης
Κανάκης υποδύθηκε τον βιολιστή, ο Πέτρος Γιαννακός και ο Τζιφός έπαιξαν τους
δύο επαρχιώτες, ο Χατζηκωνσταντίνου τον θεατρώνη, ενώ σε αδιευκρίνιστους ρόλους
εμφανίστηκαν οι Χρ. Τσάκωνας, Κώστας Στράντζαλης Μάρκος Λύρας, Φούλα Ανθίδου,
Αρτέμης Μάτσας και Μπέμπα Κυριακίδου.
Τα τραγούδια της ταινίας ήταν συνθέσεις του Γιάννη Βέλλα και τα ερμήνευσαν οι Νίκη Ντέμις, Μαρούσκα και Μπάμπης Μαρκαντωνάτος.
Τα τελευταία
γυρίσματα φέρονται να έγιναν πάνω σ’ ένα κότερο στα μέσα Σεπτεμβρίου 1948. Τα
εξωτερικά λήφθηκαν στην Πεντέλη, το Τουρκολίμανο και τη Βαρυμπόμπη. Η φωνοληψία
έγινε με τα μηχανήματα της «Ανζερβός».
Το «Ερωτικό
ταξίδι» προβλήθηκε για μία μόνο εβδομάδα σ’ έναν μόνο κεντρικό κινηματογράφο,
τον «Κοτοπούλη», από τις 14 Φεβρουαρίου 1949 –μια σύμπτωση που σήμερα θα
αποτελούσε έξυπνο μάρκετινγκ, μόνο που τότε οι Έλληνες αγνοούσαν κάθε υπόνοια
για τη «μέρα των ερωτευμένων».
Την πρώτη μέρα
προβολών κόπηκαν 3.910 εισιτήρια, αριθμός που χάρισε στον «Κοτοπούλη» την
πρωτιά μεταξύ όλων των κινηματογράφων της Αθήνας. Συνολικά το εφταήμερο,
ωστόσο, η αίθουσα τερμάτισε στην τέταρτη θέση με συνολικό αριθμό εισιτηρίων
18.991 (σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η εφημερίδα Έθνος) ή 19.002
(σύμφωνα με τον καλά ενημερωμένο ιστότοπο retrodb.gr).
Η εμπορική
αποτυχία ήταν προφανής και η «Χρίσκα Φιλμς» έκλεισε.
Γύρω από την
ταινία υπήρξε και μια διαμάχη –τουλάχιστον στις στήλες της εφημερίδας Έθνος–
ανάμεσα στο θεατρικό συγγραφέα Νίκο Βυζάντιο, που ισχυριζόταν ότι η υπόθεσή της
όχι απλά θύμιζε σε γενικές γραμμές το δικό του έργο «Απένταρος...
εκατομμυριούχος», αλλά μια σκηνή ήταν «επί
λέξει αντιγραφή του διαλόγου της κωμωδίας» που είχε γράψει ο ίδιος,
ισχυρισμό τον οποίο αμφισβητούσε ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης του «Ερωτικού
ταξιδιού» δηλώνοντας άγνοια περί του θεατρικού έργου.
Ο Φερ. έκανε λόγο
στη Βραδυνή για «ένα από τα όχι και τόσον
καλά έργα της ελληνικής παραγωγής. Και αυτό κυρίως οφείλεται εις τα πενιχρά
μέσα και την έλλειψιν αξιολόγου σκηνοθέτου. Έχει όμως γλυκειά μουσική, ωραία
τραγούδια και μία πολύ συμπαθητική πρωταγωνίστρια, την Νίκη Ντέμις, ένα από τα
πιο αξιόλογα στελέχη του ελαφρού μας θεάτρου, σήμερον».
Ο Αχιλλέας Μαμάκης
ήταν κατηγορηματικός: επρόκειτο για «μια
από τις χειρότερες ταινίες της ελληνικής παραγωγής. Ένα ασήμαντο σενάριο,
απόλυτος ερασιτεχνισμός από τεχνικής πλευράς και από απόψεως ερμηνείας,
προχειρότης σε όλα και προ πάντων διάχυτο παντού κακό γούστο». Εξέφρασε
μάλιστα την απορία «πώς η “Σκούρας φιλμς”
εδέχθη να το προβάλη έστω και εις ένα μόνον από τους κινηματογράφους που
τροφοδοτεί με προγράμματά της. Τόση ανοχή αποτελεί ομολογουμένως πλήγμα διά την
άνοδο της στάθμης του ελληνικού Κινηματογράφου», ενώ –μεταξύ σοβαρού και
αστείου– ζήτησε από το υπουργείο Τύπου να επεκτείνει τη λογοκρισία, ώστε ειδικά
περί των ελληνικών ταινιών «ν’
αποφαίνεται γενικώτερα εάν είνε κατάλληλα ή ακατάλληλα... διά θεατάς».
Μια αρκετά
αναλυτική κριτική για τις ερμηνείες των ηθοποιών και των χορευτών δημοσίευσε η...
