Μετά τη διαφωνία
του με τον παραγωγό Χρήστο Σπέντζο και την αποχώρησή του από τη σκηνοθεσία της
ταινίας «Αμάρτησα για το παιδί μου», ο Γρηγόρης Γρηγορίου ίδρυσε έναν ειδικό
όμιλο κεφαλαιούχων και φίλων της οθόνης, ο οποίος ονομάστηκε «Καλλιτεχνικός
Κινηματογραφικός Οργανισμός» και ανέλαβε την παραγωγή μιας νέας ελληνικής
ταινίας με τίτλο «Θύελλα στο Φάρο» σε σενάριο και σκηνοθεσία του ίδιου του Γρηγόρη
Γρηγορίου.
Η υπόθεση του
έργου:
Ένας γέρος
φαροφύλακας, ο καπετάν Μιχάλης, μισεί θανάσιμα τη γυναίκα του, Φανή, που τον
εγκατέλειψε μ’ ένα μωρό, τη Χρύσα. Αποπειράθηκε να την σκοτώσει, αλλά ήταν
έγκυος και την λυπήθηκε. Έτσι, ο γέρο-Μιχάλης έχει και δεύτερη κόρη, την Όλγα,
που αγνοεί την ύπαρξή της και που ζει στον Πειραιά, εργάτρια στα λιπάσματα.
Η Όλγα, είκοσι
ετών, συνδέεται μ’ έναν εργάτη, τον Ανδρέα. Εν τω μεταξύ αποφυλακίζεται ο
Μεμάς, ο φίλος της μητέρας, και βάζει στο μάτι την Όλγα, την οποία αποπειράται
να βιάσει και τελικά την σκοτώνει. Ο Ανδρέας επιτίθεται στο Μεμά, αλλά σκοτώνει
–χωρίς να το θέλει– τη Φανή. Δραπετεύει μ’ ένα καράβι, ρίχνεται νύχτα στη
θάλασσα και σώζεται από το φαροφύλακα και την κόρη του, Χρύσα. Αρχίζει νέο
ειδύλλιο μαζί της. Μην μπορώντας να κρύβεται άλλο, ο Ανδρέας παραδίδεται στις
αρχές, όμως αφήνεται ελεύθερος, γιατί αποδεικνύεται ότι δεν σκότωσε αυτός τη
γυναίκα, ούτε ο φαροφύλακας, που είχε πάρει άδεια εκείνες τις μέρες για να
πραγματοποιήσει την εκδίκησή του, αλλά ο αποφυλακισθείς φίλος της.
Πρωταγωνιστούσαν
οι Θόδωρος Μορίδης (φαροφύλακας, καπετάν Μιχάλης Μπόχαλης), Ίντα Χριστινάκη
(Χρύσα/Όλγα), Ντίνος Δημόπουλος (Ανδρέας), Λυκούργος Καλλέργης (αστυνόμος),
Άννα Παϊτατζή (γειτόνισσα Όλγας), Μίμης Φωτόπουλος (Μεμάς), Ρίκα Γαλάνη (Φανή)
και οι Σίμος Τσαπνίδης, Κ. Μπάκας, Τάκης Καραβασίλης, Τάκης Καλλιαρέκος.
Λοιποί συντελεστές:
Οπερατέρ ………. Ιάσων Νόβακ
Σκηνογραφίες ….. Μ. Νικολαΐδης
Μηχανικός ήχου .. Γιώργος Κριάδης
Βοηθός …………. Μ. Κασιμάτης
Μηχανικός πλατό.. Π. Παπαδόπουλος
Βοηθοί οπερατέρ .. Γ. Τσαούλης, Ι. Χατζόπουλος
Ηλεκτρολόγος ….. Γ. Δανάλης
Βοηθός …………. Γ. Γκοτσογιάννης
Γενική επιμέλεια .. Α. Στασινός
Σκριπτ …….…….. Φ. Σωμαρίπας
Φροντιστής……... Ν. Σαμαράς
Μοντάζ …………. Κ. Δρίτσας
Μακιγιάζ ……….. Γ. Σταυρακάκης
Μακέτες τίτλων … Κώστας Αρβανιτίδης
Μουσική ………... Αργύρης Κουνάδης
Αρχικά, είχε συμφωνηθεί να γράψει τη μουσική της ταινίας ο Μάνος Χατζιδάκις, όμως ο συνθέτης κλήθηκε στο στρατό και αντικαταστάθηκε από τον Αργύρη Κουνάδη.
Οι πρώτες σκηνές
γυρίστηκαν επί οκταήμερο στο φάρο Βρυσάκη του Λαυρίου τον Οκτώβριο του 1949, με
τη συμμετοχή των ηθοποιών Ίντα Χριστινάκη, Θ. Μορίδη, Ντίνου Δημόπουλου και Λ. Καλλέργη.
Επρόκειτο για περίπου 30 σκηνές διάρκειας 15 λεπτών. Εξάλλου η ίδια ομάδα
ηθοποιών γύρισε κάποιες σκηνές στην Πεντέλη το Νοέμβριο, ενώ λήψη εξωτερικών
έγινε και στο λιμάνι του Πειραιά.
Η λήψη των
εσωτερικών πραγματοποιήθηκε στο στούντιο του Ζερβού, που στεγαζόταν στο θέατρο
«Παλλάς» του Πειραιά. Ξεκίνησαν γύρω στις 18 Δεκεμβρίου και ολοκληρώθηκαν
περίπου ένα μήνα αργότερα.
Η πρώτη
δοκιμαστική προβολή της «Θύελλας στο Φάρο» για τους δημοσιογράφους και τους
ανθρώπους της Τέχνης δόθηκε στο «Αττικόν» το πρωί της 05.04.1950.
Η ταινία ξεκίνησε
να προβάλλεται για το κοινό την Κυριακή του Πάσχα, 9 Απριλίου, σε τρεις αθηναϊκές αίθουσες
(«Αττικόν», «Πάνθεον» και «Σταρ»), σε δύο αίθουσες του Πειραιά («Παλλάς» και
«Κάπιτολ») και σε άλλες δύο της Θεσσαλονίκης («Διονύσια» και «Ηλύσια»).
Το πρώτο διήμερο,
οι τρεις αθηναϊκές αίθουσες έκοψαν συνολικά 21.921 εισιτήρια (8.802 στο
«Αττικόν», 7.082 στο «Πάνθεον» και 6.037 στο «Σταρ»), ενώ συνολικά το οκταήμερο
η ταινία πραγματοποίησε 46.428 εισιτήρια (18.873 στο «Αττικόν», 15.610 στο
«Πάνθεον» και 11.945 στο «Σταρ»).
Οι προβολές δεν
συνεχίστηκαν δεύτερη εβδομάδα.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Στη στήλη του στο
Έθνος, ο Μιχάλης Περάνθης σημείωσε βέβαια κάποια θετικά στην ταινία, ιδίως στο
τεχνικό κομμάτι («συνδυάζει στο μύθο του
μια χαρούμενη ελληνική φύσι από τα ακρογιάλια μας, κατά τρόπον αρμονικό, χωρίς
να δίνη την εντύπωσι επιτηδευμένης τουριστικής παρεμβολής», ενώ διαθέτει
και «στιγμές ειλικρινούς κινηματογραφικής
συγκινήσεως, που φανερώνουν ότι ο κ. Γρηγ. Γρηγορίου [...] και οίστρο διαθέτει
και φιλοδοξίες μπορεί να τρέφη»), όμως υπήρξε καταπέλτης σ’ ό,τι αφορούσε
την υπόθεση του έργου: «Πλοκή απίθανη,
ψεύτικη, συμβατική, αψυχολόγητη. Τίποτε δεν δικαιολογεί τη διατήρηση της
εκδικητικής εξάψεως του φαροφύλακα ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια, όταν
μάλιστα ο φαροφύλακας μας δείχνεται καλός και αλτρουιστής, με την αγαθή εκείνη
πρόθεσι στην οποία συνηθίζει η θάλασσα τους ανθρώπους της. Η Χρύσα δεν μας
θυμίζει ούτε μια φορά ότι έχει μεγαλώσει μακρυά από κάθε επαφή με τον κόσμο.
Κινείται σαν καλοαναθρεμμένη κοπελίτσα αστικής αγωγής. Οι συμπτώσεις ύστερα
είνε πολύ μελοδραματικές, φανερά απίθανες και ο φόνος με τους τρεις ενόχους
αρκετά ασαφείς. Όλα αυτά αποβλέπουν στο κοινό των ευκόλων δακρύων και των
μεγάλων συγκινήσεων και δεν προσφέρουν ούτε ένα μόριο γνησίας υποβολής». Ως
προς τις ερμηνείες, κατά τον Μ. Περάνθη η Ίντα Χριστινάκη στο διπλό ρόλο είχε
πετύχει «μια από τις καλύτερες δημιουργίες
της», «πολύ καλοί» ήταν οι
Μορίδης και Δημόπουλος, ενώ «εξαιρετικός»
στάθηκε ο Μίμης Φωτόπουλος.
Ο Γιάννης
Φερμάνογλου στην εφημερίδα Η Βραδυνή έγραψε για μια «συμπαθητική προσπάθεια με ένα αρκετά ενδιαφέρον σενάριο, που θα
ημπορούσε ίσως να αποδώση πολύ καλλίτερα με περισσότερα τεχνικά μέσα. Διότι
έτσι υστερεί καταφανώς στην φωνοληψία και στην φωτογραφία. Ως τόσο το ευνοεί η
εκτέλεσις».
Ο Βάσος
Τσιμπιδάρος στο Εμπρός είδε μια «φιλότιμη
προσπάθεια», όμως βρήκε την ευκαιρία να συστήσει στους κινηματογραφικούς
παραγωγούς «να αποφεύγουν αυτά τα βαρειά,
τα καταθλιπτικά δράματα» με το σκεπτικό ότι «από βάσανα και δυστυχίες είμαστε, δόξα τω Θεώ… αυτάρκεις στην κανονική
μας ζωή. Γιατί να τα βλέπουμε και στον κινηματογράφο;». Δεν απέφυγε επίσης
να επιπλήξει το σκηνοθέτη Γ. Γρηγορίου, ο οποίος «έπρεπε απαραιτήτως να γνωρίζη [ότι] τα κορίτσια στα χωριά και στους
φάρους δεν φορούν νυχτικό και δεν κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο με τους ξένους,
έστω και αν είναι ναυαγοί. Πόσο μάλλον όταν έχουν ένα πατέρα στραβόξυλο, όπως
είναι ο φαροφύλακας του έργου».
Ο Μάριος Πλωρίτης
επισήμανε στην εφημερίδα Ελευθερία την «αδεξιότητα
του μοντάζ», καθώς «κάθε σχεδόν σκηνή
κόβεται απότομα κι αδικαιολόγητα, πριν προλάβει να ολοκληρωθεί η εντύπωση που
θέλει ο σκηνοθέτης να υποβάλει στο θεατή. Μαζί κόβεται απότομα κι ο ήχος κι η
μουσική, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα κοψίματα αυτά έγιναν “εκ των
υστέρων”. Αλλά γιατί; Για να δοθεί γοργότερος ρυθμός στην ταινία, που, αλήθεια,
είναι υπερβολικά χαλαρή; Έτσι όμως, απλώς εκνευρίζεται ο θεατής, δε
“ζεσταίνεται”, δε “συναρπάζεται”». Κατά τ’ άλλα, για το Μάριο Πλωρίτη η
σκηνοθεσία –παρότι ο Γ. Γρηγορίου φαινόταν «πολύ
μουδιασμένος στην καθοδήγηση της κινηματογραφικής μηχανής»– διακρινόταν από
«μια ειλικρινή προσπάθεια να δοθεί κάποια
“ποιότητα” στην ταινία, ακόμα και προσπάθεια ανάμιξης στοιχείων “ντοκυμανταίρ”
(σκηνές στα “Λιπάσματα”)». Στα θετικά, το ότι έλειψαν οι χοντράδες και
χυδαιότητες («εκτός απ’ το ξεκρέμαστο
επεισόδιο του επίδοξου “σταρ”»), αλλά και οι περισσότερες ερμηνείες των
ηθοποιών, οι οποίοι έπαιξαν «με αρκετή
πειστικότητα και, συχνά, με κάποια άνεση», αν και η Ί. Χριστινάκη «δεν έφτασε στο ποθούμενο αποτέλεσμα, πότε
ήταν ολότελα άτονη, φευγαλέα, δεν πρόβαλε καθόλου τα αισθήματα και τις
καταστάσεις της, και πότε έπεφτε σε μελοδραματισμούς». Στα αρνητικά, η
χρήση ξεπερασμένων σκηνοθετικών εφέ (όπως ο περίπατος του φακού στα δέντρα την
ώρα της πρώτης ερωτικής πράξης, η αδιάκοπη χρησιμοποίηση πανοραμικών από το ένα
πρόσωπο στο άλλο).
Η Ροζίτα Σώκου
σχολίασε στους Καιρούς ένα παράδοξο: ενώ στην προηγούμενη δουλειά του στον
«Κόκκινο Βράχο» η σκηνοθεσία του Γρ. Γρηγορίου είχε «χαντακώσει» το σενάριο του, στη «Θύελλα στο φάρο» συνέβη το ακριβώς
αντίθετο («Ο Γρηγορίου-σεναριογράφος
προδίδει συνεχώς τον Γρηγορίου-σκηνοθέτη και η ανιαρώτατη σειρά αδιαφόρων
γεγονότων που χρησιμεύει για υπόθεσις, ο ασήμαντος διάλογος με τον οποίον
συνεννοούνται οι ήρωες της ταινίας, επηρεάζουν τον ρυθμό του έργου, το οποίον
μας γεννά την τρομερή απορία [...] του γιατί γυρίστηκε»). Στάθηκε επίσης σε
μια αδυναμία στην ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Ίντας Χριστινάκη: «Οι δύο αδελφές μοιάζουν σε τέτοιο σημείο,
ώστε η πρωταγωνίστρια έκρινε καλόν να μην αλλάξη ούτε και κατ’ ιδέαν το βάψιμο,
το χτένισμα, το ύφος, το παίξιμό της. Και τι ύφος! Τι παίξιμο! Κάποιος πρέπει
πεια να βρεθή για να πείση την δνίδα Χριστινάκη, ότι μια αγνή κοπέλλα δεν είναι
αναγκαστικά χαμηλοβλεπούσα, ούτε μιλά με την ακατανόητη ντιξιόν παραπονεμένης
γάτας. Αυτή η συνεχής ψευτοπαρθενικότης αλυσοδένει το παίξιμό της».
Σύμφωνα με το
Νέστωρα Μάτσα στον Εθνικό Κήρυκα, το πλεονέκτημα της ταινίας ήταν ότι «έχει σκηνοθέτη και η παρουσία του γίνεται
αισθητή σε κάθε σκηνή του έργου» και πιο συγκεκριμένα «επέτυχε να πειθαρχήση το σύνολο [και] να μας δώση μερικές αληθινές σκηνές»,
όπως τα εξωτερικά στον Πειραιά και τα πλάνα στο εργοστάσιο που «έχουν μια αλήθεια άγνωστη σ’ Ελληνική ταινία
κι έναν ανθρώπινο ρεαλισμό». Αντίθετα, το μεγάλο μειονέκτημα ήταν το
σενάριο, το οποίο «ατύχησε και ως πρώτη
ιδέα και ως τεχνική εκτέλεσις», ενώ «πολλές
επιφυλάξεις» διατυπώθηκαν ως προς τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών («Η Χρηστινάκη δεν έχει καθόλου άρθρωσι. Ο
Μορίδης δεν ξεχνά το θέατρο. Ο Φωτόπουλος παρουσιάζεται πάντα ο ίδιος. Μόνον ο
Δημόπουλος έδειξε ότι έχει πολλές εκμεταλλεύσιμες δυνατότητες», η δε Άννα
Παϊτατζή ήταν «άψογη» σ’ ένα μικρό
ρόλο). Τέλος, «ενδιαφέρουσα» ήταν η
μουσική του Αργύρη Κουνάδη «αν και δεν
είχε πιάσει ένα “λάιτ-μοτίβ”».
Το σενάριο
ανέδειξε ως το «βασικό μειονέκτημα»
της ταινίας και ο Βίων Παπαμιχάλης στην εφημερίδα Ακρόπολις («Ανήκει στο είδος του “ψευτορεαλισμού” και
έχει όλες τις υπερβολές και τις συμβατικότητες που συνεπάγεται το ξεπερασμένο
πια αυτό είδος. [...] Και είνε κρίμα, γιατί ο κ. Γρηγορίου είνε φανερό ότι
αγαπά τον κινηματογράφο και μπορεί να δώση πράγματα πολύ καλύτερα αν καταπιασθή
με πιο αληθινό θέμα»). Στα θετικά του Γ. Γρηγορίου το ότι «ξέρει να διευθύνη τους ηθοποιούς». Δύο
ερμηνείες δεν κέρδισαν τον Β. Παπαμιχάλη: του Μίμη Φωτόπουλου («Όχι γιατί δεν τα καταφέρνει καλά, αλλά γιατί
το κοινόν τον έχει κατατάξει στη συνείδησί του για κωμικόν και σε κάθε κουβέντα
του, έστω και δραματική, ξεσπά σε ηχηρά γέλοια, καταστρέφοντας έτσι την
“ατμόσφαιρα”») και της Ίντας Χριστινάκη, η οποία «αν και σε φανερή εξέλιξι, δεν μας πείθει ακόμη για τις κινηματογραφικές
ικανότητές της».
Ο κριτικός της
εφημερίδας Δημοκρατικός Τύπος διέκρινε μια προσπάθεια του Γρηγόρη Γρηγορίου να
δώσει «κάποια ποιότητα στην ταινία, που η
κοινοτυπία του θέματός της απαιτεί τουλάχιστον την ύπαρξη καλού σκηνοθέτη».
Ωστόσο κυριαρχούσαν «οι βασικές αμαρτίες
όλων των ελληνικών ταινιών», δηλαδή «η
σπασμωδικότητα ωρισμένων σημείων, η χαλαρότητα άλλων, η παντελής έλλειψις
μονταρίσματος, η προχειρότητα της φωνοληψίας –ειδικά στα σημεία που υπάρχει
μουσική– και η κουραστική μεταχείριση του φακού», ενώ ακόμη και η δραματική
ιστορία «δεν στάθηκε αρκετή να προσδώσει
ενδιαφέρον και να υποβάλη στον θεατή οποιοδήποτε συναίσθημα» πλην ελαχίστων
εξαιρέσεων.
Ο Α. Λς, κριτικός
της εφημερίδας Προοδευτικός Φιλελεύθερος, είδε ένα φιλμ με «καλή φωτογραφία, καλή εναλλαγή εικόνων, καλή
φωνοληψία και καλή σκηνοθεσία», αλλά με ένα «κάκιστο» σενάριο. Το αποτέλεσμα; «Έργο ποιότητος δεν είναι οπωσδήποτε και αυτό θα το ξέρουν βεβαίως και
οι δημιουργοί του [...]. Εμπορικό δεν είναι γιατί καμμιά συγκίνησις απ’ αυτές
που λέγονται φτηνές δεν σημειώνει την παρουσία της και δάκρυα στα μάτια των
γυναικών [...] δεν ανεβαίνουν, ώστε ν’ ανεβάσουν έτσι και την εμπορικότητα του
φιλμ, στα λαϊκά λεγόμενα στρώματα ή αλλοιώς, στους αφελείς θεατάς».
Προβληματική έκρινε και τη διάπλαση των χαρακτήρων: «Κανένας τύπος του έργου δεν είναι ολοκληρωμένος –όχι δε μόνον τούτο, αλλά όλοι σχεδόν είναι αντιφατικοί. Οι επόμενες πράξεις τους ή αντιδράσεις τους αναιρούν ή γελοιοποιούν τις εντυπώσεις των προηγουμένων. Υπάρχει ένας πατέρας –ο φαροφύλακας– που ενώ στις πρώτες εικόνες δείχνεται σκυλί ηθικής, στις αμέσως επόμενες εικόνες απουσιάζει ολοσχερώς αφήνοντας την μοναχοκόρη του θύμα στον έρωτα του απροσδιόριστου παρελθόντος νέου που έπεσε στα βράχια του φάρου του. Υπάρχει ένας νέος που είδε παραμορφωμένα βιασμένη και νεκρή την αγαπημένη του, που γι’ αυτήν την αιτία σκότωσε την ίδια στιγμή τη μητέρα της και που μ’ όλα ταύτα μετά από λίγες μέρες μπορεί και κάνει έρωτα στην αδελφή της –δεν το ξέρει βέβαια ακόμη– η οποία μοιάζει με την νεκρή σαν δίδυμη και που όχι μόνον κάνει έρωτα, αλλά και την καρπούται και αυτό δεν του προκαλεί ούτε υπόνοιαν νεκροφιλίας –έτσι το θέλει ο σεναριογράφος– προκαλεί όμως τέτοια εντύπωσιν στο θεατή».
Και μπορεί ο Α. Λς να μην αναγνώριζε ιδιαίτερες αρετές στον Γ. Γρηγορίου ως σεναριογράφο, τον παραδεχόταν ωστόσο ως σκηνοθέτη: «Το Ντεκουπάζ του και η κίνησις του φακού, οι διαλεγμένοι τόποι γυρίσματος, η ατμόσφαιρα της Πειραιώτικης ζωής που υπάρχει πάντα στις σχετικές σκηνές του, το καφενείο –για πρώτη φορά δειγμένο στο ελληνικό σινεμά– το λιμάνι, το εργαζόμενο εργοστάσιο –για πρώτη φορά κι αυτό σε ελληνικό φιλμ. Και πλήθος άλλα, εξ ων σπουδαιότατο η άνετη κίνηση και ομιλία των ηθοποιών του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου