«Οι απάχηδες των Αθηνών» (1949)

Πρόκειται για το πρώτο ριμέικ στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, η δεύτερη διασκευή της ομώνυμης οπερέτας του Ν. Χατζηαποστόλου, που για πρώτη φορά είχε μεταφερθεί στον κινηματογράφο το 1930 από την «Νταγκ Φιλμ» σε σενάριο Γιάννη Πρινέα. Δεκαεννιά χρόνια αργότερα ο Πρινέας διασκεύασε εκ νέου τη γνωστή οπερέτα με παραγωγούς αυτήν τη φορά την «Ολύμπια Φιλμ» του Π. Δαδήρα και τον Η. Περγαντή σε σκηνοθεσία Ηλία Παρασκευά.

Η ιστορία με λίγα λόγια:

Σε μια πλακιώτικη ταβέρνα, εξαιτίας ενός καυγά συνδέεται αισθηματικά ο Κώστας ή «Πρίγκιπας», όπως είναι το παρατσούκλι του λόγω της αριστοκρατικής του εμφάνισης, με την Τιτίκα και αποκτά φιλία με τους Καρκαλέτσο και Καρούμπα, δυο παιδιά του λαού. Τον ίδιο καιρό φθάνει στην Αθήνα ένας πλούσιος ομογενής εξ Αμερικής με την κόρη του, Βέρα, και τη γεροντοκόρη αδελφή του. Η Βέρα και τα πλούτη αποσπούν την προσοχή του γραμματέα τους, του Κλέονα, ο οποίος, όταν αναφέρει στον πατέρα ότι ζητά το χέρι της κόρη του, διώχνεται. Θυμωμένος, αποφασίζει μ’ ένα φίλο του να σκαρώσουν μια φάρσα στον πλούσιο κατά τη διάρκεια της γιορτής της κόρης του, όπου θα παρευρίσκεται όλη η αριστοκρατία. Εκμεταλλεύονται την αδυναμία του Παραλή να έχει έναν πρίγκιπα στη δεξίωση και φέρνουν τον Κώστα, να παίξει το ρόλο του πρίγκιπα, και τους δύο φίλους του για ακολούθους. Αργότερα όμως ανακαλύπτονται και διώχνονται όλοι με τις κλωτσιές. Ο Κώστας παίρνει μια κληρονομιά και παντρεύεται με την αγαπημένη του Τιτίκα.

Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους έπαιξαν οι:

Άννα Καλουτά ………….     Βέρα Παραλή

Λάμπρος Κωνσταντάρας ..    Κώστας, «πρίγκιπας»

Φραγκίσκος Μανέλλης …     Καρκαλέτσος

Μίμης Φωτόπουλος …….     Καρούμπας

Λίντια Στεφανίδου ……...     Τιτίκα

Ντίνος Ηλιόπουλος ……..     Κλέων, γραμματικός

Γιάννης Πρινέας ………..      Ξενοφών Παραλής

Μαρίκα Μαντινείου …….     Αρετή Παραλή

Αιμίλιος Βεάκης ………...     ταβερνιάρης

Πήραν μέρος επίσης οι Μαίρη Λαΐδου, Ευάγγελος Παπασιόπουλος, Μ. Νικολαΐδου, Δ. Κεδράκας, Μαρία Πρινέα, Παναγιώτης Καραβουσάνος, Κώστας Πομόνης, Σταύρος Κλέωπας, Ρ. Ευθυμίου κ.ά.

Η Μαρίκα Μαντινείου επανέλαβε το ρόλο που είχε παίξει και στην ταινία του 1930.


Λοιποί συντελεστές:

Διεύθυνση παραγωγής ….     Παναγιώτης Δαδήρας

Βοηθός σκηνοθέτη      ……... Δημήτρης Δαδήρας

Οπερατέρ ………………..     Τζανής Αλιφέρης

Σκηνογράφος ……………    Γ. Ρωμανός

Μοντάζ ………………….     Αιμίλιος Προβελέγγιος

Καλλιτεχνική επίβλεψη -Ντεκόρ: Γ. Βεντούρης

Μακιγιάζ ………………..     Κίμων Σπαθόπουλος

Φωτισμοί ………………..     Κίμων Σπαθόπουλος

Φωτογραφία …………….     Φωτο-Τζαλ

Φωνοληψία - Επεξεργασία    ..στούντιο «Νόβακ Φιλμ»

Μουσική ………………...     Νίκος Χατζηαποστόλου

Διεύθυνση ορχήστρας …..     Αθανάσιος Κόκκινος

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στο Γαλάτσι το βράδυ της 21ης Φεβρουαρίου 1949.

Η ταινία φερόταν ολοκληρωμένη τον Απρίλιο του 1949, έτοιμη για προβολή την εβδομάδα του Πάσχα σε δύο κεντρικούς κινηματογράφους της Αθήνας! Ωστόσο η φωνοληψία της κρίθηκε ελαττωματική και οι κινηματογραφικοί οργανισμοί δεν έδειξαν ιδιαίτερη προθυμία για να την συμπεριλάβουν στα προγράμματά τους. Έτσι έγινε νέα επεξεργασία του φιλμ στα εργαστήρια της «Νόβακ Φιλμ» και το καλοκαίρι του 1949 η ταινία φερόταν έτοιμη για το εμπόριο.

Οι επιφυλάξεις όμως παρέμεναν και έτσι, όπως είχε συμβεί και με άλλες ελληνικές ταινίες εκείνη την περίοδο, οι «Απάχηδες» προβλήθηκαν πρώτα στη Θεσσαλονίκη: στα «Ηλύσια» από τις 27 ή 28 Οκτωβρίου 1949 (αμέσως ή μία μέρα μετά τη λήξη της δεκαήμερης απεργίας των κινηματογραφικών αιθουσών σ’ όλη τη χώρα). Οι επιχειρηματίες Ρέγκος και Χατζηνάκος τηλεγράφησαν ότι η υποδοχή από το κοινό ήταν θριαμβευτική –τόσο σε αριθμό προσέλευσης θεατών, όσο και με τις αντιδράσεις εντός της αίθουσας. Σύμφωνα με τα στοιχεία, που δημοσίευσε η εφημερίδα Έθνος, την πρώτη μέρα κόπηκαν 2.400 εισιτήρια, ενώ τη δεύτερη μέρα ο αριθμός αυξήθηκε σε 3.650.

Από τις 31 του μήνα, η ελληνική ταινία είχε σοβαρό αντίπαλο, την «Τελευταία Αποστολή» της «Φίνος Φιλμ», η οποία παιζόταν σε δύο αίθουσες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε στη στήλη του στην εφημερίδα Εμπρός ο δημοσιογράφος Γ. Λαζαρίδης, στις 31.10 οι «Απάχηδες των Αθηνών» έκοψαν 1.700 εισιτήρια (έναντι 4.067 της «Τελευταίας Αποστολής» αθροιστικά), ενώ την 1η Νοεμβρίου τους «Απάχηδες» παρακολούθησαν περισσότεροι από 1.000 θεατές (έναντι 4.000 που παρακολούθησαν την ταινία της «Φίνος Φιλμ»).

Η επιτυχία των «Απάχηδων» ήταν μεγάλη στη Θεσσαλονίκη και οι προβολές συνεχίστηκαν επί σειρά εβδομάδων σε διαφορετικές αίθουσες (μέχρι τις 13 Νοεμβρίου στα «Ηλύσια», από τις 14.11 στον «Ορφέα» και το «Ίλιον», από τις 21.11. στον «Κρόνο»).

Οι Αθηναίοι έπρεπε να περιμένουν μερικούς μήνες για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν την ταινία. Οι προβολές των «Απάχηδων» στην πρωτεύουσα ξεκίνησαν στις 23 Ιανουαρίου 1950, την ίδια μέρα που έκανε πρεμιέρα και ο θρυλικός «Μεθύστακας», σε τρεις αίθουσες: «Ρεξ», «Άστορ» και «Σταρ».

Την πρώτη μέρα κόπηκαν 12.920 εισιτήρια αθροιστικά υπερτερώντας του «Μεθύστακα» κατά σχεδόν 3.000 εισιτήρια, όμως η τάση αντιστράφηκε από τη δεύτερη κιόλας μέρα, οπότε οι «Απάχηδες» έκοψαν 10.375 εισιτήρια, ενώ την τρίτη μέρα ο αριθμός των εισιτηρίων μειώθηκε σε 9.006, την ώρα που ο αριθμός των θεατών του «Μεθύστακα» συνεχώς αυξανόταν.

Συνολικά, η ταινία φέρεται να έκοψε 80.337 εισιτήρια. Ήταν η όγδοη εμπορικότερη μεταξύ των 257 ταινιών που προβλήθηκαν στους 13 αθηναϊκούς κινηματογράφους πρώτης προβολής τη σεζόν 1949-50 (από 15.09.1949 έως 28.05.1950) και παράλληλα η τρίτη εμπορικότερη μεταξύ μόνο των ελληνικών ταινιών την ίδια περίοδο.

Το Φεβρουάριο του 1952 μια νέα έκδοση των «Απάχηδων» προβλήθηκε στον αθηναϊκό κινηματογράφο Έλλη».


ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο Νέστωρας Μάτσας, στο σημείωμά του στον αθηναϊκό Εθνικό Κήρυκα, ενέταξε την ταινία «στην κατηγορία των προδρομικών φιλμ που δεν επαρουσίαζαν καμμία καλλιτεχνική και τεχνική πρόοδο» και εξέφρασε τη λύπη του «γιατί δεν υπάρχει κάποια υπηρεσία που να ελέγχη τις Ελληνικές ταινίες που γυρίζονται. Είναι κρίμα να κοροϊδεύουν έτσι το Κοινό και να το καταστρέφουν πνευματικά προβάλλοντάς του τέτοια ακατανόμαστα κατασκευάσματα».

Στην εφημερίδα Ακρόπολις, ο Βίων Παπαμιχάλης έγραψε για ένα θέαμα «μπαλαφάρικο», που απευθυνόταν «σε καθαρά λαϊκό κοινό».

Η Ροζίτα Σώκου επέλεξε να μην γράψει κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο στη στήλη της στην εφημερίδα Οι Καιροί, πέραν του ότι «Δεν φταίνε σε τίποτε οι εξαίρετοι κωμικοί και οι γνωστοί ηθοποιοί του ελαφρού και μη θεάτρου που παίζουν σ’ αυτό, αν τους έστησαν μπροστά σ’ έναν φακό κι αν το θέαμα στο οποίο τους εμφανίζουν, αρμόζει μεν στο Αλκαζάρ και στην Όασι το καλοκαίρι, δεν έχει όμως καμμία σχέσι ούτε με τους σοβαρούς κινηματογράφους, όπου το παρουσιάζουν, ούτε με τον κινηματογράφο γενικώς».

Αλλά και ο Ι. Σταυρίδης στο Εμπρός απέφυγε να σχολιάσει την ταινία καθαυτή, η οποία «χωρίς να είνε χειρότερη από άλλες ελληνικές ταινίες», ωστόσο «ως τέχνη δεν σημειώνει καμία πρόοδο». Αντίθετα, άσκησε έντονη κριτική στην εταιρία παραγωγής: «Πολλοί Έλληνες παραγωγοί βασίζονται στην έλλειψι αξιώσεων του κοινού που έτσι κι αλλιώς πάει να δη μια ταινία της ντόπιας παραγωγής και την υποδέχεται συνήθως με αυθόρμητο ενθουσιασμό. [...] Όμως αυτοί οι παραγωγοί θα έπρεπε να έχουν παρατηρήσει ότι το κοινό στα τελευταία χρόνια άρχισε να διαλέγη τις ελληνικές ταινίες και ποιοτικώς, και ότι πέρασε ο καιρός που ο κόσμος πήγαινε να δη ένα φιλμ μόνο και μόνο για ν’ ακούση τη γλώσσα του και να μην παρακολουθή τους μεταφρασμένους τίτλους. Και ότι πέρασε ο καιρός που συγχωρούσε κανείς στον ελληνικό κινηματογράφο τα ψελλίσματα, τα πειράματα και τις αδυναμίες κι ότι απ’ εδώ και πέρα έχουμε την απαίτησι αν όχι να βλέπουμε έργα ολκής, τουλάχιστον έργα που να έχουν κάποια τεχνική αρτιότητα».

Ο Γιάννης Φερμάνογλου στη Βραδυνή περιορίστηκε να εστιάσει στις ερμηνείες των ηθοποιών. Τα πιο θετικά σχόλια συγκέντρωσε το δίδυμο Μανέλλης και Φωτόπουλος, οι οποίοι «οργιάζουν κυριολεκτικά για να χαρίσουν άφθονο γέλιο», η Άννα Καλουτά με «το μπρίο της», αλλά κυρίως η Λίντια Στεφανίδου, η οποία ήταν «πραγματική αποκάλυψις» και «δείχνει ότι έχει όλα τα προσόντα διά να επιτύχη εις τον κινηματογράφον».

Ο Μιχάλης Περάνθης στο Έθνος σχολίασε για την ταινία ότι αποτελούσε «μια περιφρόνηση προς την αντιληπτικότητα του Κοινού μας [...] θυμίζοντας έντονα τα πρώτα βήματα της ελληνικής παραγωγής». Ακόμη και οι γνωστοί πρωταγωνιστές φαίνονταν ζημιωμένοι από τη συμμετοχή τους στην ταινία: «Ο Βεάκης περιορίζεται σε ένα ρόλο άνευ σημασίας. Η Καλουτά, με φοβερές σκιές και ρυτίδες, δεν έχει καμμιά σχέσι με την μπριόζα πρωταγωνίστρια της σκηνής. Ο Κωνσταντάρας αποπειράται να παραστήση τον ζεν πρεμιέ. Ο Ηλιόπουλος είνε στο στοιχείο του, αλλά χωρίς περιθώριο δράσεως. Άλλως τε καμμιά δράσις δεν πηγάζει από κανένα πρόσωπο. Όλοι τους κινούνται αυθαίρετα και μονοκόμματα, χωρίς να τείνουν πουθενά». Οι μόνες νότες ευθυμίες προέρχονταν από τις «έξυπνες υπερβολές» των Φωτόπουλου - Μανέλλη, αλλά και από τις «ελληνικούρες» της Μ. Μαντινειού στο ρόλο της θείας Αρετής, «που φέρνουν το χοντρό γέλιο».

Τέλος, ο Α. Λς στην εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος εξέφρασε την ελπίδα ότι «παρόμοιον τεχνικής και καλλιτεχνικής προχειρότητας και αδιαντροπιάς φιλμ δεν θα δεχτούν να ξαναπροβάλουν οι διευθυνταί των κεντρικών τουλάχιστον αιθουσών της Πρωτευούσης», αποδίδοντας τον αριθμό των εισιτηρίων της ταινίας «στην ταυτόχρονη με τον “Μεθύστακα” προβολή, στα φορμαρισμένα ονόματα των πρωταγωνιστών του και στο έξυπνο κείμενο και την γλυκειά, ζυμωμένη με προσωπικές αναμνήσεις μουσική της οπερέττας Χατζηαποστόλου». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου