Μια
ακόμη ταινία του φιλόδοξου «Έλληνα Σαρλώ» προβλήθηκε στο «Εθνικόν» στις 11 Οκτωβρίου
1925. Διαφημιζόταν απλά ως «η νέα ταινία του Μιχαήλ» και πιθανότατα
πρόκειται για το «Γάμο της Κοντσέτας και του Μιχαήλ», τα γυρίσματα του οποίου
είχαν ξεκινήσει το Μάιο και διήρκεσαν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Το
σενάριο είχε γράψει ο συγγραφέας Διδίκας, ενώ οπερατέρ ήταν ο Εμμανουήλ
Τζανετής. Πρωταγωνιστούσαν ο Μιχαήλ Μιχαήλ, ο Πραξιτέλης (στο ρόλο του
αντίζηλου) και η Κοντσέττα Μόσχου· δίπλα τους οι Ξένος, Θηβαίος, Αφεντάκης,
Σταυρακάκης, Φωφώ Λαούδη, Λολότα Ιωαννίδου, Δ. Παναγιωτίδου.
Όπως
και στον «Έρωτα της Κοντσέττας», ο –μεθυσμένος αυτήν τη φορά– Μιχαήλ
αποπειράται ν’ αυτοκτονήσει στα γυναικεία λουτρά του Νέου Φαλήρου. Μετ’
εμποδίων, αφού ο ηθοποιός φοβόταν τη θάλασσα, πέφτει στα ρηχά, όμως σώζεται από
τους ψαράδες και συνέρχεται χάρη στις περιποιήσεις της Κοντσέτας και της
Λολότας. Στην τελευταία σκηνή του έργου, ο Μιχαήλ βρίσκεται στις σκάλες του
τρένου αγκαζέ με την Κοντσέτα. Εκεί όμως συναντά τη Φωφώ Λαούδη, την οποία...
παίρνει από πίσω, με αποτέλεσμα να δεχτεί το ξυλοκόπημα της Κοντσέτας, της
Λολότας και των... θεατών!
Γυρίσματα
πραγματοποιήθηκαν στο θερινό σινεμά «Αλκαζάρ», στην πλατεία του οποίου στήθηκαν
τα σκηνικά, ενώ ο ήλιος αντικατέστησε τους ανύπαρκτους προβολείς. Ήταν μια
επεισοδιακή εμπειρία, καθώς μια μέρα ξέσπασε ανεμοθύελλα που δεν άφησε τίποτα
όρθιο και τα σκηνικά καταπλάκωσαν οπερατέρ και ηθοποιούς.
Στο...
δημιουργικό χάος που επικρατούσε στα παρασκήνια του γυρίσματος μεταφερόμαστε με
τη βοήθεια ενός δημοσιεύματος της εφημερίδας Εθνική Φωνή:
«Ο κ. Μιχαήλ έφθασε σε λίγο νευριασμένος. Οι μηχανικοί κατεγίνοντο να
φτιάσουν ένα σαλόνι κάτω στην πλατεία του θεάτρου. Αλλά αργούσαν. Ευρήκαν
τέσσαρα πλευρά σαλονιού και προσπαθούσαν να τα στερεώσουν με σκοινιά...
- Τι είν’ αυτά! ανέκραξεν ο κ. Μιχαήλ. Μη δεν πληρώνω
μηχανικούς;
Στο μεταξύ φθάνουν αι καλλιτέχνιδες και οι καλλιτέχναι
που θα παίξουν.
Ο συγγραφεύς του “σεναρίου” κ. Διδίκας τις πλησιάζει.
- Εμελετήσατε το έργο, ερωτά.
- Ποιο έργο, καλέ; απαντούν. Ούτε ιδέα δεν έχουμε...
- Μα...
- Μα χρειάζεται να το ξέρουμε το έργο από πριν;
- Ούτε πρόβα δεν εκάματε;
- Χα! χα! χα!...
Και αρχίζουν κρυστάλλινα γέλοια...
………….
- Άι στο Διάολο, ρε Μιχαήλ, είναι τέσσαρες η ώρα.
Φεύγω!... ανακράζει η Κοντσέτα.
Και αληθινά είναι 4 μ.μ. και ακόμη τα σκηνικά δεν είναι
εν τάξει...
Τέλος στρώνονται δυο μικρά χαλιά απάνω στο χώμα,
τοποθετείται ένα στρωμένο τραπέζι και από πίσω είναι το πάνκο σαλόνι.
- Όλα εν τάξει για το γάμο!
Παρουσιάζεται και ο παπάς. Αλλά δεν έχει γένεια.
- Μα πώς έτσι;
- Είναι καθολικός, απαντά ο Μιχαήλ. Δεν επιτρέπεται
ορθόδοξος.
- Τότε ας γίνη Ουνίτης να συμβιβασθούν τα πράγματα.
Τέλος επεμβαίνει ένας από τους προσκεκλημένους και του
καρφιτσώνει στο στήθος ένα κομμάτι άσπρο χαρτί. - Έτσι είναι εν τάξει καθολικός
ο παπάς.
………..
Ο Μιχαήλ στο μεταξύ ντύνεται. Φορεί ένα σχισμένο
πανταλόνι, ένα φράκο χωρίς ουρές και άλλα κουρέλια. Είναι ο γαμπρός.
Τώρα αρπάζει τον οπεραταίρ του κινηματογράφου.
- Κύτταξε πόσα πρόσωπα παίρνεις μέσα.
Και έπειτα αποτείνεται στους καλλιτέχνες του:
- Προσοχή, βρε, γιατί βάζω μπρος.
- Άι, μωρέ, γλήγορα κ’ έχω δουλειά! ανακράζει η
πρωταγωνίστρια.
- Προσέξτε λοιπόν –διδάσκει ο Μιχαήλ– να γονατίση ο ένας.
Γονατίζει κι ο άλλος και...
- Όχι. Δεν είν’ έτσι το σενάριό μου! φωνάζει ο συγγραφεύς
κ. Διδίκας.
- Έπειτα θα μπούμε στο σενάριό σου, απαντά ο Μιχαήλ. Αυτά
είναι πριν.
- Προπάντων να με ειδοποιήσης την ώρα που θα σου δώσω τσι
καρπαζές, φωνάζει η Κοντσέτα.
- Να με ειδοποιήσης την ώρα που θ’ αρχίση να μοιάζη το
σενάριο! φωνάζει ο συγγραφεύς.
- Δώστε μου, βρε παιδιά, ένα μαντήλι για τα δάκρυα...
ανακράζει η Κοντσέτα.
Σπεύδει ένας και της δίδει μια πετσέτα...
Αλλά το κρύο δεν χωρατεύει. Άνεμος παγερός πνέει. Η
πρωταγωνίστρια βάζει πάλι τις φωνές:
- Ξύλιασα από το κρύο, μωρέ Μιχαήλ, π’ ανάθεμά σε! Τι
τραβάμε στα 1925!
Ο Μιχαήλ όμως δεν απογοητεύεται. Επιμένει. Ενώ ο άνεμος
αναστατώνει το σαλόνι, αυτός διδάσκει τους ηθοποιούς περί τίνος πρόκειται...
- Πέστε μου και μένα τι θα παιχθή... ανακράζει και ο
συγγραφεύς.
……….
Τέλος αρχίζει ο οπεραταίρ να γυρίζη το μύλο της μηχανής.
- Χάιδευε, ρε παπά, τη δούλα, φωνάζει ο Μιχαήλ. Και συ,
οπεραταίρ, γύριζε γρήγορα. Και συ από κει δίνε του ξύλο γερό, γραμμή...
Ο συγγραφεύς διαμαρτύρεται ότι το έργο δεν είν’ έτσι.
Αλλά ο Μιχαήλ τον αρπάζει από το χέρι και του λέει:
- Μη με χασομεράς κ’ έχω τσ’ ανθρώπους γυμνούς. (Και
δείχνει τις κυρίες του θιάσου με τα γυμνά μπράτσα τους, που τουρτουρίζουν από
τον κρύο άνεμο)...
……………..
Εν τούτοις το έργο εξακολουθεί ν’ αποτυπώνεται στην
ταινία. Εμείς όμως παρακολουθούμε το έργο που παίζεται προφορικώς. Αυτό πρέπει
ν’ αποθανατισθή, γιατί δεν υπάρχει στην ταινία...
Κοντσέτα: - Ρε Μιχάλη, πότε είν’ η σκηνή που θα σε σπάσω
στο ξύλο;
Κάποιος: - Το τραπέζι του γάμου δεν έχει απάνω τίποτε;
Μιχαήλ: - Εσύ δεν ξέρεις.
Ο Συγγραφεύς: - Πού τόχεις το σενάριο, Μιχαήλ;
Μιχαήλ: - Εδώ έχω χάσει το μπούσουλα και μου λές τώρα
σενάριο! (Γέλωτες). Εσύ, Κοντσέτα, τώρα θα γελάς και θα κοιμάσαι...
Κοντσέτα: - Άι στο διάολο! Αφού θα κοιμάμαι, πώς θα
γελάω;
(Πάλι ο άνεμος απειλεί να τα πετάξη όλα)
-Μιχαήλ: Θα πέση αυτός ο διάολος!
Τέλος σπάζουν οι προσκεκλημένοι και η νύφη τα πιάτα, τα
ποτήρια και τις μπουκάλες στο κεφάλι του Μιχαήλ. Μα εκείνος το νου του τον έχει
στην ταινία.
- Πρόσεχε, οπεραταίρ, πόσα μέτρα τραβάς.
- Προσέχω...
- Άλλο ένα μέτρο μόνο. Ακούς; Είναι περιουσία αυτή. Πενήντα
δραχμές το μέτρο! Δεν είν’ αστεία...
Είναι όμως αστείο το πάρσιμο της ταινίας. Τάχα θα είναι
αστεία και η ταινία, όταν θα παιχθή; Ποιος το ξέρει αυτό;...
Μία
σκηνή λήφθηκε επί της οδού Πανεπιστημίου, στο ζαχαροπλαστείο Γεωργαντή, στις 13
Μαΐου 1925. Για ακόμη μια φορά, επικράτησε πανζουρλισμός, με την παρουσία
πολλών περίεργων περαστικών, που εμπόδιζαν το γύρισμα, ώστε απαιτήθηκε η
παρέμβαση αστυνομικών. Όσον αφορά τη σκηνή που γυρίστηκε εκείνη τη μέρα... «[ο πρωταγωνιστής] κυριολεκτικώς τα έκαμε θάλασσα,
θραύσας διάφορα ποτήρια και βυθίσας το κωμικόν του πρόσωπον εις δίσκον
γλυκισμάτων» υπό τους ήχους της πρόγκας του συγκεντρωμένου πλήθους.
Το
περιοδικό Θεατής δημοσίευσε άλλο ένα ευτράπελο σκηνικό από τα παρασκήνια:
Τα περίεργα δεν συμβαίνουν
μόνον στην Αμερική, αλλά και εις τας Αθήνας. Ιδίως όταν πρόκειται περί κινηματογράφου.
Ο Έλλην άγνωστος
καλλιτέχνης της σκηνής κ. Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ απεφάσισε προ ημερών να παίξη
μια κινηματογραφική ταινία. Εμάζεψε μερικούς φίλους του καλλιτέχνας και έβαλε
μπρος...
Αλλά καθώς ετραβούσεν η
ταινία, οι συνάδελφοί του του... έδιδαν κατραπακιές, οι οποίες δεν υπήρχαν εις
το έργον! Εκείνος αγρίεψε:
- Πάψτε, βρε, γιατί αυτό το
κομμάτι της ταινίας πάει χαμένο. Κι αυτή είναι περιουσία. Πενήντα δραχμές το
μέτρο πληρώνω!
- Καθώς προχωρούσεν η
ταινία, ο Μιχαήλ επρόκειτο να... πλύνη τα πόδια της πρωταγωνιστρίας του. Αυτό
ήτο μέσα στο έργο. Μα εκείνη έκαμε κάτι που δεν υπήρχε στο έργο: Του έδωκε μια
φάπα και ευρέθη το κεφάλι του μέσα στη λεκάνη. Και από την ορμήν έσπασε το
κεφάλι του κι άρχισαν να τρέχουν τα αίματα.
Μα εκείνος ανέκραξε προς
τον οπερατέρ που έπαιρνε την ταινία:
- Πρόσεχε μη την κόψης, να
βγουν και τα αίματα που τρέχουν.
- Μα τότε θα γίνη δράμα
αντί κωμωδίας...
- Δεν πειράζει...
Και ο ηρωισμός του τραυματίου καλλιτέχνου απετυπώθη και εις την ταινίαν...
[Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]
Μορφάρα
ΑπάντησηΔιαγραφή