αθλητική εφημερίδα Αθλητική Ηχώ:
«Η
ταινία αυτή είχε όλα τα ελαττώματα της κάθε ελληνικής ταινίας σε έντονο όμως
βαθμό. Το μόνο καλό που υπήρχε ήταν μία κάπως καλή φωτογραφία και η γλυκειά της
μουσική του Γιάννη Βέλλα. Οι ηθοποιοί “γνωστά και... ημιάγνωστα ταλέντα”, όπως
έγραψε συνάδελφος στήλη, απέδωσαν όσο μπορούσαν, τους εζημίωσεν όμως η κακή
–στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας– φωνοληψία. Η πρωταγωνίστρια Νίκη Ντέμις ήταν
όμορφη, χαριτωμένη, χωρίς ιδέα όμως χορού. Καθώς είνε φιλότιμη, αν διδαχθή, θα
επιτύχη. Ο Κανάκης έπαιξε πολύ καλά. Ο Τσάκωνας, ο Στράτζαλης και ο Ροζάν
έκαναν λίγο θέατρο. Ο δεύτερος καλλίτερος απ’ την τριάδα. Η Ανθίδου φοβερά
υπερβολική. Αντίθετα η Κα Τσουγιοπούλου-Βέλλιου μετρημένη, φυσική και δυναμική.
Την καλλιτέχνιδα αυτή, που δεν λησμονήσαμε από την επιτυχία της στη “Μεγάλη
Αγάπη”, την περιμένομε σε καλλιτέρους ρόλους, σε δραματικούς όπως της
ταιριάζει. Ο νεαρός Μάτσας της Δραματικής Σχολής έπαιξε τον ρόλο του γαμπρού με
έναν δικό του, καλό όμως τρόπο. Καλή χορεύτρια ήταν η Μιράντα Βούλγαρη και
επίσης καλός χορευτής ο Μηνάς. [...] Η ταινία σαν σύνολο μας απογοήτευσε. Αν
δεν υπήρχαν [...] δυο-τρία επεισόδια που προκαλούσαν αβίαστα γέλια, το “Ερωτικό
Ταξίδι” θα ήταν τραγική αποτυχία. Ενώ με την καλή προσπάθεια των ηθοποιών
χαρακτηρίζεται μόνον ως αποτυχία».
Η Ροζίτα Σώκου
αναρωτιόταν στους Καιρούς: «Τι να πη
κανείς; ότι δεν βλέπεται και –κυριολεκτικώς– δεν ακούγεται; ότι κάποιος θα
πρέπει να επέμβη και ν’ απαγορεύση την απάτη πλέον αυτήν απέναντι του κοινού;
Ότι είναι ώρα πια να σταματήσουμε κάπου και να μην κάνωμε ένα βήμα εμπρός –όπως
έγινε με το “Χαμένοι Άγγελοι”– και είκοσι πίσω, όπως συμβαίνει με το
ανεκδιήγητο αυτό “Ερωτικό Ταξίδι”, που ούτε έρωτα, ούτε ταξίδι επιδεικνύει;».
Σε παρόμοιο μήκος
κύματος και ο Αθ. Σαράφης έγραφε στο Εμπρός:
«Πριν
από λίγον καιρό, με την ευκαιρίαν της προβολής των “Χαμένων Αγγέλων” είχαμεν
πανηγυρίσει διά την αισθητήν πρόοδον η οποία εσημειώθη εις την ελληνικήν
κινηματογραφικήν παραγωγήν. Ήταν, πράγματι, οι “Χαμένοι Άγγελοι” μια ταινία που
εξεχώριζεν από την συνηθισμένην προχειρότητα και που παρείχε πολλάς ελπίδας διά
την εξέλιξιν του ελληνικού κινηματογράφου.
Δυστυχώς, μία νέα ελληνική ταινία που προβάλλεται αυτάς τας ημέρας εις κεντρικήν αίθουσαν, μας επανέφερεν εις τα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου, με τους κακούς ερασιτέχνας και τα εντελώς πρόχειρα τεχνικά μέσα. Σενάριον κοινότυπον και χωρίς κανένα ενδιαφέρον, σκηνοθεσία παιδαριώδης, ηθοποιοί τρομεροί και φοβεροί, φωνοληψία τόσον κακή ώστε οι θεαταί να μην ημπορούν ν’ αντιληφθούν τίποτε σχεδόν από όσα έλεγαν οι ηθοποιοί. Γενική εντύπωσις φρικτή.
Αλλά τι θα γίνη επί τέλους με την κατάστασιν αυτήν; Πρέπει να ληφθούν από τους αρμοδίους κάποια μέτρα προστασίας των ανυπόπτων θεατών, οι οποίο παρασυρόμενοι από τας διαφημίσεις πληρώνουν ακριβώτατον εισιτήριον για να παρακολουθήσουν τα οικτρά αυτά θεάματα. Ακόμη πρέπει να προστατευθή και το ελληνικόν όνομα. Διότι οι ταινίες του είδους αυτού, δεν προβάλλονται μονάχα εις την Ελλάδα. Αποστέλλονται και εις το Εξωτερικόν. Και μας ρεζιλεύουν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου