«Σπιριδιόν, πού πορεύεσαι;»: Η πρώτη ελληνική κωμωδία

Μόλις είχε ξεκινήσει η προβολή της «Γκόλφως» στο «Πάνθεον και η εφημερίδα Εμπρός ενημέρωνε τους αναγνώστες της ότι στον ίδιο κινηματογράφο θα προβάλλονταν και άλλα ελληνικά έργα με προοπτι­κή να κυκλοφορήσουν «ευρέως παντού».
Πράγματι, στα μέσα Φεβρουαρίου 1915 ξεκίνησαν τα γυρίσματα της «πρώτης Ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας παριστατούσης κωμωδίαν», μια ταινία μικρού μήκους με τον επίσημο τίτλο «Σπιριδιόν πού πορεύεσαι;» (γνωστή επίσης και ως «Σπιριδιώνη πού υπάγεις;», «Κβο βάντις Σπύρο;», αλλά και στα λατινικά «Spiridion quo vadis;») σε παραγωγή της «Αθήνη φιλμς». [Είχε βέβαια προηγηθεί η «Μύτη της Αθηνάς», η οποία όμως ουδέποτε προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες και έχασε τυπικά την πρωτιά]

Πρωταγωνιστούσε ο λαϊκός, κωμικός ηθοποιός Σπυρίδωνας Δημητρακόπουλος, που με τα αυξημένα του κιλά και συνεπικουρούμενος από τις δυο του κόρες προκαλούσε τα γέλια των θεατών σε συνοικιακά θέατρα της πρωτεύουσας, όπως η «Αλυσίδα», όπου εμφανιζόταν τον Ιανουάριο του 1912 επιδιδόμενος σ' έναν «ξεκαρδιστικώτατον χορόν με κάλτσες», το οικογενειακό θέατρο «Ι. Γκρέκα» των Πατησίων (την ίδια χρονιά) κλπ. Η επιτυχία του Δημητρακόπουλου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε το καλοκαίρι του 1911 γράφτηκε ότι ο μηνιαίος του μισθός στην «Αλυσίδα» ανερχόταν σε 1200 δραχμές, δηλαδή ήταν ίσος με το μισθό του πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου!


Η ταινία γυρίστηκε σε διάφορα σημεία των Αθηνών, όπως στην Πανεπιστημίου, στο κατάστημα του Νησιώτη, στο ξενοδοχείο «Πάνθεον», στο Φάληρο, στη Λαϊκή Τράπεζα, στο Ζάππειο κλπ. Σε κάποιο σκετς ο Δημητρακόπουλος διερχόταν την οδό Σταδίου φορώντας γυναικείο πουκάμισο - ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζε το ρούχο του στα μάτια των θεατών. Φαίνεται πάντως ότι η φήμη του «Σπιριδιόν» ήταν τόσο μεγάλη μεταξύ των κατοίκων της πρωτεύουσας, ώστε πριν την πρεμιέρα ο τίτλος είχε ήδη γίνει συ­νηθισμένο πείραγμα μεταξύ των περιπατητών της Σταδίου. Τέλος, οι εσωτερικές σκηνές της ταινίας λήφθηκαν στην οικία του Θεόδωρου Μελετόπουλου στο Νέο Φάληρο.

Ως τα μέσα Μαρτίου τα γυρίσματα είχαν ολοκληρωθεί και η εφημερίδα Έθνος προανήγγειλε ότι «η ελληνική κινηματογραφική τέχνη ηύρε τον άνθρωπό της» στο πρόσωπο του Δημητρακόπουλου, ο οποίος «δεν έχει βέβαια αξιώσεις μεγάλης τέχνης... η σωματική του όμως διάπλασις, αι βαρελοειδείς διαστάσεις του τον κάμνουν μοναδικόν διά τον κινηματογράφον». Στο ίδιο μήκος κύματος το Σκριπ προέβλεπε ότι ο «Σπιριδιόν» θα προκαλούσε «τον ακράτητον γέλωτα των θεατών».

ΠΡΒΟΛΗ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Προβλήθηκε στο «Πάνθεον» από τις 8 μέχρι τις 12 Απριλίου 1915 μαζί με το ξένο αστυνομικό δράμα «Το μυστικό του ραδιοτηλεγραφήματος». Η σχετική διαφήμιση στον τύπο έκανε λόγο για «μία σειρά ωραιοτάτων κωμικών επεισοδίων εις τα οποία πρωταγωνιστεί ο γνωστότατος Έλλην κωμικός, ο λεπτός καλλιτέχνης, ο πανσεληνοειδής κ. Δημητρακόπουλος μετά του θιάσου του», ένα έργο «εξωφρενικώς κωμι­κόν» που προκαλούσε «συναυλίαν από γέλοια, από ακράτητα γέλοια».

«Κοσμοπλημμύρα αληθινή χθες εις το Πάνθεον» διαπίστωνε μια επόμενη καταχώρηση: «Από τας 4 μ.μ. η ευρεία αίθουσα ήτο πλήρης εκλεκτού κόσμου· εδίδετο η πρώτη ελληνική κωμωδία, το δεύτερον μετά την "Γκόλφω" ελληνικόν κινηματογραφικόν έργον», μια «κωμική φάρσα της οποίας οι κωμικώταται σκη­ναί εκτυλίσσονται εις τας Αθήνας. Πρωταγωνιστεί ο κ. Δημητρακόπουλος, απαράμιλος ως απεδείχθη χθες εις την φάρσαν, υπερβάσαν ευρωπαίους καλλιτέχνας εις το είδος τούτο», ώστε οι θεατές «εξεπλάγησαν διά την πρόοδον της κινηματογραφίας εν Ελλάδι».



Από τις 30 Μαρτίου έως τις 2 Απριλίου 1916 η ταινία προβλήθηκε στα «Ολύμπια» του Πειραιά, όπου προκλήθηκε «πανζουρλισμός» και «κοσμοπλημμύρα μέχρις ασφυξίας». Μάλιστα οι θεατές παρακολουθούσαν το Δημητρακόπουλο όχι μόνο επί της οθόνης, αλλά και στη σκηνή, σε μια μονόπρακτη κωμική οπερέττα με τίτλο «Τα φιλιά της αγάπης», που συμπλήρωνε – μεταξύ άλλων θεαμάτων – το πρόγραμμα της αίθουσας.

Ποιο ήταν όμως το μυστικό της επιτυχίας; Σε συνέντευξή του πολλά χρόνια αργότερα, ο Σπυρίδων Δημητρακόπουλος εκτιμούσε:
«Λόγω της σωματικής μου διαπλάσεως, η οποία έχει τι το εντελώς ιδιάζον και το κατάλληλον προς τούτο, μου είχε προταθή πολλάκις να λάβω μέρος εις την απόδοσιν κινηματογραφικών έργων. Γνωρίζων όμως την αδυναμίαν των Ελλήνων ηθοποιών, εις των οποίων είμαι, ηρνήθην. Εννοείται ότι η φιλοδοξία μου είχε κεντηθή και ήρχισα να ετοιμάζωμαι. Προς τούτο επί έτη παρηκολούθουν τας προβαλλομένας εδώ ταινίας. Εμελέτων τας κινήσεις των ηθοποιών της οθόνης, τας ανέλυον, τας εψυχολόγουν και προσεπάθουν να ιδώ τι μου λείπει εξ όλων όσα απήτει ο φακός διά να τα συμπληρώσω. Συγχρόνως παρηκολούθουν και τα της σκηνοθεσίας των κινηματογραφικών έργων και μόνον όταν εβεβαιώθην ότι μπορώ να ποζάρω στο φακό, ανέλαβα να παίξω το “Κβο Βάντις” και εις άλλα έργα αργότερον. Να διατί επέτυχα».

Είτε από απλή περιέργεια είτε γιατί πραγματικά τους άρεσε, οι θεατές φαίνεται ότι τίμησαν τις προβολές του «Σπιριδιόν». Και οι κριτικές του τύπου; Η δοκιμαστική προβολή για τους δημοσιογράφους στέφθηκε «υπό πλήρους επιτυχίας» σύμφωνα με το Έθνος. Από τις υπόλοιπες εφημερίδες μόνο ο Αστήρ περιορίστηκε να χαρακτηρίσει εξίσου λιτά την ταινία ως «πολύ επιτυχή».

Όταν ολοκληρώθηκαν οι προβολές, στους Καιρούς δημοσιεύθηκε ένα χρονογράφημα του «Πολυντώρ», που περισσότερο αναφερόταν στις (υπό προϋποθέσεις) ευοίωνες προοπτικές του κινηματογράφου στη χώρα μας, όπως τις σχολίαζαν δύο - πραγματικοί ή φανταστικοί - θεατές, και λιγότερο στην ταινία καθαυτή. Το μοναδικό σχόλιο σε σχέση με τον «Σπιριδιόν» περιοριζόταν στη φράση «ως αρχή περισσότερο από καλά», ενώ στο στόχαστρο βρέθηκε η μανία του κόσμου να τρέχει πίσω από τους ηθοποιούς: «Τι διαδήλωσις πλήθους ήταν αυτή εμπρός εις το κατάστημα του Νησιώτη!... Εις καμμίαν άλλην ταινίαν, απ' αυτάς που βλέπομεν εις το πανί, δεν φαίνονται οι διαβάται ενδιαφερόμενοι τόσον διά τους κινηματογραφουμένους ηθοποιούς...».

Λίγους μήνες μετά, ο Βεκ. της Νέας Ημέρας παρατήρησε ότι ο «Σπιριδιών» ήταν «εντελώς ανούσιος» ως έμπνευση, όμως απέδειξε ότι «υπάρχουν Έλληνες ηθοποιοί που ξεύρουν να σταθούν εμπρός εις τον φακόν του Κινηματογράφου».


* * *

Το έργο «Σπιριδιόν που πορεύεσαι» ήταν η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του Σπύρου Δημητρακόπουλου, όχι όμως και η τελευταία. Απ' όσα γνωρίζουμε, ακολούθησαν οι ταινίες «Σπιριδιών μπέμπης», «Σπιριδιών χαμαιλέων» και «Οι δυο τυχεροί». Πότε, όμως, προβλήθηκαν; 

Η βιβλιογραφία θέλει όλες τις ταινίες του Δημητρακόπουλου (συμπεριλαμβανομένου του «Κβο Βάντις») να γυρίστηκαν και να προβλήθηκαν μεταξύ 1910 και 1912, συνέπεια λανθασμένης διατύπωσης και ανάγνωσης μιας συνέντευξης του ηθοποιού στο περιοδικό Κινηματογραφικός Αστήρ. Από λάθος ανάγνωση της ίδιας συνέντευξης αναπαράγεται και η πληροφορία ότι ο Δημητρακόπουλος ήταν δήθεν ο ιδρυτής της «Αθήνη φιλμς», ενώ ο ίδιος δήλωνε ότι απλά «συνεργαζόταν» με την εταιρία.

Και ενώ γνωρίζουμε ότι οι «Δυο τυχεροί» προβλήθηκαν το 1922, από τον τύπο της εποχής δεν μπορεί ν’ αντληθεί η παραμικρή πληροφορία για τον «Μπέμπη» και το «Χαμαιλέοντα»: ούτε πότε προβλήθηκαν (προφανώς όχι πριν τον Απρίλιο του 1915) ούτε πού. Ενδεχομένως οι ταινίες έτυχαν ειδικής προβολής σε κάποιο μη κεντρικό ή σε θερινό σινεμά χωρίς δημοσιότητα. Πιθανότερα περιλαμβάνονταν στις παραστάσεις του ηθοποιού στα διάφορα συνοικιακά θέατρα.

Τι απέγινε, όμως, ο Σπυρίδων Δημητρακόπουλος; Συνέχισε να πρωταγωνιστεί σε λαϊκά συνοικιακά θέατρα, οι παραστάσεις των οποίων δεν τύγχαναν ιδιαίτερης προβολής από τις εφημερίδες. Μόνο το Μάιο του 1924 γράφτηκε ότι ο συμπαθής κωμικός θα ταξίδευε στη Γερμανία, προκειμένου να πρωταγωνιστήσει σε ταινία μεγάλης κινηματογραφικής εταιρίας. Τον Ιανουάριο του 1927 θα ήταν ένας από τους καταγγέλλοντες το σκάνδαλο της εταιρίας «Ζουλιέττα φιλμς».

Ο Δημητρακόπουλος έφυγε από την ζωή το 1936, ξεχασμένος από τον τύπο και ενδεχομένως από μεγάλο μέρος του κοινού, καθώς τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί για λόγους υγείας, όμως δεν τον ξέχασαν οι συνάδελφοι του, οι οποίοι τον εκτιμούσαν πολύ. Το Σεπτέμβριο του 1936, στην εφημερίδα Ελληνικόν Θέατρον, που εκδιδόταν κάθε δεκαπενθήμερο από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, δημοσιεύτηκε ένα μικρό αφιέρωμα στον «Σπυράκη», το οποίο αξίζει ν' αναπαραχθεί ως μικρός φόρος τιμής στον πρω­τοπόρο της ελληνικής. κινηματογραφικής κωμωδίας, παρότι στο άρθρο δεν γινόταν κάποια ειδική αναφορά στις κινηματογραφικές του περιπέτειες:
«Ένας αγαπητός παλαίμαχος συνάδελφος, που χρόνια βασανίστηκε από ένα σκληρό χτύπημα της αδυσώπητης μοίρας, ο Σπύρος Δημητρακόπουλος, εζήτησε εις την αιώνιαν ανάπαυσιν, την κατάπαυσιν των δεινών του. Ο Σπύρος Δημητρακόπουλος, ο αγαθός Σπυράκης, που στην πολύχρονη θεατρική σταδιοδρομία του εσκόρπιζε το γέλοιο σε όσους τον παρακολουθούσαν εις τας παραστάσεις του, αλλά και κάτω από τη σκηνή, ήτο ευχάριστος ομιλητής, και όλοι επεζητούσαν τη συντροφιά του για να απολαύσουν τα χαριτολογήματά του, τα καλαμπούρια του και τα αθώα πειράγματά του. Υπήρξε ένας κάλλιστος οικογενειάρχης, ένας πολύτιμος δάσκαλος για πολλούς ηθοποιούς και καλός φίλος. Κανείς δεν θα λησμονήση τον Σπυράκην, διότι εις τα αδιάκοπα ξενύχτια του συνεκέντρωνεν όλην την θεατρικήν νεολαίαν και εκεί τους ομιλούσε για το θέατρο, για την αποστολή που έχει ο ηθοποιός εις την κοινωνίαν και κανείς δεν τον απεχωρίζετο, παρά μόνον όταν διέλυε τη συντροφιά του και μετέβαινε να κοιμηθή.
Μια βραδυά οι τακτικοί φίλοι του είδαν ότι ο Σπυράκης δεν ήτο συνεπής εις το ραντεβού του και με πραγματική θλίψι εμάνθανον ότι "Ο Δημητρακόπουλος προσεβλήθη από συμφόρησι" και όλοι με συντριβή ανελογίσθησαν της ωραίες βραδυές που τους εχάριζε.
Δύο ολόκληρα χρόνια εβασανίστηκε στο κρεβάτι του πόνου και ένα απόγευμα απεχαιρέτησε τους δικούς του και έφυγε για πάντα [...]».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου