Οι ταινίες της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Μέρος πρώτο: Οι ταινίες του Γιώργου Προκοπίου

Χωρίς αμφιβολία, οι πιο σημαντικές ελληνικές ταινίες του 1921 ελήφθησαν στο μικρασιατικό μέτωπο και μεταξύ αυτών ξεχώριζαν εκείνες του Γιώργου Προκοπίου, ο οποίος κατέγραψε συγκλονιστικές, αυθεντικές εικόνες από τα πεδία των μαχών. Μεγάλη δημοσιότητα δόθηκε στην ταινία της μάχης του Εσκή Σεχίρ, που ωστόσο αποδιδόταν όχι στο Γιώργο αλλά στους αδερφούς Προκοπίου. Η ταινία ξεκίνησε να προβάλλεται στο «Σπλέντιτ» από τις 22 Απριλίου, ενώ από τις 30 του μηνός παρουσιαζόταν εμπλουτι­σμένη με σκηνές από το ταξίδι του πρωθυπουργού Γούναρη στο μέτωπο του πολέμου.

Οι κριτικές, που απέσπασε, ήταν εξαιρετικές. «Δίδει πλήρη την εικόνα του πολέμου, με τον ηρωισμόν των ανδρών μας, με την αγωνίαν των πιπτόντων, με το ρίγος που προκαλεί το αντίκρυσμα του θανάτου, με την χαράν τέλος της Νίκης» σχολίαζε χαρακτηριστικά η Πρωτεύουσα.

Το Εμπρός σημείωνε ότι παρουσιαζόταν όλη η «τραγική και θαυμαστή μεγαλοπρέπεια του μεγάλου αυτού αγώνος [...] όμοια της οποίας δεν μας έδωσαν βεβαίως ούτε οι καλλίτεροι Ευρωπαίοι πολεμικοί κινηματογραφισταί», ενώ στο ίδιο μήκος κύματος και το Σκριπ αναφερόταν στο «τραγικό μεγαλείο», το οποίο «δεν το επέτυχεν ουδείς σχεδόν Ευρωπαϊκός κινηματογράφος», ενώ χαρακτήριζε τους αδερφούς Προκοπίου «ποιητές εις την ψυχήν και εις την καρδιά».

Η Πατρίς υποκλινόταν στη συγκίνηση των πολεμιστών, στα αισθήματα αγωνίας, ενθουσιασμού και στο συγκράτημα της ψυχής τους σε κάθε οβίδα που έσκαγε, συναισθήματα που αποτυπώνονταν στην ταινία «περισσότερον από αληθή, περισσότερον από πραγματικά». Σε δεύτερο κείμενο η ίδια εφημερίδα επαινούσε τους αδερφούς Προκοπίου, διότι «δεν αφήκαν καμμίαν απολύτως λεπτομέρειαν χωρίς να την αποτυπώσουν εις τον κινηματογράφον, υπεράνω παντός κινδύνου και πάσης περιπετείας».

Ενθουσιασμένος ήταν και ο «Έσπερος», χρονογράφος της εφημερίδας Εσπερινή: «Ένας παλαιός φίλος καλλιτέχνης, ανήσυχος, πολιτισμένος και ταξειδευτής, ένας Έλλην ζωγράφος με τον αδελφό του μαζύ επήγαν επί τόπου, ανακατεύθησαν με τους πολεμιστάς μας και τους μετεκόμισαν εις τας Αθήνας διά των κινηματογραφικών ταινιών, τας οποίας επήραν, διά να μην αφήσουν να περάσουν εις την λήθην του χρόνου τέτοια συγκλονιστικά γεγονότα, τέτοιες αθάνατες σελίδες της ιστορίας μας».


Ωστόσο, ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προκάλεσε μια δεύτερη ταινία του Γιώργου Προκοπίου, η οποία προβλήθηκε στην Αθήνα στα τέλη Αυγούστου 1921. Στην κινηματογραφική οθόνη αποτυπώνονταν η υποδοχή του βασιλιά στη Σμύρνη, η εξόρμηση της 29ης Ιουλίου από τα συρματοπλέγματα του Τουλού Μπουνάρ, η διέλευση του πυροβολικού μέσω πυρπολημένων χωριών, η άγρια μάχη του Ακτσάλ Νταγ και του Ελμανλή Νταγ, η επέλαση του Τσολάκ Ιμπραήμ, η είσοδος του Βλαχόπουλου στο Σεϊτή Γεζή, η τελετή της παρασημοφορίας στο Εσκή Σεχίρ, η διέλευση του πλοίου που μετέφερε τον πρωθυπουργό Γούναρη και τον υπουργό στρατιωτικών Θεοτόκη έξω από την Κωνσταντινούπολη με φόντο την Αγία Σοφία, όπως επίσης η υποδοχή του Παπούλα στη Σμύρνη και το μνημόσυνο των πεσόντων.

Η ταινία είχε μήκος 2.500 μέτρων (διάρκεια μιάμιση περίπου ώρα) και οι πρώτες δοκιμαστικές προβολές σε πολύ στενό κύκλο θεατών πραγματοποιήθηκαν γύρω στις 22 Αυγούστου. Μεταξύ των λίγων τυχερών ήταν η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία επηρεάστηκε τόσο πολύ από τη δύναμη των εικόνων, ώστε φερόταν να δάκρυσε από τη συγκίνηση.

Το μεσημέρι της 29ης Αυγούστου πραγματοποιήθηκε στο «Αττικόν» ειδική προβολή για τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς Εξωτερικών και Οικονομικών. Ο Γούναρης συνεχάρη τον Προκοπίου, εντυπωσιασμένος όχι μόνο από το οπτικό αποτέλεσμα, αλλά και από τα ρίσκα που είχε πάρει ο καλλιτέχνης, διακινδυνεύοντας την ίδια του την ζωή στα πεδία των μαχών.

Δυο μέρες μετά πραγματοποιήθηκε ειδική προβολή για δημοσιογράφους και καλλιτέχνες στο «Λουξ». Πολλές εφημερίδες έδωσαν έμφαση στο ότι ένας ζωγράφος, όπως ο Προκοπίου, έθεσε σε κίνδυνο την ίδια του την ζωή για να τραβήξει με την κάμερά του πλάνα από πολεμικές σκηνές.

«Καθαρώταται, καλλιτεχνικώταται ενόμιζε κανείς ότι ήτο εκεί» αναφωνούσε η Εσπερινή. Περιέγραφε τις διθυραμβικές αντιδράσεις των θεατών («Αι γυναίκες έκλαιγον, τα παιδία εφώναζον ζήτω και οι άνδρες συγκεκινημένοι εχειροκροτούσαν») και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «Ποτέ δεν ελήφθησαν, από κανένα πόλεμον, παρόμοιαι ταινίαι. Εύγε του Προκοπίου».

Στον «αφάνταστο ηρωισμό του στρατού μας» και στην «ιδιαίτερα εντύπωση» που προξένησε η εργασία του μηχανικού τμήματος του στρατού κόβοντας δρόμους σε δύσκολες θέσεις επικεντρώθηκε το σχόλιο της Αστραπής, αν και ενδιαφερόταν περισσότερο για τα χειροκροτήματα των οπαδών του καθεστώτος σε κάθε εμφάνιση του βασιλιά και του πρωθυπουργού Γούναρη, παρά για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

Η φιλοκυβερνητική εφημερίδα Αθήναι γκρίνιαζε για το κόστος της ταινίας και για το ότι ο Προκοπίου δεν ήταν «ημέτερος», αλλά είχε συνάψει τη σχετική σύμβαση με την κυβέρνηση Βενιζέλου, για να της απαντήσει η επίσης φιλοκυβερνητική Πρωτεύουσα ότι «το έργον αυτό αποτελεί την μοναδικήν πιστήν απεικόνισιν των σημερινών ηρωικών γεγονότων» και ότι εν πάση περιπτώσει «οι κινηματογραφισταί διά να πάρουν τας ταινίας εξετέθησαν όχι απλώς εις τας κακουχίας και τας στερήσεις, αλλά εις όλους τους κινδύνους που περικλείει ένας πόλεμος».

Εξαίρεση αποτέλεσε η αναπάντεχα οξύτατη κριτική της Πατρίδος: «Υπάρχουν βεβαίως μερικαί σκηναί καλαί, τας οποίας ο οπερατέρ θα έλαβεν ωρισμένως κατά την διάρκειαν μάχης, αλλά υπάρχουν και άλλαι που προδίδουν την σκηνοθεσίαν. Όπως π.χ. η επίθεσις των Τσέτηδων»!

Τεράστια και αδιαμφισβήτητη ήταν η επιτυχία της ταινίας του Προκοπίου στη Σμύρνη. Η δοκιμαστική προβολή πραγματοποιήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου στον κινηματογράφο των «Παρισίων» με την παρουσία αξιωματικών και υπαλλήλων της Αρμοστείας. Ακολούθησαν προβολές για το κοινό τουλάχιστον μέχρι τις 4 Οκτωβρίου

Στον ελληνικό τύπο της πόλης δημοσιεύτηκαν πιστοποιητικά αξιωματικών, που διαβεβαίωναν για τη γνησιότητα των ταινιών αυτών και εξήραν την προσπάθεια του Προκοπίου.

Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΣΤΡΑΤ. Μ. ΑΣΙΑΣ
Ο Στρατιωτικός ζωγράφος ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ Γ. παρακολουθήσας τας επιχειρήσεις εν Μικρά Ασία, εκινηματογράφησε κατά τας μάχας, διάφορα επεισόδια ηρωισμού και αυτοθυσίας του αγωνιζομένου Στρατού, και ούτω με προφανή κίνδυνον της ζωής του, απεθανάτισεν ένδοξα ιστορικά πολεμικά γεγονότα εκδηλούντα την ζωτικότητα της φυλής και την ψυχικήν αυτής δύναμιν.
Εις τούτον ανήκει δίκαιος έπαινος.
Δορύλαιον (Εσκή Σεχήρ] 13-7-1921
(Τ.Σ.) Α. ΠΑΠΟΥΛΑΣ

Β΄ Σ. ΣΤΡΑΤΟΥ
Εν Σεϊντή Γαζή τη 12 Ιουλίου 1921
Εκ του έρωτος του ενθέου προς την τέχνην εμπνεόμενος ο Προκοπίου και τους κινδύνους και τας ταλαιπωρίας σκληράς εκστρατείας περιφρονήσας, μετέσχε των εν Μικρασία επιχειρήσεων του Β΄ Σώματος Στρατού, αείποτε προκινδυνεύων και αριστεύων επί τέχνη και ανδρεία. Της ωραίας του τέχνης η έμπνευσις οδηγεί τούτον πάντοτε εις των μαχών τας σκληροτέρας φάσεις, εκεί όπου δημιουργούνται οι ήρωες και αποθνήσκουσι του μεγαλείου της Πατρίδος οι ιεροφάνται. Και ο Προκοπίου επέζησε χάριν της τέχνης. Η ιστορία της ελληνικής μεγαλουργίας της γενεάς ταύτης θα έχη προ αυτής την ζώσαν εσαεί αναπαράστασιν του εκλάμπρου έργου της ηρωικής ταύτης εποχής.
Ο υποστράτηγος
Διοικητής Β΄ Σ. Στρατού
ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΤΡΑΤΙΑ Μ. ΑΣΙΑΣ
Μεραρχία
Ο στρατιωτικός ζωγράφος Προκοπίου Γεώργιος παρηκολούθησε την Μεραρχίαν από της ενάρξεως των επιχειρήσεων της 29 Ιουνίου 1921 και εκινηματογράφησε πραγματικάς εικόνας μαχών των στρατευμάτων της Μεραρχίας εν αυτή τη πρώτη γραμμή και υπό τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού και πεζικού, με ενθουσιασμόν και προφανή κίνδυνον της ζωής του.
Εις τούτον ανήκει δίκαιος έπαινος διά το έργον, όπερ αποθανατίζει ένδοξα πολεμικά γεγονότα.
Στρατηγείον Τ.Τ. 922 τη 10 Ιουλ. 1921
Ο Μέραρχος Κ. ΔΙΓΕΝΗΣ

Το πιο εντυπωσιακό εγκώμιο, ωστόσο, έφερε την υπογραφή του Νικόλαου Πλαστήρα:
Ο υπογεγραμμένος συν/ρχης Διοικητής του 542 Συν/μος Ευζώνων Πλαστήρας Νικόλαος πιστοποιώ τα εξής:
Ο καλλιτέχνης Προκοπίου Γεώργιος κατά τας επιχειρήσεις του μηνός Ιουλίου ε. ε. παρακολουθήσας εθελουσίως το Σύνταγμα μετά κινηματογραφικού μηχανήματος και υποβληθείς εις όλους τους μόχθους σκληράς εκστρατείας, απέβη, δύναταί τις ειπείν, ο δαψιλέστερος χορηγός εις το Έθνος των ζωηροτέρων εικόνων της Ελληνικής ορμής, γενναιότητος και αυτοθυσίας.
Ο ευγενής ούτος καλλιτέχνης διά να αποδόση πιστώς και πλήρως εις το Έθνος δι’ εικόνων και κινηματογραφικών ταινιών παν ό,τι υπέροχον εξετυλίχθη εις τας μάχας, υπεβλήθη εις άτρητους μόχθους και εις μυρίους κινδύνους, περιτρέχων μετά των μηχανημάτων του και αυτάς τας εγγυτέρας προς τον εχθρόν γραμμάς των ακροβολιστών ευρεθείς πολλάκις εν μέσω διαρρηγνυομένων οβίδων και βροχής σφαιρών, αποτυπώσας φευγαλέα ηρωικά επεισόδια μόνον διά του φακού δυνάμενα να αποδοθώσιν εις την αιωνιότητα, χειριζομένου υπό τόσον τολμηρού και ριψοκινδύνου όσον και επιδεξίου καλλιτέχνου.
Ευρέθη πολλάκις εν τη καλλιτεχνική του μέθη αναμεμιγμένος μετά των επιτιθεμένων ευζώνων εις τας κρισιμοτέρας φάσεις των μαχών, προκαλέσας τον θαυμασμόν και την αγάπην των αξιωματικών και των οπλιτών, διά την υπέροχον εις το έργον του αφοσίωσιν.
Ως εκ τούτου περιέκλεισεν ασφαλώς και διά παντός εντός του μηχανήματός του, διά να αναπαραστήση βραδύτερον προ των ομμάτων του Ελληνικού, πάμπολλα πολεμικά επεισόδια, διά των οποίων εκδηλούται η ζωτηκότης της ... [σ.σ. το κείμενο δεν είναι ευκρινές].
Τοιαύτα πολεμικά επεισόδια είνε έφοδος, επελάσεις, εχθρικού ιππικού καταδιώξεις, καταιγισμοί πυροβολικού εχθρικού και ημετέρου, εκκρήξεις βλητοφόρων, πανικοί του εχθρού κλπ. μόνον υπό εκτάκτως ριψοκινδύνου και ευτόλμου ανδρός ως ο κ. Προκοπίου δυνάμενα να περικλεισθώσιν εντός μηχανήματος.
Τα ειλημμένα επεισόδια ανάγονται εις τας μάχας της 30 Ιουνίου (Ελμαλί Νταγ), 1 και 3 Ιουλίου (Ακτσάλ Νταγ), 8 και 9 Ιουλίου (Σεϊντή Γαζή).
Τα ολίγα ταύτα εθεώρησα καθήκον μου να αναγράψω εις ένδειξιν εκτιμήσεως και θαυμασμού προς τον αφοσιωμένον επί το έργον καλλιτέχνην πατριώτην, ως μικροτάτην ικανοποίησίν του, έναντι της υπερτάτης ψυχικής ικανοποιήσεως, ην είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα αισθανθή εκ των θερμών εκδηλώσεων του Ελληνισμού, διά το υπέροχον έργον του.
Παρά το Εσκή Σεχήρ 10 Ιουλίου 1921 (τ.σ.) Ν. Πλαστήρας

Η εφημερίδα Κόσμος της Σμύρνης φιλοξένησε σειρά διθυραμβικών σχολίων για τις ταινίες του Προκοπίου, όπως του καθηγητή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου Αθηνών, Θωμά Θωμόπουλου:
«Ο κ. Προκοπίου ωθούμενος από τον ένθεον ζήλον του όπως διά της τέχνης του προσφέρει και αυτός κάτι εις τον αγώνα της απελευθερώσεως της ωραίας Ιωνίας έτρεξε μαζύ με τους αθάνατους Τσολιάδες και απεικόνισε τα ηρωικά τους κατορθώματα, της κακουχίες τους, τους αγώνας τους, για την ελευθερία των δούλων. Και είδαμε το θαύμα αυτό το καλλιτεχνικό να προβάλλη ολοζώντανο μπρος στα μάτια μας εις το πανί του Κινηματογράφου. Κανείς μέχρι σήμερον και εκ των Ευρωπαϊκών κινηματογράφων δεν κατώρθωσε με τόση καλλιτεχνική διαύγεια να μας αποδώση τας γενναίας πράξεις, τα συναισθήματα, τας κινήσεις, τον πόνο, την καταστροφή, το πένθος, τη χαρά και τη Νίκη του πολέμου.
Η εκλογή των τοποθεσιών, η εκτίμησις των αποστάσεων και του φωτός μαζύ με την παράτολμον παρακολούθησιν των μαχών εκ του πλησίον δίδουν αληθώς κάτι από το ρίγος της συγκινήσεως του αιματηρού πολέμου που κάνουν εκεί κάτω οι ήρωές μας. Οι ταινίες αυτές πρέπει εξάπαντος να κάμουν τον γύρο του κόσμου. Είνε η ευγλωττοτέρα απολογία του πολέμου και είνε συγχρόνως σπανία καλλιτεχνική απόλαυσις».

Τον ενθουσιασμό των Ελλήνων της Σμύρνης αποτύπωνε το άρθρο ενός συντάκτη του Κόσμου:
«Όσοι επήγαν εις τον Κινηματογράφον των “Παρισίων” και όσοι θα πάγουν ακόμη, θα ομολογήσουν ότι δεν ευρίσκονται εμπρός σε μια ασυνείδητη εκμετάλλευσι σαν εκείνες που μας εδόθη ευκαιρία να δούμε έως τώρα και εις τις οποίες έπεσαν θύματα διάφορα κινηματογραφικά καταστήματα.
Ο Προκοπίου εφωτογράφησε την μάχην κατά την στιγμήν της εξελίξεώς του. Απετύπωσε τον ήρωα τραυματία την ώρα που έπεφτε ακριβώς, από τον κεραυνοβολημένο τσέτη καβαλάρη και το πληγωμένο άλογό του τους τελευταίους σπασμούς της αγωνίας των, άρπαξε στο πέταγμά των τις φευγαλέες σιλουέτες των ευζώνων του Πλαστήρα, και αιχμαλώτισε επάνω στα μικρά τετράγωνα της ταινίας τους άγριους στροβιλισμούς της φωτιάς και τις στιγμιαίες αστραπές του τηλεβόλου.
Παν ό,τι μας δείχνει είναι αληθινό, ζωντανό, φυσικό. Και το μόνον σημείον εις το οποίον εδούλεψεν ασφαλώς η φαντασία του καλλιτέχνου ζωγράφου, είναι η ταξιθέτησις όλων αυτών των στιγμιοτύπων, η σύνδεσις αυτών εις ένα σύνολον αρμονικόν μέσα εις το οποίον οι ζωηρές αντιθέσεις και οι γοργές απεικονίσεις αποτελούν μια ατελείωτη σειρά καλλιτεχνικών πινάκων από τους οποίους μόνον ο χρωματισμός λείπει για να τους κάμη τέλειους».
Ο συντάκτης σημείωνε πώς ο Προκοπίου επέλεξε συνειδητά να μην κινηματογραφήσει μια σκηνή, όταν οι εύζωνες είχαν περικυκλωθεί σ’ ένα χωριό από τους ιππείς του Τσολάκ Ιμπραήμ: «Το μέρος αυτό ο Προκοπίου δεν δέχεται να το αναπαραστήση. Είναι τόσον αληθινό ώστε καταντά απίστευτο και ψεύτικο [..] Και ο Προκοπίου θέλοντας ν’ αποφύγη κάθε τι που μπορεί να γεννήση αμφιβολία προτιμά να θυσιάση το αληθέστερο μέρος του ηρωικού του έργου».

«Ωρισμένως ο κ. Προκοπίου με την ωραίαν έμπνευσίν του και την τολμηροτέραν εκτέλεσίν της μας έδωσε χωρίς λέξεις [...] τον θαυμασιωτέρον ύμνον της Ελληνικής παλληκαριάς» εκτιμούσε στην ίδια εφημερί­δα ο Χρ. Π., ενώ διθυραμβικά ήταν σχόλια και του Παν. Ταγκόπουλου:
«Ο κ. Προκοπίου είνε καλλιτέχνης. Με την απόλυτη σημασία της λέξεως. Ψυχή, μάτι, διάθεση καλλιτεχνική. Ξέρει να βλέπη, ξέρει να διαλέγη, ξέρει να στήνη τη μηχανή του εκεί όπου ένας άλλος τεχνίτης θάστηνε το τριπόδι του ή θάπερνε την παλέττα στο χέρι να δώση σε χρώμα, σε σχήμα, σε γραμμή ό,τι μίλησε βαθειά στην ψυχή του, στο ερευνητικό και ανήσυχο βλέμμα του [..] Η εργασία του είνε δημιουργική - καθαρή και ειλικρινής δημιουργία. Δεν προσπαθεί να συναρπάση με φανταστικά επεισόδια. Δίνει ό,τι αντίκρυσε, ό,τι αιστάνθηκε, είδε. Τα χωριά που καίονται, τα νερά του Πορσάκ που κυλάνε ήρεμα και γάργαρα, τα υψώματα του Εκμανλή-Νταγ και του Τσαλ-Νταγ, το γιγαντένιο άλμα του τσολιά, η θεριστική βολή του θανατερού πυροβόλου, είνε τόσο κοντά στην αλήθεια που άθελα σκορπάνε στον καθένα το ρίγος και τον παλμό που φέρνει κάθε αληθινή Δημιουργία».
Ο Ταγκόπουλος περιέγραφε και μια συγκλονιστική σκηνή από το τρίτο μέρος της ταινίας:
«Ένα γιγαντόσωμο μαύρο άλογο πληγωμένο βαρειά, προσπαθεί μάταια να σηκωθή όρθιο. Υψώνει κάθε τόσο το βαρεμένο κεφάλι και τα πλευρά του όπως ογκώνονται από την αγωνία του περατάρη θανάτου, δίνουνε βαθειά την αίσθηση του πολέμου και το ρίγος και τη συγκίνηση μιας ανήλεης Μοίρας που διαβαίνει ανάλγητη στις αντάρες της Μάχης. Κ’ είνε τόσο δυνατή, τόσο παραστατική αυτή η εικόνα που ελάχιστα προσέχει κανείς το ανθρώπινο θύμα που μένει γυρμένο, βαρύ, ακίνητο σε μια άκρη, μ’ όλη τη χάλκινη ωχρότητα του θανάτου απ’ τον υπέροχο φωτισμό που έχει ρίξει στο πρόσωπο του ιππέα ο Καλλιτέχνης».

Το Φεβρουάριο του 1922 η ταινία επαναπροβλήθηκε στη Σμύρνη, συμπληρωμένη με αγγλικές επιγραφές εν όψει της προβολής της και στο εξωτερικό. Αργότερα προτάθηκε να χρησιμοποιηθούν οι ταινίες του Προκοπίου ως «ζωντανή διαφήμιση» από τα μέλη της Ε.Μ.Α. (Επιτροπή Μικρασιατικής Άμυνας), που σχεδίαζαν να αναλάβουν πρωτοβουλίες διεθνοποίησης του αγώνα τους.

Υπήρχαν άλλα πολεμικά φιλμ του Προκοπίου; Το Σεπτέμβριο του 1921, η Πρωτεύουσα αναφέρθηκε σε μια ταινία, που είχε μεν ληφθεί, αλλά δεν είχε προβληθεί ακόμη, δίνοντάς της τον τίτλο «Η αρπαγή των Σαβίνων». Ήταν ένα κωμικό παραλειπόμενο του πολέμου, με τους εύζωνες να έρχονται αντιμέτωποι μ’ ένα λευκό, φτερωτό στρατό από χήνες, οι οποίες έβοσκαν καλύπτοντας μια ολόκληρη πεδιάδα, ώστε αυτή έμοιαζε χιονισμένη εν μέσω καλοκαιριού.


* * *
Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ο αθηναϊκός τύπος ασχολήθηκε επί μακρόν με τα αίτια της τραγωδίας και υποδείκνυε «ενόχους» με πολιτικά μάλλον κριτήρια παρά αναζητώντας την πραγματική αλήθεια. Κάποια στιγμή ο Γιώργος Προκοπίου βρέθηκε στο στόχαστρο του συνταγματάρχη εν αποστρατεία Ανδρέα Α. Κουμουνδούρου. Σε εκτενή απάντησή του, που δημοσιεύτηκε στο Σκριπ στις 26.08.1924, ο καλλιτέχνης υπερασπίστηκε την αντικειμενικότητά του και την άψογη συνεργασία του τόσο με τη βενιζελική, όσο και με την κωνσταντινική κυβέρνηση, παρέθεσε τους επαίνους, που είχε δεχθεί από τους αρχηγούς του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία (όλων των πολιτικών αποχρώσεων), ενώ έδινε μια αποστομωτική απάντηση στην... κατηγορία ότι δεν εγκατέλειψε από τους πρώτους τη Σμύρνη, όπως οι εκπρόσωποι της ελληνικής διοίκησης!
«[...] Είχον βεβαίως και εγώ τα πολιτικά μου φρονήματα, όπως και κάθε άλλος Έλλην. Αλλ’ όπως ο τίμιος στρατιώτης δεν συζητεί διά τας πολιτικάς του δοξασίας προκειμένου να πολεμήση διά την Πατρίδα, ούτω και εγώ στρατιώτης της Εθνικής Ιδέας εκράτησα την Τέχνην αμόλυντον από τοιούτου είδους ευτελείς υπολογισμούς και διέσωσα μόνος εγώ τα ένδοξα του εθνικού στρατού ανδραγαθήματα τόσον τα προ της 1ης Νοεμβρίου 1920 όσον και τα μετ’ αυτήν. Τα διέσωσα καθ’ ην στιγμήν άλλοι τα εξήλειψαν διά μιας και μόνης χειρονομίας των. Τα διέσωσα, όταν οι άλλοι, λησμονούντες αυτά, εβυθίζοντο εις το αίσχος μιας αδικαιολογήτου φυγής. Και δεν διστάζω να διακηρύξω, ότι εάν με τον ίδιον ένθεον ζήλον τον ιδικόν μου ειργάζοντο και ο κ. συνταγματάρχης και οι άλλοι διοικηταί μικρών και μεγάλων εν Μικρασία μονάδων, η δόξα της Ελλάδος θα εσώζετο και αυτή, όπως εσώθησαν τα έργα τα ιδικά μου από την τουρκικήν λύσσαν.
Αλλ’ ο κ. συνταγματάρχης με κατηγορεί συγχρόνως, διότι έμεινα εις την Σμύρνην και δεν τον ηκολούθησα εις την φυγήν. Το ομολογώ. Έμεινα μαζύ με τους εγκαταλειφθέντας συμπατριώτας μου, αλλ’ έμεινα περισσότερον διά να σώσω το έργον μου, πιστεύων ακραδάντως ότι η τιμή μου επέβαλλε να μείνω και να αποθάνω εν ανάγκη. Και εν τούτοις δεν επρόκειτο ειμή μόνον περί πινάκων και ταινιών κινηματογραφικών, ενώ άλλοι εγκατέλειψαν πολυτιμότερα πράγματα χωρίς καν ν’ αποπειραθούν να σώσουν.
Οι πίνακες όμως εκείνοι και αι ταινίαι περιέκλειον παν ό,τι απετέλει και αποτελεί την σύγχρονον δόξαν της Ελλάδος και τους θριάμβους του Εθνικού στρατού, οίτινες συνεκλόνισαν το πεδίον του Εσκή Σεχήρ και καθηγίασαν με τίμιον ελληνικόν αίμα τας όχθας του Σαγγαρίου.
Και έμεινα αποφασισμένος να τους σώσω ή να χαθώ μαζύ των, αφού δεν κατώρθωσα να απομακρυνθώ εγκαίρως αποκομίζων τα έργα μου.
Πιθανόν ο κ. συνταγματάρχης να λυπήται, διότι, συλληφθείς αιχμάλωτος υπό των Τούρκων, δεν εχάθην και δεν εχάθησαν μαζύ μου και αι ταινίαι μου, αι οποίαι περικλείουν ολοζώντανην την μικρασιατικήν εποποιίαν, ήτις ίσως του ταράττει τον ύπνον και μετά την αποστρατείαν του τη αιτήσει του [...]»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου