Δεν
είναι εύκολο να γράψει κανείς μια όσο
το δυνατόν συνοπτικότερη περίληψη ενός
βιβλίου 378 σελίδων, ώστε και να μην
κουράσει τον αναγνώστη με λεπτομέρειες
και ν’ αποδώσει παράλληλα την ουσία
του περιεχομένου. Διακινδυνεύοντας μια
ελλιπή σύνοψη, θα επιχειρήσω το καλύτερο
δυνατό αποτέλεσμα, συνιστώντας πάντα
στους αναγνώστες να μην διστάσετε να
ξεφυλλίσετε τις υπόλοιπες αναρτήσεις
του ιστολογίου (λίγες την ημέρα, όσο
σας επιτρέπει ο ελεύθερος χρόνος σας),
εφόσον θέλετε να μάθετε περισσότερες
λεπτομέρειες για τις προπολεμικές
ελληνικές ταινίες. Στο μεταξύ, ας
ξαναγράψουμε την ιστορία των πρώτων
χρόνων του ελληνικού κινηματογράφου,
πιο εμπλουτισμένη από ποτέ και με την
κρυφή ελπίδα ότι το ερευνητικό ενδιαφέρον
θα αναζωπυρωθεί, ώστε τα επόμενα χρόνια
να εμπλουτιστεί ακόμη περισσότερο!
Η
πρώτη φορά που κινηματογραφική κάμερα
έλαβε πλάνα από τον ελλαδικό χώρο ήταν
μόλις τον Απρίλιο του 1897, όταν ο Βρετανός
δημοσιογράφος, διάσημος πολεμικός
ανταποκριτής την εποχή εκείνη, Φρέντερικ
Βίλιερς έφτασε στη Θεσσαλία για να
καταγράψει τον ελληνοτουρκικό πόλεμο,
που στην ελληνική ιστορία καταγράφηκε
και ως “ατυχής”. Ο Βίλιερς
τράβηξε αρκετά πλάνα, τα οποία βέβαια
δύσκολα θα μπορούσαν να συγκριθούν με
τα σύγχρονα πολεμικά ρεπορτάζ, μιας και
η κάμερα έδειχνε περισσότερο τα
αποτελέσματα της μάχης και όχι την
εξέλιξή της. Όμως οι ταινίες του με
σκηνές από τη Θεσσαλία, αλλά και την
Κρήτη (την οποία επισκέφτηκε μετά τη
λήξη του πολέμου), επισκιάσθηκαν από
τις πιο εντυπωσιακές, πλην όμως
ψευδοϊστορικές, ταινίες μικρού μήκους
του Ζακ Μελιές, ο οποίος αναπαρήγαγε
τον ελληνοτουρκικό πόλεμο στο στούντιό
του, λίγο έξω από το Παρίσι.
Ο
ελλαδικός χώρος θα προσείλκυε πιο
συστηματικά το ενδιαφέρον των ξένων
κινηματογραφιστών από το 1904 και μετά,
ενώ το 1906 γυρίστηκε και η πρώτη ταινία
ελληνικής παραγωγής, που κατέγραφε
τα αγωνίσματα της Μεσολυμπιάδας, που
διοργανώθηκε στην Αθήνα το μήνα
Απρίλιο, αλλά και τους υψηλούς
προσκεκλημένους μεταξύ των θεατών.
Η πρωτοβουλία ανήκε στην ελληνική
Ολυμπιακή Επιτροπή, όμως ο οπερατέρ
ήταν κατά πάσα πιθανότητα ξένος, ο Σ.
Λεόνς. Η βασιλική οικογένεια και οι
κοσμικοί της εποχής είχαν το προνόμιο
να παρακολουθήσουν πρώτοι και δωρεάν
την ταινία σε μια πριβέ προβολή της στην
οικία του Πέτρου Καλλιγά στα τέλη
Απριλίου, λίγες μέρες μετά το τέλος
των αγώνων. Ο απλός λαός θα έπρεπε να
περιμένει κάτι λιγότερο από δυο εβδομάδες
ακόμη, μέχρι να ξεκινήσουν οι προβολές
στην αίθουσα του “Παρνασσού” με
τιμή εισιτηρίου 2 δραχμές. Από τότε ακόμα
ίσχυε ο κανόνας που θέλει τους
“κατέχοντες” να απολαμβάνουν δωρεάν
τα δημόσια θεάματα, σε αντίθεση με τα
λαϊκά στρώματα.
Έναν
περίπου χρόνο μετά, κινηματογραφήθηκε
η επίσκεψη του βασιλιά της Ιταλίας στην
Ελλάδα (μαζί με αθλητικές επιδείξεις,
εκδρομή στην Ακρόπολη, στο Τατόι κλπ.)
στις 27 Μαρτίου 1907. Οπερατέρ ήταν ο
φωτογράφος της βασιλικής αυλής Κάρολος
Μπέριγκερ, στον οποίο δόθηκε η σχετική
εντολή από την ελληνική Ολυμπιακή
Επιτροπή. Εφημερίδα της εποχής έκανε
λόγο - προφανώς με μια δόση υπερβολής
- για τις “καθαρότερες” κινηματογραφικές
εικόνες που είχαν προβληθεί μέχρι τότε
στην Αθήνα. Τον Απρίλιο του 1907
κινηματογραφήθηκαν και οι πανελλήνιοι
αθλητικοί αγώνες, χωρίς να μπορεί αυτήν
τη στιγμή να επιβεβαιωθεί το όνομα του
οπερατέρ· ενδεχομένως να ήταν και πάλι
ο Μπέριγκερ.
Ωστόσο,
μόλις το φθινόπωρο του 1910 αρχίζει σιγά
σιγά μια πιο συστηματική παραγωγή
ελληνικών ταινιών, οι οποίες περιορίζονταν
να καταγράφουν επίκαιρα ή κοινωνικά
γεγονότα της εποχής. Η νέα εποχή
εγκαινιάστηκε με την “Απόπειρα πτήσεως
του κ. Αρνιώτη εις Τατόιον”, που κατέγραφε
την αποτυχημένη απόπειρα (μια από τις
πολλές) του Λεωνίδα Αρνιώτη, εισαγωγέα
θεαμάτων και καλτ φυσιογνωμίας της
εποχής, να γινόταν ο πρώτος Έλληνας
αεροπόρος. Το συμβάν έλαβε χώρα στις 26
Σεπτεμβρίου 1910 και η σχετική ταινία
ξεκίνησε να προβάλλεται στον κινηματογράφο
“Ελλάς” από τις 18 Οκτωβρίου. Οπερατέρ
ήταν ο φωτογράφος Εμίλ (ή Αιμίλιος)
Λέστερ, ένας από τους πρωτοπόρους
οπερατέρ, στον οποίο οφείλει πολλά η
ελληνική έβδομη τέχνη, παρότι δυστυχώς
το όνομα του ξεχάστηκε τελείως και η
ιστορική έρευνα το αγνοούσε σχεδόν εξ
ολοκλήρου μέχρι σήμερα. Να σημειωθεί
βέβαια ότι ο Λέστερ δεν διέθετε δική
του εταιρία, αλλά το “μοναδικό εργοστάσιο
ταινιών”, όπως διαφημιζόταν στον τύπο
της εποχής, ανήκε στον Σ. Λεόνς, έναν
επίσης πολύ σημαντικό πρωτεργάτη, ο
οποίος εκείνα τα χρόνια γύριζε κυρίως
ταινίες για λογαριασμό της γαλλικής
Γκωμόν.
Μερικές
από τις ταινίες ζουρνάλ (ας πούμε τα
“επίκαιρα” της εποχής) στην περίοδο
από το 1911 μέχρι 1914, όταν ο ελληνικός
κινηματογράφος άρχισε να ανακαλύπτει
τη μυθοπλασία, ήταν οι εξής (ενδεικτική
αναφορά): η επίσκεψη του πρωθυπουργού
Ελευθερίου Βενιζέλου στην παιδική
κατασκήνωση που είχε ιδρύσει η Σοφία
Σλήμαν στη Βουλιαγμένη το καλοκαίρι
του 1911, η άφιξη του θωρηκτού “Αβέρωφ”,
διάφορες κοινωνικές και αθλητικές
εκδηλώσεις (π.χ. ο εορτασμός της Αποκριάς,
ιππικοί αγώνες κλπ.), η κινηματογράφηση
μιας καισαρικής τομής από τον Λεόνς το
Δεκέμβριο του 1912, στρατιωτικά γυμνάσια
κλπ., ενώ “ρεκόρ” θεωρήθηκε η μέσα σε
λίγες ώρες προβολή της ταινίας, που
κατέγραψε την πυρκαγιά στα γραφεία της
εφημερίδας Εσπερινή ένα πρωινό του
Φεβρουαρίου του 1914. Υπεύθυνος αυτού του
άθλου ήταν ο Λέστερ.
Προηγουμένως,
το καλοκαίρι του 1913 και ενώ ο δεύτερος
βαλκανικός πόλεμος βρισκόταν σε
πλήρη εξέλιξη, έφτασε στη Μακεδονία ο
Γερμανός οπερατέρ Robert
Schwobthaler, προσκεκλημένος
του βασιλιά Κωνσταντίνου, προκειμένου
να καταγράψει την προέλαση του
ελληνικού στρατού στην κοιλάδα του
Στρυμόνα μέχρι τα στενά της Κρέσνας και
την Τζουμαγιά. Η ταινία καποτύπωσε
σημαντικά ιστορικά ντοκουμέντα, όπως
τα πτώματα Σερραίων προκρίτων που είχαν
συλληφθεί και στη συνέχεια εκτελεστεί
από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής
λίγες ώρες πριν την απελευθέρωση της
πόλης των Σερρών. Αντίγραφο του φιλμ,
που προβλήθηκε σε πολλές χώρες του
κόσμου γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία
και προκαλώντας πολλές συζητήσεις,
ενδεχομένως να βρίσκεται κάπου θαμμένο
στα αρχεία του κράτους (σύμφωνα με τον
τύπο της εποχής), ενώ μία κόπια βρίσκεται
στην Αμερική και μάλιστα προβλήθηκε
σε φεστιβάλ του UCLA το
2014. Αλήθεια, πόσο εντυπωσιακό θα ήταν
αν ύστερα από τόσα πολλά χρόνια προβαλλόταν
και στην Ελλάδα αυτή η ταινία με το τόσο
σημαντικό ιστορικό ενδιαφέρον!
Νωρίτερα,
την άνοιξη του 1913, η ηθοποιός Κυβέλη σε
συνεργασία με το σύζυγό της Κώστα
Θεοδωρίδη και το φωτογράφο/οπερατέρ
Λέστερ σχεδίαζαν την ίδρυση εταιρίας
που θα παρήγαγε ταινίες μυθοπλασίας,
βασισμένες σε ελληνικά θεατρικά έργα
διαφόρων εποχών με σκοπό να καταστήσουν
την εγχώρια θεατρική παραγωγή γνωστή
στο εξωτερικό. Έγιναν αρκετές προετοιμασίες,
ενώ φαίνεται ότι είχαν βρεθεί τόσο το
σενάριο (μια κωμωδία του Τίμου Μωραϊτίνη)
όσο και οι ηθοποιοί (όλοι του θιάσου
Κυβέλης), ενώ η δημοφιλής ηθοποιός
πραγματοποίησε το Μάρτιο του 1913 ένα
ταξίδι στο Παρίσι για ενημέρωση και για
την αγορά εξοπλισμού (κάμερες κλπ.).
Επέστρεψε με μια ταινία-έκπληξη, που θα
μπορούσαμε να παρομοιάσουμε με ένα
είδος “ριάλιτι”. Ο τίτλος ήταν “Η
Κυβέλη εις Παρισίους” και έδειχνε την
ηθοποιό να περιδιαβαίνει τα παρισινά
βουλεβάρτα, να περπατάει στις όχθες του
Σηκουάνα και να ταΐζει γαλοπούλες, να
κυκλοφορεί με αυτοκίνητο, να περπατάει
σε δημοφιλείς προορισμούς της γαλλικής
πρωτεύουσας κλπ. Η ταινία, αν και
προβλήθηκε μόλις για ένα διήμερο,
προκάλεσε ενθουσιασμό στους θεατές,
που έβλεπαν για πρώτη φορά μια Ελληνίδα
ηθοποιό επί της κινηματογραφικής οθόνης.
Αυτό
που δεν έγινε την άνοιξη του 1913, κατορθώθηκε
ένα χρόνο αργότερα. Οι κυρίες της
Ηπειρωτικής Επιτροπής είχαν τη φαεινή
ιδέα να εμπλουτίσουν μια φιλανθρωπική
εσπερίδα του συλλόγου τους με την προβολή
ελληνικής ταινίας. Απευθύνθηκαν, λοιπόν,
στον Γεώργιο Τσοκόπουλο, ο οποίος έγραψε
το σενάριο της πρώτης ελληνικής
κωμωδίας, και στον Λέστερ, ο οποίος
ανέλαβε να τη σκηνοθετήσει. Ήταν η “Μύτη
της Αθηνάς” (αλλιώς “Όνειρον αρχαιολόγου”).
Η υπόθεση ήταν εξαιρετικά απλοϊκή. Ένας
Νορβηγός αρχαιολόγος βλέπει το όραμα
της θεάς Αθηνάς, η οποία του αποκαλύπτει
ότι το χαμένο άγαλμά της αναζούσε στο
σώμα μιας σύγχρονης Αθηναίας. Το μόνο
που έπρεπε να κάνει ο αρχαιολόγος, ήταν
να εντοπίσει την Αθηναία αυτή μετρώντας...
τη μύτη της, η οποία φυσικά είχε ίδιο
μήκος με τη μύτη της Αθηνάς, όπως του
είχε εμφανιστεί στο όραμα! Αυτός, λοιπόν,
έρχεται στην Αθήνα συνοδευόμενος
από τη σύζυγό του και επιδίδεται στο
κυνήγι όσων γυναικών βρίσκονταν στο
δρόμο του, μέχρι να βρει εκείνη με τις
σωστές διαστάσεις μύτης, προκαλώντας
στο μεταξύ τις εκρήξεις ζήλιας της
συζύγου του!
Οι
ηθοποιοί ήταν όλοι ερασιτέχνες. Ο
θεατρικός συγγραφέας Νικόλαος Λάσκαρης
υποδύθηκε τον αρχαιολόγο, η Λιλή Πάλλη
τη σύζυγό του και η Μαρία Σακορράφου τη
θεά Αθήνα (και τη σωσία της). Την παράσταση,
όμως, επιχείρησαν να κλέψουν οι κοσμικές
κυρίες, που συνωστίζονταν μπροστά στην
κάμερα του Λέστερ προσφέροντας τις
μύτες τους στην έβδομη τέχνη, θέλοντας
απλά και μόνο να δουν τς πρόσωπά τους
επί της κινηματογραφικής οθόνης, κάτι
που σχολιάστηκε αρνητικά από το σύνολο
του τύπου, όταν η ταινία προβλήθηκε στα
πλαίσια των φιλανθρωπικών εσπερίδων.
Η “Μύτη της Αθηνάς” ήταν περισσότερο
ένα εσωτερικό αστείο της αθηναϊκής
αριστοκρατίας της εποχής, ενώ ουδέποτε
προβλήθηκε στις αίθουσες για το ευρύ
κοινό.
Τόσο
τα γυρίσματα όσο και η προβολή της
ταινίας έγιναν τον Απρίλιο του 1914. Τον
ίδιο μήνα ξεκίνησε να γυρίζεται και η
“Γκόλφω”, μια παραγωγή της “Αθήνη
φιλμς”, εταιρίας που είχε ιδρυθεί στις
αρχές της χρονιάς, ενώ την επόμενη διετία
θα παρουσίαζε αρκετά ζουρνάλ, αλλά
και μια ταινία-έκπληξη με τίτλο “Σιλουέττες
(ή Αθηναϊκές Σιλουέττες) του Παπαγάλλου”,
κατά την οποία σχηματίζονταν σταδιακά
επί της οθόνης καρικατούρες γνωστών
προσωπικοτήτων της εποχής, σχεδιασμένες
από το αόρατο χέρι ενός νέου σκιτσογράφου,
που ονομαζόταν Γ. Ζάχος. Η ταινία
προβλήθηκε το Δεκέμβριο του 1914 και
φαίνεται ότι σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Πίσω,
όμως, στην “Γκόλφω”, την πρώτη ταινία
μεγάλου μήκους στην ιστορία του ελληνικού
σινεμά. Οι ηθοποιοί δεν ήταν από τα πρώτα
ονόματα, είχαν όμως θεατρική εμπειρία.
Για παράδειγμα, η πρωταγωνίστρια,
Βιργινία Διαμάντη, είχε ερμηνεύσει τον
ομώνυμο ρόλο στο θέατρο λίγο καιρό πριν
ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Σκηνοθέτης
εμφανιζόταν σ’ ένα δημοσίευμα ο Νίκος
Κουκούλας. Και ενώ τα γυρίσματα φαίνεται
ότι είχαν ολοκληρωθεί τον Ιούλιο του
1914 και μάλιστα πραγματοποιήθηκε
δοκιμαστική προβολή σε δημοσιογράφους
και ανθρώπους των γραμμάτων, τελικά η
επίσημη πρώτη της “Γκόλφως” για το
κοινό δόθηκε στον κινηματογράφο “Πάνθεον”
της πρωτεύουσας στις 22 Ιανουαρίου, αφού
το προηγούμενο διήμερο είχαν προηγηθεί
πριβέ προβολές για το βασιλιά και άλλα
υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Στη Θεσσαλονίκη,
η “Γκόλφω” προβλήθηκε με τον υπότιτλο
“Τραγωδία έρωτος” στην οθόνη του “Πατέ”
από τις 27 Μαρτίου, ενώ η χάρη της φέρεται
να έφτασε μέχρι και τη Γαλλία.
Ήταν
να μη γίνει η αρχή. Τον Απρίλιο του 1915,
η “Αθήνη φιλμς” παρουσίασε την κωμωδία
μικρού μήκους “Σπυριδιόν, που πορεύεσαι;”
με πρωταγωνιστή των εξαιρετικά
δημοφιλή λαϊκό ηθοποιό Σπυρίδωνα
Δημητρακόπουλο, ο οποίος μέχρι τότε
σημείωνε τεράστια επιτυχία σε
συνοικιακά θέατρα της πρωτεύουσας, ενώ
φερόταν να αμείβεται όσο και ο πρωθυπουργός
Βενιζέλος.
Τον
Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, οι ηθοποιοί
του θιάσου Κυβέλης είχαν την έμπνευση
να εμπλουτίσουν την επιθεώρηση “Πανόραμα
1915” με μια ταινία μικρού μήκους, το
γύρισμα της οποίας αποδείχθηκε
επεισοδιακό, καθώς σε κάποια στιγμή το
φιλμ καταστράφηκε. Τελικά φαίνεται
ότι προβλήθηκε μια μικρή σκηνή γυρισμένη
στο Φάληρο, που έδειχνε τον πρωταγωνιστή,
Τηλέμαχο Λεπενιώτη, να βουτάει στη
θάλασσα, για να καταστρέψει ένα γερμανικό
υποβρύχιο! Όχι άδικα, μερίδα του τύπου
έδωσε στην ταινία τον τίτλο “Ήρωας”.
Στο
μεταξύ, ο Λεπενιώτης φαίνεται ότι
ερωτεύτηκε την κάμερα και μέσα στο
επόμενο δωδεκάμηνο ακολούθησαν δύο
νέες ταινίες του. Ο “Αγαπημένος των
γυναικών” εξιστορούσε τις ερωτικές
περιπέτειες ενός παντρεμένου... Γάλλου
δημοσιογράφου, ο οποίος για κάποιο λόγο
έρχεται στην Αθήνα. Η γυναίκα του μαθαίνει
για τον εξωσυζυγικό του δεσμό, ενώ
στο τέλος η ερρωμένη του (η ηθοποιός
Νίνα Κόκκου) μένει έγκυος χαρίζοντάς
του... δεκάδες παιδιά. Η ταινία γυρίστηκε
τον Αύγουστο του 1915 με οπερατέρ τον
Λεόνς, προβλήθηκε στο “Πάνθεον” το
Δεκέμβριο και περιγράφτηκε ως η πρώτη
ελληνική κωμωδία μεσαίου μήκους. Το
καλοκαίρι του 1916, ο Λεπενιώτης
πρωταγωνίστησε σε μια ακόμη κωμωδία,
την οποία μάλιστα γύρισε ο ίδιος, με
τίτλο “Ο Λεπενιώτης Μασίστας” έχοντας
στο πλευρό του τη Ροζαλία Νίκα και πολλά
παιδιά, που υποδύονταν λιλιπούτειους
μάγκες. Η ταινία είχε διάρκεια 20 λεπτών
και προβλήθηκε στα πλαίσια της επιθεώρησης
“Παπαγάλλος 1916”, όμως η υπόθεσή της –
σε αντίθεση με εκείνη του “Ήρωα” ένα
χρόνο νωρίτερα – δεν είχε οποιαδήποτε
σχέση με τη θεατρική παράσταση.
Το
1916 ξεκίνησε να γυρίζεται και η “Κερένια
Κούκλα”, η πρώτη κινηματογραφική
διασκευή βιβλίου στην ιστορία του
εγχώριου σινεμά, με πρωταγωνίστρια τη
Βιργινία Διαμάντη, χωρίς όμως επιτυχία.
Τα επόμενα χρόνια έγιναν αρκετές,
ανολοκλήρωτες κινηματογραφικές απόπειρες
με πιο σημαντική τον “Ανήφορο του
Γολγοθά”, μια παραγωγή της “Άστυ
φιλμς” του Δήμου Βρατσάνου, σχετικά με
το όραμα μιας μοναχής, η οποία “βλέπει”
μεταξύ άλλων και τα πάθη του Χριστού. Η
ταινία, για την οποία γράφτηκαν πολλά
ανεκδοτολογικά και κατ’ επέκταση
ελάχιστα αξιόπιστα στοιχεία, γυρίστηκε
το καλοκαίρι του 1918, ενώ παράλληλα η
“Άστυ φιλμς” ετοιμαζόταν να γυρίσει
και μια δεύτερη ταινία με τίτλο “Η
Καραβίδα”, που πιθανότατα δεν γυρίστηκε
ποτέ.
Πρέπει
να περιμένουμε μέχρι το 1920 για να γυριστεί
και να προβληθεί το πρώτο “άξιο του
ονόματος” ελληνικό έργο, η “Προίκα της
Αννούλας”. Σύσσωμος ο τύπος της εποχής
επαίνεσε την ερμηνεία της Κούλας Ζερβού,
η οποία υποδύθηκε την Αννούλα, μια
φτωχή κοπέλα από τα Κιούρκα, που αγνοεί
τον αγνό έρωτα ενός συγχωριανού της
ήρωα και τραυματία της μάχης του Σκρα
περιμένοντας τον ψευτοπλούσιο γαμπρό
από την Αμερική, μόνο που ο τελευταίος
άλλαξε γνώμη την τελευταία στιγμή
βάζοντας στο μάτι την πλουσιότερη, όπως
νόμιζε, κόρη του παπά του χωριού. Η
ταινία, που παραδόξως έχει επικρατήσει
στη βιβλιογραφία να αναφέρεται ως
διασκευή του κωμειδυλλίου “Η τύχη της
Μαρούλας”, είχε αρκετές δραματικές
σκηνές, ενώ σε κάποιο σημείο προπαγάνδιζε
και το λαχειοφόρο δάνειο της ελληνικής
κυβέρνησης, καθώς στο τέλος η Αννούλα
κερδίζει χρήματα στο λαχείο, γίνεται
πλούσια και τελικά παντρεύεται τον
φτωχό Γιάννη, που στο μεταξύ είχε αφήσει
το χωριό του, πικραμένος επειδή η
Αννούλα περίμενε τον Αμερικάνο γαμπρό.
Τον
Οκτώβριο του 1920, παραμονές των ιστορικών
εκλογών της 1ης Νοεμβρίου, κάνει πρεμιέρα
ο “Βιλλάρ εις τα γυναικεία λουτρά του
Φαλήρου” με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό
Νικόλαο Σφακιανάκη, ήδη γνωστό από τις
συμμετοχές του σε σειρά ελληνογαλλικών
επιθεωρήσεων τα προηγούμενα χρόνια.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Σφακιανάκης
θα επανέκαμπτε κινηματογραφικά με τις
“Περιπέτειες του Βιλλάρ”, που είναι
η παλιότερη σωζόμενη κωμωδία του
ελληνικού κινηματογράφου.
Την περίοδο 1920-1922 κυριαρχούν οι ταινίες ζουρνάλ με τον κινηματογραφικό φακό να καταγράφει από αυτοκινητιστικές επιδείξεις μέχρι αναπαραστάσεις μαχών του 1821 στην επέτειο των 100 χρόνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης. Σημαντικότερες ήταν οι ταινίες του Κυπρή, ο οποίος βρέθηκε στην πρόσφατα απελευθερωθείσα Θράκη, καθώς και οι ταινίες που κατέγραφαν τη μικρασιατική εκστρατεία. Στο πολεμικό μέτωπο βρέθηκαν με ειδική άδεια ο ζωγράφος Γιώργος Προκοπίου, οι ταινίες του οποίου προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση τόσο στους κατοίκους της ελληνικής πρωτεύουσας όσο και στους Έλληνες της Σμύρνης, όπου προβάλλονταν με επιτυχία επί σειρά εβδομάδων, ο γνώριμος μας από παλιά Εμίλ Λέστερ και οι αδελφοί Γαζιάδη. Οι Γαζιάδη, που είχαν επιστρέψει από τη Γερμανία στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1920, γύρισαν σειρά ζουρνάλ, η αξία των οποίων όμως αμφισβητήθηκε έντονα από μερίδα του τύπου – και κυρίως του σμυρνιώτικου – ως “σκηνοθετημένα”, ενώ μεγαλύτερο επίτευγμα ήταν η ταινία “Ελληνικόν θαύμα”, που συνδύαζε στοιχεία μυθοπλασίας με τη συμμετοχή Πολωνών ηθοποιών. Το “Ελληνικόν θαύμα” δεν προβλήθηκε την εποχή εκείνη, καθώς είχε μεσολαβήσει η μικρασιατική τραγωδία, όμως το φιλμ βρέθηκε πριν λίγα χρόνια στα αρχεία του υπουργείο Εξωτερικών καθιστώντας το την παλιότερη σωζόμενη, ελληνική ταινία μυθοπλασίας.
Μια
αναζωπύρωση του κινηματογραφικού
ενδιαφέροντος στον τομέα της μυθοπλασίας
υπήρξε την άνοιξη του 1922 και εκφράστηκε
σε διάφορα επίπεδα: είτε με ταινίες
μικρού μήκους που πλαισίωναν θεατρικά
έργα είτε με φιλμ που προβλήθηκαν στις
κινηματογραφικές αίθουσες (οι “Δυο
τυχεροί” του Δημητρακόπουλου, μια
κωμωδία που προπαγάνδιζε τη λαχειοφόρο
αγορά της τότε κυβέρνησης), άλλα που
γυρίστηκαν, αλλά ουδέποτε προβλήθηκαν
(η “Τσιγγάνα της Αθήνας, που πάντως δυο
χρόνια αργότερα θα έβρισκε διέξοδο για
μία και μοναδική προβολή, αν και μερικώς
λογοκριμένη από τις αμερικανικές
αρχές, στους Έλληνες της Νέας Υόρκης),
ενώ υπήρξαν και απόπειρες του Βρατσάνου,
που επίσης δεν ευτύχησαν.
Την
περίοδο 1923-1925, στον τομέα της μυθοπλασίας
κυριαρχούν οι κωμωδίες μικρού μήκος
του Μιχαήλ Μιχαήλ, ενός όχι ιδιαίτερα
προβεβλημένου ηθοποιού, μέλους του
θιάσου Σαμαρτζή-Μηλιάδη, ο οποίος
φιλοδοξούσε να μιμηθεί επί της οθόνης
τον Σαρλώ. “Ο Μιχαήλ έχει ψιλά”, “Το
όνειρο του Μιχαήλ”, “Ο έρως της Κοντσέττας
σώζει τον Μιχαήλ” και “Ο γάμος της
Κοντσέττας και του Μιχαήλ” ήταν οι
τίτλοι των ταινιών του, στις οποίες
συμμετείχαν και άλλοι ηθοποιοί του
ίδιου θιάσου, ενώ σταθερή συμπρωταγωνίστριά
του – και αντικείμενο ανεκπλήρωτου
ερωτικού πόθου εκ μέρους του – ήταν
η ηθοποιός Κοντσέτα Μόσχου.
Και
ενώ το 1924 αναγγέλθηκε η ίδρυση διάφορων
νέων κινηματογραφικών εταιριών, την
επόμενη χρονιά παρουσιάστηκαν μόνο δύο
παραγωγές. Η μία από αυτές, “Της μοίρας
τ’ αποπαίδι”, ήταν η πρώτη ύστερα από
πολλά χρόνια ελληνική ταινία μεγάλου
μήκους, ενώ φερόταν εμπνευσμένη από
αληθινά γεγονότα και από το δημοσιογραφικό
καρνέ του Δήμου Βρατσάνου. Η δεύτερη
ταινία του 1925 ήταν μια κωμωδία μεγάλου
μήκους, “Η απαγωγή της νύφης”, οι
δημιουργοί της οποίας είχαν τη φαεινή
ιδέα να παρουσιάσουν το έργο τους το
κατακαλόκαιρο: 16 Αυγούστου η πρώτη
προβολή στην Αθήνα και παράλληλα σε
διάφορες λουτροπόλεις.
Το
Φεβρουάριο του 1926, χάρη στο Νίκανδρο
Μαρκίδη και τον ερασιτεχνικό
κινηματογραφικό του όμιλο “Ο μικρός
Αστήρ”, παρουσιάστηκαν στη Δράμα οι
πρώτες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν
στην επαρχία. Ήταν δυο κωμωδίες (“Ο Μαρκ
γκαρσόνι” και “Ο Μαρκ πολυτεχνίτης”)
με πρότυπο της ταινίας του Τσάρλι
Τσάπλιν, ενώ αργότερα παρουσιάστηκε
και το δράμα “Έρως αγρότου”. Την ίδια
περίοδο δραστηριοποιήθηκε – χωρίς όμως
επιτυχία – μια ερασιτεχνική κινηματογραφική
εταιρία και στην Καβάλα εστιάζοντας σε
ταινίες επικαιρότητας, ενώ έντονη
κινηματογραφική δραστηριότητα
παρατηρούταν και στη Θεσσαλονίκη χάρη
στον Δημήτρη Καμινάκη, ο οποίος γύρισε
διάφορα σενάρια (“Η επανάστασις του
1821”, “Η Ιφιγένεια εν Αυλίδι”, “Λήσταρχος
Γιαγκούλας”), αν και όλες οι πληροφορίες
συγκλίνουν στο ότι καμία από τις ταινίες
αυτές δεν προβλήθηκε τελικά επί της
οθόνης.
Το
1927 εγκαινιάστηκε μια πιο αποφασιστική
περίοδος για τον ελληνικό κινηματογράφο,
χάρη στην εταιρία “Νταγκ φιλμς” των
αδελφών Γαζιάδη, οι οποίοι αποφάσισαν
στροφή στη μυθοπλασία. Το Μάιο του 1927
κινηματογράφησαν την αναβίωση των
Δελφικών Εορτών, μια φιλόδοξη πρωτοβουλία
του Άγγελου Σικελιανού και της Εύας
Πάλμερ, ενώ την ίδια περίοδο ξεκίνησε
να γυρίζεται και το έργο “Έρως και
κύματα”, η πρώτη ίσως σοβαρή προσπάθεια
που έχει να επιδείξει το ελληνικό σινεμά,
παρότι φυσικά δεν έλειπαν οι πολλές
τεχνικές ατέλειες.
Λίγο
πολύ, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, όσον
αφορά τις ταινίες που γυρίστηκαν τα
επόμενα χρόνια, αφού πολλές πηγές εκείνης
της εποχής (κυρίως περιοδικά γύρω από
τον κινηματογράφος) αξιοποιήθηκαν
ερευνητικά, παρόλο που οι περισσότερες
από εκείνες τις ταινίες δεν διασώζονται.
Συνοπτικά και για να ολοκληρωθεί η
σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή στον
προπολεμικό ελληνικό κινηματογράφο, η
κατ’ έτος ελληνική φιλμοπαραγωγή
είχε ως εξής (με βάση τη χρονιά προβολής):
1929:
“Το λιμάνι των δακρύων” (και πάλι των
αδελφών Γαζιάδη), “Οδυσσεύς Ανδρούτσος”
(κατά τα φαινόμενα η πρώτη ολοκληρωμένη
ταινία του Καμινάκη, που μάλιστα
προβλήθηκε και στη Νέα Υόρκη), “Μαρία
Πενταγιώτισσα” (του επανακάμψαντα
στην Ελλάδα Αχιλλέα Μαδρά, σκηνοθέτη
της “Τσιγγάνας” λίγα χρόνια νωρίτερα),
“Αστέρω”(και πάλι των αδελφών Γαζιάδη
σε σενάριο Παύλου Νιρβάνα), “25 Μαρτίου
1821” (ή αλλιώς “Το λάβαρο του 1821”), “Η
Μπόρα” (επίσης παραγωγή της Νταγκ Φιλμ
σε σενάριο του Παύλου Νιρβάνα). Αξίζει
την ίδια χρονιά να μνημονεύσουμε μία
κωμική ταινία μικρού μήκους ειδικά για
την οπερέτα “Ερωτικό ματς” (η μοναδική
ίσως φορά που ο κινηματογράφος συνάντησε
την ελληνική οπερέτα), καθώς και μια
ενδιαφέρουσα ταινία για την καταπολέμηση
της ελονοσίας.
1930:
“Μακρυά από τον κόσμο” (αν και η πρώτη
προβολή της είχε πραγματοποιηθεί στην
Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το Δεκέμβριο
του 1929, ενώ η ταινία προκάλεσε την πρώτη
δικαστική διαμάχη για παραβίαση του
νόμου περί προστασίας των πνευματικών
δικαιωμάτων στον κινηματογράφο),
“Λαγιαρνί”, “Για την αγάπη της”, “Όταν
πληγώνη ο έρως” (στην πραγματικότητα
μια αμερικανική ταινία, στην οποία
προστέθηκαν στα κλεφτά άσχετες,
ελληνικές σκηνές), “Το όνειρον του
γλύπτου” (ή “Πυγμαλίων και Γαλάτεια”),
“Τα γαλάζια κεριά”, “Ο παληάτσος της
ζωής” (με πρωταγωνιστή τον πιο
πετυχημένο “Έλληνα Σαρλώ”, Κίμωνα
Σπαθόπουλο), “Οι απάχηδες των Αθηνών”,
“Η γροθιά του σακάτη” (η πρώτη ελληνικά
ομιλούσα ταινία μεσαίου μήκους, που
γυρίστηκε από ομογενείς στη Νέα Υόρκη,
ένα οικογενειακό δραματάκι δωματίου),
“Μια πρόβα στα γρήγορα” (μουσική
φωνοταινία μικρού μήκους, που συνόδευε
τη “Γροθιά του σακάτη”), “Κάιν και
Άβελ” (η πρώτη ταινία πατρινής παραγωγής),
“Φίλησε με, Μαρίτσα”.
1931:
“Δάφνης και Χλόη”, “Ο μάγος της Αθήνας”,
“Έτσι κανείς σαν αγαπήσει”, “Στέλλα
Βιολάντη”, “Αυτή είναι η ζωή” (η πρώτη
ελληνικά ομιλούσα μεγάλου μήκους,
επίσης παραγωγή της ελληνικής ομογένειας
της Νέας Υόρκης).
1932:
“Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας” (η πρώτη
ομιλούσα σε παραγωγή ελληνικού στούντιο
και συγκεκριμένα της εταιρίας Ολύμπια
Φιλμς), “Το μοιραίον” (η αποκαλούμενη
και “πρώτη θεσσαλονικιώτικη ταινία”,
γυρισμένη από εξαπατηθέντες μαθητές
μιας δήθεν κινηματογραφικής σχολής στη
Θεσσαλονίκη, οι οποίοι δεν το έβαλαν
κάτω, αλλά ίδρυσαν τη δικιά τους εταιρία
με επωνυμία “Αρτιστίκ φιλμ” και γύρισαν
μια ταινία μ’ ένα σενάριο τραβηγμένο
απ’ τα μαλλιά, σχετικά με τον έρωτα
ανάμεσα σε δύο αδέρφια, που είχαν χωριστεί
σε μικρή ηλικία κατά την καταστροφή της
Σμύρνης!), “Ελληνική ραψωδία”, “Έξω
φτώχεια”, “Κοινωνική σαπίλα”.
Το
1932 κλείνει ο κύκλος που άνοιξε το 1927 με
το γύρισμα του “Έρως και Κύματα”, μια
περίοδος που χαρακτηρίστηκε από τον
τύπο της εποχής (ελληνικό και ξένο) ως
“ελληνικό Χόλιγουντ”. Η οικονομική
κρίση με τη χρεωκοπία του ελληνικού
κράτους τον Απρίλιο της χρονιάς αυτής
σε συνδυασμό με τη βαριά φορολογική
επιβάρυνση, που εκμηδένιζε τις
πιθανότητες εμπορικής επιτυχίας μιας
ταινίας ανεξάρτητα από τον αριθμό
των εισιτηρίων που θα έκοβε, αλλά και η
επέλαση του ομιλούντος κινηματογράφου
από το εξωτερικό, τον οποίο δεν μπορούσε
τεχνικά να ανταγωνιστεί ο εγχώριος,
οδήγησαν τους Έλληνες κινηματογραφιστές
σε τέλμα. Η “Νταγκ” περιορίστηκε πλέον
μόνο σε ζουρνάλ, ενώ ελάχιστες ήταν οι
καινούριες ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας.
Το
1933 παρουσιάστηκαν μόνο “Ο κακός δρόμος”
(γυρισμένη στα στούντιο της τουρκικής
Ιπέκ Φιλμ στην Κωνσταντινούπολη, με
συμπρωταγωνίστριες τη Μαρίκα Κοτοπούλη
και την Κυβέλη) και η “Δεσποινίς
δικηγόρος”, διασκευή του ομώνυμου
θεατρικού έργου του Θ. Συναδινού. Το
1934 ακολούθησαν η ελληνοτουρκική
συμπαραγωγή “Στα κύματα του Βοσπόρου”
και το μάλλον αποτυχημένο “Σας ζητούν
στο τηλέφωνο”, που ωστόσο περηφανευόταν
ότι κατέγραψε πλάνα από πλοία του
πολεμικού μας ναυτικού.
Την
επόμενη διετία η ελληνική μυθοπλασία
ήταν κλινικά νεκρή. Η μόνη ταινία μεγάλου
μήκους που παρουσιάστηκε ήταν τα “25
χρόνια Ελλάς”, μια συρραφή των
σημαντικότερων ταινιών επικαιρότητας
της προηγούμενη 25ετίας, που κατέγραφαν
τις πολιτικές εξελίξεις και τις μεγάλες
ιστορικές αλλαγές στη χώρα. Τελικά, το
1937 η ελληνική μυθοπλασία θα έβρισκε
διέξοδο στην Αίγυπτο, που διέθετε δύο
σημαντικά στούντιο, του Τόγκο Μεχράχι
και του Αλβίζε. Οι δυο επιχειρηματίες,
που παρήγαγαν ικανό αριθμό αιγυπτιακών
ταινιών, έκριναν φαίνεται συμφέρουσα
την επέκταση των δραστηριοτήτων τους
στο γύρισμα ελληνικών ταινιών, αξιοποιώντας
το δυναμικό ελληνικών θιάσων που
επισκέπτονταν τις ελληνικές παροικίες
της χώρας.
Οι
πρώτες ταινίες της αιγυπτιακής περιόδου
του ελληνικού κινηματογράφου ήταν
διασκευές αιγυπτιακών σεναρίων: “Δρ.
Επαμεινώνδας”, “Αρραβών μετ’ εμποδίων”,
“Όταν ο σύζυγος ταξιδεύει”. Το 1938, η
εξαιρετικά δημοφιλής στους Έλληνες της
Αιγύπτου, Σοφία Βέμπο, έκανε το
κινηματογραφικό της ντεμπούτο
πρωταγωνιστώντας στην “Προσφυγοπούλα”
του Δημήτρη Μπόγρη, μια από τις ελάχιστες
σωζόμενες ταινίες της προπολεμικής
περιόδου. Και ο κύκλος της αιγυπτιακής
περιόδου έκλεισε με την “Αγνούλα”,
όπου πρωταγωνιστούσε η Αλίκη Θεοδωρίδη
στο δεύτερο κινηματογραφικό ρόλο
της καριέρας της.
Εν
τω μεταξύ, φαίνεται ότι είχε κυλήσει
πολύ νερό στο αυλάκι και η ελληνική
πρωτεύουσα απέκτησε δύο στούντιο.
Το ένα βρισκόταν στο Καλαμάκι, ιδιοκτήτρια
ήταν η “Σκούρας Φιλμς” και γενικός
διευθυντής ο Φιλοποίμην Φίνος, ο οποίος
σκηνοθέτησε το “Τραγούδι του χωρισμού”
με πρωταγωνιστή το Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Ήταν η πρώτη και τελευταία σκηνοθετική
δουλειά του Φίνου, ο οποίος επικρίθηκε
σφοδρότατα από τους κριτικούς της
εποχής, όταν η ταινία βγήκε στις
κινηματογραφικές αίθουσες τον Απρίλιο
του 1940. Την ίδια περίοδο γυρίστηκε και
μια δεύτερη ταινία, η “Νύχτα χωρίς
ξημέρωμα” σε σενάριο Δημήτρη Μπόγρη,
όμως αυτή προβλήθηκε στις αίθουσες
στα τέλη Ιανουαρίου του 1941, όταν ο
ελληνοϊταλικός πόλεμος βρισκόταν
σε πλήρη εξέλιξη.
Λίγους μήνες μετά οι
Γερμανοί θα καταλάμβαναν την Αθήνα,
κάτι που θα ανέκοπτε τις όποιες
κινηματογραφικές ζυμώσεις της τελευταίας
διετίας, αν και θα γυρίζονταν κάποιες
λίγες εγχώριες παραγωγές, ώσπου μετά
την απελευθέρωση – και παρά τις αντίξοες
συνθήκες λόγω του επιβαρυμένου πολιτικού
κλίματος και του εμφυλίου πολέμου – η
ελληνική κινηματογραφική παραγωγή θα
επέστρεφε δριμύτερη και σταδιακά
διευρυνόμενη με αποκορύφωμα τη δεκαετία
του ‘60.
Διαβάστε και μια περίληψη διαφορετικού τύπου σε μορφή πίνακα: Οι προπολεμικές ελληνικές ταινίες. Γενικές πληροφορίες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου